ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 15

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 973/2004)

 

16 Ιανουαρίου, 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡA 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

J.A.  CABRAS & BROS LTD,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.

 

Ρ. Πετρίδου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Oι αιτητές είναι ιδιοκτήτες της οικοδομής που βρίσκεται στα τεμάχια με αρ.225, 226 και 227 Φ/Σχ. XLΙ 57 Ι ΙII Ενορία/Τμήμα Σκάλα/D στη Λάρνακα, η οποία κηρύχθηκε μαζί με άλλες οικοδομές διατηρητέα με σχετικό Διάταγμα Διατήρησης που εκδόθηκε από τον καθ΄ ου η αίτηση Υπουργό Εσωτερικών και το οποίο, δημοσιεύθηκε  στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15.3.2002 (ΚΔΠ 135/02).

 

Εναντίον του πιο πάνω διατάγματος διατήρησης υποβλήθηκαν ενστάσεις μεταξύ των οποίων ήταν και η ένσταση της αιτήτριας εταιρείας.

 

Στην ένσταση της αιτήτριας εταιρείας που υποβλήθηκε μέσω των δικηγόρων της στις 13.5.2002, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω οικοδομή δεν παρουσίαζε αξιόλογα χαρακτηριστικά αστικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κήρυξη της οικοδομής διατηρητέας.

 

Συγκεκριμένα οι αιτητές πρόβαλαν στην ένσταση τους τους πιο κάτω λόγους για τους οποίους αυτή θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή:

 

«.................................

 

1.  Η εν λόγω οικοδομή ανηγέρθη κατά ή περί το έτος 1910.

 

2. Η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.

 

3.  Η θέση στην οποία ευρίσκεται η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να υπαχθεί σε ομάδα οικοδομών και περιοχών που αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου του ιστορικού κέντρου της Λάρνακας.

4.  Η εν λόγω οικοδομή σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά δείγματα ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής.

 

5.  Το εν λόγω ακίνητο διατηρείται, συντηρείται και επιδιορθώνεται από τους πελάτες μας και δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε φθορά.

 

6. Τέλος, η εν λόγω οικοδομή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οικοδομή ειδικού αρχιτεκτονικού ή ιστορικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος»

 

 

Αναφορικά με την ένσταση των αιτητών, ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως σε σχετική έκθεση του προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών , ημερομηνίας 4.9.2002 , εισηγείτο απόρριψη της εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους επιβαλλόταν η διατήρηση της εν λόγω οικοδομής στην αυθεντική της μορφή. Την ίδια άποψη, για απόρριψη της συγκεκριμένης ένστασης, εξέφρασε και ο Δήμος Λάρνακας με την επιστολή του ημερομηνίας 3.12.2002.

 

Στη συνέχεια, το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε σχετική Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο (2.6.2004) για απόρριψη των υποβληθεισών ενστάσεων και επικύρωση του εκδοθέντος με την ΚΔΠ 135/2002 διατάγματος με κάποιες μικροδιορθώσεις και τη διαγραφή τεσσάρων οικοδομών οι οποίες σύμφωνα με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως εκ παραδρομής συμπεριλήφθηκαν στο Διάταγμα.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με αρ. 60.425 και ημερομηνία 15.6.2004, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτό από το άρθρο 38 των Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 έως 2002, επικύρωσε το υπό αναφορά Διάταγμα διατήρησης με τις διορθώσεις που εισηγείτο ο Υπουργός Εσωτερικών.

 

Ακολούθως, μετά την επικύρωση του Διατάγματος, το Υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε στη δημοσίευση σχετικής Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με αρ. 3884 και ημερομηνία 16.7.2004 (ΚΔΠ 653/2004).

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερ.4.8.2004 απευθυνόμενη προς τους αιτητές , τους πληροφορούσε για την απόρριψη της ένστασης τους και την  επικύρωση του εν λόγω διατάγματος .

 

Εναντίον της απόφασης των καθ΄ ων για επικύρωση του διατάγματος και απόρριψη της ένστασης των αιτητών, που τους κοινοποιήθηκε με την προαναφερόμενη επιστολή, οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται εν πρώτοις ότι το διάταγμα διατήρησης έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του διατηρητέου ακινήτου, γεγονός που σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους οδηγεί σε στέρηση της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, κατά παράβαση του άρθρου 23 παράγραφος (3) και (4).

 

Με κριτήριο την ερμηνεία που έχει αποδώσει η νομολογία μας στον όρο "στέρηση" , τα διατάγματα διατήρησης αφ' εαυτών δεν συνιστούν αντισυνταγματική στέρηση ιδιοκτησίας . Η κήρυξη ακίνητης ιδιοκτησίας ως διατηρητέας δυνάμει του Άρθρου 38(1) του Νόμου δεν αποκλείει την περαιτέρω αξιοποίηση της ιδιοκτησίας αυτής εφόσον μάλιστα εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα πώλησής της.  Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από το διάταγμα διατήρησης αφορούν την υποχρέωση των ιδιοκτητών να εξασφαλίσουν την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για οποιεσδήποτε οικοδομικές εργασίες, με στόχο τον απόλυτο έλεγχο στο δικαίωμα κατεδάφισης ή ουσιαστικής αλλοίωσης του χαρακτήρα των διατηρητέων οικοδομών και της περιοχής (Δέστε: Lanitis B.C. Estates Ltd και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλου (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 325)Εξάλλου, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Σιμόνης κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Λατσιών (1984) 3 Α.Α.Δ. 109 το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας δε συνεπάγεται και απεριόριστο δικαίωμα χρήσης και ανάπτυξής της.  Η έκδοση του επίδικου διατάγματος εμπίπτει στους επιτρεπόμενους περιορισμούς στην ιδιοκτησία που προβλέπονται στην παραγρ. 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

Παρενθεντικά σημειώνεται ότι, στέρηση, δυνατό να προκύψει στο στάδιο εξέτασης άδειας μετατροπής του διατηρητέου.  Είναι ενδεχόμενο σε αίτημα ιδιοκτήτη διατηρητέου κτιρίου δυνάμει του Άρθρου 38(4) του πιο πάνω νόμου, για την κατεδάφιση, μετατροπή ή τροποποίησή του, να προκύψει ζήτημα στέρησης της ιδιοκτησίας, οπόταν και ο ιδιοκτήτης μπορεί να διεκδικήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα.    Σε περίπτωση που αποδεικνύεται από τον ιδιοκτήτη ζημιά που προέρχεται από όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς που επιβάλλονται , σύμφωνα με την παραγρ. 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος και που μειώνουν ουσιωδώς την οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, καταβάλλεται αποζημίωση που καθορίζεται από πολιτικό δικαστήριο, όπως ρητά προνοείται στο πιο πάνω άρθρο.

 

Υπό το φως λοιπόν της νομολογίας, η επικύρωση του επίδικου διατάγματος αφ' εαυτής δεν συνιστά αντισυνταγματική στέρηση ιδιοκτησίας και συνεπώς ο ισχυρισμός των αιτητών περί του αντιθέτου κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί διεξαγωγή δέουσας έρευνας, καθ'υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, και ότι στερείται νόμιμης και επαρκούς αιτιολογίας.

 

Οι εισηγήσεις αυτές των αιτητών δε με βρίσκουν σύμφωνο.

 

Το υλικό που περιέχεται στους φακέλους, που έχουν κατατεθεί ενώπιόν μου και τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί από τους αιτητές και τους καθών η αίτηση  αποδεικνύουν πως η διοίκηση προέβη σε ενδελεχή μελέτη προτού καταλήξει στην απόρριψη της ένστασης των αιτητών και στην επικύρωση του διατάγματος διατήρησης.

 

H επιλογή της συγκεκριμένης οικοδομής των αιτητών και η κήρυξη της ως διατηρητέας μαζί με άλλα κτίρια με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον στην περιοχή Σκάλας στη Λάρνακα έγινε κατόπιν αρχικής έρευνας που διεξήχθη από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως για εντοπισμό και αξιολόγηση ιστορικών παραδοσιακών οικοδομών που δεν είχαν κηρυχθεί ως διατηρητέες με προηγούμενα διατάγματα, στην περιοχή του Δήμου Λάρνακας. Σημειώνεται ότι η επιλογή των προτεινόμενων διατηρητέων οικοδομών από το Τμήμα Πολεοδομίας βρισκόταν σε συμφωνία με μελέτη που είχε ανατεθεί από το Δήμο Λάρνακας σε ιδιώτες μελετητές . Αποστάληκαν επίσης στο Υπουργείο Εσωτερικών αντίγραφα των σχετικών  «καρτών»  των προτεινόμενων διατηρητέων οικοδομών από το Τμήμα Πολεοδομίας με φωτογραφία και διάφορες πληροφορίες σχετικές με την αρχιτεκτονική ,τα ιδιόμορφα στοιχεία της κάθε οικοδομής ,τη χρήση της ,την κατάστασή της κ.λ.π. (Δέστε: Διοικητικό Φάκελο C/31/L - Για τη συγκεκριμένη οικοδομή των αιτητών Δέστε: Κάρτα Αρ 3).

 

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (90/72), διάταγμα διατήρησης το οποίο αφορούσε και τη συγκεκριμένη οικοδομή (ιδιοκτησία της αιτήτριας εταιρείας).  Στην παράγραφο 5 του εν λόγω Διατάγματος καταγράφονταν και οι λόγοι που επέβαλλαν την έκδοση του. Επίσης σημειώνετο ότι περισσότερες λεπτομέρειες για την κάθε ιδιοκτησία υπήρχαν στο σχετικό φάκελο του Υπουργείου Εσωτερικών με αρ. 220/83/38. Συναφώς η  αιτιολογία στην οποία στηριζόταν το Διάταγμα περιέχετο στο σώμα του αλλά επίσης υποστηριζόταν και από τα στοιχεία του σχετικού φάκελου τα οποία το Υπουργείο Εσωτερικών είχε υπόψη του καθ'  όλον τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αναφορικά με τους λόγους ένστασης εναντίον του εν λόγω Διατάγματος Διατήρησης προκύπτει τόσο από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όσο και από την τεκμηριωμένη έκθεση του τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αλλά και από τα έγγραφα που αναφέρονται στην ένσταση των αιτητών,  ότι αυτοί εξετάστηκαν και σταθμίστηκαν δεόντως από τους καθ΄  ων η αίτηση.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των αιτητών με τους οποίους αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης των καθ΄ ων η αίτηση να περιλάβουν την οικοδομή της στα διατηρητέα κτίρια της παλαιάς πόλης της Λάρνακας και να απορρίψουν την ένσταση τους, συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας ότι οι  ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν αμφισβήτηση της τεχνικής κρίσης της διοίκησης και συναφώς σημειώνω ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσεως που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση στην έκδοση της επίδικης απόφασης, γιατί αυτή (η Διοίκηση) είναι ο καλύτερος γνώστης και κριτής των τεχνικής φύσεως ζητημάτων που εμπεριέχονται στην απόφαση. (Δέστε σχετικά:  Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 119.  Δέστε επίσης: Κυριακόπουλου, «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», 4η έκδοση, τόμος Γ, σελ. 376 επίσης το Σύγραμμα Στασινοπούλου 'Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων').

 

Η τεχνική κρίση της διοίκησης ελέγχεται μόνον σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της και ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην εξεταζόμενη υπόθεση.

Είναι φανερό ότι για το όλο θέμα έγινε η δέουσα έρευνα και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης βρίσκεται στο περιεχόμενο των προτάσεων και των άλλων συναφών εγγράφων με αποκορύφωμα την τελευταία πρόταση που τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

 Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αναρμόδια. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η εξουσία έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του Συντάγματος ανήκει αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο και όχι στον Υπουργό Εσωτερικών. Το άρθρο 58 του Συντάγματος, καθώς εισηγείται, καθορίζει εξαντλητικά τις αρμοδιότητες των Υπουργών και μέσα σε αυτές δεν περιέχεται εξουσία εκδόσεως διαταγμάτων. Καταλήγει συναφώς ότι ο Νόμος (90/72) παραχώρησε κατά αντισυνταγματικό τρόπο την εξουσία στον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει διατάγματα διατηρήσεως γιατί η εξουσία αυτή, καθώς υποστηρίζει, ανήκει αποκλειστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 

 Η εισήγηση αυτή  δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή .

 

Το ίδιο νομικό ζήτημα είχε  εξεταστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Χάρης Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1457.  Απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης εκείνης , το οποίο συνοψίζει τη νομική θέση στο επίδικο νομικό ζήτημα παρατίθεται αυτούσιο: 

 

«Η Βουλή επομένως μπορεί να εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων για την εφαρμογή Νόμου που η ίδια ψηφίζει σε οποιοδήποτε όργανο της Δημοκρατίας το οποίο ασκεί εκτελεστική εξουσία. Η εντύπωση μας είναι πως η παράγραφος (ζ) του άρθρου 54, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένας νόμος εξουσιοδοτεί μεν την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων αλλά δεν αναφέρεται σ' αυτόν το όργανο που θα εκδώσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τότε την εξουσία εκδόσεώς τους, βάσει του προαναφερθέντος άρθρου. Όταν όμως η Βουλή ορίσει στο νόμο το όργανο που θα εκδώσει τα κανονιστικά και εκτελεστικά διατάγματα, τότε το όργανο αυτό κατ' εξουσιοδότηση του Νομοθετικού Σώματος δικαιούται και οφείλει να τα εκδώσει.»

 

Το άρθρο 38 του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, εξουσιοδοτεί ρητά τον «Υπουργό» στην έκδοση διαταγμάτων διατήρησης .Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου και την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Υπουργό», η εξουσιοδότηση «Υπουργού» στην προκείμενη περίπτωση αναφέρεται στον Υπουργό Εσωτερικών.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα υπέρ των καθ΄  ων η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                   Μ..Μ.  ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο