ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 169/2018)
22 Σεπτέμβριου, 2023
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗ, ΜΕΣΣΙΟΥ - ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΑΡΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείοντα
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Εφεσίβλητης
---------------------------------------
Χρ. Μίτσιγγας, για τον Εφεσείοντα
Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από τον Α. Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εφεσίβλητης τράπεζας, αξιώνοντας αποζημιώσεις δια αμελή συμπεριφορά, η οποία, ως ισχυρίζεται, επεσυνέβη κατά τον χρόνο που η τελευταία εκτελούσε οδηγίες που έλαβε από αυτόν δια μεταφορά χρημάτων (swift) από το λογαριασμό του σε λογαριασμό τρίτου προσώπου.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η εφεσίβλητη δεν εκτέλεσε δεόντως την εντολή που έλαβε παραλείποντας και/ή αμελώντας να ελέγξει και/ή να βεβαιωθεί ότι το ποσό της μεταφοράς θα καταβάλλετο στον δικαιούχο που της υπέδειξε. Περαιτέρω ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι λόγω αυτής της αμελούς συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, τα χρήματα παραλήφθηκαν από τρίτο πρόσωπο και όχι τη δικαιούχο εταιρεία, τα οποία και απωλέσθηκαν δίχως αυτός, ο ενάγοντας, να γίνει ιδιοκτήτης του μηχανήματος (εκσκαφέα) που παράγγειλε και πλήρωσε. Λόγω της αμελούς συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε περαιτέρω ζημιά (πέραν του ποσού που απώλεσε), η οποία ήτο ίση με το κέρδος που, κατά τους ισχυρισμούς του, θα του απέφερε η εργασία που θα εκτελούσε (χωματουργικές εργασίες), σε περίπτωση που χρησιμοποιούσε το μηχάνημα που παράγγειλε.
Η εφεσίβλητη με την υπεράσπισή της απέρριπτε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, υποστηρίζοντας ότι ενήργησε νομίμως και κανονικώς, ασκώντας λογική δεξιότητα και επιμέλεια σε συμμόρφωση με τις οδηγίες που έλαβε από αυτόν.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοριστικός για την αγωγή χρόνος ήταν η 27/10/2009, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείοντας έδωσε στην εφεσίβλητη, στο συγκεκριμένο υποκατάστημα της, γραπτή εντολή να μεταφέρει από τον λογαριασμό του το ποσόν των 16000 Αγγλικών Στερλινών, σύμφωνα με την οποία θα πιστωνόταν στη δικαιούχο - παραλήπτρια εταιρεία στην Αγγλία σε συγκεκριμένο διεθνές αριθμό τραπεζικού λογαριασμού. Οι πληροφορίες που περιλήφθηκαν στην τραπεζική εντολή του εφεσείοντα, δόθηκαν στην εφεσίβλητη από τον εφεσείοντα.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η εφεσίβλητη αποδέχθηκε την εντολή του εφεσείοντα για μεταφορά χρημάτων στην παραλήπτρια εταιρεία, διενήργησε τη μεταφορά και εξέδωσε αποδεικτικό εκτέλεσης της εντολής και ότι για τις υπηρεσίες της αυτές χρέωσε τον λογαριασμό του εφεσείοντα, πέραν του ποσού των 16000 Αγγλικών Στερλινών (€17429,19), με το ποσό των €108,15.
Στη συνεχεία, ο εφεσείων, πάντοτε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, επικοινώνησε με το πρόσωπο, το οποίο του παρουσιαζόταν ως εκπρόσωπος της παραλήπτριας εταιρείας, ο οποίος του απέστειλε έγγραφο με αριθμό φορτωτικής. Ο εφεσείων σε επαφή που είχε με εταιρεία θαλασσίων μεταφορών πληροφορήθηκε ότι δεν υπήρχε τέτοια φορτωτική. Νέα προσπάθεια του να επικοινωνήσει με το πρόσωπο που παρουσιαζόταν ως εκπρόσωπος της παραλήπτριας εταιρείας απέβη άκαρπη αφού το εν λόγω πρόσωπο δεν εντοπιζόταν.
Ακολούθως, ο εφεσείων επικοινώνησε με την εφεσίβλητη και η τελευταία προχώρησε σε περαιτέρω ενέργειες, ήτοι σε ανταλλαγή αλληλογραφίας με την τράπεζα στην οποία εμβάστηκε το ποσό των 16000 στερλινών, όμως οι ενέργειες της αυτές δεν έφεραν οποιοδήποτε αποτέλεσμα και ο λογαριασμός του εφεσείοντα παρέμεινε χρεωμένος με το ποσό του εμβάσματος πλέον τα έξοδα της τράπεζας. Ο εφεσείων απαίτησε το ποσό που χρεώθηκε ο λογαριασμός του από την εφεσίβλητη χωρίς αποτέλεσμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας έκρινε ότι η μαρτυρία του ενάγοντα/εφεσείοντα και του μάρτυρα που παρουσίασε δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Αντίθετα δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εναγόμενης/εφεσίβλητης, οι οποίοι άφησαν θετικές εντυπώσεις και η μαρτυρία των οποίων υποστηριζόταν από αριθμό στοιχείων και δεδομένων.
Σύμφωνα με τα ευρήματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσείων συνομίλησε με τον διευθυντή του υποκαταστήματος και ότι αυτό έγινε πριν την 27/10/2009 και όχι κατά την ως άνω ημερομηνία όπως ισχυρίζετο ο εφεσείων, ως επίσης ότι ο εφεσείων (αντίθετα με ότι ισχυρίστηκε) δεν ζήτησε από αυτόν να επιβεβαιώσει ότι ο λογαριασμός ανήκε στην παραλήπτρια εταιρεία ενώ ο διευθυντής τον προειδοποίησε ότι οι αγορές μέσω διαδικτύου εγκυμονούσαν κινδύνους. Την 27/10/2009 ο εφεσείων μετέβηκε στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης, προχώρησε στη γραπτή εντολή, η οποία συμπληρώθηκε από τον ταμία του καταστήματος και υπογράφηκε από τον ίδιο και το πρόσωπο που αντικαθιστούσε τον διευθυντή του καταστήματος. Ούτε την 27/10/2009 ο εφεσείων ζήτησε να επιβεβαιωθεί κατά πόσο ο δικαιούχος του λογαριασμού ήταν η παραλήπτρια εταιρεία και ουδείς εκ μέρους της εφεσίβλητης υποσχέθηκε ότι θα επιβεβαίωνε το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού στον οποίο θα αποστέλλονταν τα χρήματα και εν πάση περιπτώσει ήταν αδύνατο για την εφεσίβλητη να εξακριβώσει κάτι τέτοιο. Μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής ο εφεσείων μετέβηκε εκ νέου την 3/12/2019 στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης όπου και ανάφερε ότι υποψιαζόταν απάτη και ότι τα χρήματα δεν κατέληξαν στο δικαιούχο ως επίσης ότι ένεκα αυτής της δήλωσης η εφεσίβλητη επιχείρησε να βοηθήσει τον εφεσείοντα και είχε αλληλογραφία με την παραλήπτρια τράπεζα.
Ο εφεσείων πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δύο θέσεις:
α) Ότι η γραπτή εντολή αποτελεί συμφωνία μεταξύ των διαδίκων την οποία η τράπεζα παραβίασε. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η εν λόγω συμφωνία προνοούσε για μεταφορά του ποσού σε λογαριασμό με τρία αναγνωριστικά στοιχεία, δηλαδή το IBAN, το swift code και το όνομα και η εφεσίβλητη μετέφερε το ποσό σε λογαριασμό που πληρούσε μόνο τα δύο πρώτα στοιχεία και δεν ικανοποίησε το τρίτο δηλαδή το όνομα. Επικαλέστηκε δε τις υποθέσεις Θεολόγου v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407 και Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Otis Elevators (Cyprus) Ltd κ.α. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 277.
β) Ότι η εφεσίβλητη υπέχει καθήκον επιμέλειας κατά την εκτέλεση μιας συμφωνίας που στη συγκεκριμένη περίπτωση απέτυχε να αποσείσει (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (πιο πάνω)).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (πιο πάνω) παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο θεωρούμε και εμείς πολύ σημαντικό:
«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία. Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.
Στο σύγγραμμα The Law and Practice of Banking, Vol.1, Banker and Customer του M. Haiden, σελ. 241 αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη. Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι΄ αγωγή γι΄ αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657).
Επίσης στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking 13η έκδοση σελ. 408 αναφέρονται τ΄ ακόλουθα:
When executing the customer's instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer's agent. (Royal Products Ltd v. Midland Bank Ltd. (1981) 2 Lloyd's Rep. 194, 198). Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer's orders. The duty arises both at common law and under statute».»
Εν συνεχεία δέχθηκε ότι η σχέση του εφεσείοντα (πελάτη) και εφεσίβλητης (τράπεζα) διέπεται από τη γραπτή εντολή και ότι η συμφωνία αυτή συνιστά ανάθεση καθήκοντος από τον πελάτη στην τράπεζα και ότι σε αυτό το πλαίσιο, δηλαδή κατά την εκτέλεση καθήκοντος, η τράπεζα υπέχει ρόλο αντιπροσώπου του πελάτη και τέλος ότι η τράπεζα υποχρεούται κατά την εκτέλεση της εντολής να ασκήσει εύλογη επιμέλεια.
Έκρινε ότι η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη δεν τήρησε τα τρία στοιχεία της μεταξύ τους συμφωνίας, δηλαδή τα αναφερόμενα στη γραπτή εντολή, εδράζεται σε πλάνη και ότι απόδειξη τούτου αποτελεί το αποδεικτικό έγγραφο εκτέλεσης της εντολής όπου αναφέρονται τα ορθά στοιχεία IBAN, Swift Code και η δικαιούχος εταιρεία. Έκρινε περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με όσα ανέλαβε να εκτελέσει αφού το έντυπο εκτέλεσης που εκδόθηκε μετά την ενημέρωση της παραλήπτριας τράπεζας αναφέρει όλα τα στοιχεία που έλαβε από τον εφεσείοντα. Συνεπώς δεν παρέλειψε ή παραποίησε οποιοδήποτε στοιχείο και απέδωσε ορθά όλα όσα ο εφεσείοντας της έδωσε. Υπενθύμισε ακόμα ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα πως οι εκπρόσωποι της εφεσίβλητης ανέλαβαν ειδική ευθύνη απορρίφθηκαν.
Ανέφερε περαιτέρω ότι «δεν είναι ευθύνη της αποστέλλουσας τράπεζας να διερευνήσει εκείνο που δεν είναι στον έλεγχό της, δηλαδή τα στοιχεία του δικαιούχου, κάτι που στη δοσμένη περίπτωση δεν είχε συμφωνήσει με τον πελάτη της. Μάλιστα εδώ το έχουμε παραδεκτό ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο τεκμήριο 6, δηλαδή τη γραπτή εντολή, δόθηκαν από τον ενάγοντα. Αυτό και μόνο φανερώνει ότι ο πελάτης είναι σε καλύτερη θέση να γνωρίζει ό,τι σχετικό για τον δικαιούχο, καθ΄ ότι ο τελευταίος είναι δικός του συνομιλητής και ενδεχομένως συνεργάτης. Δεν είναι ρόλος της τράπεζας να διερευνά, δίκην ντετέκτιβ, δια να αποφανθεί για την ορθότητα των στοιχείων που της έδωσε ο πελάτης της. Αυτό, δηλαδή η ορθότητα των στοιχείων, είναι έργο του πελάτη που τα χορηγεί στην τράπεζα και όχι άλλου. Για την τράπεζα είναι αρκετό ότι στην εντολή που θα στείλει στην παραλήπτρια τράπεζα θα μεταφέρει ορθά όλα τα στοιχεία που της δόθησαν από τον πελάτη της και αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι αποτυπώνονται σωστά, αλλά και ότι δύνανται να εκτελεστούν, δηλαδή πληρούν τον ελάχιστο αριθμό ψηφίων και ανταποκρίνονται στον κωδικό της παραλήπτριας τράπεζας. Σε αυτά είναι που εξαντλείται το καθήκον της αποστέλλουσας τράπεζας, εδώ της εναγομένης.
Αν τα πιο πάνω χρειάζονται ειδική αιτιολόγηση, αρκεί να παραπέμψω στα λεχθέντα στην παράγραφο 17.212 από την 13η έκδοση του συγγράμματος Paget's Law of Banking, όπου αναφέρεται ότι:
«Where the originator's bank acts within the terms of its originator's payment instruction it can debit the originator's account with the sum transferred. The fact that the transaction between the originator and the beneficiary which gave rise to the originator's instruction is vitiated by the beneficiary's fraud or misrepresentation, or by the mistake of the originator, is irrelevant to the bank, so long as it acts in good faith and without knowledge of the vitiating factor. In each case the bank acts within its mandate and can debit the originator's account. The originator will be left to recover the payment from the beneficiary or his bank, the beneficiary's bank, aw money paid under a mistake or by exercising a right to trace his property.»»
Σε σχέση με την ερμηνεία που ο ενάγων απέδιδε στη συμφωνία του με την τράπεζα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε την παράγραφο 61 της υπόθεσης Tidal Energy Ltd v Bank of Scotland plc [2014] EWCA Civ 1107 όπου αναφέρεται ότι:
«Even if a banking practice is not reasonably available to the customer, the court should still be astute to avoid a construction of the contract which is inconsistent with business common sense. As Lord Steyn said in Mannai Investment Co Ltd v. Eagle Star Life Assurance Co Ltd [1997] AC 749 at p771:
«In determining the meaning of the language of a commercial contract. the law. generally favours a commercially sensible construction. The reason for this approach is that a commercial construction is more likely to give effect to the intention of the parties. Words are therefore interpreted in the way in which a reasonable commercial person would construe them».»
Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει:
«Το πιο πάνω απόσπασμα κάνει λόγο για εμπορικώς συνετή ερμηνεία. Τη δική του μάλιστα σημασία έχει και το γεγονός ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι πανομοιότυπα με αυτά της υπό κρίση. Και εκεί ο πελάτης έδωσε στην τράπεζα τον αριθμό λογαριασμού, κωδικό της παραλήπτριας τράπεζας και όνομα δικαιούχου. Εν τούτοις, μετά την αποστολή των χρημάτων διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για απάτη από τον δήθεν δικαιούχο. Ήταν όμως αργά για αναίρεση της εντολής του ποσού που είχε ήδη σταλεί. Αγωγή που καταχώρισε ο ενάγων για ανάκτηση του ποσού από την τράπεζά του, εν προκειμένω την αποστέλλουσα τράπεζα, έπεσε στο κενό. Στην έφεση η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία.» Παραθέτει στη συνέχεια το αιτιολογικό της ως άνω απόφασης, στις παραγράφους 62 και 63:
«62. In my judgment, the construction sought by the claimant produces a result which is not reasonable and not commercially sensible (and therefore unlikely to have been intended by the parties) for the following reasons. First, the object of the CHAPS system is to achieve rapid (maximum of 1.5 hours payment. That is why customers choose to use this system of electronic payment. Secondly, the court should lean against a construction which involves imposing a requirement on a receiving bank which would frustrate the customer's wish to have the money transferred within 1.5 hours. If the beneficiary's name has to be checked within this period for correspondence with the other identifiers, the evidence is that this would be economically impossible to do.
63. Thirdly, the claimant's construction places on the remitting bank an obligation, in effect, to guarantee correspondence between the beneficiary name and the account number even though it has no control (i) over the care with which its customers complete the transfer form, and (ii) over the way the receiving bank processes its incoming CHAPS payments. As regards this second point, Mr Johnson says at para 16 of his statement that, where the beneficiary account resides with another CHAPS member bank, there is no possibility for the remitting bank to check and verify the account number or name of the beneficiary: such information is confidential to the payee and is not disclosed as a matter of routine by receiving banks to remitting banks. In my view, the claimant's construction is unreasonable and makes no business sense. I see no reason why the remitting bank should assume responsibility for the accuracy of the name of the beneficiary entered by the customer on the form or for its correspondence with the other identifiers.»»
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιούμενες αποζημιώσεις αφού η αξιολόγηση της μαρτυρίας κατέδειξε ότι ο ενάγοντας/ εφεσείων δεν ήταν πρόθυμος να πει την αλήθεια, οι δε ισχυρισμοί του δεν επιβεβαιώνονταν από άλλη μαρτυρία και οι αιτούμενες αποζημιώσεις δεν αιτιολογήθηκαν από αυτόν (Ηρακλέους v. Πέτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, 243). Συνεπεία των πιο πάνω απέρριψε την αγωγή.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας οκτώ λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης υπ'αρ. 2,3 και 5 στρέφονται κατά συμπερασμάτων/ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου: Με τον 2ο λόγο ο εφεσείοντας εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα/εύρημα ότι ο εφεσείοντας ζήτησε από την εφεσίβλητη να ελέγξει κατά πόσο ο δικαιούχος του λογαριασμού ήταν η εταιρεία που διέταξε να σταλούν τα χρήματα του μετά που η εφεσίβλητη θα έστελνε τα χρήματα, αφού κάτι τέτοιο δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία. Με το 3ο λόγο υποβάλλεται ότι εσφαλμένα στηρίχθηκε σε μια επουσιώδη ανακριβή δήλωση του ενάγοντα κατά την αντεξέταση του όσον αφορά τον χρόνο μετάβασης του στην τράπεζα, ότι αυτό έγινε περί τις 10 μέρες μετά τη συναλλαγή συναρτώντας τη μετάβαση του με το έγγραφο της φορτωτικής που έφερε ημερομηνία 17/11/2009 ήτοι τρεις εβδομάδες από τη συναλλαγή που διενεργήθηκε την 27/10/2009. Με τον 5ο λόγο υποβάλλεται ότι το εύρημα ότι ο Εφεσείων μετέβη στο κατάστημα της εφεσίβλητης για πρώτη φορά μετά την υποβολή της εντολής του την 3/12/2009 είναι παντελώς λανθασμένο.
Σε σχέση με τους πιο πάνω λόγους έφεσης υποδεικνύουμε αρχικά τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ΄ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ 108:
«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»
Έχουμε εξετάσει τους πιο πάνω λόγους έφεσης και κρίνουμε ότι δεν ευσταθούν.
Σε σχέση με τον 2ο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 16 έως 18 της απόφασης του εξετάζει τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι αφού ζήτησε από τον ΜΥ1 να του επιβεβαιώσει ότι ο αριθμός IBAN ανήκει στη δικαιούχο εταιρεία και ο τελευταίος του είπε ότι δεν μπορούσε αφού δεν είχε πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες πριν σταλούν τα χρήματα στην Αγγλία, τότε αυτός του ζήτησε προτού πιστωθούν τα χρήματα να βεβαιωθεί ότι ο λογαριασμός ανήκει στη δικαιούχο εταιρεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει συγκεκριμένα στη σελίδα 16 της απόφασης του «Με αυτό το τελευταίο αντιλαμβάνομαι να εννοεί ότι αφότου σταλούν τα χρήματα - δοθέντος ότι ο Βιολάρης του είπε ότι δεν είχε πρόσβαση σε πληροφορίες προτού διενεργήσει την εντολή πληρωμής - τότε να επιβεβαιώσει ότι δικαιούχος του λογαριασμού είναι η εταιρεία Ross Auto Engineering Ltd. Δεν χωρεί άλλη ερμηνεία, αφού άλλως πως θα εσήμαινε ότι ο ενάγων απλώς επανέλαβε όσα ο Βιολάρης του είπε ότι αδυνατούσε να πράξει , πράγμα παράλογο, εφόσον σε τέτοια περίπτωση δεν θα τίθετο θέμα για περαιτέρω ενέργεια και συνάμα υπόσχεση, αλλά ο ενάγων θα έλεγε απλώς∙ αφού δεν μπορείτε να πράξετε αυτό που ζητώ τότε δεν θα στείλω τα χρήματά μου.». Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει δηλαδή σε ένα συλλογισμό τι εννοούσε ο εφεσείων με την αναφορά του αυτή έχοντας υπόψη τη μαρτυρία του ΜΥ1 και καταγράφει το συλλογισμό του που καταλήγει στη διαπίστωση του ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα νοσεί και ουσιαστικά. Το Δικαστήριο αναφέρει ήδη από τη σελίδα 14 ότι όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης άφησαν θετικές εντυπώσεις. Δεν συμφωνούμε με την πλευρά του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στη διαδικασία που ακολουθεί η εφεσίβλητη για τη διεκπεραίωση εμβασμάτων στο εξωτερικό που αποκαλύφθηκε μέσω της μαρτυρίας του ΜΥ4 θεώρησε ότι αποκλείεται να υπήρξε τέτοια στιχομυθία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στο εύρημα του (το οποίο δεν εφεσιβάλλεται) ότι ο ΜΥ1 απουσίαζε από το κατάστημα την 27/10/2019 ενώ η μελέτη των πρακτικών ημερομηνίας 5/4/2017 σελίδες 37 - 38 και 50 καταδεικνύουν ότι ο ΜΥ1 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι ουδέποτε του ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να επιβεβαιώσει κατά πόσο ο αριθμός λογαριασμού ανήκε στη δικαιούχο εταιρεία, αρνήθηκε ότι ο ίδιος απάντησε στον εφεσείοντα ότι δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει πριν σταλεί στην Αγγλία η εντολή πληρωμής και ότι και να του ζητείτο δεν θα μπορούσε να απαντήσει, να γνωρίζει και ότι ούτε κατά την ημερομηνία της μαρτυρίας του στο Δικαστήριο υπήρχε αυτή η δυνατότητα.
Όσον αφορά τον 3ο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε μόνο στην πιο πάνω ανακριβή δήλωση του εφεσείοντα για να καταλήξει ότι είναι αναξιόπιστος, αλλά και σε άλλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, όπως π.χ. το γεγονός της απουσίας του ΜΥ4 από το κατάστημα την 27/10/2019 και το μη λογικό της εκδοχής του.
Σε σχέση με τον 5ο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο εύρημα του στηρίχθηκε στη μαρτυρία του ΜΥ1(την οποία έκανε αποδεκτή), της δέσμης αλληλογραφίας της εφεσίβλητης με την παραλήπτρια τράπεζα αλλά και σε άλλα μέρη της μαρτυρίας. Επομένως οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 2, 3 και 5 απορρίπτονται.
Με τον λόγο έφεσης υπ' αρ. 4 υποβάλλεται ότι είναι εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επειδή ο εφεσείοντας υποψιάστηκε ότι εξαπατήθηκε από τρίτο άτομο μετά την υποβολή της εντολής του προς την εφεσίβλητη αυτό σημαίνει ότι δεν θεωρούσε ότι η εφεσίβλητη είναι υπεύθυνη για τη μη ορθή εκτέλεση της εντολής του.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πιο πάνω ήταν ένα πρόσθετο στοιχείο που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα του (σελ. 20 της απόφασης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα του αυτό, προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του μάρτυρα που παρουσίασε και δεν έκανε αποδεκτή, αλλά και της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, την οποία αποδέχθηκε και των διαφόρων τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιον του. Το τελικό συμπέρασμα του συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία που έκανε αποδεκτή. Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο (βλ. μεταξύ άλλων Χ' Μάρκου (ανωτέρω), T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005)1 Α.Α.Δ.108, Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150). Επομένως και ο λόγος έντασης υπ' αρ. 4 απορρίπτεται.
Με τον 6ο λόγο έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα εισηγείται ότι είναι λανθασμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείοντας κατά την υποβολή της εντολής δεν ζήτησε από τους ΜΥ2 και ΜΥ3 να βεβαιωθούν ότι τα χρήματα θα αποστέλλονταν στη δικαιούχο εταιρεία, αφού οι εν λόγω μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφεραν ότι δεν θυμούνται σχετικά με το τι συνέβη την 27/10/2019 και στηρίχθηκε στα όσα ανέφερε ο ΜΥ4 σε σχέση με τη πρακτική της εφεσείουσας σε τέτοιες περιπτώσεις. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το Δικαστήριο στα πλαίσια της αξιολόγησης στην οποία προέβηκε εξέτασε το σχετικό ισχυρισμό του ενάγοντα/εφεσείοντα και ειδικότερα ότι είναι με τον ΜΥ1 που μίλησε την 27/10/2009 και του είπε τα όσα ισχυρίστηκε. Με τη διαπίστωση ότι ο ΜΥ4 κατά την ως άνω ημερομηνία απουσίαζε από το υποκατάστημα έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα εκθεμελιώθηκε και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μέρη της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του ΜΥ4 κατέληξε στο πιο πάνω εύρημα του το οποίο συνάδει με τη μαρτυρία που έκανε δεκτή. Ισχύουν και εδώ τα όσα σχετικά αναφέρονται για τον λόγο έφεσης υπ' αρ. 4.
Με τον 1ο λόγο έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε με εσφαλμένο τρόπο τη γραπτή εντολή που έδωσε ο εφεσείοντας στην εφεσίβλητη, καθότι εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές ερμηνείας συμβάσεων, όπως αυτές καθαρίζονται από τη νομολογία.
Ο εφεσείοντας με την υπό αναφορά εντολή ανέθεσε στην εφεσίβλητη να μεταφέρει από το λογαριασμό του το ποσό των 16000 Στερλινών σε λογαριασμό που είχε τα εξής τρία χαρακτηριστικά: το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού (δηλαδή της δικαιούχου εταιρείας), τον αριθμό λογαριασμού του πιο πάνω δικαιούχου (IBAN) και το Swift Code του λογαριασμού της τράπεζας που διατηρεί ο πιο πάνω δικαιούχος τον πιο πάνω λογαριασμό. Η εφεσίβλητη απέστειλε τα χρήματα, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, σε λογαριασμό που πληρούσε μόνο τα δύο τελευταία κριτήρια και όχι το πρώτο δηλαδή σε λογαριασμό που δεν ανήκε στη δικαιούχο εταιρεία. Η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται, όπως και πρωτόδικα, τις γενικές αρχές ερμηνείας των συμβάσεων (Θεολόγου (ανωτέρω)) ως επίσης ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δεν υπήρχε μαρτυρία ότι ο εφεσείοντας γνώριζε ότι αποτελούσε τραπεζική πρακτική ότι απλώς η τράπεζα βεβαιώνεται ότι τα χρήματα αποστέλλονται στο παραχωρούμενο λογαριασμό IBAN και καμία ευθύνη αναλαμβάνει ως προς την αποστολή των χρημάτων στον κατονομαζόμενο δικαιούχο, ότι αυτή η πρακτική έγινε γνωστή στον εφεσείοντα και δεν αναφέρεται ότιδήποτε σχετικό στην εντολή πληρωμής. Ούτε ο λόγος αυτός έφεσης ευσταθεί. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση στο σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Paget's Law of Banking (ανωτέρω) το γεγονός ότι ο εντολέας, εδώ ο εφεσείοντας, πιθανόν να έπεσε θύμα απάτης ή ψευδούς δήλωσης ή ακόμα αν έκανε λάθος είναι αδιάφορο για την τράπεζα. Ομοίως στο σύγγραμμα Ellinger's Modern Banking Law, 5η έκδοση, σελίδα 605, αναφέρεται ότι όταν ο πελάτης εφοδιάσει την τράπεζα με λανθασμένο αριθμό λογαριασμού, τότε η τράπεζα δεν ευθύνεται για την μη πραγματοποίηση της συναλλαγής ή για την «ελαττωματική» πραγματοποίηση της, αλλά παρόλα αυτά θα πρέπει να κάνει λογικές προσπάθειες για να ανακτήσει τα χρήματα:
«In the situation where the payer has provided his bank with a 'unique identifier', such as the payee's account number and sort code or the SWIFT code for the payee's bank, a payment order executed in accordance with that identifier is deemed to have been correctly executed by the payer's bank in relation to the payee to whom the identifier relates.
Where the payer has provided his bank with an incorrect 'unique identifier', that bank is not liable for the non-execution or defective execution of the payment transaction, but must nevertheless make reasonable efforts to recover the funds involved in the payment transaction and may charge the payer for those efforts if the account contract provides for this.»
Αυτό ακριβώς έκανε στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη, αφού πληροφορήθηκε ότι τα χρήματα δεν κατέληξαν στη δικαιούχο εταιρεία, στα πλαίσια της προσπάθειας της να βοηθήσει τον πελάτη της, χωρίς βέβαια επιτυχία. Περαιτέρω, τα όσα αναφέρονται στην υπόθεση Tidal Energy Ltd v. Bank of Scotland plc (ανωτέρω), η οποία παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση και ιδιαίτερα οι παράγραφοι 62 και 63, δεν αφήνουν περιθώρια για ερμηνείες ως η θέση του εφεσείοντα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, η οποία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:
«Από τα πιο πάνω πρόδηλη είναι η αδυναμία της τράπεζας, αν όχι ανικανότητα, όπως όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης ανέφεραν, να ελέγξει τα στοιχεία του δικαιούχου, εφόσον δεν είναι στον έλεγχο της αλλά στον έλεγχό της παραλήπτριας (beneficiary) τράπεζας. Από την άλλη, κύριο γνώρισμα των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι η γρήγορη ικανοποίηση αιτήματος, ώστε να συμβαδίζουν με το σύγχρονο τρόπο ζωής που θέλει ολοκλήρωση συμφωνιών μεταξύ ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορετικές ζώνες ώρας. Συνεπώς, οιαδήποτε ερμηνεία που θα ήθελε την τράπεζα να διερευνά την ορθότητα των στοιχείων, εμμέσως δικαιολογεί καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της συναλλαγής, ώστε να διερευνηθεί, και έτι περισσότερο παρέχει δυνατότητα ματαίωσης τούτης, εφόσον η έρευνα της τράπεζας δυνατό να καταλήξει σε αποτέλεσμα άλλο από εκείνο του πελάτη της. Αντί λοιπόν να κινδυνεύει να εναχθεί δια αμέλεια, λογικό είναι ότι σε τέτοια περίπτωση θα έχει και δικαίωμα ακύρωσης της συναλλαγής.»
Επομένως ο λόγος έφεσης υπ' αρ.1 απορρίπτεται.
Με τον 8ο λόγο έφεσης, ο οποίος σχετίζεται με τον προηγούμενο λόγο έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα εκτέλεσε τις οδηγίες που της έδωσε με επιμέλεια. Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι τα χρήματα του εφεσείοντα κατατίθεντο σε λογαριασμό του δικαιούχου που καθόρισε ο εφεσείοντας και συνεπώς το γεγονός ότι δεν το έπραξε και τα χρήματα κατέληξαν αλλού, δεν αποτελεί παράβαση των καθηκόντων της και επίδειξη αμέλειας, αποτελεί εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας. Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης δεν ευσταθεί. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά ερμήνευσε το περιεχόμενο της γραπτής εντολής και στην συνέχεια έκρινε ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με όσα ανέλαβε να εκτελέσει έχοντας πάντοτε υπόψη τις αρχές που διέπουν την ερμηνεία εγγράφων και ειδικότερα της γραπτής εντολής, όπως αποτυπώνονται σε νομικό σύγγραμμα και νομολογία, της αξιολόγησης στην οποία προέβηκε αλλά και του περιεχομένου του αποδεικτικού εγγράφου εκτέλεσης της εντολής στο οποίο καταδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη μετέφερε τα χρήματα χρησιμοποιώντας τα ορθά στοιχεία με τα οποία την προμήθευσε ο εφεσείοντας. Το παράδοξο στην παρούσα υπόθεση είναι ότι ο εφεσείοντας καταλογίζει στην εφεσίβλητη αμέλεια ή και παράλειψη καθήκοντος επειδή εκτέλεσε επακριβώς τις οδηγίες του και γιατί δεν διερεύνησε ένα ζήτημα που δεν είχε την δυνατότητα να διερευνήσει. Ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 8 επομένως απορρίπτεται.
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1 έως 6 και 8 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ορθά τα επίδικα θέματα, εξέτασε κάθε πτυχή της μαρτυρίας, κατέληξε στα ευρήματά του και εφάρμοσε σε αυτά με ορθό και λογικό τρόπο τις σχετικές νομολογιακές αρχές.
Ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 7 αφορά το ζήτημα των αποζημιώσεων. Η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι ζημιές του εφεσείοντα παρέμειναν αναπόδεικτες. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι για να αποστείλει αυτός το ποσό των 16000 Στερλινών και να πληρώσει την εφεσίβλητη το κόστος αποστολής τους προέβη σε ανάληψη από τον τρεχούμενο λογαριασμό του λογαριασμό του ποσού €17723 με αποτέλεσμα αυτός ο λογαριασμός να αρχίσει να παρουσιάζει χρεωστικό υπόλοιπο ενώ πριν δεν παρουσίαζε. Ο εφεσείοντας για να εξοφλήσει το υπόλοιπο του λογαριασμού έλαβε δάνειο από την εφεσίβλητη του οποίου ο χρεωστικός τόκος αρχικά ήταν 9% και σταδιακά μειώθηκε σε 8%. Επομένως ο εφεσείων απέδειξε την ύπαρξη ζημιάς τουλάχιστον €17537 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 27/10/2019.
Συμφωνούμε ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων απέστειλε το ποσόν των 16000 Στερλινών (€17429,19) για την αγορά του μηχανήματος, ότι τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν από τον τρεχούμενό του λογαριασμό, ότι η εφεσίβλητη τον χρέωσε για τις υπηρεσίες της το ποσό των €108,15, ότι ο λογαριασμός του εφεσίοντα παρουσίαζε πλέον χρεωστικό υπόλοιπο και ότι την 24/2/2011 ο εν λόγω λογαριασμός έκλεισε. Ο εφεσείων για να εξοφλήσει το πιο πάνω χρεωστικό υπόλοιπο έλαβε δάνειο από την εφεσίβλητη. Κρίνουμε ότι σε περίπτωση που η εκδοχή του εφεσείοντα γινόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεκτή, τότε αυτός θα δικαιούτο να αποζημιωθεί με το ποσό των 16000 Στερλινών και το ποσό των €108,15 πλέον τόκων. Επειδή όμως η μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα που παρουσίασε δεν έγινε αποδεκτή, όπως και γενικότερα η εκδοχή του, το γεγονός αυτό δεν έχει πλέον ουσιαστική σημασία.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.200,00 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ
ΣΤ. ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ