ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/19)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΙΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

                                                                                                Εφεσείοντα,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

 

                                                                                                Εφεσίβλητης.

-------------------

Ο. Νικήτας, για Εφεσείοντα.

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

-------------------

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα καταγράφονται αναλυτικά στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.12.2018 στην Προσφυγή Αρ. 1072/2012 και δεν απαιτείται η εκ νέου και στο σύνολο τους παράθεση τους για τους σκοπούς της παρούσας.

 

Αρκεί, συνοπτικά να αναφερθούν τα ακόλουθα:

 

 Το έτος 1992, μετά από επιτυχία του σε σχετικές εξετάσεις, ο εφεσείων επιλέγηκε για τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και, συγκεκριμένα, για φοίτηση στο Ιατρικό Τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων  (Σ.Σ.Α.Σ.).

 

Με την εν λόγω επιλογή του ο εφεσείων διορίστηκε, ως Οπλίτης στον Στρατό της Δημοκρατίας, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 5(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία,Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 έως 2012 και στάληκε, από τις 11.9.1992, για φοίτηση στη Σ.Σ.Α.Σ., ως υπότροφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπογράφοντας σχετική συμφωνία ιδίας ημερομηνίας. Μετά την αποφοίτηση του από την Σ.Σ.Α.Σ, ο εφεσείων διορίστηκε, στις 3.10.1998, στο Στρατό της Δημοκρατίας ως Ανθυπολοχαγός και αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Το έτος 2002 παραχωρήθηκε από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα υποτροφία, για εκπαίδευση του και απόκτηση τίτλου ειδικότητας στην Ψυχιατρική. Προς το σκοπό αυτό, υπογράφηκε και πάλιν σχετική συμφωνία (η «Συμφωνία»). Σε αυτή, μεταξύ άλλων, περιλαμβανόταν πρόνοια ότι, ο εφεσείων, κατά την περάτωση της εν λόγω εκπαίδευσης του, υπείχε υποχρέωσης να επανέλθει αμέσως σε υπηρεσία και να εργαστεί για επιπλέον περίοδο, ίση με το διπλάσιο του χρόνου εκπαίδευσης του, από την ισχύουσα στην οικεία νομοθεσία για τους αξιωματικούς ελάχιστη υποχρέωση υπηρεσίας. Προβλεπόταν, επίσης, ότι, σε περίπτωση που ο εφεσείων παρέλειπε να συμπληρώσει τα επιπλέον χρόνια υπηρεσίας, τότε αυτός και οι εγγυητές του, καθίσταντο υπόχρεοι από κοινού ή έκαστος ξεχωριστά, όπως καταβάλουν στη Κυβέρνηση ποσό που προκύπτει από τη διαίρεση της συνολικής αξίας της υποτροφίας που ο εφεσείων έλαβε δια του αριθμού των ετών, για τα οποία αυτός δεσμευόταν να υπηρετήσει, για κάθε έτος ή μέρος αυτού της υπολειπόμενης επιπλέον περιόδου υπηρεσίας.

 

Στις 16.5.2011, ο εφεσείων, δια σχετικής του αναφοράς, υπέβαλε αίτημα για παραίτηση του από το Στρατό της Δημοκρατίας, για να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα και να εκπαιδευτεί περαιτέρω στο εξωτερικό, σε αντικείμενα που αφορούσαν στην ειδικότητα του. Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση του ημερομηνίας 10.4.2012, αποφάσισε να εγκρίνει το εν λόγω αίτημα του εφεσείοντα για παραίτηση, υπό τον όρο ότι, αυτός θα εκπληρώσει όλες τις συνεπεία της παραίτησης του υποχρεώσεις, με την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, όπως αυτό, υπολογίστηκε καθ' εφαρμογή της Συμφωνίας. Αυτό, κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 19 των περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμων του 1990 μέχρι 2006 (ο «Νόμος»). Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Άμυνας, με επιστολή του ημερομηνίας 4.5.2012, ενημέρωσε, σχετικά, τον εφεσείοντα για την εν λόγω απόφαση και τον κάλεσε, όπως καταβάλει στο λογιστήριο του το καθορισθέν ποσό, προκειμένου να καθοριστεί η ημερομηνία αφυπηρέτησης του.

 

Ο εφεσείων, δια επιστολής του δικηγόρου του ημερομηνίας 28.5.2012 προς την εφεσίβλητη, διαφώνησε ως προς το ύψος του ποσού, το οποίο καθορίστηκε ότι όφειλε, υπολογίζοντας αυτό σε πολύ λιγότερο, ερμηνεύοντας, προς τούτο, τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Νόμου και με το σκεπτικό ότι, η υπηρεσία του στο Στρατό της Δημοκρατίας πρέπει να θεωρείται ότι άρχισε από την ημερομηνία διορισμού αυτού ως Οπλίτη το έτος 1992 (βλ. ανωτέρω) και όχι ως Αξιωματικού το έτος 1998 (βλ. ανωτέρω). Το Υπουργείο Άμυνας διαφώνησε με αυτή την ερμηνεία του εφεσείοντα, υπό το σκεπτικό ότι, ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της φοίτησης του στη Σ.Σ.Α.Σ., έστω και αν ήταν διορισμένος ως Οπλίτης, δεν παρείχε υπηρεσίες στο Στρατό της Δημοκρατίας. Πληροφόρησε δε, αυτόν περί τούτου, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 20.6.2012 προς τον δικηγόρο του. Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα προς το Υπουργείο Άμυνας ημερομηνίας 16.7.2012, με την οποία ο εφεσείων επέμενε στην ορθότητα της προαναφερθείσας θέσεως του και προτείνοντας συγκεκριμένη οικονομική διευθέτηση για την εξόφληση του καθορισθέντος ως οφειλόμενου ποσού από την εφεσίβλητη, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του να αμφισβητήσει το ύψος του εν λόγω ποσού δικαστικώς.

 

Τελικώς, και αφού υπογράφτηκε από τον εφεσείοντα, στις 31.12.2012, «Γραπτή Αναγνώριση Χρέους», η οποία προέβλεπε την εξόφληση του ποσού που καθορίστηκε από την εφεσίβλητη δια της καταβολής συγκεκριμένου αρχικού ποσού, κατακράτησης του ποσού εφάπαξ, που ο εφεσείων δικαιούταν και αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού σε πέντε ετήσιες δόσεις, με πρώτη καταβληθείσα την 1.12.2013, καθορίστηκε, ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του εφεσείοντα, η 31.12.2013.  

 

Ο εφεσείων άσκησε την Προσφυγή Αρ. 1072/2012, με το εξής αιτητικό:

 

«Δήλωση/Απόφαση του Δικαστηρίου η οποία να κηρύσσει τον συνοδευτικό όρο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, ήτοι την αποδοχή της παραίτησης του Αιτητή από τις τάξεις του Στρατού της Δημοκρατίας υπό τον όρο ότι θα καταβάλει το ποσό των [...] ευρώ ημερ. 10/04/2012, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 21/05/2012, είναι ως προς το ύψος του ποσού, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του ημερομηνίας 31.12.2018 στην προαναφερθείσα προσφυγή, αφού απέρριψε προδικαστικές ενστάσεις που προβλήθηκαν αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής, απέρριψε την προσφυγή επί της ουσίας της, για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης του. Η παρούσα έφεση ασκήθηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην εν λόγω προσφυγή.

 

Κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης, εγείραμε προς τους ευπαίδευτους συνήγορους των διαδίκων τα ακόλουθα δύο ερωτήματα, ως αποκρυσταλλώθηκαν, ζητώντας γραπτώς τις θέσεις τους:

 

Πρώτον, κατά πόσο είναι επιτρεπτό και δικονομικώς παραδεκτό να προσβάλλεται με την Προσφυγή Αρ. 1072/2012, αποκλειστικά ο όρος για καθορισθέν οφειλόμενο ποσό και όχι και το υπόλοιπο μέρος της απόφασης της εφεσίβλητης, ήτοι η απόφαση αποδοχής του αιτήματος παραίτησης του αιτητή από το Στρατό της Δημοκρατίας.

 

Δεύτερον, κατά πόσο το άνω ερώτημα δύναται να τεθεί, εξετασθεί και αποφασισθεί από το Εφετείο αυτεπάγγελτα, με δεδομένο ότι, το ζήτημα δεν ετέθη και, ως εκ τούτου, δεν εξετάσθηκε ή αποφασίστηκε πρωτοδίκως.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον εφεσείοντα κατέληξε, με γραπτή του τοποθέτηση, αρνητικά και στα δύο πιο πάνω ερωτήματα. Η πλευρά της εφεσίβλητης, με γραπτή επιστολή της υιοθέτησε τις θέσεις του εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, η βασική επιχειρηματολογία του εφεσείοντα συνίσταται στο ότι, η ορθότητα ή μη της επιζητούμενης θεραπείας δεν δύναται να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, διότι δεν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξεως, εξ αυτών που η νομολογία έχει αναγνωρίσει.

 

Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα, η θέση του εφεσείοντα συνίσταται στο ότι, ο όρος (και όχι αίρεση, ως επεξηγεί) που προσβλήθηκε αυτοτελώς με την Προσφυγή Αρ. 1072/2012 είναι διαιρετός από την υπόλοιπη απόφαση αποδοχής του αιτήματος παραίτησης του αιτητή από το Στρατό της Δημοκρατίας και, ως τέτοιος, δεκτικός αυτοτελώς δικαστικής προσβολής, στα πλαίσια της δυνατότητας μερικής ακύρωσης διοικητικής πράξης, που προνοείται ρητώς στο Άρθρο 146.4.(β) του Συντάγματος.

 

Εξετάσαμε τις πιο πάνω θέσεις και συνοδευτικά επιχειρήματα αυτών με τη δέουσα προσοχή.

 

Καταρχάς, η θέση ότι, το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιώματος αυτεπάγγελτης έγερσης, εξέτασης και απόφασης επί του ζητήματος του δικονομικά επιτρεπτού ή μη δικαστικής προσβολής εν μέρει μίας διοικητικής απόφασης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η πάγια νομολογία έχει καθορίσει ότι, ζητήματα δημόσιας τάξεως δύνανται να εγείρονται και να εκδικάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων και των δικαστηρίων δευτεροβάθμιας (αναθεωρητικής) δικαιοδοσίας και αυτό, ανεξάρτητα αν τέτοια ζητήματα προβλήθηκαν και εξετάσθηκαν πρωτοδίκως. Ως τέτοιο ζήτημα δημόσιας τάξεως έχει κριθεί και το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (βλ. Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 255, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ.,314). Το αντικείμενο της προσφυγής, ήτοι η προσβαλλόμενη απόφαση και η φύση της, σαφώς αποτελεί ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και, ως τέτοιο, δύναται να εξετασθεί αυτεπάγγελτα. Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, στην Καρατσής v Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλοι 3 Α.Α.Δ, 220.:

 

«Η έγερση θέματος ενώπιον δικαστηρίου της Πολιτείας, είτε μέσω καθιερωμένου τύπου διαδικασίας είτε με άτυπο διάβημα, δεν εντάσσει, αφ' εαυτής, το θέμα στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ούτε προεξοφλεί την εκδίκασή του.  Μόνο αν το τιθέμενο ζήτημα ανάγεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, μπορεί το δικαστήριο να επιληφθεί του αντικειμένου του.  Η προσφυγή στο δικαστήριο δε δημιουργεί δικαιοδοσία. Είναι παραδεκτή, εφόσον εμπίπτει στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150, υπογραμμίστηκε ότι προϋπόθεση για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το δικαστήριο αποτελεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας.  Δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, για το λόγο και μόνο ότι τίθεται νομιμοφανές αίτημα ενώπιόν του.

 

Στη Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, (απόφαση Ολομέλειας), υπογραμμίσαμε:-

 

«..., δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου.  Οι 'εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου', τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους.»

 

Όπως διευκρινίζεται στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, (απόφαση Ολομέλειας):- (σελ. 58)

 

«2)  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που καθορίζεται στο Άρθρο 11(2) είναι, όπως ρητά ορίζεται, εκείνη η οποία προβλέπεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.»

................................

Απόκειται στο δικαστήριο, κατά νόμο αρμόδιο, να αποφασίσει κατά πόσο το αντικείμενο της προσφυγής ανάγεται στη δικαιοδοσία του. Το θέμα αυτό προέχει παντός ετέρου.»

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη μας και εξετάζοντας, συνεπώς,  το ζήτημα, κατά πόσο παραδεκτώς ο εφεσείων, ως έπραξε, προσβάλει αυτοτελώς τον όρο που τέθηκε  για καταβολή του καθορισθέντος οφειλόμενου ποσού, αποφαινόμαστε ως ακολούθως:

 

Αντικείμενο της προσφυγής, σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, δύναται να είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη ή παράλειψη. Είναι επιτρεπτή η προσβολή, με σκοπό την ακύρωση του, μόνο μέρους μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης, λ.χ. όρου αυτής, εάν τέτοιο μέρος κρίνεται διαιρετό από την υπόλοιπη διοικητική πράξη, αν, δηλαδή, μπορεί να αποσυνδεθεί από το σύνολο της απόφασης,  με τρόπο νομικά δυνατό. Ως αναφέρθηκε στην  Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και Άλλη ν. Cybarco Plc και Άλλων (2015) 3 Α.Α.Δ., 689:

   

«Στην υπόθεση Π. Σεβαστίδης & Σία Λτδ ν. Υπουργείο Εμπορίου & Βιομηχανίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 577, που επίσης παρέπεμψε το Δικαστήριο, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά στις σελ. 582-3:

 

«Στο σύγγραμμα "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο", Τρίτη Έκδοση, του Αναστ. Τάχου, στη σελίδα 361 αναφέρεται:-

 

"Ενδέχεται οι διοικητικές πράξεις να είναι μερικά παράνομες (άκυρες) ή ακυρώσιμες, διότι είναι, αντίστοιχα, μερικώς ελαττωματικές. Στην περίπτωση αυτή, χωρεί μερική ακύρωση της μερικώς ελαττωματικής διοικητικής πράξης, εφόσον αυτή είναι διαιρετή, δηλ. εφόσον είναι νομικά δυνατός ο διαχωρισμός του νόμιμου τμήματός της από το παράνομο.".

(Βλέπε: Έπαρχος Λευκωσίας κ.ά. ν. Σπαρσής Μοδέστου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 256.)»

 

 

Ως αναφέρθηκε  και στην Λαζάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1275.

 

«Eπί του θέματος είναι και τα ακόλουθα από τη σελίδα 110 του Συγγράμματος της Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου "Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως".

 

«"Eιδικότερον, όσον αφορά εις την μερικήν ακύρωσιν των διοικητικών πράξεων και δη των ατομικών, παρατηρείται, ότι ο ακυρωτικός δικαστής οφείλει να γνωρίζη, εάν η εν λόγω πράξις συνιστά εν σύνολον νομικώς αδιαίρετον, ή αντιθέτως εάν είναι δυνατή εις αυτήν μία λογική και νομική ανάλυσις.  Εις την πρώτην περίπτωσιν η μερική ακύρωσις είναι αδύνατος.  Εις την δευτέραν είναι δυνατή".»

 

Η αναφορά σε «όρο» δεν προεξοφλεί, κατά την ημεδαπή νομολογία, την διαιρετότητα του από την υπόλοιπη διοικητική πράξη, για σκοπούς δυνατότητας αυτοτελούς δικαστικής προσβολής του. Αυτό προκύπτει ευθέως εκ της επιχειρηματολογίας και καταλήξεως που αναπτύχθηκε στην  Kυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345, στην οποία εξετάστηκαν, προς τούτο, οι πρόνοιες της συγκεκριμένης νομικής διατάξεως που σε εκείνη την περίπτωση έτυχε εφαρμογής για επιβολή όρου, εκεί πολεοδομικού. Αναφέρθηκαν, συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση τα ακόλουθα:

 

«Τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας η νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων έχει συζητηθεί με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι σε ό,τι αφορά την πολεοδομική άδεια το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 25(2) του Νόμου 90/72. Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: "Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου" (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684).

 

Eπομένως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή 789/93 πράξης θα εξεταστεί με βάση μόνο τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 25(2) του Νόμου 90/72.

Από μια απλή ανάγνωση του επίμαχου άρθρου προκύπτει σαφώς ότι στοχεύει στο να καταστήσει τους όρους που τίθενται σε μια πολεοδομική άδεια αναπόσπαστο μέρος της άδειας. Προχωρεί μάλιστα και θέτει και ρήτρα σε περίπτωση μη εκτέλεσης των όρων. Προβλέπει ότι "η εκτελεσθείσα ανάπτυξις θεωρείται ως μη αποτελούσα ανάπτυξιν διά την οποίαν έχει χορηγηθεί πολεοδομική άδεια εκτός εάν οι όροι αυτοί εκτελεσθώσιν".

 

Εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του Νόμου, οι όροι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της πολεοδομικής άδειας, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η πράξη είναι διαιρετή και ότι οι επίδικοι όροι μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς. Ακολουθεί πως η έφεση 2423 πρέπει ν' απορριφθεί.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, η επίμαχη πρόνοια που εφαρμόστηκε είναι το Άρθρο 19 (3) του Νόμου, στην οποία διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«(3) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), όταν το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Υπουργός, ανάλογα με την περίπτωση, έχει ισχυρούς λόγους να πιστεύει ότι θα πρέπει να επιτραπεί σε Αξιωματικό ή Υπαξιωματικό ή Οπλίτη να παραιτηθεί πριν από τη συμπλήρωση της κατά τα εδάφια (1) και (2) ελάχιστης υπηρεσίας στο Στρατό, δύναται, με πλήρη αιτιολογημένη απόφασή του, να αποδεχθεί το αίτημά του για παραίτηση:

 

Νοείται ότι, όταν η δυνάμει του παρόντος εδαφίου έγκριση παραίτησης αφορά Αξιωματικό ή Υπαξιωματικό ή Οπλίτη ο οποίος είναι απόφοιτος Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής ή Στρατιωτικής Σχολής, ανάλογα με την περίπτωση, ή ο οποίος έχει πραγματοποιήσει πρόσθετη εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση, σύμφωνα με το εδάφιο (2), η εν λόγω έγκριση παρέχεται πάντοτε υπό τον όρο ότι ο παραιτούμενος θα εκπληρώσει όλες τις συνεπεία της παραίτησής του υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχετική σύμβαση που είχε υπογράψει πριν από την έναρξη της αρχικής στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της πρόσθετης εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσής του.»

 

Από το λεκτικό της άνω πρόνοιας καθίσταται σαφής η αδιάρρηκτη ενότητα της έγκρισης παραίτησης με τον όρο για εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων που, στην περίπτωση,  απορρέουν από τη σχετική σύμβαση που ο αιτούμενος, εδώ ο εφεσείων, είχε υπογράψει πριν από την έναρξη της αρχικής στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της πρόσθετης εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσής του. Η φράση στο Νόμο «παρέχεται πάντοτε υπό τον όρο ότι ο παραιτούμενος θα εκπληρώσει..» δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας, από το ότι, δεν είναι δυνατή η ακύρωση του εν λόγω όρου, αν αυτός προσβλήθηκε αυτοτελώς, χωρίς να συμπαρασύρεται, σε κάθε περίπτωση και η υπόλοιπη πράξη σε ακυρότητα, η οποία δεν μπορεί να παραμένει έγκυρη στο διοικητικό χώρο ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη οντότητα. Ο εν λόγω όρος είναι υποχρεωτικό και αναπόσπαστο μέρος σε κάθε περίπτωση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης για την παροχή έγκρισης παραίτησης εν τη εννοία του Άρθρου 17 (3) του Νόμου και δεν είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με την επίμαχη νομοθετική διάταξη, η παροχή έγκρισης παραίτησης άνευ συμπερίληψης τέτοιου όρου.

 

Συνεπώς, καταλήγουμε, με βάση τα ανωτέρω, ότι, ο επίμαχος όρος δεν συνιστά πράξη διαιρετή και δεκτική αυτοτελούς προσβολής της ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Σημειώνεται ότι, μας προβλημάτισε, κατά πόσο ο εν λόγω αναφερόμενος στο  Άρθρου 17 (3) του Νόμου ως «όρος» ταξινομείται στην πραγματικότητα, στην νομική ορολογία, ως αίρεση και δη, διαλυτική. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, δεν απαιτείται να δοθεί στην παρούσα περίπτωση. Και αυτό, διότι θα αποτελούσε εκ μέρους μας αμιγώς ακαδημαϊκή άσκηση, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας και της νομολογίας αναφορικά με τις αιρέσεις, σύμφωνα με την οποία αυτές είναι, πάντοτε, ως εκ της φύσεως τους, αναπόσπαστο και μή διαιρετό μέρος μιας πράξης (βλ. αναφορές στη Λαζάρου, supra). Η κατάληξη μας, συνεπώς, θα ήταν η ίδια.

 

Με βάση όσα επεξηγήθηκαν ανωτέρω,  η Προσφυγή Αρ. 1072/2012 κρίνεται μη παραδεκτή και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία εισήλθε στην κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων αυτής, παραμερίζεται στην ολότητα της. Η παρούσα Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται, κατά πάγια νομολογία, υπέρ της εφεσίβλητης, ως η επιτυχούσα διάδικος, στο μειωμένο, ωστόσο, ύψος των 1500 ευρώ, ενόψει του ότι, το ζήτημα, το οποίο καθόρισε, τελικά, την έκβαση της υπόθεσης, εγέρθηκε αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο.

 

         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο