ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 685
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 150/06]
8 Oκτωβρίου, 2007
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΥΚΗΣ ΚΑΛΑΘΑΣ
Αιτητής
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Α. Κωνσταντίνου για τον αιτητή.
Χρ. Ιωαννίδου για τους καθ' ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 16.1.06, για προαγωγή της Ελ. Κλεοβούλου (η ενδιαφερόμενη) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Γραφέα. Ο αιτητής, μεταξύ άλλων, υποστήριξε πως οι καθ' ων η αίτηση δεν ήταν νομίμως συγκροτημένοι αφού δεν είχαν διοριστεί ως μέλη του, αντίθετα προς το άρθρο 4 του περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικών και άλλων Περιοχών) Νόμου, Κεφ. 350 και των Διαταγμάτων του Υπουργικού Συμβουλίου (ΚΔΠ 712/04 και 311/94) πρόσωπα προερχόμενα από τα χωριά Μαθηκολώνη και Φασούλα. Ζήτησα τις απόψεις των μερών αναφορικά με τη νομιμοποίηση του αιτητή να προωθεί τέτοιο λόγο ακυρότητας. Το ερώτημα, όπως το έθεσα, ήταν το ακόλουθο:
«Επανάνοιξα την υπόθεση σε σχέση με το λόγο ακυρότητας που προτείνεται αναφορικά με τη συγκρότηση του Συμβουλίου. Αν είναι ορθό ότι με παράνομη συγκρότηση του Συμβουλίου δεν θα ήταν δυνατό να τροχιοδρομηθεί καν ο μηχανισμός προαγωγής με Ανακοίνωση και μετά, βεβαίως, με υποβολή αίτησης από τους ενδιαφερόμενους μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, τότε ενδεχομένως να τίθεται ζήτημα νομιμοποίησης αφού ο αιτητής άσκησε την προσφυγή του με νομιμοποιητικό έρεισμα τη δική του διεκδίκηση για προαγωγή στο πλαίσιο της διαδικασίας που άρχισε».
Κατατέθηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις με εκτεταμένη αναφορά σε νομολογία. Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη υπό το ορθό δεδομένο πως και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προτείνονται μετ' εννόμου συμφέροντος, (βλ. Αναστασίου ν. ΚΟΤ (1996) 4 ΑΑΔ 2440 και Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 ΑΑΔ 63), συζήτησαν το ζήτημα κάτω από το πρίσμα των αρχών σε σχέση με το απαράδεκτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Όπως βασικά υποστήριξαν, δεν δικαιούται ο αιτητής να εγείρει τώρα τέτοιο θέμα αφού υπέβαλε αίτηση για προαγωγή, πάντως, δεν ήγειρε τέτοιο θέμα ενώπιον των καθ' ων η αίτηση για να μπορέσει και εκείνο να το εξετάσει και άφησε τη διαδικασία να εξελιχθεί για να ανασύρει τέτοιους ισχυρισμούς επειδή, εν τέλει, επιλέγηκε άλλος.
Ο αιτητής αφιέρωσε μέρος της αγόρευσής του προς στοιχειοθέτηση του εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση προσφυγής κατά της προαγωγής. Ασφαλώς ο αιτητής, ως προσοντούχος υποψήφιος, νομιμοποιείται. Το ερώτημα ήταν διαφορετικό και αφορούσε στη νομιμοποίησή του να προωθήσει τα αναφερθέντα, ως λόγο ακυρότητας. Κατά τα λοιπά, όπως προκύπτει, ακολουθώντας τη γραμμή της επιχειρηματολογίας των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερόμενης, αρνήθηκε την ύπαρξη κωλύματος με αναφορά στις αρχές περί επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Δεν του ήταν γνωστά τα πραγματικά δεδομένα εξ αρχής ούτε και είναι νομικός για να μπορούσε να προσανατολιστεί προς την έγερση τέτοιου θέματος ενώπιον των καθ' ων η αίτηση. Και αφού κατ' ανάγκην ανταποκρίθηκε στην Ανακοίνωση/Προκήρυξη της θέσης, με γραπτή αίτηση που υπέβαλε, νομιμοποιείται τώρα στην προσβολή της προαγωγής, στην οποία συγχωνεύθηκε και η ίδια η προκήρυξη, ως προπαρασκευαστική της πράξη. Οπότε, όπως περαιτέρω εισηγείται, με την ακύρωση τώρα, «στην επανεξέταση, το νέο Συμβούλιο, με νόμιμη πλέον σύνθεση, οφείλει να ενεργήσει μέσα στο καθεστώς του ουσιώδους χρόνου και να προκηρύξει την επίδικη θέση, νόμιμα πλέον, μεταξύ των ίδιων υποψηφίων».
Αλλά, όπως περαιτέρω προτείνει ο αιτητής, δεν είναι καν σημασίας οι αρχές ως προς την επιδοκιμασία και την αποδοκιμασία. Το ζήτημα της συγκρότησης του συλλογικού οργάνου είναι δημόσιας τάξης και ανεξάρτητα από την όποια στάση ή συμπεριφορά του ίδιου, το Ανώτατο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου, όπως υποστηρίζει, βρίσκονται όλα τα σχετικά πραγματικά δεδομένα, θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως.
Αναμφιβόλως το ζήτημα της συγκρότησης του αρμόδιου συλλογικού οργάνου είναι δημόσιας τάξης ώστε, υπό τους όρους που η νομολογία μας έθεσε, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. (Βλ. Συνδ. Ασφ. Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτρ. Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Kύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 130, Μεταξά ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 423). Αυτό, όμως, νοουμένου ότι είναι θέμα εντασσόμενο στην εμβέλεια της προσφυγής, ως προσδιοριστικής της εν γένει δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Να δούμε, επομένως, τα δεδομένα:
Η διαδικασία για την πλήρωση κενών θέσεων προαγωγής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(1) των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας, Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Αμμοχώστου του 1996 (ΚΔΠ 111/96) προϋποθέτει «Γνωστοποίηση προς το προσωπικό που υπηρετεί στην αμέσως κατώτερη θέση» και ορθώς ο αιτητής ταξινομεί αυτή τη Γνωστοποίηση ως, ουσιαστικά, προκήρυξη της θέσης. Οπότε, όπως περαιτέρω προβλέπεται στον ίδιο Κανονισμό, εκδηλώνεται ενδιαφέρον «με τη συμπλήρωση σχετικής αίτησης». Το Συμβούλιο ακριβώς εξέδωσε σχετική Ανακοίνωση και ο αιτητής, όπως βεβαίως και άλλοι, υπέβαλαν εμπροθέσμως αίτηση για προαγωγή. Ακολούθησε η διαδικασία σύγκρισης, επιλέγηκε η ενδιαφερόμενη και ό,τι προσβάλλεται στην πραγματικότητα, είναι αυτή η κατάληξη. Το αντικείμενό της προσδιορίζει και η ίδια η θεραπεία που επιδιώκεται: Παρανόμως προάχθηκε η ενδιαφερόμενη «αντί του αιτητή». Και ο αιτητής, ως προχοντούχος υποψήφιος, προωθεί στη συνέχεια και τους λόγους για τους οποίους αυτή η επιλογή είναι, κατά την εισήγησή του, άκυρη. Μπορεί, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής, όπου το νομιμοποιητικό του έρεισμα είναι η ιδιότητά του ως υποψηφίου, να προωθεί ως λόγο ακυρότητας το κατ' ισχυρισμόν παράνομο της συγκρότησης του Συμβουλίου; Κατά τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, δεν μπορεί.
Η ενδεχόμενη κρίση πως το Συμβούλιο δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο, θα παρέσυρε αναπόφευκτα και την ίδια την Ανακοίνωση/Προκήρυξη ή όπως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η απαραίτητη κίνηση από το Συμβούλιο της διαδικασίας πλήρωσης της κενής θέσης. Πράγμα το οποίο και ο ίδιος ο αιτητής φαίνεται να αναγνωρίζει. Χωρίς όμως τέτοια διαδικασία και συνακόλουθη αίτηση για προαγωγή, εννοείται προς Συμβούλιο νόμιμα συγκροτημένο, θα αναιρείται το νομιμοποιητικό έρεισμα του αιτητή για προσβολή της προαγωγής που έγινε. Και που συνίσταται στην ιδιότητά του ως υποψηφίου, νομίμως διεκδικούντος τη θέση, εννοείται στο πλαίσιο της διαδικασίας που τροχιοδρομήθηκε. Όπως κατανοώ το θέμα, ακύρωση για τέτοιο λόγο θα επιφέρει κενό τέτοιας φύσης που θα είναι αδύνατο να πληρωθεί με επανεξέταση από το Συμβούλιο δεόντως συγκροτημένο στη συνέχεια. Θα είναι αναγκαίο να κινηθεί ξανά η διαδικασία με την απαραίτητη Ανακοίνωση και την υποβολή αιτήσεων. Και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως, σε τέτοια περίπτωση, θα είναι δυνατό να αποκλειστούν άλλοι που δεν υπέβαλαν προηγουμένως αίτηση. Δεν θα υπάρχει οτιδήποτε για επανεξέταση.
Καταλήγω πως δεν νομιμοποιείται ο αιτητής να υποστηρίζει, στην πραγματικότητα, πως δεν ήταν, ενόψει της συγκρότησης του Συμβουλίου, δυνατή η καθόλου διαδικασία προαγωγής όταν το νομιμοποιητικό του έρεισμα για τη δική του διεκδίκηση, όπως την καθορίζει η προσφυγή του, δομείται στη δική του νόμιμη διεκδίκηση της θέσης ως υποψηφίου, που όμως προϋποθέτει τέτοια διαδικασία. Κάτω δε από αυτό το πρίσμα δεν νοείται, με επί τούτου εισήγηση ή αυτεπαγγέλτως, να εξεταστεί θέμα που βρίσκεται έξω από τα όρια της προσφυγής που είναι, επαναλαμβάνω, και η βασική παράμετρος για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Θα προχωρήσω, συνεπώς, στην εξέταση των περαιτέρω εισηγήσεων του αιτητή. Κατ' αρχάς, με την αναφερόμενη στην αναδρομικότητα της προαγωγής της ενδιαφερομένης. Η Ανακοίνωση του Συμβουλίου, στην οποία ο αιτητής ανταποκρίθηκε με αίτηση, καθόριζε πως η προαγωγή θα άρχιζε από την 1.1.06 και αυτό ακριβώς έγινε. Η εισήγηση τώρα είναι πως, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε 15 μέρες αργότερα, στις 16.1.06, και αφού δεν εμπίπτει η περίπτωση στις εξαιρέσεις του κανόνα πως δεν επιτρέπεται αναδρομικότητα διοικητικής πράξης, θα πρέπει αυτό το μέρος της να ακυρωθεί ώστε η προαγωγή να αρχίζει από τις 16.1.06. Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη εισηγούνται πως νομίμως καθορίστηκε η αναφερθείσα ημερομηνία ενόψει της συνέχειας της διαδικασίας και της «πάγιας πρακτικής» και πως ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να εγείρει τέτοιο θέμα αφού το όφελος θα το απολάμβανε και ο ίδιος αν επιλεγόταν.
Μου φαίνεται πως την τύχη αυτής της εισήγησης την καθορίζει και πάλιν, το ίδιο το αντικείμενο της προσφυγής, όπως ο αιτητής το προσδιόρισε. Δεν προσβάλλεται με την προσφυγή η αναδρομικότητα της προαγωγής. Αν προσδιοριζόταν τέτοιο αντικείμενο, ασφαλώς θα εξεταζόταν και το έννομο συμφέρον του αιτητή συναφώς όπως έγινε στην περίπτωση της Σφηκουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 327 την οποία επικαλείται. Εκεί, όμως, είχε προσβληθεί ακριβώς η αναδρομικότητα της προαγωγής και ήταν κάτω από αυτό το βασικό που εξηγήθηκαν και οι λόγοι για τους οποίους οι αιτητές νομιμοποιούνταν. Εν προκειμένω, ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή, όπως αυτή αποφασίστηκε. Όπως αναφέρεται, επιδιώκεται δήλωση ότι η πράξη ή απόφαση για την προαγωγή της ενδιαφερόμενης «από 1.1.06, αντί του αιτητή», είναι άκυρη. Το ζήτημα της ημερομηνίας έναρξης της προαγωγής, δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της προσφυγής και δεν χρειάζεται να με απασχολήσει περαιτέρω αυτό το θέμα.
Απομένουν οι εισηγήσεις που αφορούν στην ίδια την επιλογή. Επικεντρώνονται στο ρόλο που διαδραμάτισε ο Διευθυντής. Ο Διευθυντής κλήθηκε για συστάσεις αλλά, στο τέλος, αφού παρέθεσε τα στοιχεία των φακέλων ως προς την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, κατέληξε ως εξής: «Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι και οι πέντε υποψήφιοι είναι σχεδόν ισάξιοι και οποιοσδήποτε θα μπορούσε να επιλεγεί από το Συμβούλιο για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Γραφέα». Αυτό, κατά την ορθή, όπως κρίνω, εισήγηση του αιτητή, ισοδυναμεί προς μη σύσταση. Ο αιτητής παραπέμπει στη νομολογία σύμφωνα με την οποία η ουσία της σύστασης βρίσκεται στη διατύπωση της γνώμης του ως προς τον καταλληλότερο (βλ. Republic v. Haris (1985) 3 CLR 106, Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου κ.α. (1998) 3 ΑΑΔ 327, Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 385) που εδώ ελλείπει εντελώς. Ο Διευθυντής παρέμεινε ουδέτερος και, κατά συνέπεια το Συμβούλιο λειτούργησε χωρίς τη σύσταση του Διευθυντή ως προς τον κατά τη γνώμη του καταλληλότερο. (Βλ. συναφώς και τη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695). Η αναφορά δε του Συμβουλίου στη συνέχεια πως είχε υπόψη του και «τις συστάσεις του Διευθυντή», απολήγει χωρίς περιεχόμενο. Όμως, οι συστάσεις του Διευθυντή είναι υποχρεωτικό στοιχείο κρίσης. Το προσδιορίζει ο κανονισμός 20(4)(α) της ΚΔΠ 111/96. Κατά την προαγωγή, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων βεβαίως, «τις αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή». Συναφώς, η άποψη των καθ' ων η αίτηση πως ο Διευθυντής «ναι μεν θα πρέπει να συστήσει ένα εκ των υποψηφίων» αλλά εδώ αφού όλοι ήταν περίπου του ίδιου επιπέδου ήταν αρκετό να αναφέρει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απεμπολεί το καθήκον του, ότι ήταν όλοι ικανοί για την κατάληψη της θέσης, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως δεν με βρίσκει σύμφωνο και η εισήγηση της ενδιαφερόμενης, που δέχεται κατά τα άλλα πως «η συγκεκριμένη αναφορά του Διευθυντή δεν περιείχε σύσταση», πως δεν ήταν υποχρεωτικό να εκφέρει γνώμη ο Διευθυντής ως προς τον καταλληλότερο. Η διαδικασία στοχεύει στην εξεύρεση του καταλληλότερου και, βεβαίως, το Συμβούλιο, στο τέλος αυτό θα πρέπει να κάμει. Αδιέξοδο τέτοιας μορφής δεν νοείται και για να καταλήξει, πρέπει να έχει και τις αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή που και εκείνος στο πλαίσιο της δικής του αρμοδιότητας, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει στη βάση των δεδομένων που νομίμως μπορεί να συνυπολογίσει. Αυτή η ουδετερότητα που τήρησε ο Διευθυντής απέληξε στην ανυπαρξία, ουσιαστικά, υποχρεωτικού στοιχείου κρίσης και συνιστά λόγο ακυρότητας.
Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει με £600 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.