ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 1550

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 28/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Τριχινά,

Αιτητή,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών

2. Υπουργού Άμυνας,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27.6.97

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση 1 με την οποία, κατά τις κρίσεις του 1995, κρίθηκε ως προακτέος κατ΄αρχαιότητα αντί κατ΄επιλογή, κατά πλειοψηφία. Ο αιτητής, που ήταν λοχαγός του στρατού της Δημοκρατίας από την 1.9.90, κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεων στις 14.6.95 κρίθηκε ως προακτέος κατ΄αρχαιότητα. Η κρίση του Συμβουλίου επικυρώθηκε από τον Υπουργό Άμυνας στις 17.7.95 και γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 27.7.95. Ο αιτητής προσέφυγε ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών, το οποίο, αφού εξέτασε την ιεραρχική του προσφυγή, με την απόφαση του ημερ. 13.11.95, την απέρριψε.

Ο αιτητής με την προσφυγή του και τη γραπτή του αγόρευση προβάλλει αριθμό λόγων γιατί η απόφαση είναι παράνομη και πρέπει να ακυρωθεί.

Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι η απόφαση πάσχει γιατί παράνομα συγκλήθηκε το Συμβούλιο Κρίσεων σε χρόνο μεταγενέστερο από την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, όπως προνοούν οι Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90, 18.5.90). Ο Κανονισμός 37 προνοεί τα ακόλουθα:

"(3) Το Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτείται και συνέρχεται σε τακτική σύνοδο μια φορά το χρόνο μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου και σε έκτακτη σύνοδο οποτεδήποτε παρίσταται ανάγκη.

(4) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(5) Το Συμβούλιο Κρίσεων που συγκροτείται και συνέρχεται σε τακτική σύνοδο περατώνει τις κρίσεις μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία της συγκρότησής του και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 15 Απριλίου, ενώ το Συμβούλιο Κρίσεων που συγκροτείται και συνέρχεται σε έκτακτη σύνοδο περατώνει τις κρίσεις το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία συγκρότησής του."

Ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι η προθεσμία που καθορίζεται στον πιο πάνω Κανονισμό είναι ανατρεπτική και όχι ενδεικτική. Η σύγκληση της κρίσης ως τακτικής που έγινε στις 13, 14 και 15.6.97, υπέβαλε, μπορούσε μόνο να συγκληθεί τότε ως έκτακτη κρίση αν συνέτρεχαν λόγοι.

Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση με αναφορά στην νομολογία υπέβαλε ότι η προθεσμία που θέτει ο Κανονισμός είναι μόνο ενδεικτική και παραβίαση της δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας.

Στην υπόθεση Πάττα ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 954/92, ημερ. 7.12.95, το Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:

"Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί για το λόγο ότι, κατά παράβαση του Κανονισμού 37(3) όπου ορίζεται ότι, το Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτείται και συνέρχεται σε τακτική σύνοδο μια φορά το χρόνο μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου, το εν λόγω Συμβούλιο συνήλθε σε σύνοδο προς διενέργεια τακτικών ετήσιων κρίσεων την 23.6.92, τρεις και πλέον μήνες μετά την παρέλευση της καθοριζόμενης από τους Κανονισμούς προθεσμίας.

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, ενώ οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς ενέργεια των διοικουμένων είναι κατά κανόνα αποκλειστικές, οι τασσόμενες από το νόμο προθεσμίες προς τη διοίκηση, εκτός εάν προκύπτει σαφώς αντίθετη βούληση του νομοθέτη, είναι κατά κανόνα ενδεικτικές.

Από το περιεχόμενο της διατάξεως του Κανονισμού 37(3) προκύπτει ότι, υποδεικνύεται μεν έντονα η κατά το δυνατόν ταχύτερη εντός των ταχθέντων χρονικών ορίων περάτωση των κρίσεων αλλά δεν τάσσεται από τον Κανονισμό αυτό αποκλειστική προθεσμία, υπό την έννοια ότι, δεν προκύπτει ότι, παρερχόμενης της προθεσμίας του σχετικού Κανονισμού το αρμόδιο όργανο στερείται πλέον της εξουσίας να επιληφθεί των αρμοδιοτήτων του λόγω εξάντλησης των αρμοδιοτήτων αυτών κατά χρόνο."

(Δέστε και Σεργίδης κ.ά ν. Δημοκρατία Υπ. Αρ. 93/92 κ.ά., ημερ. 15.11.94).

Υιοθετώντας το σκεπτικό της Πάττα (πιο πάνω) δέχομαι ότι η προθεσμία που τάσσεται με τον Κανονισμό 37 είναι ενδεικτική και θεωρώ ότι το επιχείρημα του αιτητή στο σημείο αυτό δεν ευσταθεί.

Ένας άλλος λόγος ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής είναι η παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα της αρχής του nemo judex in causa sua. Είναι το επιχείρημα του συνηγόρου του αιτητή ότι το γεγονός ότι ο Υπουργός Άμυνας επικυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων τον εμποδίζει από του να συμμετέχει στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, το οποίο εξετάζει ιεραρχικές προσφυγές. Τη θέση του αυτή ο αιτητής βασίζει και στο πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα "Σύγχρονες Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητας στο Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Τάχου από τη σελ.137:

"(2) Ερειδομένη επί της γενικής αρχής του δικαίου, καθ΄ης ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων. Ούτω, βασίμως τεκμαίρεται ότι το διοικητικόν όργανον το εκδώσαν διοικητικήν τινά πράξιν θα μεροληπτήση υπέρ της εαυτού γνώμης - διατυπωθείσης ήδη - εάν τυχόν αύτη τεθή εκ νέου υπό την κρίσιν του."

 

Επίσης κάμνει και αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Papapanayiotou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 790, p. 798-799:

"A situation thus arises whereby the Minister, who had already taken a decision approving not only the nomination of the ship of the applicant as a tourist place of entertainment under section 2(d) (if there was such decision), but also its classification as a tavern under section 4, comes to review hierarchically his own decision, contrary to the rule of natural justice that no man will be a judge in his own cause. Even the notion of "hierarchical recourse" itself denotes that the recourse should be heard by a hierarchically superior organ, which is not the case here."

Εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση προεβλήθη αντίθετα η θέση ότι οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ισχύουν μόνο σε περίπτωση δικαστικής ή οιωνεί δικαστικής διαδικασίας που δεν είναι η παρούσα καθώς επίσης και στο επιχείρημα ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η επανάκριση έγινε από το Συμβούλιο Επανακρίσεων, στο οποίο μετέχει ο Υπουργός από απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, στο οποίο δεν μετέχει. Επί του προκειμένου γίνεται και αναφορά στην υπόθεση Prodromou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1540, στην οποία αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

"Ιn the case of Mytidou v. CY.T.A. (1982) 3 C.L.R. 555, though ample authority appears that where the administrative process requires action on the part of two separate organs, they must generally be distinctly different in composition, however, it goes on to state at p.590:

"In the Greek Administrative Law though the principle that a person cannot be a judge in his own case is well founded there are exceptions either provided by law (Cases 1051/61, 1211/65, 677/66, 2675/68) or by the regulation concerning the constitution of the collective organ. Furthermore, there are decisions of the Greek Council of State where the participation of the person who took the first instance decision in the collective organ which dealt with the validity of such decision, was found as not violating the above principle."

In the case No. 2114/1965 of the Greek Council of State it was decided that no obligation is imposed by the general principles of administrative law on collective organs to review their decisions under a different composition from that under which they issue their decision under review.

I would consider in the present case that the functions of the examiner were neither judicial nor quasi-Judicial and in the circumstances the rules of natural justice have not been infringed."

Kάτω από το φως των πιο πάνω νομικών αρχών έστω και αν δεχθώ ότι με την επικύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων ο Υπουργός Άμυνας μπορεί να θεωρηθεί ως συμμετέχων στο Συμβούλιο Κρίσεων εντούτοις καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

Προσβάλλει ο αιτητής περαιτέρω το αναιτιολόγητο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων, το επιχείρημα του όμως αυτό δεν υποστηρίζεται εάν εξετάσει κάποιος τη σχετική απόφαση που επισυνάπτεται ως τεκμ.7 στην ένσταση των καθ΄ων η αίτηση. Έτσι, και η θέση αυτή του αιτητή πρέπει να απορριφθεί.

Ισχυρίζεται επίσης ο αιτητής ότι υπήρξε αντικείμενο άνισης μεταχείρισης με αναφορά στη γραπτή του αγόρευση σε περιπτώσεις άλλων αξιωματικών. Επισημαίνεται όμως ότι η θέση αυτή δεν έχει τεκμηριωθεί δεόντως ενώπιον μου όπως απαιτείται και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός πρέπει να καταλήξει σε αποτυχία.

Θα προχωρήσω τώρα να εξετάσω τον ουσιαστικό λόγο της προσφυγής που συνίσταται στο ότι λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο Κρίσεων η πειθαρχικές ποινές που βάρυναν τον αιτητή καθώς και η χαμηλή επίδοση του στη Σχολή Πεζικού. Είναι βοηθητικό στο στάδιο αυτό να παραθέσω τη σχετική διοικητική απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων που επισυνάπτεται στην ένσταση ως τεκμ.1.

"Παρ΄όλο που η βαθμολογία του στα ουσιαστικά προσόντα στις Εκθέσεις Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό, μπορεί να δικαιολογεί κρίση ανώτερης διαβάθμισης, ωστόσο η πλειοψηφία του Συμβουλίου τον έκρινε προακτέο κατ΄αρχαιότητα, αφού έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη:

Τη φύση και σοβαρότητα των πέντε πειθραρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν διαφορες πειθαρχικές ποινές τα έτη 1985, 1986, 1987 και 1992, καθώς και το ότι η επίδοσή του στη Σχολή Πεζικού/Βασικό Τμήμα ήταν χαμηλή (14,68).

Τα άλλα δυο Μέλη του Συμβουλίου διαφώνησαν με την απόφαση της πλειοψηφίας και τον έκριναν προακτέο κατ΄εκλογήν."

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι, εν όψει των βαθμολογιών του αιτητή κατά τα τελευταία έτη που σε όλα τα σημεία κρίσεως τον κατατάσσουν ως πολύ καλό και εξαίρετο, και ενόψει του ότι κατά τις κρίσεις αυτές υπήρχαν οι πειθαρχικές ποινές και η επίδοση του στη σχολή και λήφθηκαν υπόψη κατά τις αξιολογήσεις του στις εκθέσεις για τα έτη 1990-1994, οι καθ΄ων η αίτηση ώφειλαν να μην τις λάβουν υπόψη κατά την κρίση του αιτητή ως προακτέου κατ΄επιλογή ή αρχαιότητα. Η θέση του αιτητή αναφορικά με τη σχετικότητα των πειθαρχικών ποινών δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο λεκτικό του σχετικού κανονισμού αλλά και ούτε στη νομολογία. Σύμφωνα με ρητή πρόνοια των Κανονισμών (δέστε Κανονισμό 41(6)) κατά την κρίση αξιωματικού το Συμβούλιο Κρίσεων λαμβάνει υπόψη και εκτιμά όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία με ιδιαίτερη βαρύτητα στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού. Στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 761/92 ημερ. 22.12.94, αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων είχε δικαίωμα, βάσει του Καν.41(1)(6) και του Καν.29, να κρίνει τον αιτητή με βάση όλα τα στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο του, συσμπεριλαμβανομένων και των στοιχείων που αφορούσαν τις πειθαρχικές ποινές που του επιβλήθηκαν."

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων, δηλαδή το γεγονός της χαμηλής βαθμολογίας του αιτητή στο Σχολή Πεζικού, ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι τούτο λήφθηκε υπόψη παράνομα γιατί ήταν εξωγενές στοιχείο που δεν περιείχετο στα στοιχεία "μη συνηγορούντα για προαγωγή" όπως φαίνεται στο τεκμ.1 του Παραρτήματος 1 στην ένσταση. Επιπρόσθετα, υπέβαλε ότι η επίδοση στη Σχολή Πεζικού δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία του Καν. 29(1) και 2(γ) για την κατ΄εκλογή κρίση και αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 245/95, ημερ. 22.11.95, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

"Και ναι μεν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 29(1) και 2(γ) των Κανονισμών, ο αξιωματικός κρίνεται με βάση τα στοιχεία του ατομικού του φακέλου στα οποία περιλαμβάνονται και τα τυχόν ακαδημαϊκά του προσόντα από στρατιωτικές σχολές στις οποίες εφοίτησε, πλην όμως, το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας με το οποίο ο αιτητής κρίθηκε ως προακτέος κατ΄αρχαιότητα για το λόγο ότι δεν ήταν απόφοιτος ανώτατης σχολής στρατιωτικής κατάρτισης δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου η οποία να καθιστά την κατοχή του προσόντος αυτού αναγκαία προϋπόθεση για την κατ΄εκλογήν κρίση αξιωματικού και για τον λόγο αυτό, το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας της επίμαχης κρίσης είναι πρόδηλα παράνομο.

Ενόψει του παράνομου του δεύτερου σκέλους της αιτιολογίας, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης κλονίζει στο σύνολο της, για τον λόγο ότι είναι άδηλο ποία θα ήταν η κρίση του Συμβουλίου εάν δεν ελαμβάνετο υπόψιν το παράνομο σκέλος."

Είναι γεγονός ότι τόσο οι πειθαρχικές ποινές όσο και η επίδοση του αιτητή στη Σχολή Πεζικού ήσαν δεδομένα τα οποία λαμβάνονταν ή έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη κατά τις ετήσιες εκθέσεις του αιτητή. Παρόλον τούτο δεν φαίνεται να επηρέασαν ουσιαστικά τη βαθμολογία του που σε πλείστα σημεία ήταν "εξαίρετος" ή το λιγότερο "πολύ καλός". Είναι γεγονός ότι επανειλημμένα έχει τονισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι οι πειθαρχικές ποινές εφόσον νόμιμα βρίσκονται στο φάκελο αξιωματικού νόμιμα λαμβάνονται και υπόψη. Εναπόκειται όμως στην κρίση του αρμόδιου οργάνου η εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου του κρινόμενου αξιωματικού και η πρόσδοση βαρύτητας σε οποιαδήποτε απ΄αυτά. (Δέστε μεταξύ άλλων Όξυνος ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 896/92, ημερ. 13.11.95 και Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 895/92, ημερ. 13.11.95).

Έτσι, όσον αφορά τις πειθαρχικές καταδίκες του αιτητή κρίνω ότι οι καθ΄ων η αίτηση, εν όψει της εξαίρετης και πολύ καλής βαθμολογίας του κατά τα έτη 1990 μέχρι 1994 σε σχέση με την οποία είχαν ήδη ληφθεί υπόψη οι πειθαρχικές ποινές, προσέδωσαν δυσανάλογη βαρύτητα σε αυτές, εξουδετερώνοντας στην ουσία την πιο πάνω πολύ καλή και εξαίρετη βαθμολογία του αιτητή. Όσον αφορά την επίδοση του στη Σχολή Πεζικού, κρίνω ότι τούτο δεν ήταν κριτήριο που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αλλά και αν μπορούσε ως στοιχείο που περιείχετο στο φάκελο του να παίξει κάποιο ρόλο, η σημασία την οποία του απέδωσε το Συμβούλιο ήταν σίγουρα υπερβολική κάτω από τις περιστάσεις.

Κάτω από το φως των πιο πάνω καταλήγω ότι οι καθ΄ων η αίτηση άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια λανθασμένα και κατάληξαν στο συμπέρασμα τους με αιτιολογία που πάσχει. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο