ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 145/2023)

 

21 Ιουλίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/στες]

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εφεσείοντα

-v-

 

Γ. Ν.

Εφεσίβλητου

--------------------------------------

 

Α. Παπανικολάου με Ε. Κουμπαρή

για Γενικό Εισαγγελέα για τον Εφεσείοντα

Ν. Τσαρδελής με Α. Αντωνέλλο και κ. Σ. Παπακωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο

Εφεσίβλητος παρών

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.H απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον δικαστή Μ. Πική.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.: Με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να απολύσει τον Εφεσίβλητο υπό όρους, συνοδευόμενους με διάταγμα αποκλεισμού βάσει του περί της Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν.119(Ι)/2000). Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά που ο Εφεσίβλητος παραπέμφθηκε για εκδίκαση ενώπιον του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λάρνακας. Η υπόθεση την οποία ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει είναι σοβαρή. Αφορά αδικήματα άσκησης βίας και βασανιστηρίων με θύματα δυο ανήλικα αδέλφια ηλικίας εννέα και τεσσάρων ετών αντίστοιχα.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα συνεκτίμησε την ετοιμότητα του Εφεσίβλητου να δεσμευτεί με όρους και να δεχτεί την έκδοση διατάγματος στη βάση του Ν.119(Ι)/2000. Ο δεύτερος και τρίτος λόγος αφορούν τους κινδύνους διάπραξης άλλων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων αντίστοιχα. Είναι η θέση του Εφεσείοντος, ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εν λόγω κίνδυνοι μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού βάσει του άρθρου 23(1) του προαναφερθέντος Νόμου.

 

Το διάταγμα αποκλεισμού κατά του Εφεσίβλητου εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της κατηγορούσας αρχής, η οποία επίσης ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος απομάκρυνσης των δυο ανηλίκων παραπονούμενων, και ανάθεσης της φροντίδας τους στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Το αίτημα για την έκδοση του διατάγματος απομάκρυνσης υποβλήθηκε από την οικογενειακή σύμβουλο του Γραφείου Ευημερίας και προωθήθηκε από την κατηγορούσα αρχή μαζί με το αίτημα κράτησης του Εφεσίβλητου.

 

Οι όροι οι οποίοι τέθηκαν προς εξασφάλιση της παρουσίας του Εφεσίβλητου στο Κακουργοδικείο ήταν: (α) η κατάθεση ποσού 10,000 σε μετρητά ή υπογραφή εγγύησης για το ίδιο χρηματικό ποσό με αξιόχρεο εγγυητή, (β) παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων στην Αστυνομία, (γ) τοποθέτηση του ονόματος του στον κατάλογο των προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία (Stop List), (δ) να παρουσιάζεται τρεις φορές εβδομαδιαίως στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό, (ε) διάταγμα αποκλεισμού εισόδου η διαμονής στην οικογενειακή κατοικία, και (στ) απαγόρευση να πλησιάζει ή να έρχεται σε επαφή με τα δυο ανήλικα σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων ή να έρθει σε επαφή μαζί τους με οποιοδήποτε τρόπο.  

 

Σε σχέση με τον ανήλικο Α.Κ. ηλικίας εννέα ετών, ο Εφεσίβλητος αντιμετωπίζει (α) μια κατηγορία υποβολής σε βασανιστήρια χρησιμοποιώντας μέσα ή μεθόδους συστηματικού βασανισμού (κατηγορία 1), (β) τέσσερεις κατηγορίες επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης σε διαφορετικές ημερομηνίες (κατηγορίες 2, 10, 11, 12), (γ) μια κατηγορία κοινής επίθεσης (κατηγορία 3), (δ) δυο κατηγορίες απειλής (κατηγορίες 4 και 5), (ε) μια κατηγορία τραυματισμού με μαχαίρι, (κατηγορία 6), και  (στ) μια κατηγορία πρόκλησης ψυχικής βλάβης (κατηγορία 7). Κατά του ανήλικου Αν. Κ, ηλικίας 4 ετών, αντιμετωπίζει κατηγορία κοινής επίθεσης (κατηγορία 8) και πρόκλησης ψυχικής βλάβης (κατηγορία 9). Αναμφίβολα, η σοβαρότερη κατηγορία είναι η υποβολή σε βασανιστήρια χρησιμοποιώντας μεθόδους συστηματικού βασανισμού, η οποία επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης 10 χρόνων, συμφώνως του άρθρου 3(β), του Ν.235/1990

 

Με βάση το κατηγορητήριο τα αδικήματα αφορούν την περίοδο 1.10.22 - 13.6.23, καθ' όν χρόνο ο Εφεσίβλητος, ο οποίος δεν είναι ο βιολογικός πατέρας των ανηλίκων, συγκατοικούσε με τη μητέρα τους. Η μητέρα των ανηλίκων συγκατηγορείται σε όλες τις κατηγορίες, πλην των δυο κατηγοριών απειλής. Αντιμετωπίζει επίσης κατηγορία μεταχείρισης παιδιού με σκληρότητα βάσει του Κεφ. 352 (κατηγορία 13), αφορώσα παραμέληση και εγκατάλειψη των ανήλικων τέκνων της. Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (Τεκμήριο «Α») για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος κράτησης, κρινόμενο πάντοτε στην όψη του, ο Εφεσίβλητος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην διάπραξη των υπό κατηγορία αδικημάτων, ενώ ο ρόλος της συγκατηγορούμενης μητέρας των ανηλίκων φαίνεται να υπήρξε δευτερεύων. Στην εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι «υπάρχει διαβάθμιση στα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι» και ως προς τον «τον ρόλο που διαδραμάτισαν ο κάθε ένας ξεχωριστά».   Η κατηγορούσα αρχή δεν ζήτησε την κράτηση της μητέρας των ανηλίκων, η οποία αφέθηκε ελεύθερη υπό όρους, περιλαμβανομένης της έκδοσης διατάγματος αποκλεισμού από την οικογενειακή κατοικία.

 

Συνοπτικά, βάσει του μαρτυρικού υλικού ο Εφεσίβλητος ασκούσε συστηματικά βία κατά του ανήλικου Α.Κ. Σε τέσσερεις διαφορετικές περιπτώσεις φέρεται να τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο, ενώ στο τελευταίο επεισόδιο άσκησης βίας, πέραν του γρονθοκοπήματος, φέρεται απείλησε τη σωματική ακεραιότητα του ανήλικου με τη χρήση μαχαιριού. Επίσης φέρεται να κλείδωνε συστηματικά τον ανήλικο Α.Κ. σε μικρή αποθήκη όπου έμενε ο σκύλος κάτω από άθλιες συνθήκες και τον έβγαζε έξω από το σπίτι αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες.

 

Σε κάθε περίπτωση οι μώλωπες από το γρονθοκόπημα του Εφεσίβλητου, παρότι καλύπτονταν με "make-up", γίνονταν αντιληπτοί από το προσωπικού του δημοτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσε. Ειδοποιείτο αυθημερόν το Γραφείο Ευημερίας, το οποίο έστελνε οικογενειακή σύμβουλο για συναντηθεί με τον ανήλικο και να διερευνήσει τις συνθήκες τραυματισμού του. Στην πρώτη και τρίτη προσωπική συνέντευξη (16.1.23, 3.5.23) με την οικογενειακή σύμβουλο, ο ανήλικος δεν αποκάλυψε τη χρήση παράνομης βίας από τον Εφεσίβλητο.

 

Στη δεύτερη συνέντευξη (7.2.23), ενώ αρχικά απέδωσε τον μώλωπα σε τσακωμό με τον μικρότερο αδελφό του, και σε παιχνίδι μπάλας με τα ξαδέλφια του, εν τέλει αποκάλυψε ότι ο Εφεσίβλητος τον καθοδήγησε να προβάλει την εν λόγω εκδοχή στην αστυνομία, για να μην καταλήξουν στην φυλακή ο ίδιος και η μητέρα του. Η εν λόγω ψευδής εκδοχή προβλήθηκε την επομένη ημέρα, σε οπτικογραφημένη κατάθεση (8.2.23) του ανήλικου στην αστυνομία.

 

Η υπόθεση καταγγέλθηκε από την εκ μητρός γιαγιά των ανηλίκων μετά που παρατήρησε στις 14.6.23, ότι ο ανήλικος Α.Κ. έφερε μεγάλο μώλωπα στο πρόσωπο. Από την ημέρα καταγγελίας τα δυο ανήλικα διαμένουν με τη γιαγιά τους. Τα εις βάρος του ανήλικου Α.Κ. φερόμενα αδικήματα, αποκαλύφθηκαν σε οπτικογραφημένες καταθέσεις ημερομηνίας 14.6.23 και 19.6.23. Μετά το πέρας της πρώτης από τις δυο οπτικογραφημένες καταθέσεις, ο ανήλικος Α.Κ. αποκάλυψε στην οικογενειακή σύμβουλο ότι και στις προηγούμενες αναφορές που έτυχαν διαχείρισης, τα τραύματα είχαν προκληθεί από τον Εφεσίβλητο. Στις 15.6.23 λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση και από τον ανήλικο Αν. Κ., ο οποίος επιβεβαίωσε την άσκηση βίας εναντίον του ιδίου και του μεγαλύτερου αδελφού του από τον Εφεσίβλητο.

 

Ανακρινόμενος από την αστυνομία ο Εφεσίβλητος αρνήθηκε την διάπραξη των υπό κατηγορία αδικημάτων. Το ίδιο και η συγκατηγορούμενη μητέρα των ανηλίκων, πλην στην τελευταία της κατάθεση όπου ενέπλεξε τον Εφεσίβλητο στο πρώτο επεισόδιο βίας κατά του ανηλίκου Α.Κ.

 

Ήταν η θέση του Εφεσείοντος ότι με δεδομένη τη σοβαρότητα των υπό κατηγορία αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής, η οποία αναμένεται να είναι πολυετής φυλάκιση, οι δεσμοί του Εφεσίβλητου με την Κύπρο δεν υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα κράτησης εν όψει του κινδύνου φυγοδικίας. Προέχει το γενικό δημόσιο συμφέρον για απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Τονίστηκε επίσης ο κίνδυνος φυγοδικίας στις Κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου δεν ασκείται έλεγχος από τις αρχές της Δημοκρατίας.

 

Σχετικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων και τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, η Εφεσείουσα προέβαλε τη θέση ότι η έκδοση διατάγματος αποκλεισμού δυνάμει του άρθρου 23(1) του Ν.119(Ι)/2020, δεν ήταν τέτοιο δραστικό και αποτρεπτικό μέτρο που θα εμποδίσει τον Εφεσίβλητο να διαπράξει άλλα ομοειδή αδικήματα κατά των ανηλίκων και να επηρεάσει τη μαρτυρία τους, τονίζοντας ότι τα ανήλικα, ως ευάλωτα πρόσωπα, είναι ιδιαίτερα δεκτικά σε επηρεασμό. Αναφέρθηκε επίσης σε σχέση εξάρτησης μεταξύ του Εφεσίβλητου και των δυο ανηλίκων, δημιουργηθείσα κατά την περίοδο συγκατοίκησης. Η δε παραβίαση του όποιου δικαστικού διατάγματος θα επιφέρει στον Εφεσίβλητο ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης, η οποία συγκριτικά είναι κατά πολύ μικρότερη από την ποινή που ενδέχεται να του επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης.

 

Ο Εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Αναφορικά με τον κίνδυνο φυγοδικίας, ήταν η θέση των συνηγόρων του, ότι παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία διώκεται, με μέγιστη ποινή φυλάκισης δέκα ετών στην κατηγορία υποβολής σε βασανιστήρια, και την πιθανολόγηση καταδίκης, η εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη μπορούσε να εξασφαλιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης, εν όψει των δεσμών του με την Κύπρο, την απουσία δεσμών με άλλη χώρα, και το λευκό του ποινικό μητρώο. Τονίστηκε δε η πλήρης τήρηση των όρων τους οποίους επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντος.

Σε ό,τι αφορά τους δεσμούς με την Κύπρο, ο Εφεσίβλητος είναι Κύπριος πολίτης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην Κύπρο, όπου βρίσκονται τα αδέλφια και οι γονείς του. Δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει παιδιά. Η εργασία του είναι να τοποθετεί αντικείμενα σε τραπέζια εστιατορίου.

 

Σχετικά με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης ομοειδών αδικημάτων, ήταν η θέση του Εφεσίβλητου ότι αποσοβούνται με την έκδοση  διαταγμάτων (α) αποκλεισμού από την οικογενειακή κατοικία στην οποία διέμενε με τη μητέρα των ανηλίκων, (β) απομάκρυνσης και φύλαξης των ανηλίκων από το Γραφείο Ευημερίας, και (γ) επιβολή όρου να μην προσεγγίζει τα ανήλικα σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων ή να έρχεται σε επαφή μαζί τους με οποιοδήποτε τρόπο. Τονίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος δεν έχει ροπή προς την παρανομία. Η συμπεριφορά για την οποία διώκεται, στρέφεται κατά των παραπονούμενων ανηλίκων, ενόσω αυτά διάμεναν μαζί του κάτω από την ίδια στέγη. Οι κίνδυνοι αντιμετωπίστηκαν με την έκδοση των διαταγμάτων απομάκρυνσης και αποκλεισμού, τα οποία όχι μόνο αίρουν οριστικά την από κοινού διαβίωση των ανηλίκων με τον Εφεσίβλητο, αλλά και του απαγορεύουν να τα πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να έρχεται σε οποιαδήποτε επαφή μαζί τους. Επί τούτου ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 131/20, ημερ. 01.09.21.

 

Τονίστηκε επίσης το περιορισμένο πεδίο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου βάσει της νομολογίας. Ήταν η θέση των συνηγόρων του Εφεσίβλητου ότι δεν χωρεί καμία επέμβαση, καθότι η εξουσία ασκήθηκε δικαστικά, δεν εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία και δεν παραγνωρίστηκαν νομολογιακά κριτήρια.

 

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις αρχές οι οποίες διέπουν αιτήματα κράτησης υποδίκων και πότε δικαιολογείται επέμβαση στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, προτού εξετάσουμε την προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τους λόγους έφεσης.

 

Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου για την απόλυση υπόδικου με εγγύηση προνοείται στο άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ως θέμα γενικής αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης, σε κάθε αίτημα κράτησης υποδίκου η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48). Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση (Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, 134). Η εν λόγω αρχή πηγάζει από το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 11.1 του Συντάγματος και 5.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης συνιστά επίσης απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 12.4 του Συντάγματος (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 596). Το τεκμήριο της αθωότητας επιτάσσει το ενδεχόμενο κράτησης να εξετάζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και προσοχή βάσει των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών (βλ. Νίκος Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790).

 

Η εξέταση του ενδεχόμενου κράτησης υπόδικου γίνεται με αναφορά σε τρείς κίνδυνους οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη και αποτιμώνται από το δικαστήριο: (α) τον κίνδυνο φυγοδικίας, (β) τον επηρεασμό μαρτύρων, και (γ) την διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων [Βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Κωνσταντινίδης ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)]. Πρόκειται για τρεις αυτοτελείς κινδύνους οι οποίοι δεν απαιτείται να συντρέχουν. Έκαστος εξ αυτών δύναται να δικαιολογήσει την κράτηση (βλ. μεταξύ άλλων, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/23, ημερ. 22.06.23, ECLI:CY:AD:2023:B223.

 

Στη Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την πρόβλεψη και αποτίμηση των τριών κινδύνων, από τον Νικολάου Δ.:

 

«Η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.

 

Τα στοιχεία που είναι σχετικά συμπεριλαμβάνουν την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον, την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, την πιθανολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων, και την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.

Έπειτα, οι εγγενείς ενδείξεις είναι τρεις. Τις μνημονεύσαμε ήδη με αναφορά προς τα ερείσματα της εκκαλούμενης απόφασης. Πρόκειται για (α) τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται οι κατηγορίες· (β) την εκτίμηση ότι το διαθέσιμο αποδεικτικό υλικό καθιστά πιθανή την καταδίκη· και (γ) την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής: Η εικόνα που προκύπτει κατόπιν αποτίμησης και συσχετισμού αυτών των ενδείξεων, θεμελιώνει - υπό την αίρεση πάντοτε του συνυπολογισμού και κάποιου άλλου συγκεκριμένου στοιχείου - την πρόβλεψη για προσέλευση ή μη του υπόδικου. Ιδιαίτερο σχόλιο χρειάζεται μόνο για το πώς αντικρίζεται η δεύτερη ένδειξη. Η πιθανολόγηση περί καταδίκης αποτελεί κατ' αρχήν εγχείρημα που δεν περιορίζεται σε μόνο ό,τι εκφράζεται από το γεγονός της παραπομπής στο Κακουργιοδικείο το οποίο υποδηλώνει την ύπαρξη μαρτυρίας η οποία ανάλογα με τη δεκτότητα και την αξιολόγησή της, θα μπορούσε να κατατείνει προς ενοχή. Έτσι, το δικαστήριο που εξετάζει ζήτημα κράτησης υπόδικου λαμβάνει υπόψη και την ισχύ της μαρτυρίας όπου προσφέρεται στην όψη της αυτή η δυνατότητα».

Ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, συμφώνως της νομολογίας σε αυτό το στάδιο δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης παρά μόνο το ενδεχόμενο καταδίκης, χωρίς το δικαστήριο να προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας. (βλ, μεταξύ άλλων, Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 337, Κουννάς ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 423, Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 135, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 130, Μαυρομιχάλης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 165/20, κ.α., ημερ. 22.10.20, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Κ., Ποιν. Εφ. 88/21, ημερ. 05.07.21,   Κασίρ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 146/21, ημερ. 29.09.21, ECLI:CY:AD:2021:B431, Χαμντ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 165/21, ημερ. 27.10.21, ECLI:CY:AD:2021:B485, Α.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 74/23, ημερ. 10.05.23).

 

Το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας του αδικήματος. Όσο σοβαρότερο είναι το αδίκημα τόσο μεγαλύτερο είναι το κίνητρο του κατηγορούμενου να διαφύγει. (βλ. Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 139, Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 600, Mangouras v Spain, Application 12050/04 (2010) παρ. 79 Grand Chamber). Η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, (βλ. Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)). Όπως αναφέρθηκε στη Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48 από τον Κωνσταντινίδη Δ. «. η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορουμένων κατά τη δίκη τους.».

 

Από την άλλη, στη Θεοχάρους (ανωτέρω), τονίστηκε ότι με βάση τη νομολογία «σε καμία περίπτωση η πιθανότητα μη προσέλευσης δεν εκτιμάται με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ΄ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει..»

 

Στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας συνυπολογίζονται υποκειμενικά δεδομένα προερχόμενα από το ιστορικό του υπόδικου, τον χαρακτήρα, την κατοικία, το επάγγελμα, την οικονομική του κατάσταση, τους οικογενειακούς και άλλους δεσμούς του με την Κύπρο, και τις προσωπικές του περιστάσεις (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Cazanjian v Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 326, Adnan v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 183, Κουννά ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 423). Η πιθανότητα ένας κατηγορούμενος να διαφύγει στο εξωτερικό εάν απολυθεί δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στο συμπέρασμα ότι θα διαφύγει (βλ.  Neumeister v Austria (No.1) (1979-80) 1 EHRR 91, Letellier v France (1992) 14 EHRR 83, παρ. 43). Για την εκτίμηση τέτοιου κινδύνου θα πρέπει να συνυπολογιστούν όλα τα σχετικά δεδομένα, για να διαφανεί εάν οι δεσμοί του με την χώρα στην οποία διώκεται είναι τόσο ισχυροί ώστε να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στον κίνδυνο φυγοδικίας (βλ. Stogmuller v. Austria (1979-80) 1 EHRR 155, παρ. 15, Human Rights and Criminal Justice, 3η έκδοση (2012), των Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison Macdonald, παρ. 8-37).

 

Εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ζητείται η κράτηση, η απόλυση του υπόδικου θα πρέπει να διαταχθεί, εάν δύνανται να επιβληθούν ικανοποιητικοί όροι εγγύησης προς διασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη. Σχετική είναι η Δημητρίου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 130, η οποία παραπέμπει στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Wemhoff v Germany (1978-80) 1 EHRR 55 (βλ. και Human Rights and Criminal Justice (ανωτέρω), παρ. 8-39). Όπως επανειλημμένα τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η νομολογία μας σε θέματα κράτησης είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Dydi κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 103/20, 104/20, ημερ. 03.09.20, Becciev v. Moldova, Application 9190/03, ημερ. 4.10.2005, παρ. 58, Merabishvili ν. Georgia, Application 72508/13, Grand Chamber, ημερ. 27.11.2017, παρ. 223, και 5η έκδοση (2022), του κλασσικού συγγράμματος των Harris, O'Boyle and Warbrick, "Law of the European Convention on Human Rights", σελ. 355).

 

Οι δεσμοί ενός κατηγορούμενου με την Κύπρο δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα σε αίτημα κράτησης «ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο εμπλέκεται». Το δικαστήριο προβαίνει σε στάθμιση όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, και κατά πόσο η παρουσία του υπόδικου στη δίκη μπορεί να εξασφαλιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης. (βλ. Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790).

 

Για να διαταχθεί η κράτηση, συνυπολογισμός όλων των  αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων θα πρέπει ευλόγως να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο υπόδικος θα φυγοδικήσει εάν απολυθεί (βλ. μεταξύ άλλων Stogmuller v. Austria (1979-80) 1 EHRR 155, παρ. 15, Kudla v. Poland (2002) 35 EHRR 11, Grant Chamber, παρ. 113-114). Εάν ο κίνδυνος διαφυγής δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης, τότε δικαιολογείται η κράτηση του υπόδικου. Σε τέτοια περίπτωση, όπως τονίστηκε στη Βασιλείου ν Αστυνομίας (ανωτέρω), «Οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (βλ., μεταξύ άλλων, Α.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 74/23, ημερ. 10.05.23).

 

Σε ότι αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, οι αρχές της νομολογίας συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν Bourel κ.α. Ποιν. Εφ. 306/21 κ.α., ημερ. 28.12.21:

 

«Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας  που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397).Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες.  Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B31). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας  (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019.  Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό»

 

(βλέπε και Ι.Γ. ν, Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/22,ημερ. 21.06.22, ECLI:CY:AD:2022:B256, Γ.Φ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 265/2022, ημερ. 21.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B491, Κ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 114/23, ημερ. 22.06.23, ECLI:CY:AD:2023:B223).

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων και πάλι δεν επαρκεί μια γενική δήλωση (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130). Ο κίνδυνος πρέπει να είναι εύλογος και η καταλληλόλητα κράτησης πρέπει να εξετάζεται υπό το φως όλων των περιστατικών της υπόθεσης και ειδικά το ιστορικό του υπόδικου και τον χαρακτήρα του (βλ. Muller v. France (1997) ECHR, App. 21802/92, παρ. 44, Veliyev v. Russia (2010) ECHR App. 24202, παρ. 155, και σύγγραμμα Human Rights and Criminal Justice (ανωτέρω) παρ. 8-44). Ο κίνδυνος προηγούμενων καταδικών δεν τεκμαίρεται αυτόματα από την ύπαρξη ποινικού μητρώου του υπόδικου. Το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη είναι συγκρίσιμη είτε στη φύση είτε στο βαθμό σοβαρότητας με τα υπό κατηγορία αδικήματα. Στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) εξετάζεται η φύση της μαρτυρίας που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου κινδύνου. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 135:

 

«Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα.  Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή.  Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση.  Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου.  Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.»

 

Ως προς το πότε δικαιολογείται κατ' έφεση επέμβαση στην διακριτική εξουσία του πρωτόδικου δικαστηρίου, με βάση τη νομολογία το πεδίο επέμβασης είναι περιορισμένο. Οι σχετικές αρχές συγκεφαλαιώνονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Bourel (ανωτέρω):

 

«Εν πρώτοις, να υπενθυμίσουμε ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου με αφετηρία, βεβαίως, την ατομική ελευθερία και ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεση[1]. Η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (Μαυρομιχάλης v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, ECLI:CY:AD:2014:B251,262). Επέμβαση του Εφετείου χωρεί αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία, είτε γιατί παραγνωρίστηκαν κριτήρια που καθορίστηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα (Dydi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 103/2020 [σχ. με 104/2020], ημερ. 3/9/2020 και Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 131/2021, ημερ. 1/9/2021

 

Όπως τονίστηκε πρόσφατα στην Σάρρου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 81/2023, ημερ. 10/05/2023, με αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την Κωνσταντινίδη ν Δημοκρατίας (ανωτέρω): «Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (βλ. Rodosthenous and Another v The Police (1961) CLR 50, Loucaides and Others v Police (1988) 2 CLR 119, Βασιλείου ν Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ)».

 

Με γνώμονα τις προαναφερθείσες αρχές της νομολογίας προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης.

 

Σχετικά με τον κίνδυνο φυγοδικίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανολόγηση καταδίκης από το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του, και την αυστηρότητα της επιβληθησόμενης ποινής σε περίπτωση καταδίκης, η παρουσία του Εφεσίβλητου στη δίκη μπορούσε να εξασφαλιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης. Συνεκτίμησε τρεις παράγοντες: (α) τους ισχυρούς δεσμούς του Εφεσίβλητου με την Κύπρο, ότι δηλαδή είναι Κύπριος πολίτης 36 ετών, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Κύπρο, τα αδέλφια και γονείς του διαμένουν στη Δημοκρατία και δεν γνωρίζει άλλη γλώσσα πλην των Ελληνικών, (β) την ετοιμότητα του να δεσμευτεί με όρους προς διασφάλιση της παρουσίας του ενώπιον του Κακουργοδικείου, και (γ) την ετοιμότητα του να δεχθεί την έκδοση διατάγματος εναντίον του στη βάση του Ν.119(Ι)/2000.

 

Διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου στη συνεκτίμηση της ετοιμότητας του Εφεσίβλητου να δεχθεί διάταγμα βάσει του Ν.119(Ι)/2000. Εξ αντικειμένου η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν σχετίζεται με τον κίνδυνο φυγοδικίας, αλλά με τους κινδύνους διάπραξης άλλων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων. Παρέχεται επομένως πεδίο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας. Με δεδομένο ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση με εγγύηση, το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσο σταθμίζοντας όλα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα, οι επιβληθέντες όροι εγγύησης δεν δύνανται να εξασφαλίσουν την παρουσία του Εφεσίβλητου στη δίκη.

 

Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η απόφαση στη Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 176/2020, ημερ. 29.10.20, ECLI:CY:AD:2020:B373. Με βάση τα γεγονότα, ο Εφεσείων εκεί αντιμετώπιζε πολύ σοβαρές κατηγορίες σεξουαλικών αδικημάτων, ήτοι τρεις κατηγορίες βιασμού, εννέα κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και αριθμό άλλων αξιόποινων πράξεων με σκοπό τη διευκόλυνση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων. Η παραπονούμενη γεννήθηκε το 2001, και τα υπό κατηγορία αδικήματα αναφέρονταν στην περίοδο 2013-2017 και 2020. Επρόκειτο για σοβαρότερης μορφής κατηγορίες από αυτές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο Εφεσίβλητος, λαμβανομένης υπόψη της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης. Για τον βιασμό προνοείται ποινή φυλάκισης δια βίου, ενώ για τα αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού ποινή φυλάκισης από 10 - 25 έτη, και σε περίπτωση που το παιδί είναι μικρότερο της ηλικίας των δεκατριών ετών, προνοείται ποινή φυλάκισης δια βίου. Πρωτοδίκως διατάχθηκε η κράτηση του Εφεσείοντος, ο οποίος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου.

 

Αποφασίστηκε ότι παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία στοιχειοθετούσε το αντικειμενικό υπόβαθρο για φυγοδικία, και την οικονομική δυνατότητα του Εφεσείοντα να διαφύγει σε χώρα του εξωτερικού, στην οποία δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στο παρελθόν, ο κίνδυνος φυγοδικίας αντισταθμιζόταν από τους ισχυρούς δεσμούς του με την Κύπρο, σε συνάρτηση με τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπιζε. Μπορούσε επομένως να απολυθεί με κατάλληλους όρους εγγύησης, χωρίς η κράτηση να καθίσταται επιβεβλημένη.

 

Στην υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στον λόγο της Χριστοδούλου ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 538, όπου «αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι: "Η συνεκτίμηση των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση πρέπει να γίνεται με πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης και με πνεύμα επιείκειας όπως επιβάλλει το άρθρο 11 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως ζήτημα γενικής αρχής πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι"».

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο Εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης 36 ετών, ο οποίος έχει οικογενειακούς δεσμούς με την Κύπρο, καίτοι όχι τόσο ισχυρούς όσο ο Εφεσείων στη Θεοφάνους. Ούτε αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Από την άλλη δεν έχει δεσμούς με χώρα του εξωτερικού, ούτε την οικονομική δυνατότητα να διαφύγει στο εξωτερικό. Τα δε αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει, παρότι σοβαρά, δεν είναι της ίδιας σοβαρότητας με αυτά στη Θεοφάνους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) ως θέμα αρχής συνταγματικά κατοχυρωμένης, η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση του με εγγύηση, (β) ότι εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ζητείται η κράτηση, ο υπόδικος πρέπει να απολυθεί εάν δύνανται να επιβληθούν ικανοποιητικοί όροι εγγύησης προς εξασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη, και (γ) ότι μέχρι στιγμής υπήρξε συμμόρφωση με τους επιβληθέντες όρους, κρίνουμε ότι οι όροι τους οποίους το Δικαστήριο επέβαλε είναι ικανοποιητικοί για την αντιμετώπιση του κινδύνου φυγοδικίας.

Στρεφόμαστε τώρα στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων και τον κίνδυνο διάπραξης ομοειδών αδικημάτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι παρά την ύπαρξη των δύο κινδύνων οι οποίοι προκύπτουν από την ενώπιον του μαρτυρία, αυτοί μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την επιβολή διατάγματος αποκλεισμού του Εφεσίβλητου από την οικογενειακή κατοικία, βάσει του άρθρου 23(1) του Ν. 119(Ι)/2000. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα απομάκρυνσης και τέθηκε όρος βάσει του άρθρου 15(3) του ιδίου Νόμου, όπως ο Εφεσίβλητος μην πλησιάζει τα ανήλικα σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να μην έρχεται σε επαφή μαζί τους με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Στην υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω) υπήρξε επηρεασμός της ανήλικης παραπονούμενης σε προγενέστερο χρόνο, όταν η μητέρα της κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία το 2019. Η παραπονούμενη είχε διαψεύσει τη μητέρα της υποκινούμενη τότε από τον εφεσείοντα. Στο κατηγορητήριο περιλήφθηκε κατηγορία εναντίον του εφεσείοντος για επηρεασμό μάρτυρα. Μέχρι την καταχώριση του κατηγορητηρίου τα δεδομένα άλλαξαν άρδην. Η ανήλικη έπαψε να είναι εξαρτημένη οικονομικά από τον εφεσείοντα και δεν διέμενε πλέον στην πολυκατοικία του. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι υπό αυτές τις συνθήκες, η κράτηση δεν ήταν επιβεβλημένη καθότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων μπορούσε να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους. Πέραν των αυστηρών όρων εγγύησης, επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα όρος «να μην πλησιάσει την παραπονούμενη σε απόσταση λιγότερη των 200 μέτρων και να μην επιδιώξει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της τηλεφωνική ή με άλλο τρόπο είτε έμμεση είτε άμεση».

 

Στην ενώπιον μας υπόθεση, σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό, ο επηρεασμός του ανήλικου Α.Κ. στην πρώτη οπτικογραφημένη κατάθεση, φέρεται να συντελέστηκε ενόσω αυτός διέμενε κάτω από την ίδια στέγη με τον Εφεσίβλητο. Όμως με (α) την έκδοση διατάγματος απομάκρυνσης των ανηλίκων και ανάθεση της φροντίδας τους στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, (β) την αλλαγή διαμονής στην οικία της γιαγιάς τους, η οποία είχε καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία, (γ) την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού του Εφεσείοντος και της μητέρας τους από την οικία στην οποία διέμεναν, και (δ) την επιβολή όρου στον Εφεσίβλητο να μην πλησιάζει ή να έρχεται σε επαφή με τα ανήλικα, ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων έχει κατ' ουσίαν εξαλειφθεί. Οι συνθήκες οι οποίες φαίνεται να οδήγησαν αρχικώς στον επηρεασμό του ανήλικου Α.Κ., δεν υφίστανται πλέον.

 

Δεν συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντος ότι εξακολουθεί να υπάρχει σχέση εξάρτησης των ανηλίκων από τον Εφεσίβλητο. Άλλωστε, δεν είναι χωρίς σημασία ότι οι οπτικογραφημένες καταθέσεις τους στην Αστυνομία, όπου και αποκαλύφθηκε η φερόμενη εγκληματική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, δόθηκαν όταν πλέον βρίσκονταν στο ασφαλές περιβάλλον της γιαγιάς τους. Επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού. Το δε διάταγμα απομάκρυνσης και επιβολής όρου να μην πλησιάζει τα ανήλικα και να μην έρχεται σε επαφή μαζί τους, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ενισχύοντας την εξάλειψη του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά άσκησε τη διακριτική του εξουσία εντός των παραμέτρων που θέτει η νομολογία και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης.

 

Τα διατάγματα απομάκρυνσης και αποκλεισμού, σε συνάρτηση με την επιβολή του προαναφερθέντος όρου, αποσοβούν επίσης τον κίνδυνο διάπραξης ομοειδών αδικημάτων. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση στη Γεωργίου ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 131/2021, ημερ. 01.09.21, στην οποία ιδιαίτερη αναφορά έγινε από τους συνηγόρους του Εφεσίβλητου.  Η υπόθεση αφορούσε εγκληματική συμπεριφορά κατά του πατέρα του εφεσείοντος, συνιστάμενη σε πέντε περιστατικά κακόβουλης ζημιάς, κοινής επίθεσης και πρόκλησης ψυχικής βλάβης. Πρωτοδίκως διατάχθηκε η κράτηση του εφεσείοντος ένεκα του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας του θύματος. Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε ως εσφαλμένη.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παρά την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων, η μαρτυρία δεν αποκάλυπτε γενική τάση του εφεσείοντος προς την παρανομία. Η έκνομη συμπεριφορά στρεφόταν αποκλειστικά  κατά του πατέρα του εφεσείοντος, και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων, βάσει του άρθρου 15(3) του Ν.119(Ι)/2000. Έκρινε λανθασμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι απαιτείται «παντελής» εξάλειψη του σχετικού  κινδύνου με τα ίδια να ισχύουν και για τον κίνδυνο φυγοδικίας, επισημαίνοντας ότι εδώ υπεισέρχεται το στοιχείο της αναλογικότητας και στάθμισης των εκατέρωθεν δικαιωμάτων.

 

Διέκρινε επίσης μεταξύ της συμπεριφοράς του παραβάτη πριν και μετά την καταγγελία του εγκλήματος, ιδιαίτερα όπου θύμα και θύτης είναι του ιδίου περιβάλλοντος ή συγγενικά πρόσωπα. Η καταγγελία σηματοδοτεί υπέρβαση των ορίων ανοχής, αντοχής του θύματος ή και ενδοιασμούς στο να καταγγείλει την έκνομη συμπεριφορά. Το δε δικαστήριο δύναται να επιβάλει κατάλληλους όρους, προειδοποιώντας ότι σε περίπτωση αδικοπραγίας ή παραβίασης των τιθέμενων όρων, ο Εφεσείων θα μπορούσε να συλληφθεί και να διαταχθεί ενδεχομένως η κράτηση του. Τονίστηκε ότι η κράτηση είναι η έσχατη λύση εκεί όπου κανένα άλλο μέτρο δεν δύναται να αποδώσει. Σχετικά με την πιθανότητα παραβίασης των όρων, λαμβανομένου υπόψη του λευκού ποινικού μητρώο του Εφεσείοντος, δεν μπορούσε να εκληφθεί ότι απαρέγκλιτα θα «παραβίαζε τους όρους που θα τίθεντο από το Δικαστήριο».

 

Στην υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε όπως ο Εφεσείοντας απολυθεί υπό όρους οι οποίοι αφορούν την εξασφάλιση παρουσίας του στη δίκη και προστασία του παραπονούμενου. Το δεύτερο σκέλος αφορά στην αντιμετώπιση του κινδύνου διάπραξης άλλων ομοειδών αδικημάτων. Τέθηκαν οι εξής όροι: (α) απαγόρευση να πλησιάζει την κατοικία του παραπονούμενου σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων, και (β) απαγόρευση να πλησιάζει τον παραπονούμενο, όπου και αν βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων ή να έρθει σε επαφή μαζί του με οποιοδήποτε τρόπο.

 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου και ότι η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν αναδείκνυε γενική ροπή προς την παρανομία,  κρίνουμε ότι τα εν λόγω διατάγματα απομάκρυνσης και αποκλεισμού, σε συνάρτηση με τον προαναφερθέντα όρο να μην πλησιάζει τα ανήλικα σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να μην έρχεται σε επαφή μαζί τους με οποιοδήποτε τρόπο, εξαλείφουν ουσιωδώς τον κίνδυνο διάπραξης ομοειδών αδικημάτων, με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται η κράτηση του Εφεσίβλητου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

 

Χ.Β Χαραλάμπους Δ.Ε.

 

Γ. Κυριακίδου Δ.Ε.

 

Μ. Πικής Δ.Ε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο