ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 1014
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 701/2005)
19 Δεκεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Ξ. Ξενοφώντος για Χρ. Κληρίδη, για το Ε/Μ 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά με την παρούσα προσφυγή του την ακόλουθη θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ'ων η Αίτηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 4003, στις 10 Ιουνίου 2005 (αρ. γνωστοποίησης 4196), με την οποία διόρισαν την κα Χριστίνα Διονυσιάδου και την κα Έλενα Ιωαννίδου στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων (τώρα Επιμετρητή Ποσοτήτων), Τμήμα Δημοσίων Έργων, από 15/10/2002, αντί του Αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο αιτητής απέσυρε την προσφυγή όσον αφορά μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 1 Χριστίνα Διονυσιάδου. Παρέμεινε έτσι η προσφυγή όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ) αρ. 2 Έλενα Ιωαννίδου.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφαση της ημερομηνίας 27.8.2002 διόρισε τα Ε/Μ στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, Τμήμα Δημοσίων Έργων.
Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1133/2002 στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 10.12.2003 ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ. (Βλέπε: Οδυσσέας Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1133/2002, ημερ. 10.12.2003). Μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν η κακή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) συστήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή που απαρτίζετο από τον Πρόεδρο και τέσσερα μέλη. Πριν από τις προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων ένα μέλος της Επιτροπής, ο Φίλιος Αβρααμίδης, είχε ήδη αφυπηρετήσει, συγκεκριμένα ήταν σε προαφυπηρετική άδεια. Ένεκα τούτου δεν έλαβε μέρος στις προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι εξετάστηκαν προφορικά από τα εναπομείναντα τέσσερα μέλη, δηλαδή τον Πρόεδρο και τρία από τα μέλη της. Στην πιο πάνω απόφαση Οδυσσέως το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε και τα εξής καταληκτικά:-
«Τελικά η διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πως Φ. Αβρααμίδης «αφυπηρέτησε» και πως αυτή απαρτιζόταν πλέον από τους υπόλοιπους, αποδίδει την ουσία του πράγματος. Επομένως η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν πλέον νομίμως συγκροτημένη και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Επειδή οι κρίσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής διατρέχουν την αιτιολογία της τελικής επιλογής, δεν δικαιολογείται να εξεταστεί άλλο θέμα.»
Για τους σκοπούς της επανεξέτασης συστάθηκε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή υπό την Προεδρία του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων και δύο άλλων λειτουργών του Γεωργίου Μούντη και της Λίλιας Παπαδούρη. Και οι τρεις μετείχαν και στην προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή, η συγκρότηση της οποίας κρίθηκε παράνομη και άκυρη. Σχετική είναι η ακόλουθη επιστολή ημερ. 2.3.2004, από τον Πρόεδρο κ. Χαμπουλλά που απευθύνεται στα δύο μέλη όπως αναφέρονται πιο πάνω:-
«Επιθυμώ ν' αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και συνημμένα σας αποστέλλω την προς εμέ επιστολή της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η οποία αφού μελέτησε το θέμα έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θα πρέπει να συσταθεί ξανά και ως εκ τούτου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2004 σας πληροφορώ ότι ορίζεστε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για επανεξέταση της πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων και καλείστε σε συνεδρία στο Γραφείο μου στις 3 Δεκεμβρίου και ώρα 8:30 π.μ.»
Η πιο πάνω τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία υιοθέτησε τόσο τις γραπτές εξετάσεις που έγιναν από την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή όσον και τις προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων. Σημειώνω ότι όσον αφορά τις προφορικές εξετάσεις, όπως και το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη, έγιναν από μη νόμιμα συγκροτημένη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως εκ τούτου τα αποτελέσματα της κρίθηκαν ως άκυρα. Αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 21.3.2005:-
«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στην προηγούμενη της συνεδρία με ημερ. 24.11.04 (θέμα Β.(1)(1) των πρακτικών), μελέτησε επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων με αρ. φακ. 16/2001 και ημερ. 15.7.04, με την οποία ενημέρωνε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι στα πλαίσια της επανεξέτασης της πλήρωσης δύο μόνιμων θέσεων Υπολογιστή Ποσοτήτων, Τμήμα Δημόσιων Έργων, που παραμένουν κενές από 15.10.02 ύστερα από την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερ. 27.8.02, έχει συσταθεί νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία μελέτησε όλα τα ενώπιόν της σχετικά στοιχεία και ύστερα από νομική συμβουλή απέστειλε το θέμα στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, προκειμένου αυτή να προχωρήσει σε επανεξέταση, χωρίς να χρειάζεται να επαναληφθεί καμιά εξέταση ούτε γραπτή ούτε προφορική από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»
Η ΕΔΥ δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή μεταξύ των οποίων τον αιτητή και τα δύο Ε/Μ και ακολούθως αποφάσισε, αφού έλαβε υπόψη και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να προσφέρει διορισμό στα Ε/Μ. Στα πρακτικά της ΕΔΥ αναφέρονται και τα εξής:-
«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, στο μέτρο που αφορούν στον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς διορισμό στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, Τμήμα Δημόσιων Έργων, αναδρομικά από 15.10.02»
Ο αιτητής, ως κύριο λόγο ακύρωσης της διοικητικής απόφασης, προβάλλει ότι η καθ' ης η αίτηση εσφαλμένα και πεπλανημένα έλαβε υπόψη την προφορική εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που είχε παράνομη συγκρότηση. Περαιτέρω δε ότι, ένεκα τούτου, υπήρξε παραβίαση και του δεδικασμένου.
Όπως φαίνεται στην ακυρωτική απόφαση Οδυσσέως (πιο πάνω) η προφορική εξέταση έγινε ενώπιον των τεσσάρων μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής εφόσον το πέμπτο μέρος είχε αφυπηρετήσει. Ο Κωνσταντινίδης, Δ. με την απόφαση του στην Οδυσσέως κήρυξε άκυρη και παράνομη τη συγκρότηση της παλαιάς Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με βάση πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προφορική εξέταση που διεξήχθη από παράνομα συγκροτημένη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν άκυρη εξ υπαρχής και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την επανεξέταση. Σημειώνω ακόμα ένα στοιχείο που υποστηρίζει την πιο πάνω θέση. Η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή αποτελείτο από τρία μόνο μέλη που επικύρωσαν τα αποτελέσματα άκυρης, δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, προφορικής εξέτασης που αποτελείτο από τέσσερα μέλη. Το θέμα δεν ανάγεται στα πρόσωπα. Είναι θέμα συλλογικού οργάνου. Οι κρίσεις των υποψηφίων για τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης περιελάμβαναν και τις απόψεις του τέταρτου μέλους που δεν μετείχε πλέον στη νέα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Επί του σημείου τούτου παραπέμπω στην απόφαση στη Βραχίμη Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 655/2003, ημερ. 15.7.2004, στην οποία ο Χατζηχαμπής, Δ. για παρόμοιο θέμα ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
«Είναι ως προς τούτο που γίνεται εισήγηση από την κα Μαυρέλη και τον κ. Χριστοδουλίδη, ότι δεν μπορούσε να ελαμβάνετο υπ΄όψη η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προηγούμενη προφορική εξέταση. Εισήγηση που με βρίσκει σύμφωνο. Εδώ δεν ήταν θέμα προσώπων αλλά συλλογικών οργάνων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, με την τότε σύνθεση της, μετέχοντος και του κ. Οικονομίδη, είχε λειτουργήσει και αξιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ως συλλογικό όργανο. Η αξιολόγηση αυτή έγινε σε αναφορά με την κρίση και του κ. Οικονομίδη προς διαμόρφωση της συλλογικής κρίσης. Δεν ήταν επιτρεπτό να χρησιμοποιηθεί η αξιολόγηση εκείνη εφ΄ όσον η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε αλλάξει με την αποχώρηση του κ. Οικονομίδη και την αντικατάσταση του από τον κ. Ιωάννου έστω και αν ο κ. Ιωάννου δεν μετείχε στη διαδικασία. Η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την πρώτη διαδικασία ως συλλογικού οργάνου δεν μπορούσε να μετατραπεί σε ατομική ενός εκάστου των τεσσάρων από τα πέντε μέλη της τα οποία συνέθεταν τη νέα Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει ως συλλογική κρίση αυτής. Επρόκειτο για διαφορετικής σύνθεσης συλλογικό όργανο και δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για συνέχιση διαδικασίας ώστε οι κρίσεις της μίας σύνθεσης να μετατρέποντο ως κρίσεις της άλλης. Σχετική είναι και η απόφαση Republic v. Safirides (1985) 3 CLR 163.»
Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης του κ. Χατζηχαμπή, Δ. ακολούθησε και υιοθέτησε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην απόφαση του στη Μάριου Παπακόκκινου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 110/2003 κ.ά., ημερ. 15.11.2004.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ'ης η αίτηση προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η υπόθεση διασώζεται από τις πρόνοιες του Ν. 31(1)/04 που τροποποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 1/90. Ο τροποποιητικός νόμος πρόσθεσε στο άρθρο 32 το νέο εδάφιο 7 που έχει ως ακολούθως:-
«(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η νομιμότητα της συγκρότησης οποιασδήποτε Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας δεν επηρεάζονται λόγω θανάτου, παραίτησης, αφυπηρέτησης, απουσίας ή άλλου κωλύματος μέλους της, σε οποιοδήποτε στάδιο της ενώπιον της διαδικασίας, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.»
Ο τροποποιητικός αυτός νόμος είναι πολύ μεταγενέστερος του ουσιώδους χρόνου και έτσι, αν δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην παρούσα επανεξέταση. Πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρει την αρχή ότι η επανεξέταση, μετά από ακυρωτική απόφαση, γίνεται στη βάση του υφιστάμενου νομικού και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου. Ο ισχυρισμός της καθ' ης η αίτηση ότι η επιφύλαξη του εδαφίου 7 (πιο πάνω) προνοεί για αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται και σε διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη δεν ευσταθεί για την παρούσα υπόθεση. Όπως εξήγησα προηγουμένως η προφορική εξέταση κηρύχθηκε άκυρη δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, γιατί διεξήχθη ενώπιον μη νόμιμα συγκροτημένης Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν είναι δυνατό νομοθετική πράξη αναδρομικά να ακυρώσει δικαστική απόφαση. «Η καθιερωμένη αρχή του δικαίου είναι πως καμιά μεταβολή της νομοθεσίας μπορεί να επαναφέρει σε ισχύ την ακυρωθείσα, ύστερα από δικαστική απόφαση, πράξη γιατί τέτοιος νόμος θα προσέκρουε στο Σύνταγμα μια και θα πρόσβαλλε τελεσίδικη δικαστική απόφαση» όπως λέχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453.
Έχω καταλήξει ότι ο τροποποιητικός νόμος δεν βοηθά την καθ'ης η αίτηση στην παρούσα υπόθεση. Δεν έχει αναδρομική ισχύ ούτε και μπορεί να ερμηνευθεί κατά τέτοιο τρόπο που να προσβάλλει ήδη ακυρωτικές αποφάσεις προγενέστερες του. Σε τούτο θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση προσέβαλε και το δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση στην Οδυσσέως.
Με την κατάληξη μου αυτή δεν θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ στην εξέταση των υπολοίπων λόγω ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ