ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μαρία Αντωνίου για Χρυσαφίνης amp;amp;amp; Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες. Μιχάλης Μιχαήλ για Ρ amp;amp;amp; Χ Σταυράκης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 52/2011, 11/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:C133

(2017) 3 ΑΑΔ 353

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 52/2011

 

11 Απριλίου, 2017

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                                Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση,

 

-  ΚΑΙ  -

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

                       Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.

----------------------

 

 

 

Μαρία Αντωνίου για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Μιχάλης Μιχαήλ για Ρ & Χ Σταυράκης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

----------------------

  ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-  Στις 7.11.2008 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την παροχή υπηρεσιών ασφαλιστικών καλύψεων στους εφεσείοντες, στον οποίο οι εφεσίβλητοι έλαβαν μέρος με την υποβολή προσφοράς.  Μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού υπέρ άλλου προσφοροδότη και την απόρριψη της δικής τους προσφοράς, η οποία ήταν χαμηλότερη από εκείνη του επιτυχόντος προσφοροδότη, οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν επιτυχώς την εν λόγω κατακυρωτική απόφαση με την προσφυγή αρ. 1068/2009.  Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ακυρωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, οι εφεσείοντες άκουσαν και υιοθέτησαν τις θέσεις του συμβούλου τους, κ. Μ. Κυριάκου, Risk and Insurance Management Consultant στην εταιρεία Insuplus Ltd,  αναφορικά με την ομαδοποίηση των ασφαλίσεων που είχαν άμεση σχέση μεταξύ τους.  Για την πρώτη ομάδα των ασφαλίσεων, η οποία αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία, υπέβαλαν προσφορά για όλες τις ασφαλίσεις  η Λαϊκή Ασφαλιστική Λτδ και η Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ.  Μεταξύ των δύο, η προσφορά της Παγκυπριακής Ασφαλιστικής Λτδ ήταν η χαμηλότερη.  Οι εφεσίβλητοι επίσης υπέβαλαν προσφορά για τις ίδιες ασφαλίσεις αλλά κρίθηκε πως η παράλειψη τους να παρουσιάσουν στην προσφορά τους το ασφαλιζόμενο ποσό για την ασφάλιση του «Διακινούμενου Εξοπλισμού» ισοδυναμούσε με μη υποβολή προσφοράς.  Η προσφορά κατακυρώθηκε τελικά στην Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ.

 

Κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εφόσον στην προκήρυξη της προσφοράς αναφερόταν ότι «οι προσφοροδότες μπορούν να υποβάλουν προσφορές για όλες τις Ασφαλιστικές Καλύψεις ή ορισμένες εξ αυτών», η διαφοροποίηση προς όφελος εκείνων που είχαν υποβάλει προσφορές για όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις και εις βάρος εκείνων που είχαν υποβάλει προσφορές για μερικές ασφαλιστικές καλύψεις, όπως οι εφεσίβλητοι, συνιστούσε σφάλμα.  Δέχτηκε, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τη θέση των εφεσιβλήτων πως η απόφαση των εφεσειόντων έπασχε και λόγω ανεπαρκούς έρευνας.  Αυτό γιατί οι εφεσείοντες, σε ό,τι αφορά την ασφάλιση του διακινούμενου εξοπλισμού, υιοθέτησαν, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, την εισήγηση του εν λόγω συμβούλου τους ότι η προσέγγιση των εφεσιβλήτων να συμπεριλάβουν στο ασφάλιστρο που πρότειναν για την κάλυψη του ηλεκτρονικού εξοπλισμού κατά παντός κινδύνου (Ασφάλιση Β) τον διακινούμενο εξοπλισμό κατά παντός κινδύνου (Ασφάλιση Β1), χωρίς επιπρόσθετο ασφάλιστρο, ήταν «σαν να μην έχει υποβληθεί προσφορά για την Ασφάλιση (Β)». Περαιτέρω, η απλή αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ασφάλειες που αφορούν σε περιουσιακά στοιχεία «κατακυρώθηκαν στην Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ έναντι του συνολικού ασφαλίστρου των 91.801», δεν αποτελούσε επαρκή αιτιολογία και οι εφεσείοντες όφειλαν να είχαν πληροφορήσει τους εφεσίβλητους, ως μη επιλεγέντες προσφοροδότες - μάλιστα με πολύ πιο χαμηλή προσφορά - για τους λόγους της απόφασης. 

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν όλα τα πρωτόδικα ευρήματα ως εσφαλμένα. 

 

Υποστηρίζουν οι εφεσείοντες ότι  σε καμία περίπτωση δεν ενήργησαν εις βάρος των εφεσιβλήτων και υπέρ των προσφοροδοτών που υπέβαλαν προσφορές για όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δκαστήριο, καθότι κανένας από τους προσφοροδότες  δεν είχε υποβάλει προσφορά για όλα τα είδη των ασφαλίσεων που είχαν ζητηθεί.  Διευκρινίζουν συναφώς πως η ομαδοποίηση των ασφαλιστικών καλύψεων έγινε με βάση τους όρους της προσφοράς και τη μεταξύ τους σχετικότητα, δυνατότητα η οποία παρέχεται από τους όρους 18.1 και 18.2 της προκήρυξης προσφοράς. Αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι αναγνωρίζοντας αφενός ότι ο όρος 18.2 παρέχει στους εφεσείοντες την ευελιξία στον τρόπο κατακύρωσης των προσφορών επισημαίνουν αφετέρου ότι δεν νομιμοποιείται η κατά το δοκούν ή η ισοπεδωτική ομαδοποίηση. 

 

Καθοριστικής σημασίας για το όλο θέμα της ομαδοποίησης είναι η ερμηνεία των όρων   18.1 και 18.2 των όρων προκήρυξης της προσφοράς, οι οποίοι αναφέρουν ρητά τα ακόλουθα:

 

«Ανάθεση Ασφαλιστικής Σύμβασης

18.1 Το κριτήριο βάσει του οποίου θα ανατεθεί η Σύμβαση είναι η πλέον οικονομικά συμφέρουσα για το ΡΙΚ προσφορά βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στους παρόντες Όρους.

18.2 Το ΡΙΚ διατηρεί το δικαίωμα να κατακυρώσει την προσφορά σε πέραν του ενός προσφέροντος ή να κατακυρώσει συνδυασμούς των ζητούμενων ειδών ασφάλισης σε διαφορετικούς προσφέροντες.»

 

 

Η προκήρυξη είναι πράξη κανονιστικού περιεχομένου που δεσμεύει τους συναγωνιζόμενους και τη διοίκηση. Παράβαση ουσιώδους όρου της διακήρυξης συνιστά παράβαση νόμου και συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης κατακύρωσης της προσφοράς.  Οι όροι της προκήρυξης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά (βλ. Μανουτράκο Λτδ v. Δημοκρατίας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2671). 

 

 

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι η θέση των εφεσειόντων είναι ορθή.  Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, η θεώρηση ότι υπήρξε ανεπίτρεπτη διαφοροποίηση προς όφελος εκείνων που υπέβαλαν προσφορές για όλες τις ασφαλιστικές καλύψεις και εις βάρος εκείνων που υπέβαλαν προσφορές για μερικές ασφαλιστικές καλύψεις, όπως οι εφεσίβλητοι, ενόψει της αναφοράς στην προκήρυξη προσφοράς ότι «οι προσφοροδότες μπορούν να υποβάλουν προσφορές για όλες τις Ασφαλιστικές Καλύψεις ή ορισμένες εξ αυτών», είναι πεπλανημένη. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Συμβούλου των εφεσειόντων, Μανώλη Κυριάκου, ημερομηνίας 13.2.2009 (σελ. 4 της επισύναψης Α στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων) «Κανένας Προσφέρων δεν έχει υποβάλει προσφορά για όλα ανεξαιρέτως τα είδη των ασφαλίσεων που ζητήθηκαν». Μάλιστα, όπως έχει ήδη επισημανθεί, συγκαταλέγονταν και οι εφεσίβλητοι ανάμεσα στους προσφέροντες, μαζί με την Λαϊκή Ασφαλιστική Λτδ (στο εξής «η Λαϊκή») και την Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ (στο εξής «η Παγκυπριακή»), που είχαν υποβάλει προσφορά για όλα τα είδη ασφάλισης της πρώτης Ομάδας - των περιουσιακών στοιχείων - που προέκυψε μετά την ομαδοποίηση, αλλά αποκλείστηκαν στη συνέχεια, καθότι δεν αναφερόταν στην προσφορά τους το ασφαλιζόμενο ποσό για την Ασφάλιση του Διακινούμενου Εξοπλισμού. 

 

 

Ο όρος 18.2, ερμηνευμένος στενά και αυστηρά, παρείχε ευρεία διακριτική ευχέρεια στους εφεσείοντες όσον αφορά την κατακύρωση όλου ή μέρους μιας  προσφοράς, σε ένα ή περισσότερους προσφέροντες και την κατακύρωση συνδυασμού ειδών ασφάλισης σε διαφορετικούς προσφέροντες.   Στα πλαίσια άσκησης της δυνατότητας αυτής ήταν επιτρεπτό για τους εφεσείοντες να επιλέξουν ή να ομαδοποιήσουν συγκεκριμένα είδη ασφάλισης με σκοπό την μερική κατακύρωση μιας προσφοράς, σύμφωνα με τον όρο 18.2, στη βάση των κριτηρίων που τίθενται στον όρο 18.1. 

 

Η επίλυση του παραπάνω ζητήματος υπέρ των εφεσειόντων, λόγω της φύσης του, δεν οδηγεί από μόνο του σε επιτυχία της έφεσης, ούτε καθιστά μη αναγκαία την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, τους οποίους στρεφόμαστε τώρα να εξετάσουμε.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Εσφαλμένη θεωρούν και την απόφαση του Δικαστηρίου ότι έπρεπε να είχαν διερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα της ασφάλισης του διακινούμενου εξοπλισμού και όχι να «υιοθετήσουν απλά» την (εκ πρώτης όψεως λανθασμένη) - κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο - εισήγηση του συμβούλου τους ότι η προσέγγιση  των εφεσιβλήτων αναφορικά με το ζήτημα αυτό ήταν μη ικανοποιητική.

 

 

Τα παράπονα των εφεσειόντων ευσταθούν.  Η εισήγηση του συμβούλου των εφεσειόντων, κ. Μ. Κυριάκου, στην οποία αναφέρεται η πρωτόδικη απόφαση  περιλαμβάνεται στη συμπληρωματική έκθεση του.  Σύμφωνα με αυτή:

 

«Στην ασφάλιση Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού (Β), η Kentriki πρότεινε ασφάλιστρα κατά 55% χαμηλότερα από την αμέσως ψηλότερη προσφορά.   Όσον αφορά την ασφάλιση του Διακινούμενου Εξοπλισμού (Β1), η εταιρεία [οι εφεσίβλητοι] χωρίς να δώσει οποιαδήποτε (sic) διευκρινίσεις ή λεπτομέρειες αναφέρει στην προσφορά της ότι συμπεριλαμβάνεται στην Ασφάλιση (Β), δηλ. το ποσό του Διακινούμενου Εξοπλισμού . συμπεριλαμβάνεται στο ποσό της κάλυψης (Β). Η προσέγγιση αυτή αξιολογείται ως μη ικανοποιητική, γιατί σε τελευταία ανάλυση, είναι σαν να μην έχει υποβληθεί προσφορά για την ασφάλιση (Β)».

 

Οι εφεσείοντες, στις 7.11.2008, είχαν ζητήσει προσφορές για συγκεκριμένες ασφαλιστικές καλύψεις, στις οποίες συγκαταλεγόταν και η Ασφάλιση Διακινούμενου Εξοπλισμού (κατά παντός κινδύνου).  Όπως σημειώνεται στην αρχική έκθεση (Αξιολόγηση) που υπέβαλε ο κ. Κυριάκου στους εφεσείοντες, για τα πέντε είδη ασφαλίσεων που είχαν σχέση με την ομάδα που αφορούσε στα περιουσιακά στοιχεία - (Α) Πυρός, (Β) Ηλεκτρονικού Εξοπλισμού, (Β1) Διακινούμενου εξοπλισμού, (Β2) Ηλεκτρονικού εξοπλισμού και Ο.Β. Vans και (Γ) Κλοπής - είχαν υποβάλει προσφορές η Λαϊκή και η Παγκυπριακή.  Η δε διαφορά στα ασφάλιστρα στην προσφορά των εφεσιβλήτων, κατά 49% περίπου χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στην προσφορά της Παγκυπριακής - τα οποία ήταν χαμηλότερα από της Λαϊκής - χαρακτηρίζεται ως ασυνήθιστη.  Εξηγείται δε, ότι ένας από τους κύριους λόγους της διαφοράς ήταν η παράλειψη των εφεσιβλήτων να παρουσιάσουν στην προσφορά τους το επιπρόσθετο ποσό των €1.270.112 στην ασφάλιση Β1 που αφορούσε τον Διακινούμενο Εξοπλισμό.  Αναφέρεται, επίσης, πως η προσφορά των εφεσιβλήτων παρουσιάζει ασάφειες σε ορισμένα από τα πιο πάνω είδη ασφάλισης. 

 

Γίνεται σαφές από το περιεχόμενο των εκθέσεων του συμβούλου των εφεσειόντων, αρχική και συμπληρωματική, ότι οι εισηγήσεις του προς τους εφεσείοντες έγιναν μετά από πλήρη και ενδελεχή έλεγχο και μελέτη των προσφορών και των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων.  Οι δε εισηγήσεις του υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή Προσφορών των εφεσειόντων σε συνεδρία της στις 20.5.2009, κατά την οποία αποφασίστηκε η κατακύρωση της προσφοράς στην Παγκυπριακή, αφού η εν λόγω Επιτροπή μελέτησε τη συμπληρωματική έκθεση του συμβούλου - ο οποίος παρέστη στη συνεδρία - και άκουσε τις επισημάνσεις του.  Δεν θεωρούμε ότι επιβαλλόταν η περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος της συμπερίληψης, κατά τους εφεσίβλητους, του ποσού του διακινούμενου εξοπλισμού στο ποσό που αφορούσε τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι εφεσείοντες είχαν ζητήσει την υποβολή προσφορών για συγκεκριμένες ασφαλιστικές καλύψεις, όπως πιο πάνω αναφέρεται.  

 

Ως προς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι ήταν απόλυτα αιτιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου. 

 

Θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες όφειλαν να πληροφορήσουν τους εφεσίβλητους για τους λόγους της απόφασης τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε παράλληλα ότι οι λόγοι της κατακύρωσης της προσφοράς στην Παγκυπριακή δεν φαίνονταν στην επίδικη απόφαση ούτε διαφαινόταν από τα στοιχεία των φακέλων ποιοι ήταν οι λόγοι κατακύρωσης και πως η «ομαδοποίηση», την οποία είχε εισηγηθεί ο σύμβουλος των εφεσειόντων, δεν συνιστούσε θεμιτό λόγο κατακύρωσης της προσφοράς στην Παγκυπριακή.

 

Είναι σαφές ότι για την απόφαση των εφεσειόντων υπάρχει και αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ιδιαίτερα από τις εκθέσεις του συμβούλου των εφεσειόντων, Μ. Κυριακού.  Βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.  Εξ ου και η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Έχει νομολογηθεί ότι η διοικητική πράξη θεωρείται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Δαμιανού ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 129, Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). 

 

Το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, (Ν.158(Ι)/1999) και η νομολογία αναγνωρίζουν τη δυνατότητα συμπλήρωσης ή αναπλήρωσης μιας διοικητικής απόφασης από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.  Τονίστηκε δε στην Ηλιόπουλος ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 ότι η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου είναι δυνατή όταν αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση αν καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση, όπως είναι η περίπτωση μας.  Τονίστηκε δε πως:

 

«Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο.  Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση.»

 

 

Θα πρέπει εδώ να υπενθυμιστεί επίσης ότι από τη στιγμή που το σκεπτικό της απόφασης του διοικητικού οργάνου ερείδεται σε τεχνική κρίση, η δικαστική παρέμβαση είναι περιορισμένη.  Εν προκειμένω, η εμπειρική δικαστική γνώση ή τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν επαρκούν για να ασκηθεί αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των ζητημάτων που απασχόλησαν στα πλαίσια των εκθέσεων του συμβούλου των εφεσειόντων, αφού απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις, τις οποίες το Δικαστήριο δεν διαθέτει.  Σημειώνουμε συναφώς τα όσα χαρακτηριστικά αναφέρονται στην αρχική έκθεση του συμβούλου περί των Ασφάλιστρων και Όρων Ασφάλισης:

 

«Είναι προφανές ότι, λόγω του εξειδικευμένου της ασφαλιστικής υπηρεσίας, το ύψος των ασφαλίστρων που προτείνονται από τους προσφέροντες είναι πάντα σχετικό, αλλά και άμεσα συνδεδεμένο, τόσο με την περιεκτικότητα των ασφαλιστηρίων, όσο και με τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες προτείνεται η ασφαλιστική κάλυψη.

 

Για το λόγο αυτό, οι όροι και προϋποθέσεις ασφάλισης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων αποτελούν ουσιώδη βάση για την αξιολόγηση του κόστους σε ασφάλιστρα που υποβάλλεται από μια ασφαλιστική εταιρεία.  Στα πλαίσια της αξιολόγησης μιας προσφοράς, η βαρύτητα που συνήθως αποδίδεται στους όρους ασφάλισης καθορίζεται κατά κανόνα, στο 60-70%.

 

Αν δηλαδή, μια προσφέρουσα ασφαλιστική εταιρεία στην προσπάθεια της να διαγνωστεί με χαμηλά ασφάλιστρα, υποβαθμίσει τους όρους ασφάλισης με σημαντικές εξαιρέσεις, δεσμευτικούς όρους (εγγυήσεις) και οποιουσδήποτε άλλους περιορισμούς που ουσιαστικά συρρικνώνουν το πλαίσιο ασφαλιστικής κάλυψης, τότε το κόστος σε ασφάλιστρα είναι άνευ σημασίας και μπορεί σε τελευταία ανάλυση τα ασφάλιστρα να αξιολογηθούν ως σημαντικά ψηλότερα σε σχέση με αυτά που προτείνονται».

 

 

Η εν προκειμένω τεχνική κρίση του συμβούλου των εφεσειόντων, δηλαδή η αξιολόγηση των στοιχείων που συνέθεταν τις προσφορές που είχε ενώπιον του, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.  Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

                                   

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο