ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C530
(2016) 3 ΑΑΔ 587
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 207/10)
(Υπόθ. Αρ. 953/09)
21 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Eφεσείοντες
ΚΑΙ
ΛΟΥΚΑΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ
Εφεσίβλητος
---------
Στ. Μαξιούτη (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.
Μ. Χριστοφόρου για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Oι εφεσείοντες, Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), ανακαλώντας προηγούμενη απορριπτική τους απόφαση, επανεξέτασαν στις 16.6.2009 την αίτηση του εφεσίβλητου ημερ. 16.7.2004, για εγγραφή στο Μητρώο των Μελών τους, στον Κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής, περιλαμβανομένης της Μηχανικής Τοπίου, για να την απορρίψουν εκ νέου με την αιτιολογία, ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα υπό του Νόμου απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, στηριζόμενοι κατ΄ ουσίαν στο άρθρο 7(1)(α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου (περί ΕΤΕΚ Νόμος), Ν. 224/90:
«7.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (1Α) και (1Γ), κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου αν—
(α) Κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού:.»
Θεωρούν οι εφεσείοντες και έτσι αιτιολόγησαν περαιτέρω την απόρριψη της, ότι το πρόγραμμα σπουδών που είχε παρακολουθήσει ο αιτητής, για να του χορηγηθεί το δίπλωμα από το ΑΤΙ το 1985: «Diploma of Technician Engineer in Civil Engineering», δεν έχει τύχει στο παρελθόν αναγνώρισης στον κλάδο της Μηχανικής από το Επιμελητήριο, εφόσον: «το ΑΤΙ δεν ήταν και δεν είναι πανεπιστημιακό ίδρυμα, ούτε απονέμει πανεπιστημιακά διπλώματα ή πτυχία», οπότε το πτυχίο του εφεσίβλητου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου.
Ο εφεσίβλητος επικέντρωσε τις αιτιάσεις του ιδιαιτέρως στο άρθρο 2 του τροποποιητικού Νόμου 1(Ι)/2004, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 23.1.2004, ο οποίος τροποποίησε τον περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανωτάτης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμο, Ν. 68(Ι)/96 (ο τροποποιητικός Νόμος), δια της προσθήκης του εδαφίου 14(α)(2) στο άρθρο 14Α του βασικού Νόμου, για να υποστηρίξει, ότι μετά την εισαγωγή του τροποποιητικού Νόμου, οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να παραγνωρίζουν τη ρητή επιταγή του περί ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του προς βασικό τίτλο σπουδών ανωτάτης εκπαίδευσης:
«14(α)(2) Αντίστοιχα με τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) της Ελλάδας, οι τίτλοι σπουδών του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΤΙ) θεωρούνται ισότιμοι και αντίστοιχοι προς Βασικό Τίτλο Σπουδών Ανώτατης Εκπαίδευσης:
Οι εφεσείοντες, υποστήριξαν το σύννομο των ενεργειών τους και την ορθότητα της απόφασης η οποία λήφθηκε, θεωρούν, κατόπιν άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως, ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε το δίπλωμα του το 1985 και επομένως, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση του οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση του Νόμου.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο «κάποιες από τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου», ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα, απορρίπτοντας τις επιμέρους ερμηνευτικές θέσεις των εφεσειόντων θεωρώντας ότι:
Η τελευταία πρόταση του Δικαστηρίου, παρέπεμπε στην ημερομηνία υποβολής της αίτησης, υποβλήθηκε το 2004 και στη συνέχεια επανεξετάστηκε το 2009, οπότε θεώρησε, το Δικαστήριο, ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε κριθεί με τον τροποποιητικό Νόμο και όχι ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του.
Εναντίον της απόφασης, καταχωρίστηκαν οκτώ λόγοι έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε ως μια ενότητα εφόσον πλήττουν τα επιμέρους ευρήματα του Δικαστηρίου ως λανθασμένα, όπως συνοψίζονται στην τελευταία παράγραφο που ακολουθεί:
Τα εγειρόμενα από τον εφεσίβλητο ζητήματα τα οποία το Δικαστήριο επέλυσε επ΄ ωφελεία του και τα οποία προσβάλλουν οι εφεσείοντες, έχουν κριθεί νομολογιακά και δεν επιδέχονται, θεωρούμε, διαφορετικής αντίκρισης (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2005) 3 Α.Α.Δ. 274, Δημοκρατία ν. Σαββίδη, (2011) 3 Α.Α.Δ. 43, Πέρδικου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/10, 29.1.2016, ECLI:CY:AD:2016:C55, όπου υιοθετούνται τα λεχθέντα στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Σαββίδη).
Η αναγνώριση τίτλων σπουδών, για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Επιμελητηρίου, ρυθμίζεται δε από τον περί ΕΤΕΚ Νόμο και ιδιαιτέρως από το άρθρο 7(1)(α) ανωτέρω και δεν περιορίζεται, ούτε και είναι δυνατόν να περιοριστεί από τις διατάξεις του τροποποιητικού Νόμου, όπως άλλωστε ορίζει η ρητή επιφύλαξη του άρθρου 12 του Μέρους ΙV του ιδίου, υπό τον τίτλο «Αναγνώριση Τίτλου Σπουδών»:
«12(4) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου αναγνώριση τίτλων σπουδών δεν περιλαμβάνει και δεν επηρεάζει τίτλους σπουδών που τυγχάνουν αναγνώρισης σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για σκοπούς εγγραφής και άσκησης συγκεκριμένου επαγγέλματος.
(5) Τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί και έτυχαν αναγνώρισης πριν από την ψήφιση του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι με την επίμαχη τροποποίηση οι εφεσείοντες ήσαν δέσμιοι να αναγνωρίσουν το πτυχίο του ΑΤΙ ως ισοδύναμο με βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης. Στην Δημοκρατία ν. Σαββίδη (ανωτέρω) αποφασίστηκε από την Ολομέλεια, πως το γεγονός ότι οι τίτλοι σπουδών του ΑΤΙ, «θεωρούνται» ισότιμοι και αντίστοιχοι προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν υποκαθιστά την εξουσία του αρμοδίου διοικητικού οργάνου (ΚΥΣΑΤΣ), να αξιολογεί τους εν λόγω τίτλους για τους σκοπούς του Νόμου, ούτε προεξοφλεί την αυτόματη αναγνώρισή τους για επαγγελματικούς σκοπούς. Μια τέτοια αναγνώριση υπεδείχθη, πρέπει να γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν επέρχεται αυτομάτως, η ανάλογη δε πρόνοια θα ήταν αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η αξιολόγηση τίτλων σπουδών ως προς το περιεχόμενο τους ανάγεται στην εκτελεστική εξουσία (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (ανωτέρω)).
Την αυτή αντίληψη και κατάληξη υιοθέτησε και η Πέρδικου (ανωτέρω) όπου το Εφετείο είχε την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοια ζητήματα, ανάμεσα σ΄ άλλα την επίμαχη διάταξη του τροποποιητικού Νόμου, για να παρατηρήσει και τα ακόλουθα:
«.σε ότι αφορά το λεκτικό και τη δομή του Νόμου ότι στο εδάφιο (2) του άρθρου 14Α δεν χρησιμοποιείται ο όρος «αναγνωρίζονται», αλλά ο όρος «θεωρούνται». Η «αναγνώριση» είναι όρος νομικός, ήτοι οριζόμενος από το Νόμο (άρθρο 2) και μάλιστα θεμελιακός στο Νόμο, συνδεόμενος μ΄αυτό τούτο το σκοπό του, που είναι, ακριβώς, η αναγνώριση τίτλων σπουδών μέσα από νομικούς κανόνες που θέτει ο Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί (βλ., ειδικότερα, τα άρθρα 12 και 13 του Νόμου σε συνδυασμό με τους Καν. 3 και 4 της ΚΔΠ 172/1999, οι περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Κανονισμοί).
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η αναγνώριση της ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας τίτλων σπουδών, γίνεται από το ΚΥΣΑΤΣ αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεων Σπουδών, λαμβανομένου, ως μέτρο κρίσης, του τίτλου της ίδιας ειδικότητας του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης ή ανωτάτης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση δε που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προτεραιότητα την Ελλάδα. Πέραν δε της γενικής αυτής πρόνοιας περί της έννοιας της αναγνώρισης, το άρθρο 13(3) παραπέμπει στους Κανονισμούς για τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας ή ισοτιμίας και αντιστοιχίας.
Στους Κανονισμούς, όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (ΚΔΠ 172/1999, ΚΔΠ 634/2002, ΚΔΠ 594/2003) ρυθμίζονται τα είδη (μορφές) αναγνώρισης και λεπτομερώς οι προϋποθέσεις. Αναφέρονται λ.χ. οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, διπλωματούχοι Ανώτερης Εκπαίδευσης οι οποίοι φοίτησαν συμπληρωματικώς σε ίδρυμα Ανωτάτης Εκπαίδευσης και απέκτησαν πτυχίο Ανωτάτης Εκπαίδευσης, θεωρείται ότι πληρούν τις διατάξεις των Κανονισμών για το ουσιώδες μέρος - ποσοστό των σπουδών για σκοπούς αναγνώρισης ισοτιμίας.
Η αναγνώριση, συνεπώς, προβλέπεται στο Νόμο ως αυτή τούτη η ουσία του σκοπού του και μπορεί να αποδοθεί μόνο μέσα από το σύστημα κανόνων που ο Νόμος και οι Κανονισμοί έθεσαν.
Ενώ εν προκειμένω, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τον αόριστο, ασαφή και μετανομικό, χωρίς δηλαδή να καθορίζεται στο Νόμο, όρο, «θεωρούνται». Από λειτουργικής δε άποψης, πρόκειται για έννοια που δεν μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό αναγνώρισης που, ως άνω, έχει καθιδρυθεί δια του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί ως «αναγνωρίζονται», τόσο ενόψει της υπόθεσης Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, όσο και ενόψει της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Σαββίδης.
Συνεπώς, ο τίτλος του ΑΤΙ που θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι προσδίδει στον κάτοχό του τα δικαιώματα ή τα οφέλη κατόχου πτυχίου πανεπιστημιακού επιπέδου ή δικαίωμα το δίπλωμα του να αναγνωριστεί, ως εκ της πρόνοιας και μόνο του Νόμου, ως ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.
Ενώ εν προκειμένω, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε τον αόριστο, ασαφή και μετανομικό, χωρίς δηλαδή να καθορίζεται στο Νόμο, όρο, «θεωρούνται». Από λειτουργικής δε άποψης, πρόκειται για έννοια που δεν μπορεί να ενταχθεί στο μηχανισμό αναγνώρισης που, ως άνω, έχει καθιδρυθεί δια του Νόμου.
Τούτου δοθέντος βάσιμη προκύπτει η ερμηνεία που εισηγούνται οι εφεσίβλητοι και που αποδέχθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι ο σκοπός της υπό κρίση πρόνοιας δεν σχετίζεται με την επαγγελματική ή μισθολογική κατάταξη ή ανέλιξη, αλλά περιορίζεται στην παροχή δυνατότητας, όπως διαφαίνεται από την επιφύλαξη της πρόνοιας, στον κάτοχο τίτλου σπουδών του ΑΤΙ να γίνει δεκτός για μεταπτυχιακές σπουδές. [.]»
Υιοθετώντας το λόγο της Πέρδικου θεωρούμε η επίμαχη φράση «θεωρείται ισότιμος και αντίστοιχος στο βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης», δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι προσδίδει στον κάτοχο του τα δικαιώματα ή τα οφέλη κατόχου πτυχίου πανεπιστημιακού επιπέδου ή δικαίωμα ή απαίτηση το δίπλωμα του να αναγνωριστεί αυτομάτως, ως εκ της πρόνοιας και μόνο του Νόμου, ως ισότιμος και αντίστοιχος τίτλος με πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου. «.Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να διαβαστεί ως «αναγνωρίζονται», τόσο ενόψει της υπόθεσης Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, όσο και ενόψει της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Σαββίδης.» (Πέρδικου (ανωτέρω)).
Λανθασμένη ως εκ των ανωτέρω η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι μετά την εισαγωγή του τροποποιητικού Νόμου, οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να μην αναγνωρίσουν το τίτλο του αιτητή, ως ισότιμο και αντίστοιχο προς βασικό τίτλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης.
Με το ανωτέρω σκεπτικό κρίνεται αχρείαστη η ενασχόληση με τον 5ο λόγο έφεσης.
Το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία διενεργεί έρευνα προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα ή την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου (Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1638) και δεν επιτρέπεται να διεξάγει πρωτογενή έρευνα, όπως έπραξε στην υπό κρίση περίπτωση, ασκώντας ουσιαστική κρίση ως προς την κατοχή των αναγκαίων προσόντων του εφεσίβλητου, υποκαθιστώντας έτσι την κρίση του διοικητικού οργάνου, εν προκειμένω του ΕΤΕΚ, και το κυριότερο, κατ΄ αντίθεση προς τα νομολογηθέντα (Σαββίδης και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ανωτέρω). Αποδοχή της ορθότητας της ανωτέρω κατάληξης θέτει εκ ποδών τη διακριτική ευχέρεια του μόνου αρμοδίου οργάνου να αποφασίζει την εγγραφή προσώπων στο Μητρώο των Μελών του, όπως του εναποτέθηκε εκ του Νόμου, μετατρέποντας την σε δέσμια και την εγγραφή ότι επέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως.
Μόνο όπου υπάρχει αμφιβολία για την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλου σπουδών οι εφεσείοντες δύνανται να απευθυνθούν στο ΚΥΣΑΤΣ για γνωμοδότηση, στη βάση της επιφύλαξης των άρθρων 7(1) και 12(3) του Νόμου 224/90, όπου και όταν οι ίδιοι κρίνουν ότι προκύπτει μια τέτοια ανάγκη. Πρόκειται, θεωρούμε, για ειδικά νομοθετήματα (Νόμος 224/90, Νόμος 115(Ι)/99 και Νόμος 68(Ι)/96) που ρυθμίζουν τα της λειτουργίας διακριτών διοικητικών οργάνων, ΚΥΣΑΤΣ και ΕΤΕΚ, με διάφορο σκοπό και αρμοδιότητες.
Θα συμφωνήσουμε επίσης με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα σύμφωνα με το Νόμο να θεωρήσουν ότι το ΑΤΙ δεν είναι πανεπιστημιακό ίδρυμα και δεν απονέμει πανεπιστημιακά διπλώματα ή πτυχία. Ορθά παρατηρεί η συνήγορος των εφεσειόντων ότι ο περί Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου Νόμος, Ν. 115(Ι)/99, ρητώς ορίζει ότι το ΑΤΙ δεν είναι πανεπιστημιακό ίδρυμα αλλά «δημόσια σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», που απονέμει απλώς διπλώματα και πιστοποιητικά, όπως εύλογα προκύπτει και από τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 5 του ιδίου.
Με δεδομένο ότι το Δικαστήριο εξέτασε και αποδέχθηκε ως μοναδικό λόγο ακυρότητας την πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα, χωρίς να υπεισέλθει σε άλλους επιμέρους λόγους ακυρότητας, όπως το αναιτιολόγητο ή την παράλειψη δέουσας έρευνας, και δεν καταχωρήθηκε αντέφεση, όπως επισημάναμε στο συνήγορο του εφεσίβλητου επ΄ ακροατηρίω όταν επιχείρησε να επεκταθεί και στα εν λόγω ζητήματα, δεν μας επιτρέπει την εξέταση τους.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος του εφεσίβλητου.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/φκ