ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 180

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 507/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Χριστάκη Ευσταθίου, από την Περιστερώνα,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

15 Φεβρουαρίου 1999

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής υπηρετούσε ως λοχίας της Αστυνομίας στην Υπηρεσία Αγνοουμένων μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1997, οπότε τοποθετήθηκε στον Ουλαμό Άμεσης Επέμβασης. Στις 24 Ιανουαρίου 1997, με ειδοποίηση από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας στον οποίο υπαγόταν, τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι συμπλήρωσης της έρευνας αναφορικά με διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος ανάρμοστης συμπεριφοράς που, καθώς εξειδικεύτηκε, σχετιζόταν με την από μέρους του παράνομη κατοχή απορρήτων Κρατικών/Υπηρεσιακών εγγράφων της Υπηρεσίας Αγνοουμένων και του Γραφείου του Επιτρόπου Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Καν. 31 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) η διαθεσιμότητα δεν εκτείνεται για περίοδο πέραν των τριών μηνών. Θα έληγε λοιπόν το αργότερο στις 23 Απριλίου 1997.

Με επιστολή ημερ. 17 Απριλίου 1997 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο Αστυνομικός Διευθυντής, αφού πρώτα επεσήμανε τη χρονική διάρκεια της διαθεσιμότητας, προέβη σε ενημέρωση σχετικά με τις εξελίξεις και κατέληξε πως ήταν αναγκαία η λήψη απόφασης ως προς το τί δέον γενέσθαι. Είναι, κατά την άποψη μου, κρίσιμη αυτή η επιστολή και την παραθέτω ολόκληρη:

" Λοχ. 2097 Χρ. Ευσταθίου

Αναφέρομαι στην επιστολή μου με τα ίδια στοιχεία ημερομηνίας 27.1.97 σχετικά με τον πιο πάνω Λοχία, ο οποίος βρίσκεται σε διαθεσιμότητα από τις 24.1.97, και σας πληροφορώ ότι σύμφωνα με τις Πρόνοιες του Καν.31(α) των Περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών του 1989-1993, το διάταγμα της διαθεσιμότητας πρέπει να τερματισθεί στις 24.4.97, με τη συμπλήρωση της χρονικής περιόδου των τριών μηνών.

2. Αναφέρεται σχετικά ότι η εναντίον του Ποινική Υπόθεση Λευκωσίας ΤΑΕ/Σ/64/97 διερευνάται από το Τ.Α.Ε. Αρχηγείου και προσωπικά δε γνωρίζω σε ποιό στάδιο βρίσκεται.

3. Όσον αφορά την εναντίον του Πειθαρχική Υπόθεση Λευκωσία 2/97 έχει συμπληρωθεί και παραμένει εκκρεμής εν αναμονή οδηγιών όσον αφορά την Ποινική Υπόθεση.

4. Ενόψη των πιο πάνω, θα πρέπει να ληφθεί απόφαση κατά πόσο επιβάλλεται η παραμονή του μακριά από την υπηρεσία, ώστε να του παραχωρηθεί υποχρεωτική άδεια απουσίας, σύμφωνα με τις Πρόνοιες του Κανονισμού 19(5)(α) των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, ή σε αντίθετη περίπτωση να κληθεί να επιστρέψει στα καθήκοντα του."

Ο Αρχηγός αποφάσισε τότε να ορίσει, δυνάμει του Καν. 19(5)(α) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), όπως ο αιτητής πάρει υποχρεωτικά άδεια απουσίας από 24 Απριλίου 1997 μέχρι νεότερης ειδοποίησης και πληροφόρησε περί τούτου τον αιτητή με επιστολή ημερ. 21 Απριλίου 1997. Αυτή είναι η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο αιτητής είχε τότε σε πίστη του συσσωρευμένη άδεια 346 ημερών. Ήταν ό,τι απέμεινε μετά που, στις 10 Ιανουαρίου 1997, δόθηκε έγκριση σε αίτημα του για δεκαπενθήμερη άδεια απουσίας. Όπως το ίδιο είχε δοθεί και λίγο ενωρίτερα, ήτοι, στις 15 Δεκεμβρίου 1997 σε αίτημα του για απουσία έξι ημερών, όταν είχε σε πίστη του άδεια 348 ημερών.

Στις 6 Αυγούστου 1997 ο Αρχηγός Αστυνομίας τερμάτισε την υποχρεωτική άδεια απουσίας του αιτητή και τον κάλεσε να επιστρέψει στα καθήκοντα του από 11 Αυγούστου 1997. Της απόφασης αυτής προηγήθηκε άλλη την προηγούμενη ημέρα, 5 Αυγούστου 1997, για μετάθεση του αιτητή από τη Λευκωσία στην Αγία Νάπα.

Είναι νομίζω πρόδηλο ότι η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας για υποχρεωτική άδεια απουσίας του αιτητή είχε ως μόνο σκοπό την απομάκρυνση του αιτητή από την υπηρεσία. Η σύνδεση της, χρονική και θεματική, με την επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας, ημερ. 17 Απριλίου 1997, είναι άμεση και ομιλεί αφ΄ εαυτής εξηγώντας το σκοπό. Τίποτε δεν υπάρχει που να παρέχει, έστω και αμυδρά, ένδειξη ότι κάποιες ανάγκες της υπηρεσίας θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόφαση. Το ότι είχε συσσωρευτεί άδεια τόσο μεγάλης έκτασης δεν είχε αποτελέσει ως τότε λόγο για λήψη τέτοιας απόφασης. Και εκτός από εκδηλωθείσα επιδίωξη απομάκρυνσης του αιτητή τίποτε άλλο δεν προέκυψε στο μεταξύ που θα μπορούσε τουλάχιστο να συνυπολογιστεί. Με αυτά τα δεδομένα δεν χρειάζεται συνειρμική προώθηση είτε με τον μη εξ αρχής προκαθορισμό της έκτασης της υποχρεωτικής απουσίας, είτε με τον τερματισμό της ως αποτέλεσμα μετάθεσης λίγο μετά την επίδοση της προσφυγής.

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι, ενόψει του τερματισμού της υποχρεωτικής άδειας απουσίας, η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενο της. Εισήγηση προς την οποία αντιτάχθηκε ο συνήγορος του αιτητή ο οποίος επισήμανε ότι η προσβαλλόμενη πράξη ίσχυσε για κάποιο χρονικό διάστημα και είχε συνέπειες. Δεν μπορεί να τεθεί εδώ ζήτημα κατάργησης της δίκης κατ΄ αναλογία με την περίπτωση ανάκλησης όπου η κατάργηση κρίνεται ανάλογα με το κατά πόσο προκύπτει εκ πρώτης όψεως να παρέμεινε ή όχι ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο ενδεχομένως να προσφέρεται αποζημίωση βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος: βλ. την απόφαση μου στη Νικόλα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 305/97 ημερ. 29 Ιανουαρίου 1998, στην οποία γίνεται αναφορά στις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας.

Ο αιτητής επικαλείται προς υποστήριξη του αιτήματος του για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατάχρηση εξουσίας από μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας. Απόκειται βέβαια στον αιτητή να θεμελιώσει τέτοια θέση: βλ. Koukoullis and others v. Republic 3 R.S.C.C. 134 και Nissis (No. 2) v. Republic (1967) 3 C.L.R. 671.

Προκύπτει εν προκειμένω σαφώς ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας χρησιμοποίησε τον Καν. 19(5)(α) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) για σκοπό ξένο προς εκείνο στον οποίο ο Κανονισμός απέβλεπε. Το ζήτημα άδειας δεν έχει σχέση παρά μόνο με τον προγραμματισμό της λειτουργίας ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης σε προσωπικό όσο το δυνατό καλύτερα. Δεν μπορεί να συμπεριλάβει την απομάκρυνση μέλους ώστε να επιτευχθεί κατ΄ ουσίαν ό,τι θα πρόσφερε η διαθεσιμότητα.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο