ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. E50/2024)

3 Δεκεμβρίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

                  

Παναγιώτης Σάρδος

Εφεσείων

ν.

Αχιλλέας Αιμιλιανίδης

Αίτηση ημερομηνίας 23.9.2024 υπό εφεσείοντα - αιτητή για αναστολή εκτέλεσης απόφασης.

Εφεσείοντας - Αιτητής: Εμφανίζεται προσωπικά

Για Εφεσίβλητο - Καθ' ου η αίτηση: κος Κ. Νεοφύτου για Α. & Α.Κ. Αιμιλιανίδη, Κ. Κατσαρό & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των

προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60)

και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο εφεσίβλητος που είναι δικηγόρος, αντιπροσώπευσε τον εφεσείοντα σε πέντε αγωγές που καταχώρησε εναντίον του η Τράπεζα Κύπρου, στην βάση δανείων που του παραχώρησε. Στις τέσσερις από αυτές (2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005), εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση. Οι αποφάσεις εκείνες, εκτός από διαταγή για πληρωμή οφειλόμενων ποσών, περιλάμβαναν και διατάγματα για εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων. Παράλληλα, προέβλεπαν για αναστολή εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007. Στην  αγωγή 6235/2005 είχε εκδοθεί την 1.11.2005 απόφαση υπέρ της Τράπεζας Κύπρου και εναντίον του εφεσείοντα, ένεκα της παράλειψης του να εμφανιστεί στην αγωγή. Στην υπόθεση εκείνη, ο εφεσείοντας, είχε καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Την αίτηση είχε καταχωρήσει εκ μέρους του ο εφεσίβλητος που ήταν ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε. Στις 12.4.2006 ενώ η αίτηση παραμερισμού ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του εφεσείοντα. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο εφεσείων απέσυρε την αίτηση παραμερισμού ενώ ταυτόχρονα έγινε δήλωση από πλευράς της Τράπεζας Κύπρου ότι δεν θα προχωρούσε με μέτρα εκτέλεσης της απόφασης, μέχρι την 31.12.2007.

Ο εφεσείων δεν έχει πληρώσει τα εξ αποφάσεως χρέη του στις πιο πάνω πέντε αγωγές μετά τις 31.12.2007, προβάλλοντας διάφορες εξηγήσεις για αυτό. Στην πορεία, τα δικαιώματα στα εξ αποφάσεως χρέη και οι σχετικές εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία Gordian Holdings Ltd, η οποία περί τις αρχές του 2023 ξεκίνησε διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων του εφεσείοντα, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου 9/1965.

Με έναυσμα την πιο πάνω προσπάθεια για εκποίηση, ο εφεσείων καταχώρησε την υπό κρίση  αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου πρώην δικηγόρου του, με την οποία αιτήθηκε απόφαση για το ποσό των €11.416.179,63, που ισχυρίζεται ότι είναι το υπόλοιπο των πιο πάνω πέντε εξ αποφάσεως χρεών, καθώς και αποζημιώσεις για ψυχική πίεση και ταλαιπωρία. Ζητά επίσης αποζημίωση για «ανάρμοστους και ατεκμηρίωτους χαρακτηρισμούς» του εφεσίβλητου προς το πρόσωπο του. Με την ίδια αγωγή, αιτείται το ίδιο ποσόν από την Τράπεζα Κύπρου και την Gordian Holdings Ltd, ως αποζημιώσεις για ψυχική πίεση και ταλαιπωρία.  

Ο εφεσίβλητος αντιδρώντας στην αγωγή, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του ενάγοντα - εφεσείοντα επί του συνόλου της απαίτησης του και, συνακόλουθα, απόρριψη της αγωγής. Η αίτηση στηρίχθηκε στο Μέρος 24.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, σύμφωνα με τον οποίο το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν κρίνει ότι ο ενάγοντας δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας της απαίτησης ή του ζητήματος και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος, για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, διαπιστώνει ότι το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης δεν ακολουθεί πιστά τους δικονομικούς κανόνες σύνταξης δικογράφων αφού παρουσιάζει πληθώρα θεμάτων που, εν πολλοίς, είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα της διαδικασίας. Το χαρακτηρίζει επίσης ως ένα συνονθύλευμα παραπόνων του εφεσείοντα εναντίον της Τράπεζας Κύπρου για ενέργειες και παραλείψεις της σε σχέση με την χορήγηση των δανείων και χειρισμό των εξασφαλίσεων που είχαν δοθεί για αυτά. Παραπονείται επίσης για τις ενέργειες του εφεσίβλητου ως δικηγόρου του στον χειρισμό των υποθέσεων.

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημειώνει ότι ο εφεσείοντας εμφανιζόταν χωρίς δικηγόρο και αναγνωρίζοντας ότι διάδικοι που χειρίζονται προσωπικά τις αγωγές τους, εκ των πραγμάτων, δεν γνωρίζουν και ίσως δεν δύνανται να ακολουθήσουν πιστά τους κανόνες ορθής δικογράφησης, αναφέρει ότι προσπάθησε να εστιάσει στην ουσία της έκθεσης απαίτησης ώστε να μην τεθεί σε μειονεκτική θέση ο εφεσείοντας για τον λόγο αυτό.

Προσεγγίζοντας το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης υπό αυτό το πρίσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το παράπονο του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου, είναι ότι είχε δεχθεί αποφάσεις στις τέσσερις αγωγές εν άγνοια του και χωρίς τη δική του συγκατάθεση, παρότι διέθετε καλή υπεράσπιση και προοπτικές επιτυχίας στις ανταπαιτήσεις που είχε εγείρει. Περαιτέρω, οι εκ συμφώνου αποφάσεις δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσες. Σε αυτή τη βάση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε ανεύθυνα, αντιδεοντολογικά και σε συνεννόηση με την Τράπεζα Κύπρου για να τον εξαπατήσει. Ο εφεσείων ενημερώθηκε στην συνέχεια ότι ο εφεσίβλητος, εκπροσωπεί τώρα ως δικηγόρος πιστωτικά ιδρύματα και δη την τράπεζα Κύπρου σε αγωγές ενώπιον Δικαστηρίων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι λεπτομέρειες δόλου ή απάτης δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο όμως, διαφαίνεται, ότι σε αυτή τη βάση εδράζει ο εφεσείοντας τις αξιώσεις του. Ο ίδιος μάλιστα περιγράφει την αγωγή ως «αγωγή απάτης».

Στην συνέχεια, παραπέμποντας σε αγγλική νομολογία και συγγράμματα και έχοντας υπόψη την έκθεση απαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας δεν έχει καμία πραγματική προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις του ούτε και υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη. Ως εκ τούτου, εξέδωσε συνοπτική απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Με την υπό κρίση έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί με 12  λόγους έφεσης την πιο πάνω απόφαση. Επικαλείται μεταξύ άλλων, λανθασμένη εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Κανονισμού 24.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας καθώς και στέρηση του δικαιώματος του για προσφυγή στην δικαιοσύνη.

Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα αίτηση, με την οποία ζητά την αναστολή εκτέλεσης της πιο πάνω απόφασης. Είχε προηγηθεί αίτηση αναστολής και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε για λόγους που εμφαίνονται στην ενδιάμεση απόφαση του ημ. 16.9.2024.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο εφεσείων αναφέρεται σε δικηγορικά έξοδα τα οποία διατάχθηκε να πληρώσει στην παρούσα αλλά και σε δύο άλλες αιτήσεις, με τις οποίες επίσης απορρίφθηκε με συνοπτικό τρόπο η αγωγή εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και της Gordian Holdings Ltd. Για τους σκοπούς της παρούσας, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τα έξοδα του εφεσίβλητου ανέρχονται σε €11.492,02. Ποσόν που αδυνατεί να πληρώσει λόγω της ηλικίας και της οικονομικής του κατάστασης.

Στην συνέχεια, γίνεται αναφορά στην ένορκη δήλωση της αίτησης στους λόγους έφεσης και την πιθανότητα επιτυχίας της. Επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί για απάτη εις βάρος του εφεσείοντα και ότι εξασκείται στον ίδιο οικονομική πίεση με την επιδίκαση εξόδων ώστε να μην ακουστεί η έφεση του.

Ο εφεσίβλητος ενίσταται στην αίτηση για αναστολή εκτέλεσης. Στους λόγους ένστασης, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για αναστολή και επίσης ότι η αίτηση είναι πρόωρη αφού ακόμα το ύψος των εξόδων δεν έχει υπολογιστεί και εγκριθεί.

Νομική πτυχή 

Σύμφωνα με το Μέρος 41.7 (1) (α) Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

Η πιο πάνω διάταξη δεν καθορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης και το ζήτημα ουσιαστικά αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Λόγω της ομοιότητας όμως της εν λόγω διάταξης με την Δ.35 Θ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που καθόριζε την εξουσία αναστολής απόφασης, θεωρώ ότι η νομολογία που ερμήνευσε την εν λόγω διαταγή, είναι βοηθητική και στην εξέταση αιτήματος δυνάμει του Κανονισμού 41.7 (1) (α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

Ο κανόνας είναι ότι η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Τα Δικαστήρια δεν αποστερούν επιτυχόντα διάδικο από τους καρπούς της επιτυχίας του,  εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις. Τέτοιες υπάρχουν λ.χ. στην περίπτωση που στοιχειοθετείται ανικανότητα του καθ' ου η αίτηση να επιστρέψει το ποσό που θα εισέπραττε κατά την εκτέλεση, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης του αιτητή (βλ. White Book 1956, σελ. 1284). Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί από την μια το δικαίωμα επιτυχόντος διαδίκου να δρέψει τα αποτελέσματα της επιτυχίας του και από την άλλη το δικαίωμα του εφεσείοντος στην αποτελεσματικότητα της έφεσης. Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι και η υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ 1147 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατ' εξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι δυνατότητα αναστολής απόφασης ή διατάγματος, παρέχεται μόνο όπου το διάταγμα επιδέχεται εκτέλεσης. Επιπλέον, αναστολή εκτέλεσης χωρεί σε σχέση μόνο με την εκτέλεση απόφασης και όχι με τη συνέχιση της εξέλιξης της μη συμπληρωθείσας διαδικασίας. Κάτω από αυτή την έννοια, απόφαση σε αγωγή που απορρίπτει την απαίτηση δεν αποτελεί αντικείμενο αναστολής, με εξαίρεση μόνο για το μέρος της απόφασης που αφορά τα έξοδα. 

Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Re Γρηγόρη Θαλασσινού (1995) 1 Α.Α.Δ 290.

«. Η απόρριψη δικαστικής διαδικασίας φέρει 'πειν αγωγής είναι δυνατόν να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση που η απορριπτική απόφαση επιβάλλει κάποια θετική και άμεση υποχρέωση στον Εφεσείοντα η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναστολής. Παράδειγμα αποτελεί το μέρος τέτοιας απορριπτικής απόφασης που αφορά την πληρωμή εξόδων.»

(βλ. επίσης Λαϊκή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Λύρα κ.α (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1384 και Αντζολέττα Χατζηιωσήφ ν. Άννας Πετρίχου (1998) 1 Α.Α.Δ. 364).

Συμπεράσματα

Είναι σαφές από τα πιο πάνω, ότι στην παρούσα περίπτωση, η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης δεν μπορεί να διαταχθεί για την ουσία της επίδικης συνοπτικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, αφού δεν πρόκειται για απόφαση που επιδέχεται εκτέλεσης. Ούτε βέβαια δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας, μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο στο πλαίσιο αίτησης αναστολής εκτέλεσης απόφασης, η επαναφορά και συνέχιση της αγωγής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

Προκύπτει εντούτοις ότι αυτό που κυρίως ζητά ο εφεσείων με την αίτηση του, είναι η αναστολή εκτέλεσης της διαταγής για τα έξοδα. Δεν επικαλείται όμως επί τούτου αδυναμία του εφεσίβλητου να του επιστρέψει το ποσόν των εξόδων που θα εισπράξει, αλλά μόνο την δική του οικονομική αδυναμία να πληρώσει τα έξοδα που του επιδίκασε πρωτοδίκως το Δικαστήριο. Πέραν όμως από μια γενική αναφορά για την οικονομική του στενότητα και την οικογενειακή του κατάσταση, ο εφεσείων δεν προσέφερε οιανδήποτε μαρτυρία που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του για αδυναμία πληρωμής των εξόδων.

Να σημειωθεί επίσης ότι ο εφεσείων αναφέρεται σε κατάλογο εξόδων που ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο για το ποσόν των €11.492,02. Δεν υπάρχει όμως καθόλου μαρτυρία ότι το ποσόν αυτό υπολογίστηκε από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο. Είναι αντιθέτως η θέση του εφεσίβλητου ότι τα έξοδα δεν έχουν υπολογιστεί ακόμα με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθορισμένο ποσόν που οφείλει ο εφεσείων. Δεδομένης ως εκ των πιο πάνω της απουσίας μαρτυρίας ως προς το επιδικασθέν ποσόν εξόδων, δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν ισχυρισμοί που αφορούν την αδυναμία πληρωμής του από τον εφεσείοντα.

Αναφορικά με την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, αυτή είναι οριακής σημασίας. Στην παρούσα περίπτωση, λόγω της πρωτοτυπίας της υπόθεσης αφού εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά οι διατάξεις των Νέων Κανονισμών του 2023 για συνοπτική απόρριψη αγωγής, σαφώς και δεν μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, ώστε το στοιχείο αυτό να καθίσταται καθοριστικό χωρίς άλλη συζήτηση.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, και αφού εξέτασα το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί από τον εφεσείοντα, κανένας λόγος που να δικαιολογεί την στέρηση από τον εφεσίβλητο που ήταν ο επιτυχών διάδικος, των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ του. Σημειώνεται ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι εκτέλεση της απόφασης με την πληρωμή των εξόδων θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την έφεση αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει αποδειχθεί αδυναμία του εφεσίβλητου να επιστρέψει το ποσόν αν πετύχει η έφεση.

Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα - αιτητή και υπέρ του εφεσίβλητου - καθ' ου η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο