ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Ποινική Έφεση Αρ.: 71/2023)
21 Ιουλίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΙΡΗΝΑΣ ΚΡΥΒΟΥΣ
Εφεσείουσας
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------------
Α. Ανδρέου, για Γ. Μούσκο, για Εφεσείουσα
Γ. Σταύρου για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
Εφεσείουσα Παρούσα
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική την εξάμηνη άμεση φυλάκιση, με την οποία τιμωρήθηκε από το Ε.Δ. Λάρνακας για το αδίκημα της κοινής επίθεσης κατά παράβαση των Άρθρων 35Α και 242 του Ποινικού Κώδικος (κατηγορία 1). Συνολικά αντιμετώπιζε αρχικά 10 κατηγορίες, ήτοι αφενός επτά κατηγορίες κατά παράβαση άρθρων του Π.Κ. και συγκεκριμένα δύο για κοινή επίθεση, μεταφορά μάχαιρας, μέθη, ανησυχία, διασάλευση ειρήνης και οπλοφορία (κατηγορίες 1-7) και αφετέρου άλλες τρεις κατά παράβαση του Άρθρου 3(1) του περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Ν.134(I)/11 και συγκεκριμένα για υποκίνηση βίας ή μίσους κατά ομάδας προσώπων βάσει της γενεαλογικής και εθνοτικής τους καταγωγής (κατηγορίες 8-10).
Εν συντομία, ως δύναται να συναχθεί από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, το υπόβαθρο γεγονότων ήταν ότι στις 22.8.22, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για τον εορτασμό της ρωσικής σημαίας η (Ουκρανή) Εφεσείουσα, ευρισκόμενη σε κατάσταση μέθης και κατέχοντας μαχαίρι παρανόμως είχε διαδοχικά επιτεθεί στην Παραπονούμενη (M.K.4) και στον Παραπονούμενο (Μ.K.3). Στην κατηγορία 1, η οποία αφορούσε την Παραπονούμενη, δεν υπήρχε αναφορά σε μαχαίρι αλλά προστίθετο η φράση ότι της είχε επιτεθεί «υποκινώντας δημόσια μίσος κατά ομάδας προσώπων βάση (sic) της εθνοτικής τους καταγωγής» ενώ στην κατηγορία 2, η οποία αφορούσε τον Παραπονούμενο, αναφερόταν ότι του είχε επιτεθεί «προτάσσοντας προς αυτόν επιθετικό όπλο ήτοι μαχαίρι αναφέροντας του "They kill my brother" και "Here in Cyprus you protect Russia".
Τα δύο αυτά περιστατικά κοινών επιθέσεων συνιστούσαν τις βάσεις λεπτομερειών και των κατηγοριών 8, 9 και 10, οι οποίες στηρίζοντο στον Ν.134(I)/11. Συγκεκριμένα είχαν ως βάση η μεν κατηγορία 8 την επίθεση προς την Παραπονούμενη, προς την οποία η Εφεσείουσα φερόταν να είπε "Vikilena you will die", οι δε κατηγορίες 9 και 10 την επίθεση προς τον Παραπονούμενο, προς τον οποίον φερόταν να είπε τις άλλες δύο φράσεις ("They kill my brother" και "Here in Cyprus you protect Russia").
Η Εφεσείουσα είχε αρχικά αρνηθεί ενοχή και η δίκη προχώρησε με τη μαρτυρία της ανακρίτριας (ΜΚ1), ενός άλλου αστυφύλακα (Μ.Κ.2) ο οποίος ευρισκόμενος στη σκηνή είχε αφοπλίσει την Εφεσείουσα, του Παραπονούμενου (Μ.Κ.3), της Παραπονούμενης (Μ.Κ.4) και μιας συμμετέχουσας στην εκδήλωση 18χρονης (Μ.Κ.5), η οποία φέρεται να είχε οπτικογραφήσει μέσω κινητού τηλεφώνου μέρος του επεισοδίου, ως κατατέθηκε και προβλήθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο (Τεκμήριο 8).
Μετά το πέρας της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, εκ μέρους της Εφεσείουσας είχε υποβληθεί εισήγηση για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης μόνον εν σχέσει με τις κατηγορίες 4 (μέθη) και 8 έως 10. Το δε Πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως εξέτασε όλες τις κατηγορίες.
Για τις κατηγορίες 1-3 και 5-7 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως είχε παρουσιαστεί μαρτυρία ότι η Εφεσείουσα είχε μεταβεί στη σκηνή κρατώντας μαχαίρι, ότι είχε επιτεθεί στη Μ.Κ.4 και ότι όταν ο Μ.Κ.3 προσπάθησε να την περιορίσει επιτέθηκε και στον ίδιο ενώ αφενός στο βίντεο φαινόταν να φωνάζει και αφετέρου υπήρχε άλλη μαρτυρία ότι ύβριζε συνεχώς και ότι προκάλεσε σοβαρή αναστάτωση. Για την κατηγορία 4 (μέθη) είπε πως υπήρχε μαρτυρία ότι μύριζε έντονα αλκοόλη και ότι συμπεριφερόταν οχλαγωγικά. Έτσι κρίθηκε πως η μαρτυρία επαρκούσε να στοιχειοθετήσει τις πρώτες επτά κατηγορίες (του Ποινικού Κώδικος). Εκλαμβάνουμε ότι σκοπίμως και (προσθέτουμε) ορθώς δεν υπήρξε ενασχόληση με την περιληφθείσα στην κατηγορία 1 φράση «υποκινώντας δημόσια μίσος κατά ομάδας» κ.λ.π., αφού κάτι τέτοιο δεν συνιστά συστατικό στοιχείο της κοινής επίθεσης, αν και, ιδίως λόγω των όσων ακολούθησαν, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για αυτεπάγγελτη τροποποίηση δια διαγραφής (κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 83 του Κεφ.155).
Όσον αφορά τις κατηγορίες 8 έως 10, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να ασχολήθηκε με το κατά πόσον οι ίδιες οι επιθέσεις δυνητικά συνιστούσαν δράση η οποία θα μπορούσε να υποκινήσει βία ή μίσος. Η ουσία είναι ότι στη βάση του σκεπτικού του διέκρινε τις κατηγορίες 1 έως 7 ως «τετελεσμένες πράξεις» και καταλήγοντας ότι το Άρθρο 3(1) του Ν.134(Ι)/11 ποινικοποιεί την υποκίνηση άλλου και όχι αυτήν καθ΄ εαυτήν την πράξη προσώπου, προχώρησε στην αθώωση της Εφεσείουσας στις σοβαρότερες κατηγορίες 8 έως 10, καλώντας τη σε απολογία μόνο στις κατηγορίες 1 έως 7. Πλην όμως δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το ζήτημα δεδομένου ότι δεν εγείρεται ενώπιον μας.
Αμέσως μετά την κλήση της σε απολογία η Εφεσείουσα δήλωσε πως θα κατέθετε ενόρκως πλην όμως κατά την ορισθείσα σχετική δικάσιμο ζήτησε και έλαβε άδεια αλλαγής απάντησης. Κρίνουμε ότι εξυπηρετεί καλύτερα η παράθεση αυτούσιου του σχετικού αποσπάσματος από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, που έχει ως εξής (σ. 50-51):
«Δικαστήριο: Για τις κατηγορίες 1-7 γίνεται παραδοχή, γίνεται αποδεκτό το αίτημα της Υπεράσπισης. Πέραν των γεγονότων που ακούστηκαν στο Δικαστήριο κύριε Σταύρου;
Κος Σταύρου: Πέραν των γεγονότων που ακούστηκαν στο Δικαστήριο δεν έχω να αναφέρω οτιδήποτε άλλο, υιοθετώ όσα κατατέθηκαν και αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο ως αληθή κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.
Δικαστήριο: Είναι αποδεκτό κύριε Μούσκο ότι τα γεγονότα ήταν ως αυτά που ακούστηκαν μέχρι το εκ πρώτης όψεως στάδιο και η σχετική μαρτυρία ήταν αξιόπιστη για τον σκοπό αυτό;
Κος Μούσκος: Ναι».
Ας σημειωθεί πως ο συνήγορος της Εφεσείουσας, αγορεύοντας πρωτοδίκως προς μετριασμό, είχε αναφέρει μεταξύ άλλων ότι κατά την επίμαχη ημερομηνία (22.8.22) ενόσω η πελάτιδα του ευρίσκετο εντός της οικίας και μαγείρευε, κάποια στιγμή άκουσε φωνές, τραγούδια και πανηγυρισμούς οπότε αντιλήφθηκε τη μάζωξη Ρώσων υπηκόων για τη σημαία τους, στιγμιαία θόλωσε και χωρίς να το σκεφτεί βρέθηκε να κρατά το μαχαίρι (μεγέθους 30 εκατοστών περίπου) κατευθυνόμενη προς τον χώρο της εκδήλωσης. Η δε κάθοδος της από το διαμέρισμα της ήταν τόσο αυθόρμητη, χωρίς προσχεδιασμό και προμελέτη, που βγήκε από το σπίτι της όπως ακριβώς ήταν, ήτοι χωρίς να αφήσει το μαχαίρι που ήδη κρατούσε ενόσω μαγείρευε. Ήταν η θέση του πως προτού σχηματίσει πρόθεση για οτιδήποτε συνελήφθη από την Αστυνομία. Η συμπεριφορά της οφείλετο σε ακραία συναισθηματική φόρτιση λόγω του πένθους για τον χαμό του αδελφού της, δυο μήνες προηγουμένως στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Η ουσία των προβληθέντων προς μετριασμό ήταν ότι σε μια στιγμή ακραίας συναισθηματικής φόρτισης, έχοντας από πιο πριν καταναλώσει ποσότητα αλκοόλης, βλέποντας τη μάζωξη θόλωσε και απερίσκεπτα προέβη στα όσα της καταλογίζονται, χωρίς ωστόσο να τραυματίσει οποιονδήποτε. Τα πιο πάνω παρέχουν το στίγμα των γεγονότων όπως τα είχε κατά νουν η πλευρά της Εφεσείουσας.
Στην απόφαση του επί της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε εξαρχής ότι ο όποιος πόλεμος δεν νομιμοποιεί κανένα να στρέφεται εναντίον άλλου διαπράττοντας αδικήματα με κίνητρο την εθνική ή εθνοτική καταγωγή. Στηρίχθηκε για τη θέση αυτή στο ότι οι κατηγορίες 1 έως 7 περιέχουν ως βάση και το Άρθρο 35Α του Π.Κ. μέσω του οποίου κρίνεται ως επιβαρυντικός παράγων το κίνητρο προκατάληψης, καθώς και στο ότι στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1 και 5 αναφέρεται ότι προκάλεσε τα αδικήματα με κίνητρο προκατάληψης εναντίον ομάδας. Πρέπει όμως να πούμε πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την κατηγορία 1 (για την οποία έχουμε ήδη εξηγήσει τι αναφερόταν). Όντως υπήρχε τέτοια αναφορά στην κατηγορία 5 (για ανησυχία). Στη συνέχεια υποδεικνύοντας ότι στη «βάση της δήλωσης της υπεράσπισης τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας κρίνονται ως αξιόπιστη μαρτυρία, ως τα γεγονότα της υπόθεσης» το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε καταγράφοντας σειρά γεγονότων, καθώς και τις συνέπειες της επιλήψιμης συμπεριφοράς, στη βάση του συνόλου των οποίων επέβαλε την προαναφερθείσα 6μηνη φυλάκιση μόνο στην κατηγορία 1 (δηλ. της μιας κοινής επίθεσης).
Η Εφεσείουσα ενώπιον μας υποστηρίζει ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική επειδή:
(α) Είναι μολυσμένη από σφάλματα αρχής καθότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψιν ως επιβαρυντικοί παράγοντες γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες τις οποίες είχε παραδεχθεί και για τα οποία δεν αντιμετώπιζε κατηγορίες και συγκεκριμένα λήφθηκε υπόψιν: (i) ότι προσπάθησε να καρφώσει το μαχαίρι στην Παραπονούμενη και την απείλησε ότι θα πεθάνει, (ii) ότι η Παραπονούμενη είχε πει ότι δέχθηκε επίθεση ακόμα τρεις φορές πέραν της επίδικης περίπτωσης και (iii) ότι ανήλικα παιδιά τα οποία ήταν παρόντα επηρεάστηκαν «ελέω του επίδικου περιστατικού».
(β) Δεν δόθηκε η απαραίτητη σημασία σε μετριαστικούς παράγοντες παρά τη λεκτική αναφορά και συγκεκριμένα στη συναισθηματική φόρτιση, στη μέθη και στην έλλειψη προσχεδιασμού.
Στο διάγραμμα του ο συνήγορος της εισηγείται αφενός πως η Εφεσείουσα δεν αντιμετώπιζε κατηγορίες για απόπειρα τραυματισμού προσώπου και αφετέρου πως εσφαλμένα λήφθηκε υπόψιν ότι υπήρξε επίθεση άλλες τρεις φορές και ότι υπήρξε «πληγή» σε ανήλικα, τα οποία όμως ούτε κατέθεσαν ούτε κάποιος ψυχολόγος τα εξέτασε.
Από δικής του πλευράς ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέως υποστήριξε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε την ποινή μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων και δη στην ίδια συμπαγή βάση γεγονότων, όπως τα κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Ήταν δε η θέση του επίσης ότι η Εφεσείουσα αγνοεί τη συντριπτική αποδεικτική αξία των περιστάσεων της υπόθεσης ενώ είχε συμφωνήσει με τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή χωρίς τότε να αμφισβητήσει το παραμικρό (παραπέμποντας σε σχετική αναφορά στη γραπτή αγόρευση μετριασμού ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου). Μάλιστα κατά την άποψη του τα συστατικά στοιχεία της κοινής επίθεσης «συναρμόζουν με τα δραματικά γεγονότα που βίωσαν οι παρευρισκόμενοι» και την κατατάσσουν στις σοβαρότερες του είδους της. Καταληκτικά αναφέρθηκε στην αυξητική τάση του φαινομένου της ρατσιστικής συμπεριφοράς και στην ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, τονίζοντας ότι η Εφεσείουσα δεν ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα και ότι η παραδοχή της δεν μπορεί να λογιστεί ως έμπρακτη μεταμέλεια.
Έχουμε την άποψη πως πλείστες όσες από τις αιτιάσεις της Εφεσείουσας θα αποφεύγοντο εάν το Πρωτόδικο Δικαστήριο τηρούσε την καθιερωθείσα ορθή δικονομική πρακτική για τα όσα ακολουθούν την παραδοχή ενός κατηγορούμενου. Η οποία ορθή πρακτική δεν είναι άλλη από αυτήν η οποία καταγράφεται στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία Στην Κύπρο», 2013, του Γ. Μ. Πική, η οποία έχει ως εξής (σ. 147):
«Μετά την καταγραφή παραδοχής της κατηγορίας τα γεγονότα εξηγούνται από τον Κατήγορο με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από ό,τι διαγράφονται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος ακούεται προς μετριασμό της ποινής».
Μετά την παραδοχή λοιπόν, προτού προχωρήσει το Δικαστήριο στην επιβολή ποινής, απαιτείται παράθεση (έκθεση) των γεγονότων και όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 2014, Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης (σ. 1016):
«Κατά την παράθεση των γεγονότων, η Κατηγορούσα Αρχή πληροφορεί με διαύγεια, ακρίβεια και επαρκή λεπτομέρεια το Δικαστήριο, τον κατηγορούμενο αλλά και το κοινό, για τη βάση της υπόθεσής της».
Τη δικαιολογητική βάση για την ως άνω πρακτική εξηγούν εύστοχα οι Α. Καπαρδής και Η. Στεφάνου στο σύγγραμμα «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», 2020 (σ. 326), τονίζοντας αφενός ότι όταν ένας κατηγορούμενος παραδέχεται τις κατηγορίες δεν πράττει τίποτε περισσότερο από το να αποδέχεται τις λεπτομέρειες ως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο και αφετέρου ότι με την παραδοχή δεν αποδέχεται καμμιά περίσταση τέλεσης η οποία δεν συνιστά συστατικό στοιχείο της κατηγορίας και καμμιά μαρτυρία η οποία περιλαμβάνεται στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης. Εξ ου και απαιτείται παράθεση γεγονότων τα οποία περιβάλλουν τη διάπραξη ενός αδικήματος και όπως καταλήγουν οι Καπαρδής και Στεφάνου (σ. 326):
«Η βάση των γεγονότων λοιπόν, πέραν των λεπτομερειών της κατηγορίας, επί των οποίων το δικαστήριο επιμετρά την ποινή καθορίζεται μόνο μετά την παράθεση των γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή και την αποδοχή των γεγονότων αυτών από την Υπεράσπιση».
Πρόκειται ακριβώς για την αρχή η οποία εξηγήθηκε στην υπόθεση Landau v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 178 ως ακολούθως:
«Μετά την παραδοχή της κατηγορίας από κατηγορούμενο, το Δικαστήριο ακούει έκθεση των γεγονότων και παίρνει πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ληφθούν υπόψη στην απόφαση για το είδος και την έκταση της ποινής. Εάν ο κατηγορούμενος αμφισβητήσει οποιαδήποτε δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής, το Δικαστήριο έχει καθήκον να προβεί σε έρευνα. Εάν είναι ανάγκη, μπορεί να αναβάλει την υπόθεση και εάν το ζήτημα για το οποίο υπάρχει αμφισβήτηση ασκεί επιρροή στην ποινή, πρέπει να ζητήσει την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξή του. Εάν υπάρχει ουσιαστική σύγκρουση των δύο εκδοχών, και δεν γίνεται η έρευνα αυτή, το Δικαστήριο, κατά το δυνατό, πρέπει να αποδέχεται την εκδοχή του κατηγορούμενου».
Ασφαλώς η υποχρέωση ενός κατηγόρου ως προς την έκταση και λεπτομέρεια των παρατιθέμενων γεγονότων είναι ευθέως ανάλογη της σοβαρότητας των εκδικαζομένων αδικημάτων. Σε υποθέσεις σοβαρής μορφής θα πρέπει ο κατήγορος με σαφήνεια να εκθέτει τα γεγονότα επαρκώς στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και να μην περιορίζεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μεταλλικά Ηράκλης Μιχαηλίδης Λτδ (1989) 2 Α.Α.Δ. 274, Χρίστου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών (1998) 2 Α.Α.Δ. 52, Ioannou & Paraskevaides Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέa (2009) 2 Α.Α.Δ. 435).
Εννοείται ότι υπό την ιδιότητα του συλλειτουργού της δικαιοσύνης υπέχει καθήκον συνεργασίας και ο συνήγορος υπεράσπισης ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η παρουσίαση της σωστής και πλήρους εικόνας για να μπορέσει το δικαστήριο να καταλήξει στην ορθότερη και δικαιότερη υπό τις περιστάσεις ποινή (βλ. «Ο ρόλος του δικηγόρου υπεράσπισης στον καθορισμό της ποινής», Ν.Γ. Σάντη, Ε.Κ. & Ε.Δ., 2013, σ. 9).
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 243 το καθήκον για πληροφόρηση του Δικαστηρίου περί των πραγματικών γεγονότων τα οποία δυνατόν να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής «. το έχει τόσο η πλευρά του κατηγορουμένου, όσο και της Κατηγορούσας Αρχής». Ως προς το καθήκον και των δύο πλευρών να ενημερώσουν το Δικαστήριο είτε για διαπραχθέν είτε για επικείμενο σφάλμα αρχής σχετική είναι η υπόθεση Hartrey (1993) 14 Cr. App. R. (S) 507, CA.
Η προαναφερθείσα καθιερωμένη δικονομική πρακτική ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγήθηκε η έναρξη της δίκης, όταν δηλαδή έχει δοθεί κάποια μαρτυρία προ της παραδοχής του Κατηγορουμένου. Μόνον εάν σε μια τέτοια περίπτωση προκύψει διάσταση γεγονότων θα μπορούσε η δοθείσα μαρτυρία να τεθεί στην αξιολογική κρίση του Δικαστηρίου αφού δοθεί βέβαια ανάλογο δικαίωμα προσκόμισης μαρτυρίας και στην υπεράσπιση. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2023, § D20.15 (σ. 2235): "The totality of the evidence received on the point relevant to sentence can then be treated as a Newton hearing (see also Archer [1994] Crim LR 80)". Είναι δε αυτονόητο πως σε μια τέτοια περίσταση θα ακολουθήσει σχετική αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ως προς την εκδοχή γεγονότων την οποίαν αποδέχεται και η οποία θα αποτελέσει τη βάση γεγονότων επί των οποίων θα επιβληθεί η ποινή. Μάλιστα, στην υπόθεση Haggag ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52 τονίστηκε πως η υποβολή της αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής πριν από τον καθορισμό των ουσιωδών, ως προς τη σοβαρότητα του εγκλήματος, γεγονότων, όντως συνιστά σφάλμα και εκτροπή από τη νενομισμένη διαδικασία, δεδομένου ότι πριν την απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα, μόνον εικασίες δύναται να γίνουν για τα κρίσιμα περιστατικά της υπόθεσης.
Στην παρούσα περίπτωση βέβαια δεν είχε ανακύψει οποιαδήποτε ουσιώδης διάσταση απόψεων ως προς τα γεγονότα και τούτο ασφαλώς επειδή, αρχής γενομένης από το ίδιο το εκδικάζον Δικαστήριο και συνεργούντων των υπολοίπων παραγόντων της δικαστικής διαδικασίας, τα πράγματα παρεκτράπησαν και οδηγήθηκαν προς εσφαλμένη πορεία, η οποία αναμφίβολα συνιστά σφάλμα αρχής. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να ζητήσει από τον κατήγορο να παραθέσει τα γεγονότα τα οποία θα αποτελούσαν τη βάση επιβολής της ποινής και ακολούθως να ακούσει την αγόρευση προς μετριασμό. Σε μια τέτοια κανονική πορεία οτιδήποτε είχε ακουστεί στα πλαίσια της μερικής ακρόασης δεν είχε οποιαδήποτε θέση εκτός στον βαθμό που θα επαναλαμβανόταν (ως γεγονός πλέον) κατά τη δέουσα παράθεση γεγονότων. Αν προέκυπτε οποιαδήποτε διάσταση θα έπρεπε να ακολουθηθούν οι προαναφερθείσες ή και άλλες αρχές που αφορούν την επίλυση των διαφορών (Newton Trial). Πάντως, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, δεν ήταν επιτρεπτό να αφεθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο να επιλέγει γεγονότα από την προφορική, γραπτή και εμπράγματη μαρτυρία η οποία είχε προσκομιστεί προ της παραδοχής. Σχετική, κατ΄ αναλογίαν πάντα, θεωρούμε την υπόθεση Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 363, στην οποία τονίστηκε πως εκτροπή από την εν λόγω ορθή διαδικασία δεν επιτρέπεται.
Είναι καλώς νομολογημένη αρχή ότι όπου εντοπίζεται σφάλμα αρχής ενεργοποιείται η εξουσία του Εφετείου να επέμβει, οπότε και εναπόκειται στο ίδιο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 329, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 κ.α. ημερ. 10.3.21, ECLI:CY:AD:2021:B88). Υπενθυμίζουμε πως, όπως και στην υπόθεση Haggag (ανωτέρω), έτσι και στην παρούσα η εκτροπή από την καθιερωμένη διαδικασία δεν προκάλεσε την εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ούτως ώστε να επιβάλλεται ακύρωση για τέτοιο λόγο της απόφασης που επακολούθησε και κατά παρόμοιο τρόπο ούτε στην παρούσα υπήρξε τέτοια εισήγηση από τον συνήγορο της Εφεσείουσας. Με τον μοναδικό λόγο έφεσης προσβάλλεται μόνο το ύψος της ποινής.
Η Εφεσείουσα είναι Ουκρανή υπήκοος, 55 ετών, διαμένουσα στην Κύπρο από το 2003, λευκού ποινικού μητρώου και πέραν του ότι είχε χάσει τον σύζυγο της (σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε), έχασε και τον αδελφό της στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας δύο μήνες πριν το επίδικο περιστατικό.
Τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχη κατόπιν παραδοχής ήταν κατά σειρά σοβαρότητας η οπλοφορία προς διέγερση τρόμου, ήτοι η μεταφορά μαχαιριού στον χώρο της εκδήλωσης που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο έτη (κατηγορία 7), οι δυο κοινές επιθέσεις σε δύο διαφορετικά πρόσωπα που τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος, η μεταφορά μάχαιρας εκτός οικίας που τιμωρείται επίσης με φυλάκιση μέχρι ένα έτος και τα αδικήματα της μέθης, ανησυχίας και διασάλευσης που τιμωρούνται με χαμηλότερες ποινές. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε ποινή στο σοβαρότερο αδίκημα, της οπλοφορίας, καθώς ούτε και στο δεύτερο περιστατικό επίθεσης στον Μ.Κ.3, επικαλούμενο το ενιαίο του περιστατικού και την αρχή της συνολικότητας. Αυτό χωρίς ιδιαίτερη επεξήγηση αφενός ως προς τη μη απόδοση στη νομοθετική ταξινόμηση της πρέπουσας βαρύτητας και αφετέρου ως προς την αντιμετώπιση των δύο διακριτών επιθέσεων ως μιας. Η σχετική αρχή είναι πως επιβολή ποινής μόνο σε μια από περισσότερες κατηγορίες γίνεται όταν τα γεγονότα αυτής της μιας κατηγορίας υπερκαλύπτουν ή ενσωματώνουν ή εμπεριέχουν τα γεγονότα των υπολοίπων (Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385). Ούτε αυτός ο χειρισμός προσβάλλεται από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέως και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Είναι όμως γεγονός πως ένεκα της πορείας που ακολούθησε και του σημειωθέντος σφάλματος αρχής (αξιολόγησε και) έλαβε υπόψιν του περιστάσεις από τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί, οι οποίες αφενός δεν είχαν σχέση με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών όπως αυτές ήταν στο κατηγορητήριο και αφετέρου καταφανώς επηρέασαν την κρίση του ως προς το ύψος της ποινής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εφεσείουσα είχε διαπράξει τα αδικήματα με κίνητρο προκατάληψης ως προνοείται στο άρθρο 35Α του Ποινικού Κώδικα. Αυτό δεν το αρνήθηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας και ούτε εγείρεται σχετικό ζήτημα στην παρούσα έφεση. Αυτό με βάση τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου σημαίνει ότι η Εφεσείουσα μετέφερε στην εκδήλωση άλλων προσώπων το επίμαχο μαχαίρι προς διέγερση τρόμου και επιτέθηκε διαδοχικά σε δύο συμμετέχοντες (στον έναν προτάσσοντας το μαχαίρι) κινούμενη από ελατήριο προκατάληψης εναντίον των παρισταμένων λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Αστυνομία ν. Α.Α. κ.α., Ποιν. Έφ. 4/21 κ.α., ημερ. 1.7.21, σε αυτές τις περιπτώσεις ο δράστης προβαίνει στην εξεταζόμενη πράξη κινούμενος από μια προκατειλημμένη άποψη, εγγενώς συνδεδεμένη με τα πραγματικά ή υποτιθέμενα χαρακτηριστικά ενός προσώπου, τα οποία προστατεύονται μεν από το δίκαιο πλην όμως καθιστούν το άλλο πρόσωπο ως στόχο στα μάτια του δράστη (π.χ. η εθνοτική καταγωγή, όπως εδώ). Είναι για αυτό, που ως έχει τονιστεί στην ίδια υπόθεση, τα ημεδαπά δικαστήρια ούτως ή άλλως είχαν και έχουν την υποχρέωση για αυστηρή και παραδειγματική τιμωρία. Το στοιχείο αυτό το ανέδειξε επαρκώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση δεδομένου ότι και η Εφεσείουσα είχε ωθηθεί στην εγκληματική της συμπεριφορά λόγω της εθνοτικής καταγωγής των παρισταμένων στην εκδήλωση.
Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία ή ουσιαστική σημασία στη συναισθηματική φόρτιση, στη μέθη και στην έλλειψη προσχεδιασμού. Όπως και ο συνήγορος της Εφεσείουσας αναγνωρίζει (στο διάγραμμα του) το Δικαστήριο είχε αναφερθεί στα στοιχεία αυτά και δεν συμφωνούμε ότι ήταν απλή και ανούσια λεκτική αναφορά. Η αναδυόμενη συνολική εικόνα είναι πως είχε και έλαβε υπόψιν του επαρκώς και δεόντως τα μετριαστικά αυτά στοιχεία.
Όμως έχει δίκαιο ο συνήγορος της Εφεσείουσας ότι πουθενά στις λεπτομέρειες της κατηγορίας 1 δεν αναφερόταν ότι η Κατηγορούμενη είχε προσπαθήσει να καρφώσει το μαχαίρι στην Παραπονούμενη. Ούτε και υπήρχε κατηγορία είτε για απόπειρα τραυματισμού είτε για απειλή. Λόγω της πορείας που είχε επιλεγεί όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην πιο πάνω αναφορά επιλέγοντας στοιχεία από τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί, χαρακτηρίζοντας την περίπτωση ως μια από τις σοβαρότερες περιπτώσεις κοινής επίθεσης. Η περίπτωση ασφαλώς ήταν σοβαρή λόγω της εμφάνισης με μαχαίρι σε δημόσια εκδήλωση προς διέγερση τρόμου, λόγω του υφιστάμενου κινήτρου προκατάληψης και λόγω των κοινών επιθέσεων σε δύο πρόσωπα αλλά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να λαμβάνει υπόψιν στοιχεία που δεν προέκυπταν από τις λεπτομέρειες των κατηγοριών ή που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Εντελώς αδικαιολόγητη ήταν και η επισήμανση, στα γεγονότα τα οποία επέλεξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, περί του ότι η Παραπονούμενη είχε πει στη μαρτυρία της ότι πιο παλιά είχε δεχθεί επίθεση άλλες τρεις φορές πέραν της επίδικης. Δεν είναι ακριβώς αντιληπτό με ποιο τρόπο αξιολογήθηκε το στοιχείο αυτό στην κρίση του Δικαστηρίου πλην όμως είναι βέβαιο πως ούτε δικαζόταν για οποιοδήποτε άλλο περιστατικό η Εφεσείουσα αλλά ούτε και είχε παραδεχθεί παλαιότερη εγκληματική συμπεριφορά. Αναμφίβολα όμως η συμπερίληψη του σχολίου αυτού έδωσε αφορμή στην Εφεσείουσα να παραπονείται τώρα ότι έτυχε χειρισμού ως πρόσωπο το οποίο είχε επιτεθεί σε άλλες τρεις περιπτώσεις στην Παραπονούμενη.
Παρομοίως δεν είχαν τεθεί δεόντως ενώπιον του Δικαστηρίου οποιεσδήποτε συνέπειες της συμπεριφοράς της Εφεσείουσας στους παριστάμενους στην εκδήλωση και δη σε τρία ανήλικα παιδιά (τα δυο 6 και 10 ετών). Παρά ταύτα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να καταγράψει ότι το ένα ξυπνά κατά τη νύκτα και κλαίει «ελέω του περιστατικού», ότι το άλλο πανικοβλήθηκε και φώναζε ενώ τρίτη ανήλικη φοβόταν μην πάει η Εφεσείουσα να τη σκοτώσει το βράδυ.
Η παρούσα υπόθεση όντως προσομοιάζει με τις υποθέσεις Sofrone κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 102 και Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 364, υπό την έννοια ότι και εδώ λήφθηκαν υπόψιν κατά τρόπο επιβαρυντικό γεγονότα άσχετα προς τις κατηγορίες στις οποίες η Εφεσείουσα δήλωσε παραδοχή και αυτό βέβαια λόγω του προαναφερθέντος σφάλματος αρχής, το οποίο ενεργοποιεί την εξουσία του Εφετείου να επέμβει, ως έχουμε αναφέρει. Στην υπό κρίση περίπτωση, και για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, η επέμβαση μας κρίνεται επιβεβλημένη.
Στη βάση των πιο πάνω η πρωτόδικη ποινή φυλάκισης των 6 μηνών στην κατηγορία 1 αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 4 μηνών.
Το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης δεν θα μας απασχολήσει καθότι δεν καλύπτεται από σχετικό λόγον έφεσης.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.
Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.
χβχ/κκ