ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 990
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1182/2007)
4 Noεμβρίου, 2009
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD
Αιτήτρια,
- και -
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Γ.Ζαχαρίου, (κα), για την Αιτήτρια.
Μ.Θεοκλήτου, (κα), - Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ορθότητα της Βεβαίωσης Τελωνειακής και ΄Αλλης Τελωνειακής Οφειλής, που εξέδωσαν οι καθ΄ων η αίτηση προσδιορίζοντας ποσό φόρου, χρηματική επιβάρυνση και τόκο, αμφισβητείται από τους αιτητές.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή έχουν ως ακολούθως:
Η αιτήτρια είναι εταιρεία η οποία ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών και άλλων ενεργειακών προϊόντων. Εισάγει τα εμπορεύματα της και ακολούθως τα αποταμιεύει, υπό καθεστώς αναστολής εισαγωγικών δασμών και/ή φόρων κατανάλωσης και/ή ΦΠΑ, υποβάλλοντας δηλωτικό εισαγωγής και/ή ηλεκτρονική διασάφηση αποταμίευσης, στην οποία αναγράφονται οι ποσότητες πετρελαίου προς αποταμίευση. Η πρακτική που ακολουθείτο από τους καθ΄ων ήταν ότι οι απολείψεις καυσίμων ενός μηνός, διασαφηνίζονται τον επόμενο και ανάλογα με τις απολείψεις που πραγματοποιεί η αιτήτρια καταθέτει του οφειλόμενους φόρους, υπό μορφή παρακαταθήκης, οι οποίοι βρίσκονται στη διάθεση των καθ΄ων.
Κατά τη διάρκεια μετελέγχου που διενεργήθηκε από τους καθ΄ων διαπιστώθηκε ότι στη διασάφηση με αριθμό 20007100006123, που είχε υποβληθεί το Δεκέμβριο του 2006, είχε καταγράφει μικρότερη ποσότητα λίτρων πετρελαίου, με αποτέλεσμα, ποσότητα 450.000 λίτρων πετρελαίου εσωτερικής καύσης να εισέλθει σε ανάλωση, χωρίς την υποβολή σχετικής διασάφησης και χωρίς την καταβολή φόρων. Λόγω του ότι το λάθος διαπιστώθηκε μετά τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά δεν ήταν δυνατή η ακύρωση της σχετικής διασάφησης και υποβολής άλλης διορθωμένης.
Οι καθ΄ων με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους απέστειλαν, στις 7.6.2007, στην αιτήτρια, εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής και Άλλης Τελωνειακής Οφειλής. Στη σχετική βεβαίωση αναφέρετο ότι η αιτήτρια όφειλε φόρους συνολικού ποσού £88,806.00 και χρηματική επιβάρυνση £ 8,881.00 πλέον 9% τόκο. Η αιτήτρια προέβη στην καταβολή του εν λόγω ποσού με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της
Η αιτήτρια αμφισβητώντας την ορθότητα της πιο πάνω βεβαίωσης, ισχυρίζεται ότι το ποσό του αναλογούντος φόρου είχε ήδη καταβληθεί και βρισκόταν στην κατοχή των καθ΄ων, πριν τη διαπίστωση του λάθους. Εν πάση περιπτώσει εισηγήθηκαν οι αιτητές εάν οι καθ΄ων η αίτηση προχωρούσαν στην αναγκαία έρευνα θα διαπίστωναν το λάθος και θα μπορούσαν να εισπράξουν όλο το ποσό που αφορούσε τη διασάφηση, αφού, όπως αποτελεί πάγια πρακτική υπάρχει επαρκές ποσό κατατεθειμένο με τους καθ΄ων η αίτηση.
Όπως προφανώς καταφαίνεται από την όλη δομή προώθησης των επιχειρημάτων της αιτήτριας, ουσιαστικώς δεν αμφισβητείται η επιβληθείσα φορολογία αλλά προωθείται η θέση ότι κακώς θεωρήθηκε ως έλλειμμα με συνακόλουθο να διεκδικηθεί εκ των υστέρων με την βεβαίωση και να επιβληθεί και επιβάρυνση.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το λάθος, και στο σημείο αυτό σημειώνω ότι αμφότερες οι πλευρές αντίκρισαν το θέμα που προέκυψε, ως τέτοιο, και ενεργώντας με αυτό το δεδομένο, διαπιστώθηκε το Μάρτιο του 2007 ενώ η διασάφηση εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2007 ( βλ. παραρτήματα 6 και 11 στην ένσταση). Συνακόλουθα δεν θα μπορούσε, έστω και αν αυτό ήταν δυνατό, να γίνει διόρθωση.
Ο μόνος τρόπος για να μπορούσε να εισπραχθεί ο φόρος, μετά τη διαπίστωση του λάθους, ήταν με την εκ των υστέρων βεβαίωση. Ο Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν. 91(Ι)/04) στο εξής «ο Νόμος» προνοεί στο άρθρο 20(1) ότι:
«....όταν ο διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνεχεία να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.»
Τον ίδιο τρόπο ενέργειας επιβάλλει και το άρθρο 48 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 ( Ν. 94(Ι)/04).
Περαιτέρω, το Άρθρο 19 του Νόμου προβλέπει ότι:
«Η επιβολή και η είσπραξη του φόρου κατανάλωσης διενεργείται με την υποβολή διασάφησης σε τέτοιο τύπο και κατά τέτοιο τρόπο και η οποία περιέχει τέτοια στοιχεία, όπως δύναται να καθορίσει ο Διευθυντής, και η οποία δύναται να είναι και σε μηχανογραφημένη μορφή από το υπόχρεο προς τούτο πρόσωπο ή από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.»
Η υποχρέωση καταχώρησης ορθώς, των στοιχείων της διασάφησης, βρισκόταν στους ώμους της αιτήτριας. Κάτι που απέτυχε να κάμει. Λαμβανομένων υπόψη ότι, σε εκείνο ειδικώς το χρονικό σημείο υποβολής της διασάφησης, οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν οποιοδήποτε λόγο ή ένδειξη να αμφισβητήσουν την ορθότητα των υποβληθέντων στοιχείων, προχώρησαν στον υπολογισμό του φόρου, που αναλογούσε με βάση τα υποβληθέντα από τους αιτητές στοιχεία. Συνεπώς δεν εντοπίζω οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο που ενήργησαν οι καθ΄ων η αίτηση, από τη στιγμή που εντοπίστηκε το λάθος.
Μετά τη συμπλήρωση των προφορικών διευκρινίσεων η δικηγόρος της αιτήτριας έθεσε ενώπιον μου, για σκοπούς ενίσχυσης των επιχειρημάτων της, την πρόσφατη απόφαση στην Υπ. αρ. 1615/07 L. Jacovou Clearing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας, 28/9/2009 στην οποία ακυρώθηκε η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση. Η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την παρούσα. Σ΄ εκείνη την υπόθεση το λάθος είχε εντοπισθεί αυθημερόν, είχαν ακυρωθεί οι λανθασμένες διασαφήσεις και αντικαταστάθηκαν με άλλες. Περαιτέρω, ο φόρος είχε καταβληθεί την ίδια ημέρα και δεν είχε βεβαιωθεί εκ των υστέρων ώστε να τίθεται θέμα επιβολής χρηματικής επιβάρυνσης.
Όπως έχω ήδη σημειώσει, η αιτήτρια, και ορθώς η συνήγορος της, στο πλαίσιο των διευκρινίσεων, ουσιαστικώς δεν αμφισβητεί την ορθότητα της επιβληθείσας φορολογίας, αφού η ιδία η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 2.3.2007 προς τους καθ΄ων η αίτηση, επισημαίνει το λάθος, που το αποδίδει σε αναστροφή των αριθμών και καλεί τους καθ΄ων η αίτηση να προβούν στην αναγκαία διόρθωση.
Από τη στιγμή που βρίσκω ότι ορθώς επιβλήθηκε η φορολογία, προχωρώ στην αμφισβήτηση της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που επικαλείται η αιτήτρια.
Για τη δυνατότητα αμφισβήτησης αυτής της πτυχής της υπόθεσης οι καθ΄ων προέβαλλαν προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση που αφορά την επιβολής χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Με δεδομένο ότι η επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου προβλέπεται νομοθετικά και δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, η ένσταση θα ευσταθούσε αν προσβαλλόταν μόνο η επιβάρυνση και ο τόκος, που όπως σημείωσα δεν είναι η περίπτωση.
Το Άρθρο 23 του Νόμου προβλέπει ότι:
(1) Επί οποιουδήποτε ποσού που βεβαιώνεται εκ των υστέρων συμφώνα με τον παρόντα Νόμο επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δε τοις εκατό (10%) του ποσού που βεβαιώνεται.
(2) Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση συμφώνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω, καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς εννέα τοις εκατό (9%) ετησίως επί του καταβλητέου ποσού (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης), από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.»
Πανομοιότυπο είναι και το Άρθρο 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004)
Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση του Κραμβή, Δ., στην Υπόθεση αρ. 1227/07 Χάρης Αργυρού Λτδ ν. Διευθύντριας Τελωνείων και ΦΠΑ, ημερ. 2.12.2008, που πραγματεύεται παρόμοιο θέμα και υιοθετώ το πιο κάτω απόσπασμα:
«Είναι γεγονός ότι στην προκείμενη περίπτωση όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία γίνεται εκ των υστέρων βεβαίωση οφειλής φόρου κατανάλωσης κλπ, επιβάλλονται επιτακτικά δυνάμει των αντίστοιχων προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων χρηματική επιβάρυνση και τόκοι. Το θέμα, ως ρυθμιζόμενο απ΄ ευθείας από το νόμο, δεν εξαρτάται από τη βούληση ή τη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή Τελωνείων. Αυτό σημαίνει ότι η πράξη της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αν η επιδίωξη είναι ο έλεγχος της συγκεκριμένης πράξης ανεξάρτητα από τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της εκ των υστέρων βεβαίωσης της οφειλής. Εδώ οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της εκ των υστέρων βεβαίωσης της οφειλής, αμφισβήτηση η οποία αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνει και την παρεπόμενη πράξη που αφορά στον υπολογισμό της πρόσθετης επιβάρυνσης και τόκων ως άρρηκτα συνυφασμένες με την κύρια πράξη του υπολογισμού και της βεβαίωσης της οφειλής. Αν διαπιστωθεί παρανομία στη βεβαίωση της οφειλής η ακύρωση αναπόφευκτα θα συμπαρασύρει και την επιβολή της χρηματικής επιβάρυνσης και τους τόκους. Στην υπό εξέταση υπόθεση οι αιτητές προσβάλλουν την εκ των υστέρων βεβαίωση με τις συνεπαγόμενες εκ του νόμου «κυρώσεις» και όχι τις «κυρώσεις» ανεξάρτητα από τη βεβαίωση. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τις Χρ.Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 818 όπου και στις δυο περιπτώσεις ο έλεγχος αφορούσε μόνο στην επιβολή τόκου και επιβαρύνσεων.»
Σχετική επίσης είναι η Υπόθεση αρ. 444/8 P.P.Body Art Gym Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2009.
Εκκινώντας όμως με το δοσμένο εύρημα μου ότι η επιβληθείσα φορολογία με βάση τη Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής ήταν ορθή, η είσπραξη της επιβάρυνσης και του τόκου, ως συνακόλουθο αποτέλεσμα έλκει την ορθότητα του από την κυρίως «πράξη».
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200,00 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Κ.Παμπαλλής, Δ.