ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 261
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 825/95
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
Ανδρέα Αγγελή από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
________
31 Ιανουαρίου, 1997
Για τον αιτητή: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Βασιλειάδης.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2 : καμιά εμφάνιση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει δήλωση ότι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που δημοσιεύτηκε στις 7.7.1995 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Μιχαήλ Μιχαηλίδης και Αντώνιος Λοής στη μόνιμη θέση αρχιδεσμοφύλακα, Φυλακές, αντί του αιτητή είναι άκυρη. Στις 19.1.1995 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να προβεί στην πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης αρχιδεσμοφύλακα, που παρέμενε κενή από την 1.8.1994 λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της και για την οποία δεν υποβλήθηκε πρόταση για πλήρωσή της από την αρμόδια αρχή. Επειδή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας η θέση αρχιδεσμοφύλακα είναι θέση προαγωγής, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα για να παραστεί στη συνεδρία και ο Διευθυντής των Φυλακών. ΄Ετσι σε συνεδρίαση της Επιτροπής στις 29.5.1995, ο Διευθυντής Φυλακών που ήταν παρών σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαήλ Μιχαηλίδη για προαγωγή. Η Επιτροπή αφού ο Διευθυντής αποχώρησε, προχώρησε και αφού εξέτασε τα διάφορα ενώπιόν της στοιχεία, κατέληξε ότι ο συστηθείς υπερείχε των άλλων υποψηφίων και του προσέφερε προαγωγή στη θέση.
Στις 28.4.1995 η Επιτροπή αποφάσισε να επιληφθεί, ύστερα από σχετική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ημερ. 13.4.1995, της πλήρωσης μιας κενής μόνιμης θέσης αρχιδεσμοφύλακα. Στη συνεδρίαση της Επιτροπής ημερ. 29.5.1995, ο Διευθυντής Φυλακών σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος Αντώνιο Λοή για προαγωγή και στη συνέχεια αφού αποχώρησε, η Επιτροπή προχώρησε στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και τελικά αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στον Λοή. Και οι δύο αποφάσεις της Επιτροπής προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η σύσταση του Διευθυντή Φυλακών πάσχει γιατί δεν είναι αιτιολογημένη όπως απαιτεί το άρθρο 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο ότι η σύσταση του Διευθυντή και στις δύο προαγωγές παρόλον ότι εμφανίζεται φραστικά εκτενής, εν τούτοις στην ουσία δεν αποκαλύπτει αιτιολογία, ενώ περαιτέρω αρχίζει τη σύστασή του αναφέροντας ότι βάσισε τη γνώμη του στα τρία νομοθετημένα κριτήρια, ήτοι αξία, προσόντα και αρχαιότητα, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Διευθυντής επαναλαμβάνει απλώς όρους που περιέχει ο νόμος κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι ο Διευθυντής προβαίνει σε αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις που ήταν ήδη ενώπιον της Επιτροπής. Είναι επίσης η θέση του αιτητή ότι ο Διευθυντής δίδει σημασία στην κατοχή του βαθμού του υποδεκανέα, αλλά παραβλέπει το γεγονός ότι ο αιτητής έγινε υποδεκανέας το 1977, ενώ ο Λοής το 1985 και ο Μιχαηλίδης το 1990, παραλείποντας έτσι να προβεί σε αναφορά ως προς τη μεγαλύτερη πείρα του. Τέλος αναφέρεται στις ικανότητες και ιδιότητες των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς να εξηγεί στη συνέχεια ποιες είναι αυτές. ΄Ολα τα πιο πάνω, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, καταλήγουν στο ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί δεν είναι αιτιολογημένη.
Κανένας από τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή δεν ευσταθεί. Κατ΄ αρχήν η απλή αναφορά του Διευθυντή στα τρία στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψη δεν έχει αντίκτυπο στην εγκυρότητα ή βαρύτητα της σύστασής του. Ο Διευθυντής αναφέρεται στα τρία στοιχεία (αξία, πείρα και προσόντα) και στη συνέχεια προβαίνει σε πλήρη ανάλυση και αιτιολογία της θέσης του. Με μεγάλη λεπτομέρεια αναλύει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί καταλληλότερους για προαγωγή τους Μιχαηλίδη και Λοή και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τους λόγους της σύστασής του. Η αναφορά στα τρία νομοθετημένα κριτήρια γίνεται με σκοπό την εισαγωγή στο θέμα, ενώ στη συνέχεια αναλύεται η κατά τη γνώμη του προσφορά των ενδιαφερομένων μερών με μεγάλη λεπτομέρεια.
Η αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις ή και οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε δεν αποτελεί ενέργεια που καθιστά τη σύσταση τρωτή. Η χρήση ή ανάπλαση των ήδη υπαρχόντων στοιχείων στους υπηρεσιακούς φακέλλους που συντάχτηκαν σε ανύποπτο χρόνο δεν αποτελεί εισαγωγή εξωγενών στοιχείων κρίσης (βλ. Σωτηρούλλα Μικαίου - Σολωμού και άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 586/94 και 598/94, ημερ. 21.9.1995). Στη σύσταση δεν φαίνεται να αναφέρεται ο,τιδήποτε που να συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλλων που βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής. Αντίθετα φαίνεται ότι ο Διευθυντής προβαίνει σε μια ολική εκτίμηση και όχι σε ανάπλαση ή αλλαγή των υπαρχόντων στοιχείων. ΄Εχει και στο παρελθόν λεχθεί ότι μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή είναι και η εξουσία να αξιολογεί τα στοιχεία των φακέλλων και να καταλήγει σε συμπεράσματα. Ο Διευθυντής απλώς εξειδικεύει τα στοιχεία που καταδεικνύουν την άποψή του για την καταλληλότητα των προσώπων που συστήνει (βλ. Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 760/94, ημερ. 31.10.1995
).Ο Διευθυντής ήταν αναγκασμένος να επιλέξει μεταξύ ενός αριθμού υποψηφίων και να προβεί στις συστάσεις του. Παρέθεσε στην Επιτροπή διάφορα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπική του γνώμη και τα οποία καθιστούν τα ενδιαφερόμενα μέρη καταλληλότερα για προαγωγή. Το γεγονός ότι μερικά από τα στοιχεία πιθανόν να περιέχονται και στις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν θα πρέπει να τον εμποδίσει από του να τα αναφέρει στη διατύπωση της απόφασής του. Με βάση όλα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν αναιτιολόγητη ή αόριστη και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν.
Με βάση την περί Φυλακών νομοθεσία, ο Διευθυντής μπορεί να αναθέσει σε ορισμένους δεσμοφύλακες καθήκοντα υποδεκανέα. Η ανάθεση των καθηκόντων αυτών γίνεται με σκοπό την εκτέλεση υψηλότερων καθηκόντων από αυτών του δεσμοφύλακα. ΄Οπως ανάφερε και ο Διευθυντής στη σύστασή του τα κριτήρια στα οποία βασίζεται για την επιλογή αυτή είναι η απόδοση των υπαλλήλων στην εργασία τους και η ικανότητά τους να εκτελέσουν υψηλότερα καθήκοντα από τα καθήκοντα του απλού δεσμοφύλακα. Ενασκώντας το δικαίωμα αυτό ο Διευθυντής ανέθεσε καθήκοντα υποδεκανέα σε αριθμό δεσμοφυλάκων μεταξύ των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής. Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο Διευθυντής, ενώ δίνει σημασία στα καθήκοντα των υποδεκανέων, παραβλέπει το γεγονός ότι ο αιτητής έγινε υποδεκανέας το 1977, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Λοής το 1985 και ο Μιχαηλίδης το 1990 και συνεπώς διαθέτει πολύ μεγαλύτερη πείρα. Ούτε αυτή η θέση προάγει την υπόθεση του αιτητή. Ο Διευθυντής στην αρχή της σύστασής του αναφέρεται στους υποδεκανείς, ενώ ενώπιον της Επιτροπής είχαν τεθεί όλα τα στοιχεία και συνεπώς δεν μπορεί να ευσταθήσει κατηγορία ότι είχαν αποκρυβεί οποιαδήποτε στοιχεία που ευνοούσαν τον αιτητή. Περαιτέρω η αναφορά του Διευθυντή στο ενδιαφερόμενο μέρος ως "έμπειρου δεσμοφύλακα" αποτελεί αξιολόγηση της γενικής εικόνας που παρουσίαζε, χωρίς φανερά πρόθεση ειδικής αναφοράς στο βαθμό πείρας που ο συγκεκριμένος δεσμοφύλακας είχε. Η αναφορά δεν έγινε για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων, αλλά για να καταδειχθεί η ικανότητα του συστηθέντος.
Προβάλλεται όπως είπαμε και ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή γιατί αναφέρεται γενικά στις ικανότητες και ιδιότητες των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιείται η κρίση του. ΄Εχει λεχθεί ότι οι λέξεις "ιδιότητες και ικανότητες" είναι αυτόδηλες έννοιες έτσι που να μην χρειάζεται οποιαδήποτε εξήγησή τους (βλ. Ανδρέας Αγγελής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 430/95, ημερ.
9.2.1996). Βρίσκω ότι δεν είναι απαραίτητο η σύσταση να επεκτείνεται στο βαθμό που εισηγείται ο αιτητής. Απλώς θα πρέπει να παραμένει μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας και της νομολογίας και να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους προβαίνει στη συγκεκριμένη σύσταση. Δεν νομίζω ότι η γενική αναφορά στις ικανότητες των ενδιαφερομένων μερών καθιστά τη σύσταση τρωτή.Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι υπερέχει έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Μιχαήλ Μιχαηλίδη. Εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους δείχνει ότι για τα έτη 1979 έως 1986, με εξαίρεση το 1985, ο αιτητής πράγματι υπερέχει του Μιχαηλίδη. Μετά το 1986 και μέχρι την ημέρα της προαγωγής, η αξιολόγηση τους φέρει ισοδύναμους. Η εικόνα που παρουσιάζουν οι υπηρεσιακοί φάκελλοι τα τελευταία πριν από την προαγωγή χρόνια, που είναι και τα χρόνια που λαμβάνονται ιδιαίτερα υπ΄ όψη, δείχνουν ότι ο αιτητής ισοβαθμεί με το ενδιαφερόμενο μέρος και δεν δικαιολογείται ο ισχυρισμός για υπεροχή του αιτητή. Ο αιτητής διαθέτει τα ίδια προσόντα με τον Μιχαηλίδη, ενώ σε αρχαιότητα υπερέχει ο Μιχαηλίδης οριακά (για εννιά περίπου μήνες). Ο αιτητής υπερέχει σε πείρα αλλά λαμβάνοντας υπ΄ όψη το σύνολο των στοιχείων και κυρίως τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία σαφώς κλίνει υπέρ του Μιχαηλίδη και την
αρχαιότητα καθώς και την ισοβαθμία στις εκθέσεις από το 1987, δεν δικαιολογείται κατάληξη για έκδηλη υπεροχή του αιτητή. ΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι δεν αρκεί να καταφανεί ότι ο αιτητής υπερτερεί του προσώπου που διορίστηκε. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπερείχε έκδηλα. Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνοντας υπ΄ όψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, δεν μπορεί καν να λεχθεί ότι ο αιτητής υπερείχε του Μιχαηλίδη, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να γίνει λόγος για έκδηλη υπεροχή.Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η απόφαση της Επιτροπής πάσχει γιατί στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. ΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η διοικητική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Για να είναι δε νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίκτηκε η απόφαση να είναι γνωστή (βλ. Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χατζηγεωργίου, (1994) 3 Α.Α.Δ. 574). Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θέτει στην απόφασή της τα στοιχεία που έλαβε υπ΄ όψη, μεταξύ των οποίων οι προσωπικοί φάκελλοι και οι φάκελλοι ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και η σύσταση του Διευθυντή. ΄Ελαβε επίσης υπ΄όψη τα προσόντα και την αρχαιότητά τους και κατέληξε στην απόφασή της. Η απόφαση της Επιτροπής περιέχει όλα τα στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να προβεί στο δικαστικό έλεγχο και να αντιληφθεί πού η Επιτροπή βασίστηκε για να καταλήξει στα συμπεράσματά της. ΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι δεν είναι αναγκαία η αναφορά σε καθένα από τους υποψηφίους χωριστά. Κανένας κανόνας του διοικητικού δικαίου δεν υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να καταγράφει τις νοητικές διεργασίες βάσει των οποίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο είναι καταλληλότερος για διορισμό ή προβιβασμό από τους άλλους υποψήφιους
(βλ. Ανδρέας Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 606, ημερ. 19.5.1989). Καθήκον της Επιτροπής είναι να ερευνήσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία και να αιτιολογήσει την απόφαση στο βαθμό που να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα, αλλά δέκτηκε παθητικά όσα προέβαλε ο Διευθυντής. Από το σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι αντίθετα η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία μεταξύ των οποίων βέβαια και τη σύσταση του Διευθυντή. Τα στοιχεία αυτά ήταν ενώπιον της Επιτροπής και συνεπώς ούτε το παράπονο αυτό του αιτητή ευσταθεί. Η Επιτροπή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα, την οποία υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις θεωρώ αρκούντως επαρκή.Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι κανένα από τα παράπονα του αιτητή δεν ευσταθεί και συνεπώς η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά του παρόντος απορρίπτεται με έξοδα τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω εναντίον του στο ποσό των £250.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ