ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2671

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 26/94

Ενώπιον: ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

CYPRUS BUREAU OF SHIPPING LTD, Αγ. Ανδρέου 102, Λεμεσός

Αιτητών

και

1. Υπουργού Οικονομικών

2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Καθ΄ ων η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

3 Νοεμβρίου 1997

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τους Αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: κα Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Κυπριακός Νηογνώμονας (Cyprus Bureau of Shipping) που είναι ένας Οργανισμός που ιδρύθηκε για να εξυπηρετεί την Κυπριακή Ναυτιλία προσφέροντας τεχνικές εξειδικευμένες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και την Επιθεώρηση και Ταξινόμηση πλοίων, ζήτησε από τον ΄Εφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με επιστολή του ημερομηνίας 24/2/1992 όπως εξαιρεθεί από την καταβολή φόρου προστιθέμενης αξίας για ορισμένες υπηρεσίες που προσφέρει εκτός Κύπρου προς όφελος προσώπων που βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Με επιστολή του ημερομηνίας 1/11/1993, το Επαρχιακό Γραφείο Λεμεσού της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του Τμήματος Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομικών, πληροφόρησε τον αιτητή ότι κατόπιν εξέτασης των φορολογικών του δηλώσεων για τις περιόδους 1/7/1992-30/11/1992 και 1/12/1992- 28/2/1993 απεφάσισε ότι οι υπηρεσίες Συμβούλων του Οργανισμού δεν ενέπιπταν μέσα στις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Παραρτήματος 1 του Νόμου 246/90 και ότι εφορολογείτο με συντελεστή Φ.Π.Α. 5%. Το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανερχόταν σε £3.130,99 σ..

Ο αιτητής, με επιστολή των λογιστών του ημερομηνίας 29/11/1993 υπέβαλε ένσταση και παραθέτοντας τα στοιχεία 20 τιμολογίων ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης αφού "ο πελάτης μας είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο που βρίσκεται στη Δημοκρατία, και παρέχει τις υπηρεσίες του σε πρόσωπα που βρίσκονται σε χώρο άλλη από τη Δημοκρατία με δραστηριότητες που κατά τη γνώμη μας εμπίπτουν στο Παράρτημα 3 της παραγράφου XVIII.".

Οι καθ΄ ων η αίτηση με σχετική απάντηση τους ημερομηνίας 8/12/1993 απέρριψαν την αμφισβήτηση του αιτητή αναφέροντας ότι τα σχετικά τιμολόγια αφορούσαν υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του Παραρτήματος 1 του Νόμου 246/90.

Ο αιτητής προσβάλλει την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση της 8/12/1993. Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η επιστολή που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα προσφυγής είναι η επιστολή τους ημερομηνίας 1/11/1993, αφού η επιστολή του ημερομηνίας 8/12/1993 είναι επιβεβαιωτική εκείνης της 1/11/1993.

Αποτελεί βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν το χαρακτήρα διοικητικών πράξεων και δεν είναι εκτελεστές σε βαθμό που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο της προσφυγής. Μια βεβαιωτική πράξη εκδίδεται χωρίς τη διενέργεια νέας ουσιαστικής έρευνας βάσει των πραγματικών δεδομένων και της δήλωσης της εμμονής της Διοίκησης σε προγενέστερη ρύθμιση. (΄Ιδε Επ. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", Ι, 7η ΄Εκδοση, σ. 117.) ΄Οταν μετά τη λήξη της πρώτης απόφασης παρουσιάζονται ενώπιον της Διοίκησης νέα στοιχεία που καθιστούν αναγκαία τη διεξαγωγή μιας νέας έρευνας, η απόφαση που ακολουθεί καθίσταται εκτελεστή. (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση 1603 της 29/10/1996.) Σύμφωνα με τον Μ. Στασινόπουλο,

"Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως δια πρώτην φοράν υπ΄ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."

(΄Ιδε Μ. Στασινόπουλος "Το Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών" (1964) σ. 176 και Varnavas v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566.)

Στην παρούσα περίπτωση οι λογιστές του αιτητή αμφισβήτησαν την απόφαση της Διοίκησης της 1/11/1993 για τον καθορισμό του καταβλητέου ποσού των £3.130,99 σ. παραθέτοντας ως σημείο ένστασης προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους 12 τιμολόγια της περιόδου 1/7/1992 μέχρι 30/11/1992 και 8 τιμολόγια της περιόδου 1/12/1992 μέχρι 28/12/1993. Από μια προσεκτική εξέταση των εγγράφων που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι τα πιο πάνω 12 τιμολόγια είχαν ήδη ληφθεί υπ΄ όψη από τους καθ΄ ων η αίτηση αφού αναφέρονται στη Σημείωση 1 της επιστολής τους ημερομηνίας 1/11/1993, όπως επίσης και τα υπόλοιπα 8 τιμολόγια της περιόδου 1/12/1992 μέχρι 28/2/1993 που αναφέρονται στη Σημείωση 4 της επιστολής τους ημερομηνίας 1/11/1993.

Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι ο αιτητής δεν παρουσίασε νέα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας αλλά παρέθεσε προς εξέταση τους αριθμό τιμολογίων, τα οποία είχαν ήδη εξετασθεί και τα οποία λήφθηκαν υπ΄ όψη από τους καθ΄ ων η αίτηση στον καθορισμό του οφειλομένου ποσού την 1/11/1993.

Συνεπακόλουθα βρίσκω ότι η επιστολή της 8/12/1993 ήταν απλά επιβεβαιωτική εκείνης της 1/11/1993 και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

΄Εχει επίσης υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ότι η επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση της 8/12/1993 (που απέρριψε την ένσταση του αιτητή της 29/11/1993) δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄ όψη αφού προέρχεται από αναρμόδιο όργανο. Και τούτο γιατί η επιστολή της 1/11/1993 είχε υπογραφεί από τον κ. Γ. Ζεβλάρη, Προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Λεμεσού όπως επίσης και η επιστολή της 8/12/1993, πράγμα που υποδεικνύει ότι η εξέταση της ένστασης δεν έγινε από ιεραρχικά ανώτερον από εκείνο που είχε πάρει την αρχική απόφαση, που στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να ήταν ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και όχι ο Προϊστάμενος του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λεμεσού.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 52 του Νόμου 246/90, οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό για οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή, ειδοποίηση ή άλλη πράξη του Εφόρου μέσα σε 30 μέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης της. Ο πιο πάνω νόμος δεν προνοεί οποιοδήποτε άλλο είδος ένστασης και η επιστολή των λογιστών του αιτητή στον ΄Εφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από μια αίτηση για επανεξέταση. Η φρασεολογία του άρθρου 52 του Νόμου 246/90 που καθορίζει ότι οι ενστάσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στον αρμόδιο Υπουργό, είναι περιοριστική σε βαθμό που να μην επιτρέπει την υποβολή άλλων ενστάσεων στα ίδια και ή ανώτερα όργανα του Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Εφόσο δε, δεν υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 52, ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας δεν είχε αρμοδιότητα ή υποχρέωση να θεωρήσει την επιστολή των λογιστών του αιτητή της 29/11/1993 ως ένσταση και να προχωρήσει στην εξέταση της.

΄Εχοντας υπόψη το αβάσιμο της προσφυγής δεν κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατά πόσο η σχετική απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Συνεπακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η σχετική απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.

 

 

 

Τ. Ηλιάδης,

Δ.

/ΜΝ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο