ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 131

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                        Υπόθεση αρ. 1581/2006

Ενώπιον:  ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

 

    5 Μαρτίου 2008.

 

Μεταξύ:

 

ΣΑΒΒΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

                                                Αιτητή,

 

- και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ                                                                                                      Καθ΄ου η αίτηση.

-  - -

 

Ι. Νικολάου, για τον αιτητή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον καθ΄ ου η αίτηση.

Δ. Παπαδόπουλος, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                                                       

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:   Ο αιτητής ήταν μεταξύ των υποψηφίων σε διαδικασία για πλήρωση θέσης υπευθύνου του γραφείου του ΚΟΤ στη Βιέννη.    Αφού διεξήχθησαν οι προσωπικές συνεντεύξεις, του θέματος επελήφθη η Επιτροπή Προσωπικού η οποία επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Ο αιτητής, ο οποίος κατετάγη ως πρώτος επιλαχών, προσβάλλει τώρα το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους. 

 

Ο ΚΟΤ και το ενδιαφερόμενο μέρος εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθ΄ όσον ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.  Εκρίθη ορθό να αποφασισθεί το θέμα αυτό κατά προτεραιότητα. 

 

Σε στήριξη της εισήγησης τους ο ΚΟΤ και το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπουν στο ότι η σχέση του ΚΟΤ με το ενδιαφερόμενο μέρος διέπεται από σύμβαση, οι δε κανονισμοί του ΚΟΤ προνοούν ρητά ότι στους υπαλλήλους του δεν περιλαμβάνονται οι απασχολούμενοι ή διοριζόμενοι επί συμβάσει.  Το γεγονός δε ότι ακολουθήθηκε διαδικασία πρόσληψης προς επιλογή δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.   Γίνεται και αναφορά σε σχετική νομολογία.

 

Ο αιτητής, απαντώντας, θέτει έμφαση στο ότι η θέση είναι μόνιμη και σημαντική και διέπεται από σχέδιο υπηρεσίας, αποσκοπεί δε στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού.  Η σύμβαση, λέγει, δεν είναι παρά η κατάληξη της πρόσληψης, παραλληλίζοντας την με την υπογραφή σύμβασης σε κατακύρωση προσφοράς.  Και ο αιτητής αναφέρεται σε νομολογία. 

 

Οι αρχές της νομολογίας είναι καλά καθιερωμένες.  Παραπέμπουν στη φύση και το χαρακτήρα της απόφασης με αναφορά στην προαγωγή δημόσιου ή ιδιωτικού σκοπού, το πράγμα κρινόμενο αντικειμενικώς επί του συνόλου το περιστάσεων.  Είναι η θεωρημένη μου άποψη ότι στην προκειμένη περίπτωση ορθώς ελήφθη η προδικαστική ένσταση.  Το γεγονός ότι εργοδότης είναι ο ΚΟΤ, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν είναι βεβαίως καθοριστικό - ούτε εργοδότηση από την ίδια τη Δημοκρατία δεν προδικάζει τη σχέση ως δημοσίου δικαίου (χρήσιμο είναι να υπομνησθούν τα λεχθέντα στην Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004)3 Α.Α.Δ. 577, σελ. 584-585).  Αλλά ούτε και το γεγονός  ότι ακολουθήθηκε διαδικασία πρόσληψης είναι σημαντικό, αφού το μόνο που αποκαλύπτει είναι την επιδίωξη της καλύτερης δυνατής επιλογής, ενώ διαδικασίες πρόσληψης ακολουθούνται βεβαίως και στον ιδιωτικό τομέα για τον ίδιο λόγο. 

 

Άλλο είναι το ζητούμενο, η φύση της σχέσης αυτής καθ΄  αυτής.  Και εδώ τα στοιχεία σαφώς τοποθετούν την απόφαση του ΚΟΤ στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Θεμελιακής σημασίας είναι το γεγονός ότι η σχέση του προσληφθησομένου με τον ΚΟΤ διέπεται από σύμβαση, οι όροι μάλιστα της οποίας μορφοποιούν τη σχέση ως ιδιωτικού δικαίου.  Δεν πρόκειται για μόνιμη θέση, όπως εισηγείται ο αιτητής, η δε ύπαρξη σχεδίου υπηρεσίας έχει σημασία μόνο ως προς τον καθορισμό των απαιτούμενων προσόντων και των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης που ενσωματώθησαν με λεπτομέρεια στη σύμβαση.  Η σύμβαση είναι για περίοδο ενός έτους, ανανεώσιμη κατόπιν συμφωνίας «if all the parties are satisfied», και τερματιζόμενη οποτεδήποτε από οποιοδήποτε μέρος σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο.  Ο μισθός ήταν διαπραγματεύσιμος και αναλόγως προσόντων και πείρας.  Ακόμα, επρόκειτο για επιτόπιο προσωπικό και απαιτείτο ως προϋπόθεση της εργοδότησης η εξασφάλιση από τον προσληφθησόμενο άδειας εργασίας από τις αυστριακές αρχές.  Η όλη σύμβαση μάλιστα φαίνεται να διέπεται από το αυστριακό δίκαιο, και δικαίως αφού το κέντρο βάρους της είναι η Αυστρία, ακόμα δε και οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές θα καταβάλλονται δυνάμει του αυστριακού δικαίου και η άδεια ασθενείας καθορίζεται ως συμφώνως της αυστριακής νομοθεσίας.  Και, τέλος, η σύμβαση προνοεί για την παροχή χρηματικής εγγύησης €40,000 από το ενδιαφερόμενο μέρος στον ΚΟΤ για την πιστή εκτέλεση των καθηκόντων του.  Πέραν όλων τούτων όμως, οι ίδιοι οι Κανονισμοί του ΚΟΤ (Κ.Δ.Π. 829/70) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αφού (Κανονισμός 2) εξαιρούσαν, ως μη θεωρούμενους υπαλλήλους του ΚΟΤ, τους «εκτάκτως απασχολουμένους ή διοριζομένους επί συμβάσει».   Η αναφορά του αιτητή στους Κανονισμούς και δη τον Κανονισμό 23(3), παραγνωρίζει και τη γενική αυτή παράμετρο και το ότι η ίδια η Σύμβαση καθόρισε όλα όσα αφορούσαν το θέμα.   

 

Η νομολογία, στην οποία, όπως και στο όλο θέμα, αναφέρεται ιδιαιτέρως το ενδιαφερόμενο μέρος στηρίζει την κατάληξη αυτή.  Καθοδηγητική είναι η Ψαρά ν. Δημοκρατίας (2004)3 Α.Α.Δ. 594, όπως και η Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Ουδόλως δε υποστηρίζει τη θέση του αιτητή η Κεφάλας ν. ΚΟΤ, υπόθεση αρ. 746/2004, 30.1.2006, στην οποία αναφέρεται, αφού εκεί το θέμα που απασχολεί δεν ηγέρθη καθόλου για να αποφασιστεί. 

 

Καταλήγοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, προδικάζεται και η όλη τύχη της προσφυγής η οποία, εκφεύγουσα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, απορρίπτεται.

 

Ο αιτητής θα καταβάλει €300 στον ΚΟΤ και €500 στο ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

                                                                                    Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

                                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο