ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε159/2018
20 Ιουλίου 2023
P.G.S. ELECTRICAL SUPPLIES LIMITED
Εφεσειόντων
v.
E.N.P.R. ELECTRICAL CONTRACTORS LIMITED Εφεσιβλήτων
Σπ. Σπύρου για Σπύρος Α. Σπύρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες
Μ. Διονυσίου (κα) για Μαρία Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Αμπίζα.
----------------------------
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Οι εφεσείοντες, ενάγοντες στην αγωγή αρ. 4664/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, είχαν πετύχει την έκδοση υπέρ τους και εναντίον των εφεσιβλήτων, απόφασης για ποσό €55.817.- πλέον τόκο και €985 πλέον τόκο ως έξοδα. Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε. Προς εκτέλεση της υπέρ τους απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση έρευνας η οποία, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, απορρίφθηκε, στις 18.7.2017, με τα έξοδα της αίτησης να επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων/εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίνονταν από το Δικαστήριο. Διατάχθηκε δε, συμψηφισμός τους με τα έξοδα που είχαν επιδικαστεί προς όφελος των εφεσειόντων κατά την έκδοση απόφασης στην αγωγή. Τα έξοδα αυτά υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή στις 7.3.2018 και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο στις 9.3.2018. Μετά τον ως άνω διαταχθέντα συμψηφισμό, παραμένει πληρωτέο από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους ποσό €2.513,40 πλέον τόκο, πλέον ΦΠΑ επί ποσού €2.511,40.-.
Στις 21.3.2018, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζήτησαν όπως το ποσό των εξόδων το οποίο επιδικάσθηκε εναντίον τους στην αίτηση έρευνας, με την απόφαση ημερομηνίας 18.7.2017, ως υπολογίστηκε κατόπιν συμψηφισμού με τα έξοδα της αγωγής, συμψηφιστεί με το ποσό που είχε επιδικαστεί υπέρ τους με την απόφαση στην αγωγή.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απέρριψε την πιο πάνω αίτηση ημερομηνίας 21.3.2018. Απόφαση η οποία προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.
Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα, αυθαίρετα και παραγνωρίζοντας τη σχετική νομολογία και χωρίς αιτιολογία, απέρριψε την αίτηση, ενώ η κρινόμενη απόφαση χαρακτηρίζεται παντελώς αναιτιολόγητη. Αμφότεροι οι λόγοι έφεσης αιτιολογούνται με όμοιο τρόπο. Προβάλλεται, συναφώς, ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να τύχει συμψηφισμού το ποσό των εξόδων τα οποία επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσειόντων στην αίτηση έρευνας, με το επιδικασθέν με την απόφαση στην ίδια αγωγή ποσό εναντίον των Εφεσιβλήτων. Παραγνωρίστηκε το ότι τα έξοδα αποτελούν δικαίωμα του διαδίκου που, στην προκειμένη περίπτωση, είχε την ίδια ιδιότητα στις δύο διαδικασίες και, συνεπώς δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, αφού οι εφεσείοντες έχουν οφειλόμενο από τους εφεσίβλητους προς αυτούς ποσό της τάξης των €55.000.- στην ίδια αγωγή και θα πρέπει να καταβάλουν ποσό εξόδων στους εφεσίβλητους οι οποίοι, με απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, στην αίτηση έρευνας, δεν έχουν δυνατότητα να καταβάλουν καμία μηνιαία δόση. Ακατανόητο και άδικο θεωρούν αυτό οι εφεσείοντες, επικαλούμενοι τόσο τις πρόνοιες της Δ.59 Θ.7 και τις νομολογιακές αρχές, όσο και τη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αποδίδει δικαιοσύνη.
Τα ως άνω, μεταξύ άλλων συναφών αναφορών από πλευράς εφεσειόντων σε σχέση με αποδιδόμενες παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφορούν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες της Δ.59 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο την εξουσία να διατάξει τον συμψηφισμό των εξόδων με το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους.
Προβάλλεται δε, παράλληλα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε με τρόπο λανθασμένο ότι, από τη στιγμή που έγινε συμψηφισμός εξόδων της αίτησης έρευνας με τα έξοδα της αγωγής, δεν μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε διαφοροποίηση, παραγνωρίζοντας το ότι το τελικό οφειλόμενο από τους εφεσείοντες ποσό στην αίτηση έρευνας, είχε αποκρυσταλλωθεί μετά τον υπολογισμό του Πρωτοκολλητή και έγκρισή του από το Δικαστήριο, καθώς επίσης το ότι ήταν εκείνο το ποσό που οι εφεσείοντες ζητούσαν να συμψηφιστεί με το ποσό που επιδικάστηκε εναντίον των εφεσιβλήτων στην αγωγή.
Οι εφεσίβλητοι απαντούν στις ως άνω εισηγήσεις των εφεσειόντων προβάλλοντας τη θέση ότι τέτοιος συμψηφισμός δεν θα μπορούσε να διαταχθεί επειδή επρόκειτο για ποσά που δεν προέκυπταν από την ίδια διαδικασία, καθώς επίσης επειδή, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της Δ.59 Θ.7, είναι δυνατό να επιτραπεί συμψηφισμός αποζημιώσεων με αποζημιώσεις και εξόδων με έξοδα, αλλά όχι εξ αποφάσεως χρέος με έξοδα. Προβάλλουν, επίσης, τη θέση ότι η δικριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε όταν στην απόφαση στην αίτηση έρευνας είχαν συμψηφιστεί τα έξοδα της αίτησης με τα έξοδα της αγωγής. Συνεπώς, έγκριση της αίτησης θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της τελεσιδικίας και, επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας προς τον συμψηφισμό των εξόδων, δεδομένου και του ότι με την έγκριση τους από το Δικαστήριο, τους δόθηκε η ισχύς δικαστικής απόφασης. Στη βάση δε των προνοιών της Δ.35 Θ.20, απαιτείται εξασφάλιση άδειας για έφεση εναντίον μιας τέτοιας απόφασης, η οποία δεν εξασφαλίστηκε, ενώ η καθοριστική για τα δικαιώματα των εφεσειόντων ήταν η απόφαση στην αίτηση έρευνας, στην οποία αποφασίστηκε ο συμψηφισμός των εξόδων της εκεί αίτησης με τα έξοδα της αγωγής, απόφαση η οποία δεν εφεσιβλήθηκε.
Λόγω της κοινής, κατ' ουσίαν, αιτιολόγησης τους, θα μας απασχολήσουν παράλληλα αμφότεροι οι λόγοι έφεσης, ξεκινώντας από τα τελευταία ως άνω θέματα.
Αναφέρει, επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«... σε κάθε περίπτωση στο στάδιο αυτό δεν δύναται να ασκηθεί οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια ως προς τον συμψηφισμό των υπό συζήτηση εξόδων δεδομένου του ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε μετά που τα έξοδα αυτά έχουν υπολογισθεί και εγκριθεί από το Δικαστήριο.»
Αφού δε, πραγματεύεται το λεκτικό της Δ.59 Θ.13 που αναφέρεται σε επιψήφιση εξόδων, υποδεικνύει την κατ' αναλογία εμπλοκή του Δικαστηρίου, αναφέροντας ότι ο υπολογισμός από τον Πρωτοκολλητή τελεί υπό την τελική έγκριση του Δικαστηρίου, οπόταν και τα έξοδα αποκτούν ισχύ ως απόφαση του Δικαστηρίου. Για να καταλήξει ότι:
«Στην υπό εξέταση περίπτωση τα έξοδα έχουν ψηφιστεί και εγκριθεί από το Δικαστήριο και απέκτησαν ισχύν απόφασης του δικαστηρίου. Δεν υπάρχει συνεπώς δυνατότητα σε μεταγενέστερο στάδιο να ασκηθεί οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια ως προς τον συμψηφισμό τους. Αντιθέτως η ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας θα παραβίαζε την αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων.»
Είναι σημαντικό να καταστεί αντιληπτό ότι η πρακτική της διαταγής για υπολογισμό των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή και έγκρισή του από το Δικαστήριο, αφενός καμία σχέση δεν έχει με την επιψήφιση των εξόδων, ενώ αφετέρου, ολοκληρώνεται και αποκτά ισχύ με την έγκριση του από το Δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Ελέγκως Κύπρου Χωματένου ν Χριστάκη Γεωργίου κ.α, ECLI:2018:B218, Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2018, ημερομηνίας 4.5.2018:
«Η έννοια του υπολογισμού είναι άγνωστη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως έχει υποδείξει η υπόθεση Pugachev Sergei (2006) 1 Α.Α.Δ.. 353. Κατά τα αποφασισθέντα εκεί, η διαταγή του Δικαστηρίου για «υπολογισμό» εξόδων ισοδυναμεί με απευθείας «διαταγή του
Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή ... ο οποίος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει την οριστική ευθύνη στο θέμα.».
Στην κρινόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το χρόνο που αποφάσισε για το αβάσιμο της αίτησης έρευνας, όχι μόνο επιδίκασε τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων με διαταγή υπολογισμού τους από τον Πρωτοκολλητή και έγκρισης τους από το Δικαστήριο, αλλά πραγματεύτηκε, προφανώς, και το ενδεχόμενο συμψηφισμού, αποφασίζοντας επί τούτου όπως τα έξοδα συμψηφιστούν με τα επιδικασθέντα υπέρ των εφεσειόντων έξοδα στην αγωγή.
Επομένως, το αντικείμενο της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης για συμψηφισμό του πληρωτέου στους εφεσίβλητους ποσού εξόδων, είχε ήδη εξεταστεί και αποφασιστεί από το Δικαστήριο. Προφανώς, κρίνοντας ότι ο συμψηφισμός θα έπρεπε να περιορίζεται σε συμψηφισμό εξόδων με έξοδα. Σ' αυτό, άλλωστε συνηγορεί και η σχετική, εκ του περισσού, κατάληξή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προσβαλλόμενη απόφαση του ότι οι πρόνοιες της Δ.59 δεν παρέχουν στο Δικαστήριο εξουσία να διατάξει συμψηφισμό των εξόδων με το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους.
Είναι ορθή και αρκούντως αιτιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης δυνατότητας άσκησης διακριτικής ευχέρειας ως προς τον συμψηφισμό των εξόδων. Αυτό, επαναλαμβάνουμε, είχε ήδη γίνει. Αποτελώντας καθορισμό των δικαιωμάτων των διαδίκων σε εκείνο το στάδιο, τον οποίο, αν οι εφεσείοντες επιθυμούσαν να προσβάλουν, είχαν το δικαίωμα να πράξουν τότε. Αντιθέτως, οι εφεσείοντες, ούτε ανέδειξαν την ευχέρεια συμψηφισμού εξόδων με εξ αποφάσεως χρέος, πριν την ολοκλήρωση της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, ούτε προσέβαλαν αυτήν κατά το στάδιο εκείνο, όταν ήταν εφέσιμη, αφού ενέπιπτε στις πρόνοιες της Δ.35 Θ. 20, ως αφορούσα διαταγή για έξοδα σε σύγκρουση με Κανονισμό (Δ.59 Θ.7). Επέλεξαν να αποταθούν στο Δικαστήριο με αίτημα επί του αντικειμένου του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ήδη ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια.
Ορθή και αρκούντως αιτιολογημένη κρίνεται και η συναφής κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ύπαρξη τέτοιας μεταγενέστερης διακριτικής ευχέρειας θα παραβίαζε την τελεσδικία της δικαστικής απόφασης. Αφού θα έθετε σε επανεξέταση εκείνο που είχε ήδη αποφασιστεί.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης ως προς την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να απορριφθούν. Καθιστώντας, υπό τας περιστάσεις, μη επίδικα και καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος τα όσα αφορούν τη θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη δυνατότητας συμψηφισμού εξόδων με εξ αποφάσεως χρέος.
Για σκοπούς δε της παρούσας έφεσης και σε σχέση με την υπό του παρόντος Εφετείου διαταγή για έξοδα, αρκεί να λεχθεί ότι οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2023, οι οποίοι, με βάση το Μέρος 60.1(1), τέθηκαν σε ισχύ από την 3.7.2023 σε σχέση με το Εφετείο, προνοούν στο Μέρος 39.2(4)(β) ότι οι διαταγές τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει, αναφορικά με τα έξοδα, περιλαμβάνουν διαταγή για συμψηφισμό εξόδων μεταξύ των διαδίκων σε αντίθεση με την προηγούμενη Δ.59 Θ. 7, η οποία προνοούσε για συμψηφισμό αποζημιώσεων ή εξόδων μεταξύ των μερών (A set-off for damages or costs between parties may be allowed)
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα €2.400, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει).
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.