ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 673

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 68/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Χρίστου Σιοπαχά,

Αιτητή,

- και -

Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

Μονομερής Αίτηση ημερ. 26.1.1998

5 Φεβρουαρίου, 1998.

Για τον αιτητή: κ. Κ. Ταλαρίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ("ο Οργανισμός") είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου. Ο περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Νόμος του 1970 (Ν. 71/70 όπως έχει τροποποιηθεί - ("ο Νόμος")) προνοεί περί της ιδρύσεως, των σκοπών, των αρμοδιοτήτων, της οργανώσεως και της λειτουργίας του Οργανισμού.

"Διευθυντής" εντός της εννοίας του Νόμου είναι ο δυνάμει του Νόμου διοριζόμενος διευθυντής. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου ο διευθυντής διορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού με έγκριση του Υπουργού Παιδείας καθώς και με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου συμφώνως των προνοιών του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμος του 1990 (Ν. 115/90). Το άρθρο 9 του Νόμου προβλέπει επίσης για τα καθήκοντα, τις ευθύνες, τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες του διευθυντή.

Οι περί Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (Διάρθρωσις και Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1974 και 1983 που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 19 του Νόμου ("οι Κανονισμοί") ρητά διαλαμβάνουν ότι τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι όροι υπηρεσίας των επί συμβάσει διοριζομένων υπαλλήλων του Οργανισμού καθορίζονται στη σχετική σύμβαση ενώ για κάθε θέμα που δεν αναφέρεται ειδικά στη σύμβαση ρυθμίζεται με βάση του κανονισμούς.

Ο αιτητής διορίστηκε στη μόνιμη θέση διευθυντή του Οργανισμού με "Σύμβαση Ορισμένου Χρόνου" ημερομηνίας 20.2.1975 με επισυνημμένο παράρτημα ("η Σύμβαση" και όπου απαιτείται ειδική αναφορά στο επισυνημμένο παράρτημα, αυτό θα αναφέρεται ως "το Παράρτημα") για περίοδο πέντε ετών από 20.2.95 μέχρι 19.2.2000. Ο όρος 5 του Παραρτήματος προβλέπει περί του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή και προνοεί ότι:

"55(1) Ο Οργανισμός μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο να τερματίσει την απασχόληση του προσλαμβανόμενου μετά από τρεις μήνες γραπτή προειδοποίηση ή με την καταβολή ενός μηνός μισθού σ΄ αυτόν.

(2) Ο προσλαμβανόμενος μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την πάροδο τριών μηνών από την έναρξη της υπηρεσίας του σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση να τερματίσει την απασχόλησή του μετά από τριών μηνών γραπτή προειδοποίηση στον Οργανισμό ή με την καταβολή ενός μηνός μισθού στον Οργανισμό."

 

 

Κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του αιτητή στον Οργανισμό προέκυψε διαφορά μεταξύ αιτητή και οργανισμού για θέματα συναφή και ή απορρέοντα από την μεταξύ τους σχέση. Τα όσα ακολούθησαν καθιστούν αναγκαία την διαπίστωση κατά πόσο η απασχόληση του αιτητή στον Οργανισμό τερματίστηκε από τον ίδιο τον αιτητή ως αποτέλεσμα των διαβημάτων στα οποία ο ίδιος έχει προβεί και της αντίδρασης του Οργανισμού σ΄ αυτά τα διαβήματα ή κατά πόσο τα διαδραματισθέντα συνιστούν αυθαίρετο και παράνομο τερματισμό της απασχόλησης από τον οργανισμό όπως ισχυρίζεται ο αιτητής.

Ο αιτητής με την προσφυγή αυτή ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

1. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ ετερμάτισε την εργοδότηση του αιτητού ως διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

2. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ απεδέχθη την παραίτηση του αιτητού εκ της θέσεως του διευθυντου ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

3. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία ο ΘΟΚ δεν απεδέχθη την ανάκληση της παραίτησης του αιτητού εκ της θέσεως του διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

4. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ με την οποία διόρισε αναπληρωτή διευθυντή με ισχύ από 6.2.98 ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

5. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ να θεωρήσει τη θέση διευθυντού ως κενή διά να προβεί σε διορισμό νέου διευθυντού του ΘΟΚ ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

6. Οπως κηρύξει την απόφαση ή πράξη του ΘΟΚ διά προκήρυξη προς πλήρωση της θέσεως διευθυντού ως άκυρη και εστερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος.

Η λέξη ΘΟΚ στα δικόγραφα είναι αυτονόητο ότι υποδηλώνει συντομογραφικά τον Οργανισμό.

Ο αιτητής, με μονομερή αίτηση ζητά προσωρινό διάταγμα αναστέλλον την εκτέλεση των αποφάσεων του Οργανισμού μέχρις εκδικάσεως της κύριας αιτήσεως και νεώτερης διαταγής του δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του Οργανισμού των οποίων ζητείται η αναστολή είναι:

(α) ο τερματισμός του διορισμού του αιτητή ως διευθυντή από 5.2.98.

(β) ο διορισμός αναπληρωτή διευθυντή από τις 6.2.98.

(γ) ο διορισμός νέου διευθυντή του οργανισμού και

(δ) η προκήρυξη της θέσεως διευθυντή προς τον σκοπό διορισμού νέου διευθυντή.

Στο πλαίσιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης δόθηκε η ευκαιρία στο συνήγορο του Οργανισμού να διατυπώσει προφορικά τη θέση του οργανισμού επί του αιτήματος για έκδοση προσωρινού διατάγματος, δυνατότητα η οποία συνάδει με την κρατούσα δικονομική πρακτική.

 

Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας με πρωτοβουλία του δικαστηρίου συζητήθηκε θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για την εκδίκαση αυτής της προσφυγής. Πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο μπορεί να εγερθεί προς απόφανση ex proprio motu από το δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Επειδή ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εμφάνισε το ζήτημα του προσωρινού διατάγματος ως κατεπείγον χωρίς επί αυτού να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση, καθορίστηκε όπως το θέμα της δικαιοδοσίας και το θέμα της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος συζητηθούν διαδοχικά. Ωστόσο, κατέστη σαφές ανκαι αυτονόητο, πως η διαπίστωση της ύπαρξης δικαιοδοσίας θα αποτελούσε την προϋπόθεση εξέτασης της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

Συνοπτική αναφορά των γεγονότων όπως θέλει ο αιτητής να τα παρουσιάζει κρίνεται ως απαραίτητη για την εξέταση και των δυο θεμάτων που αφορά η παρούσα διαδικασία.

Η Καλλιτεχνική Επιτροπή Θεάτρου (ΚΕΘ) εισηγήθηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού το δραματολόγιο της περιόδου 1997/98 και σύστησε όπως το Δ.Σ. του Οργανισμού αναθέσει την σκηνοθεσία δυο έργων στον αιτητή. Το Δ.Σ. του Οργανισμού αποφάσισε να αναθέσει στον αιτητή την σκηνοθεσία ενός έργου αντί δυο ως ήταν η σύσταση της ΚΕΘ. Ο αιτητής ο οποίος ήταν παρών στη συνεδρία του Δ.Σ. του Οργανισμού δήλωσε πως η απόφαση ήταν μειωτική και προσβλητική για το ίδιο και πως αν το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα δεν αναθεωρούσε την απόφαση του προηγούμενου Δ.Σ. θα υπέβαλλε παραίτηση από τη θέση του.

Το νέο Δ.Σ. του Οργανισμού επανεξέτασε το θέμα χωρίς να επιφέρει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην απόφαση του προηγούμενου Δ.Σ. Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 18.9.97 έδωσε προειδοποίηση τριών μηνών για τον τερματισμό της εργοδότησής του, της τρίμηνης προθεσμίας αρχομένης από 6.11.97.

Το Δ.Σ. του Οργανισμού στη συνεδρία του ημερομηνίας 23.9.97 αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ο αιτητής υπέβαλε παραίτηση από τις 23.6.97 και όχι με την επιστολή της 18.9.97 και ότι η τρίμηνη προειδοποίηση που προβλέπει η σύμβαση - όρος 5 παραρτήματος έληγε την επομένη 24.9.97 και αποφάσισε όπως αποδεχθεί την "παραίτηση" και ζητήσει από το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού Παιδαίας επικύρωση της απόφασής του.

Ο Υπουργός Παιδείας κατόπιν νομικής γνωμάτευσης διαβίβασε στον Οργανισμό ότι η προφορική δήλωση του αιτητή της 23.6.97 δεν μπορούσε νομικά να θεωρηθεί ως υποβολή παραιτήσεως και ότι η παραίτηση του αιτητή υποβλήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 18.9.97. Εισήγηση του Υπουργού Παιδείας όπως ανατεθούν στον αιτητή μια σκηνοθεσία για την περίοδο 97/98 και δυο σκηνοθεσίες για την περίοδο 98/99 απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία από το Δ.Σ. του Οργανισμού.

Κατόπιν εισήγησης του Υπουργού ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 14.10.97 προς τον Υπουργό μέσω του Δ.Σ. του Οργανισμού απέσυρε την παραίτησή του. Το Δ.Σ. του Οργανισμού πήρε γνωμοδότηση από το νομικό του σύμβουλο ότι η αποδοχή της παραίτησης του αιτητή εφόσον δεν έτυχε της υπό του νόμου προβλεπόμενης εγκρίσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, ο τερματισμός των υπηρεσιών του αιτητή δεν είχε ολοκληρωθεί και εφόσον ο αιτητής είχε αποσύρει την παραίτηση, το ζήτημα του τερματισμού των υπηρεσιών του ήταν πλέον θεωρητικό.

Το Δ.Σ. του Οργανισμού παρά τη γνωμοδότηση του νομικού του συμβούλου στις 21.10.97 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να μην αποδεχθεί την ανάκληση της παραίτησης του αιτητή.

Το θέμα ήχθη ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο σε συνεδρία του ημερομηνίας 17.12.97 αποφάσισε ότι η απόσυρση της παραίτησης του αιτητή ήταν έγκυρη και νομικά αποτελεσματική και ότι η μη αποδοχή της ανακλήσεως από το Δ.Σ. του Οργανισμού δεν είχε κανένα νομικό αποτέλεσμα εφόσον δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε απόφαση του Δ.Σ. του Οργανισμού για να είναι η ανάκληση νομικά αποτελεσματική.

Το Δ.Σ. του Οργανισμού σε συνεδρία ημερομηνίας 13.1.98 αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ο αιτητής υπέβαλε παραίτηση από τις 23.6.97 και ότι η παραίτηση του αυτή έγινε αποδεκτή από το Δ.Σ. του Οργανισμού στις 23.9.97 πριν από την απόσυρση της παραίτησης του αιτητή ημερομ. 18.9.97 με την επιστολή ημερομηνίας 14.10.97. Το Δ.Σ. του Οργανισμού στην ουσία θεώρησε ότι η σύμβαση τερματίστηκε με αποτελεσματική ημερομηνία την 5.2.98 και αποφάσισε να διορίσει αναπληρωτή διευθυντή από τις 6.2.98 και να προκηρύξει τη θέση διευθυντή.

Ο Υπουργός Παιδείας με επιστολή του ημερομ. 22.1.98 προς το Δ.Σ. του Οργανισμού ότι η απόφαση για τερματισμό του διορισμού του αιτητή και προκήρυξη της θέσης λήφθηκε από το Δ.Σ. του Οργανισμού παρά την "σχετική γραπτή γνωμάτευση του ιδίου του δικού σας νομικού συμβούλου, της Εισαγγελίας όπως και αυτήν ακόμα την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου".

Οπως έχει λεχθεί ο Οργανισμός είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ιδρύθηκε για την προαγωγή σκοπών δημόσιας ωφέλειας. Η διάρθρωση, οι διορισμοί και οι μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης του διευθυντή και υπαλλήλων του Οργανισμού διέπονται από τους κανονισμούς.

Ο κανονισμός 10(1) προνοεί ότι τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι όροι υπηρεσίας του διευθυντή καθορίζονται στη σχετική σύμβαση. Ο ίδιος κανονισμός προνοεί ότι κάθε θέμα που δεν αναφέρεται ρητά στη σύμβαση ρυθμίζεται με βάση τους κανονισμούς. Για το διορισμό του διευθυντή απαιτείται σύμφωνα με το νόμο η έγκριση του Υπουργού Παιδείας. Ωσαύτως απαιτείται και η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου του 1990 (Ν. 115/90).

Η σύμβαση διέπει τις σχέσεις Οργανισμού και διευθυντή. Οι σχέσεις αυτές εντάσσονται στο ευρύτερο σύστημα λειτουργίας του Οργανισμού με βάση το Νόμο και τους κανονισμούς. Ο διορισμός του αιτητή στη θέση διευθυντή του Οργανισμού που έγινε δυνάμει συμβάσεως αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των πραγματικών και συνηθισμένων αναγκών του Οργανισμού και συνιστά πράξη που ως εκ της φύσεως της κατατάσσεται στο χώρο του δημόσιου δικαίου. Ο διορισμός του αιτητή δεν ήταν ένας έκτακτος διορισμός που έγινε κάτω από ειδικές περιστάσεις. Το γεγονός ότι ο διορισμός έγινε διά συμβάσεως δεν αλλοιώνει την στοιχειώδη σημασία του. Κατά συνέπεια ο διορισμός όπως και ο τερματισμός της απασχόλησης καθώς και άλλα συναφή θέματα ανάγονται στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Συνακόλουθα οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται από τον Οργανισμό που βρίσκεται μέσα στο συγκεκριμένο αυτό πεδίο δράσης του Οργανισμού μπορεί να αμφισβητηθεί με προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Βλ. Paschalidou v. Republic (1969) 3 CLR 297, Vassiliou and Others v. Republic (1969) 3 CLR 417.

Η κατάληξη επί του θέματος της δικαιοδοσίας οδηγεί στην εξέταση του αιτήματος για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

Η έκδοση προσωρινού διατάγματος διέπεται από τον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962. Το προσωρινό διάταγμα του διοικητικού δικαίου δεν ταυτίζεται με το απαγορευτικό διάταγμα του ιδιωτικού δικαίου. κατά συνέπεια το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 δεν τυγχάνει εφαρμογής. Βλ. Moyo and Another v. The Republic (1988) 3 CLR 970 στη σελίδα 984.

Το προσωρινό διάταγμα στον τομέα του διοικητικού δικαίου αποτελεί εξαιρετική θεραπεία επειδή η έκδοση του γίνεται εκτός του πλαισίου της δίκης ή της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Ο βασικός σκοπός του προσωρινού διατάγματος είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης η οποία επικρατούσε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναστολή της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης μέσω του προσωρινού διατάγματος μέχρι νεώτερης διαταγής του δικαστηρίου. Αναμφίβολα πρόκειται για δραστική θεραπεία και γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο είναι που αυτή η θεραπεία παρέχεται με φειδώ. Βλ. Costas Clerides and Others (No. 1) v. The Republic (1966) 3 CLR 701.

Eπειδή το προσωρινό διάταγμα θεωρείται ότι προσφέρει θεραπεία κατ΄ εξαίρεση υπό την έννοια ότι κατά την έκδοσή του δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης, το δικαστήριο απαραιτήτως πριν από την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει είτε έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης είτε σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα. Βλ. Κροκίδου και Αλλοι ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 141/89 - 25.9.90, Moyo and Another v. The Republic (ανωτέρω), Dogan v. Δημοκρατίας, Υπόθ. 107/95 - 10.4.95.

Η παρανομία είναι έκδηλη όταν είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. Η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδαστολή της προς την παρανομία. Βλ. Moyo and Another v. The Republic (ανωτέρω), Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 CLR 53 και Economides v. The Republic (1982) 3 CLR 837.

Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) εξετάστηκε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει άκαιρα την τελική του κρίση επί του θέματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη για να μη χάνεται το νόημα και η σημασία που ενέχει η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karram v. The Republic (1983) 3 CLR 199, 203). Εξάλλου στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 CLR 341, 352, αναφέρεται ότι ο Καν. 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας. (Βλ. επίσης Karram v. The Republic (ανωτέρω).

Για την απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα απαραιτήτως χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή με άλλο τρόπο. Ακόμα και στην περίπτωση που μπορεί να διαφαίνεται πιθανότητα τέτοιας ζημιάς το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος αν το διάταγμα που θα εκδοθεί είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της Διοίκησης.

Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση συνοδεύεται από γραπτή ένορκη δήλωση του αιτητή στην οποία επαναλαμβάνεται το ιστορικό της υπόθεσης και επισυνάπτονται σχετικά τεκμήρια. Στην τελευταία παράγραφο της ένορκης δήλωσης του ο αιτητής λέγει:

"Αν αφεθεί ο καθ΄ ου η αίτηση να προχωρήσει στο διορισμό αναπληρωτού διευθυντού και στο διορισμό νέου διευθυντού χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα της Αιτήσεως μου θα υποστώ ανεπανόρθωτη ηθική ζημιά και θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέτερο στάδιο εκτός εν εκδοθεί προσωρινό διάταγμα."

 

 

Κατά την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι όλες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις που έλαβε ο Οργανισμός αναφορικά και σε σχέση προς το θέμα του τερματισμού της απασχόλησης του αιτητή συνιστούν έκδηλη παρανομία η διαπίστωση της οποίας καθιστά αχρείαστη την παραπέρα εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Οργανισμού υποστήριξε πως δεν έχει αποδειχθεί ούτε έκδηλη παρανομία ούτε η πιθανότητα κινδύνου να υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα.

Εξέτασα με προσοχή τα γεγονότα που ο αιτητής έθεσε ενώπιόν μου. Δεν έχω διαπιστώσει την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας εντός της εννοίας του όρου, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Το Δ.Σ. του Οργανισμού κατέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αφού προηγήθηκε μια σειρά από γεγονότα που δημιούργησαν έννομα αποτελέσματα μεταβαλλόμενα ανάλογα με την εξέλιξη και διαπλοκή των γεγονότων. Το Δ.Σ. του Οργανισμού έλαβε νομικές γνωματεύσεις και φαίνεται ότι προβληματίστηκε προτού αχθεί στην τελική απόφαση. Το σύνολο των γεγονότων δεν αποκαλύπτει ότι η απόφαση του Οργανισμού είναι έκδηλα παράνομη.

Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει τον ισχυρισμό του περί ύπαρξης κινδύνου να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την μη έκδοση του ζητούμενου προσωρινού διατάγματος. Συνακόλουθα αποφαίνομαι ότι ο αιτητής απέτυχε να θεμελιώσει το αίτημά του για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

 

 

ΑΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο