ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C475
(2016) 3 ΑΑΔ 478
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2010)
11 Οκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΛΙΑ ΠΑΝΤΖΑΡΗ - ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,
Εφεσείουσα/Ε/Μ,
και
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Σπανού (κα), για την Εφεσείουσα.
Δ. Νικολετόπουλος για Ε. Ευσταθίου, για την Εφεσίβλητη.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η επιθυμία της διοίκησης για πλήρωση δύο θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, παρόλο που εκδηλώθηκε με την προκήρυξη της θέσης από τις 28 Φεβρουαρίου 1992, δεν έμελλε να ικανοποιηθεί, οριστικώς, μέχρι και σήμερα, το έτος 2016.
Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή υπ' αρ. 96/2008, ημερομηνίας 20 Απριλίου 2010, με την οποία έγινε αποδεκτή η προσφυγή της εφεσίβλητης, εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου 2007, με την οποία είχε διοριστεί, αναδρομικά, στη μία από τις δύο θέσεις του Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, η εφεσείουσα.
Το ιστορικό αυτής της υπόθεσης, το οποίο μόνο θλίψη, αναφορικά με τον παράγοντα χρόνο, προκαλεί, έχει ως εξής:
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1993, η ΕΔΥ επέλεξε για διορισμό, στις δύο θέσεις Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, τη Δέσπω Λεωνίδου και Ερνεστίνα Σισμάνη. Ο εν λόγω διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 802/1993 κ.ά. (Ευανθία Παντελή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 265).
Στις 18 Απριλίου 1996 η ΕΔΥ, προβαίνοντας στην πρώτη, όπως αποδεικνύεται, επανεξέταση, αποφάσισε και προχώρησε σε διορισμό των ιδίων προγενέστερα διορισθέντων, ήτοι, των Δέσπω Λεωνίδου και Ερνεστίνας Σισμάνη. Εναντίον του πιο πάνω διορισμού καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ' αρ. 573/1996, που υπήρξε επιτυχής και ο διορισμός ακυρώθηκε. (Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1889) (η εφεσείουσα στην παρούσα υπόθεση).
Η ακολουθήσασα δεύτερη επανεξέταση που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1998, είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη απόφασης, από την ΕΔΥ, με την οποία διορίστηκαν οι Ευανθία Παντελή (εφεσίβλητη στην παρούσα υπόθεση) και Ερνεστίνα Σισμάνη. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, επιτυχώς, με δύο προσφυγές, ήτοι 500/1998 και 576/1998. Η, στη συνέχεια, καταχωρηθείσα έφεση εκ μέρους της Δημοκρατίας απορρίφθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2003 με την απόφαση Δημοκρατία ν. Παντζαρή - Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168.
Ακολούθησε η τρίτη επανεξέταση εκ μέρους της ΕΔΥ, η οποία, με απόφαση της, ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 2003, επέλεξε για διορισμό τις Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου (εφεσείουσα) και Ερνεστίνα Σισμάνη. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, και πάλι επιτυχώς, με τις προσφυγές υπ' αρ. 76/2004 και 124/2004. Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε και τελικώς η έφεση απορρίφθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 με την απόφαση Σισμάνη κ.ά. ν. Θεοδώρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420.
Στη συνέχεια, είχε διεξαχθεί και η τέταρτη επανεξέταση, που ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Την 1η Νοεμβρίου 2007 η ΕΔΥ επέλεξε για διορισμό τις Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου (εφεσείουσα) και Ερνεστίνα Σισμάνη. Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προσφυγής 96/2008 και με απόφαση του αδελφού Δικαστή Πασχαλίδη, ημερομηνίας 20 Απριλίου 2010, ακυρώθηκε. Όπως έχουμε σημειώσει, η παρούσα έφεση αφορά αυτή ταύτη την απόφαση και κατ' επέκταση την απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου 2007.
Το θέμα δεν είχε λήξει και υπήρξε και συνέχεια.
Ανεξαρτήτως του πιο πάνω αποτελέσματος και της εκκρεμοδικίας, η ΕΔΥ προχώρησε, στις 7 Μαΐου 2010, στην πέμπτη επανεξέταση που οδήγησε στην επιλογή για διορισμό των Μαρίλια Παντζαρή - Ελισσαίου (εφεσείουσα) και Ερνεστίνας Σισμάνη. Η πιο πάνω απόφαση ακυρώθηκε, και πάλι, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 30 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο της προσφυγής 992/2010. Ως αποτέλεσμα τούτου, καταχωρήθηκαν από τις ενδιαφερόμενες, εφέσεις ήτοι, υπ' αρ. ΑΕ 101/2012 και ΑΕ 104/2012, η εκδίκαση των οποίων εκκρεμεί.
Και πάλι, ανεξαρτήτως των πιο πάνω εκκρεμουσών προς εκδίκαση εφέσεων, η ΕΔΥ προχώρησε στην έκτη επανεξέταση και στις 10 Απριλίου 2012 επέλεξε για διορισμό τις Ευανθία Παντελή (εφεσίβλητη) και Ερνεστίνα Σισμάνη. Και, η ορθότητα αυτής της απόφασης αμφισβητήθηκε με την προσφυγή 1049/2012, όπου στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 η προσφυγή απορρίφθηκε.
Όπως έχουμε σημειώσει, αυτό το οποίο ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας έφεσης είναι η τέταρτη επανεξέταση που έγινε από την ΕΔΥ την 1η Νοεμβρίου 2007. Με την εν λόγω απόφαση επαναδιορίστηκε η εφεσείουσα. Η προσφυγή υπ' αρ. 65/2010, που καταχώρισε η εφεσίβλητη εναντίον του πιο πάνω διορισμού, έγινε αποδεκτή καθότι η ΕΔΥ είχε λάβει, σύμφωνα με το λόγο της απόφασης, εξωγενή στοιχεία κρίσεως και επίσης, ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η εφεσίβλητη.
Παρατηρούμε στη συνέχεια ότι η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση και επαναδιόρισε, αναδρομικά, την εφεσείουσα. Σε προσφυγή που καταχώρισε η εφεσίβλητη, το Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό της εφεσείουσας, καθότι, όπως αποφασίστηκε, η υψηλότερη βαθμολογία, κατά το στάδιο των συνεντεύξεων, δεν είναι αρκετό αντιστάθμισμα για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Η εφεσείουσα, όπως σημειώσαμε, καταχώρισε την ΑΕ 101/2012, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Στη συνέχεια, όπως αναφέρεται πιο πάνω, η ΕΔΥ προχώρησε και πάλι σε επανεξέταση, πλην, όμως, αυτή τη φορά (10 Απριλίου 2012) διορίστηκε η εφεσίβλητη αντί της εφεσείουσας. Η τελευταία προχώρησε με προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η οποία, όμως, στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 απορρίφθηκε (υπ. αρ. 1049/2012).
Στο πλαίσιο της εκδίκασης της παρούσας έφεσης η εφεσίβλητη πρόβαλε, προδικαστικώς, ότι η εφεσείουσα στερείται του αναγκαίου δικαιώματος προς προώθηση της παρούσας έφεσης, καθότι, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, αντικείμενο της έφεσης, η ΕΔΥ προχώρησε στο διορισμό της και δη αναδρομικά. Προβλήθηκε, προς τούτο ότι, η επανεξέταση είχε επενεργήσει προς όφελος της και υπέρ των συμφερόντων της. Η επανεξέταση, όπως τονίστηκε, και ο, στη συνέχεια, διορισμός της εφεσείουσας από την ΕΔΥ, οδηγεί σε πλήρη ακύρωση της πράξεως εξ αρχής. Περαιτέρω, έγινε η εισήγηση από πλευράς εφεσίβλητης, με αναφορά στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, ότι, δεν υπάρχει οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημιάς και ως εκ τούτου, η έφεση θα πρέπει να τερματιστεί σ' αυτό το στάδιο.
Αντίθετη, επί του προκειμένου, η εισήγηση της εφεσείουσας, προβάλλοντας ότι υφίσταται το δικαίωμα για προώθηση της έφεσης, καθότι, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, θα επέλθει επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης, ήτοι, θα οδηγήσει στο διορισμό της στη συγκεκριμένη θέση. Περαιτέρω, η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι, ενδεχόμενη επιτυχία της παρούσας έφεσης θα έχει και άλλα αλυσιδωτά έννομα αποτελέσματα γιατί η ιδία, είχε καταχωρίσει προσφυγή εναντίον προαγωγής τρίτου προσώπου σε μια αμέσως ανώτερη, της παρούσας, θέσης. Κρίθηκε προς τούτο προσοντούχα δυνάμει του αναδρομικού, λόγω της παρούσας υπόθεσης, διορισμού της. Τυχόν επιτυχία της έφεσης θα νομιμοποιήσει την εν λόγω υποψηφιότητά της. Έγινε επίκληση, προς τούτο, των υποθέσεων Ιωάννου ν. Γραβανή (2011) 3 Α.Α.Δ. 913 και Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι, το έννομο συμφέρον για προώθηση μιας διοικητικής διαδικασίας, θα πρέπει να υφίσταται και να διατηρείται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της έφεσης. Τούτο θα πρέπει να διαπιστώνεται τόσο κατά την καταχώριση της προσφυγής, όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης, μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί εφέσεως. (Κουρτελλάρης ν. ΡΙΚ (2001) 3 Α.Α.Δ. 468).
Το κρίσιμο ζήτημα που καλούμαστε να αποφασίσουμε ήτοι, η απώλεια ή όχι του δικαιώματος για προώθηση έφεσης, σε περίπτωση επανεξέτασης πριν τη συμπλήρωση της έφεσης, και δη σε περίπτωση επαναδιορισμού της εφεσείουσας, έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παρόλο που, αποτελεί πάγια αρχή ότι, κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών και γεγονότων, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια σύντομη ανάλυση της υφιστάμενης νομολογίας.
Στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (ανωτέρω), η εφεσίβλητη - αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση του διορισμού της εφεσείουσας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ως προς τα προσόντα της τελευταίας. Εναντίον της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η διοίκηση, όμως, προέβηκε σε επανεξέταση, μετά από σχετική έρευνα ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας, και την διόρισε εκ νέου. Η Ολομέλεια διαφοροποιούμενη, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης Ιωάννου (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον της για προώθηση της έφεσης. Σημειώθηκε προς τούτο ότι στην υπόθεση Ιωάννου η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, συνεπώς, δεν είχε παραμείνει οτιδήποτε προς συζήτηση, ενώ στη νέα προσφυγή που είχε καταχωρηθεί, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ είχε ασκήσει ευλόγως τη διακριτική της ευχέρεια και αν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα προώθησης της έφεσης της, καθότι είχε αποδεχθεί τον επαναδιορισμό της και ως αποτέλεσμα του νέου διορισμού, εκδόθηκε μια νέα διοικητική πράξη.
Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση, και αναφερόμαστε στην Α.Ε. 199/2009 κ.ά., Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2014, ακολουθήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Λαμπρατσιώτη και η αιτήτρια κρίθηκε ότι στερείτο του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην υπόθεση Ταρτίου η εφεσείουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή εναντίον της μεταγενέστερης απόφασης, που εκδόθηκε κατά την επανεξέταση, και η οποία επέφερε νέα αποτελέσματα τα οποία δεν είχαν, ποσώς, αμφισβητηθεί με προσφυγή και ως εκ τούτου, παρέμειναν ισχυρά.
Ακολούθως, στην Α.Ε. 118/2010, Χαραλάμπους ν. Πίλλας, ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2015, ασκήθηκε έφεση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, που επέφερε την ακύρωση της προαγωγής του εφεσείοντα. Σε επανεξέταση που ακολούθησε, η ΕΔΥ προχώρησε και επαναπροήξε τον εφεσείοντα αναδρομικά. Ακολούθησε νέα προσφυγή από τον τότε εφεσίβλητο και στη συνέχεια η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε. Έγινε νέα επανεξέταση και διορίστηκε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή και το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα όσα είχαν αποφασιστεί στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη, έκρινε ότι ο εφεσείων στερείτο του εννόμου συμφέροντος για προώθηση της έφεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, από τη στιγμή που ο εφεσείων, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης δεν εφεσίβαλε την απόφαση, αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου, είχε επενεργήσει καταλυτικά στο δικαίωμα του για προώθηση της έφεσης.
Υπήρξε και μεταγενέστερη απόφαση, στην Α.Ε. 13/2010, Νανιώτης ν. Χρίστου, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2015, όπου και πάλι κρίθηκε ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του καθότι, δεν είχε καταχωρίσει έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης και το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ο εφεσείων θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δημιουργηθέν δεδικασμένο.
Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε νομολογία η οποία έχει διαφορετική προσέγγιση από τις πιο πάνω αποφάσεις.
Αρχικώς, στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (ανωτέρω), ο εφεσείων - ενδιαφερόμενος είχε προαχθεί και η προαγωγή του ακυρώθηκε, μετά από προσφυγή που καταχώρισε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων προχώρησε με την καταχώριση έφεσης και πριν την εκδίκαση της, η ΕΔΥ είχε προχωρήσει σε επανεξέταση και διόρισε τον εφεσίβλητο - αιτητή. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Είχε, αναποφεύκτως, εγερθεί θέμα ως προς τη δυνατότητα του εφεσείοντα να προχωρήσει με την εκδίκαση της έφεσης ή αν αυτός δεσμευόταν από τη νέα απόφαση, την οποία ο ίδιος δεν είχε προσβάλει. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος, εφεσείων, δεν δεσμευόταν από την απόφαση της διοίκησης για συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της γιατί, όπως τονίστηκε, αν και εφόσον η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου, θα επικυρωνόταν η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση, τότε το διοικητικό όργανο θα είχε υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.
Μεταγενέστερα, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γραβανή (ανωτέρω) η ασκηθείσα προσφυγή εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση για διορισμό ακυρώθηκε, λόγω πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου. Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα έφεση. Η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε αναδρομικά τον εφεσείοντα, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω διορισμού. Ο εφεσίβλητος ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση και η προώθηση διαδικασίας επανεξέτασης, δεν επενεργούσε καταλυτικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα για συνέχιση και προώθηση της έφεσης του. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι, ούτε ο επαναδιορισμός του μπορούσε να επενεργήσει κατασταλτικά ώστε να θεωρηθεί ως τερματισθείσα η έφεση. Η ανεπιφύλακτη, όπως λέχθηκε, αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν συνδεόταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης το οποίο αυτός είχε, και άσκησε, πριν από τον επαναδιορισμό του.
Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση Α.Ε. 102/2010, Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, ημερ. 1ης Φεβρουαρίου 2016, η Ολομέλεια συζήτησε και ανέλυσε εκτενώς το θέμα του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, ανεξαρτήτως των ενεργειών της ΕΔΥ, ήτοι, της προώθησης διαδικασίας επανεξέτασης, διορίζοντας άλλο πρόσωπο από τον εφεσείοντα και ασχέτως εάν η μεταγενέστερη απόφαση, τελικώς, δεν είχε προσβληθεί. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας:
″Σε όλες τις περιπτώσεις που ενώ εκκρεμεί έφεση, η ΕΔΥ επανεξετάζει και διορίζει άλλο πρόσωπο από τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα:- (α) να εμμείνει στη συνέχιση της έφεσης του η οποία αν επιτύχει θα υποχρεώσει την ΕΔΥ να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση της για διορισμό άλλου προσώπου, και (β) να προσβάλει και τη νέα απόφαση.
Οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ο Εφεσείων μπορεί να προωθήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή και τις δυο. Σε περίπτωση που, όπως εδώ, προωθήσει μόνο την έφεση, σύμφωνα με τη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, θα έχει την ευκαιρία να επιτύχει την ακύρωση της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του, οπότε η διοίκηση θα είναι υποχρεωμένη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφασή της και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο Εφεσείων σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι χάνει το δικαίωμα του να συνεχίσει την προώθηση της έφεσης του κατά μιας απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα δικαστήρια (Άρθρα 30 και 155 του Συντάγματος).
Πέραν τούτου, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ' όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου. Γι' αυτό το λόγο δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση πως υπό το φως της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 ΑΑΔ 202 και Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 199/09 κ.α., ημερ. 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 ο Εφεσείων έχει απωλέσει το δικαίωμα της έφεσης του. Εν προκειμένω, δεν είναι εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση που στρέφεται η Έφεση αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 223).
Σε συμφωνία δε με την Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, «δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε [την έφεση] αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση».
Τέλος, τυχόν ανατρεπτικό αποτέλεσμα της έφεσης, επενεργεί αναδρομικά οπότε η πρωτόδικη απόφαση παύει να έχει τον τελικό της χαρακτήρα (Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co Ltd (1988) 1 CLR 546).″
Αντικρίζοντας το εγερθέν θέμα, παρατηρούμε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Γραβανή (ανωτέρω), προσομοιάζουν, σε μεγάλο βαθμό, με τα γεγονότα της παρούσας, και τα αποφασισθέντα σ' αυτή, τυγχάνουν εφαρμογής και επί του προκειμένου.
Τα γεγονότα και ο λόγος των υποθέσεων Πίλλα, Ταρτίου και Νατιώτη, διαφοροποιούνται από την εξεταζόμενη, καθότι, είτε δεν είχε ασκηθεί προσφυγή εναντίον της διοικητικής απόφασης, που προέκυψε μετά την επανεξέταση, είτε δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης. Κάτι που επί του προκειμένου δεν ισχύει. Ομοίως μπορεί να λεχθεί ότι, και η υπόθεση Λαμπρατσιώτη επίσης διαφοροποιείται. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, μετά την ακυρωτική απόφαση, το αντικείμενο της έφεσης, παρόλη τη διενεργηθείσα επανεξέταση και τον αναδρομικό της διορισμό, τούτος, όμως, ακυρώθηκε και εκκρεμεί έφεση εναντίον αυτής της ακυρωτικής απόφασης.
Ακολουθεί, όπως σημειώσαμε, η νέα επανεξέταση, που είχε, όμως, διάφορο αποτέλεσμα για την εφεσείουσα και διορίστηκε η εφεσίβλητη. Η εφεσείουσα, με τη σειρά της, αμφισβήτησε αυτή την απόφαση με προσφυγή.
Τούτου δοθέντος, ενόψει της αμφισβήτησης των δύο δεδομένων της ακυρωτικής απόφασης και της απόφασης μη διορισμού της, η εφεσείουσα θεωρούμε ότι, όπως και στην υπόθεση Πουλλικά, αυτή δεν έχει απωλέσει το δικαίωμα της για προώθηση της έφεσης.
Με την ευκαιρία της πορείας αυτής της υπόθεσης, που σαφώς δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί θλιβερή, θα ήταν, πιστεύουμε, προς όφελος της ομαλής λειτουργίας της διοίκησης και της απουσίας ταλαιπωρίας των ενδιαφερομένων, να αναμενόταν η έκβαση της έφεσης πριν η ΕΔΥ προχωρήσει εκ νέου σε επανεξέταση. Τούτο έγινε όταν ακυρώθηκε η απόφαση που ήταν το αποτέλεσμα της δεύτερης επανεξέτασης. Η ΕΔΥ, τότε, παρόλη την ακυρωτική απόφαση (Υπ. Αρ. 500/1998 και 576/1998), ανέμενε την έκβαση της έφεσης που επήλθε στις 13 Φεβρουαρίου 2003 και προχώρησε στην τρίτη επανεξέταση στις 5 Δεκεμβρίου 2003.
Το ίδιο έγινε και με την ακύρωση της απόφασης της τρίτης επανεξέτασης, που έγινε με τις Προσφυγές Αρ. 76/2004 και 124/2004. Η ΕΔΥ, ανέμενε την έκβαση της έφεσης (10 Σεπτεμβρίου 2007) και προχώρησε στην τέταρτη επανεξέταση την 1η Νοεμβρίου 2007.
Μετά την απόρριψη του προδικαστικού θέματος, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την ουσία της έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5, έχουν άμεση συνάφεια και θα εξεταστούν ως ενιαίο σύνολο. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα εισηγείται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, από την ΕΔΥ, αναφορικά με το θέμα ″Ραφαέλλα στη Βουλή″, δεν άπτοντο των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης, ήταν εσφαλμένη. Με το δεύτερο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι, η άγνοια του πιο πάνω θέματος δεν αναδεικνύει έλλειψη γνώσεων, κρίσης, προσωπικότητας, πρωτοβουλίας. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το θέμα της ″Ραφαέλλας″ ήταν εξωγενές στοιχείο κρίσης το οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη αποδοχής του λόγου ακυρώσεως (α) που αναφέρεται στη λήψη εξωγενών στοιχείων κρίσεως.
Η εφεσείουσα πρόβαλε ότι, το πιο πάνω θέμα (″Ραφαέλλα στη Βουλή″), σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, καθότι αφορά προβλήματα των μαθητών με ειδικές ανάγκες, και ιδιαιτέρως τη μάθηση και προσαρμογή τους στο σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι, ως αναφέρει, βοηθούν τα παιδιά με προβλήματα μάθησης ή που έχουν δυσκολίες προσαρμογής και αυτά μπορεί να είναι και παιδιά με ειδικές ανάγκες. Περαιτέρω προβλήθηκε ότι, το Δικαστήριο επενέβηκε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου, ως προς το περιεχόμενο των ερωτήσεων που τίθενται κατά την προφορική εξέταση. Το θέμα της ″Ραφαέλλας″, συνέχισε, σχετίζεται με τον τομέα της εργασίας του εκπαιδευτικού ψυχολόγου και η γνώση του εν λόγω θέματος είναι πολύ καλός δείκτης των γνώσεων του υποψηφίου και κατ' επέκταση της ικανότητας του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης. Η εφεσίβλητη στην αντίπερα πλευρά, εισηγήθηκε ότι το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί ένα εξωγενές στοιχείο το οποίο δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και ευθύνες του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και ότι ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος δεν πρέπει να εμπλέκεται σε κάθε υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης από την κοινή γνώμη. Τα καθήκοντα της θέσης, υποστήριξε η εφεσίβλητη, έχουν ως βάση τα προβλήματα συγκεκριμένων ατόμων που παραπέμπονται στους λειτουργούς ψυχολόγους και είναι στη βάση αυτών των δεδομένων που θα πρέπει να αξιολογείται έκαστος υποψήφιος για τις ιδιότητες και τις ικανότητες του.
Αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι, οι ερωτήσεις που σχετίζονταν με το πιο πάνω θέμα, όσο σοβαρό και να ήταν, δεν σχετίζονταν με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης, τα οποία αφορούν περιπτώσεις μαθητών με σοβαρά προβλήματα μάθησης και προσαρμογής στο σχολείο που παραπέμπονται στο συγκεκριμένο λειτουργό.
Η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν είναι και δεν μπορεί να περιορίζεται το διοικητικό όργανο να υποβάλλει ερωτήσεις, και κατ' επέκταση να προβαίνει σε αξιολόγηση, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνο αναφορικά με μαθητές που παραπέμπονται στην εκπαιδευτική ψυχολόγο. Όπως αναφέρεται πρωτοδίκως, το αντικείμενο του θέματος ″Ραφαέλλα στη Βουλή″, είχε άμεση σχέση με ένα παιδί με ειδικές ανάγκες το οποίο είχε προβεί σε καταγγελίες, ενώπιον της Βουλής, για τη συμπεριφορά στα σχολεία τόσο από εκπαιδευτικούς, όσο και από τους συμμαθητές του, έναντι των παιδιών με ειδικές ανάγκες.
Το διορίζον όργανο έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων, ειδικά στις θέσεις πρώτου διορισμού. (Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316).
Είμαστε, συναφώς, της γνώμης ότι οι υποβληθείσες, από την ΕΔΥ, ερωτήσεις αναφορικά με το πιο πάνω θέμα ήταν άμεσα σχετικές με τα καθήκοντα της θέσης, νοουμένου, όπως αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι σχετίζονταν με την αντιμετώπιση ατόμων με ειδικές ανάγκες και την ανάλογη προσαρμογή τους στο σχολικό χώρο. Η γνώση του θέματος, γεγονός που λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, δεν αποτελεί εξωγενές στοιχείο κρίσεως, αλλά απόλυτα σχετικό ως προς την εξακρίβωση της καταλληλότητας των υποψηφίων, και ορθώς λήφθηκε υπόψη.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, οι πιο πάνω λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ήταν απαραίτητο να καταγράφονται στο πρακτικά ποια επίκαιρα θέματα αγνοούσε η εφεσίβλητη, ούτως ώστε, να διαφανεί αν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 5. Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι η μη αναφορά στο πρακτικό για τα επίκαιρα θέματα που αγνοούσε η αιτήτρια- εφεσίβλητη, ήταν καθοριστικής σημασίας στοιχείο για αποδοχή του (α) πρώτου λόγου ακυρώσεως.
Η εφεσείουσα εισηγείται ότι, η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ισοδυναμεί με απαίτηση για καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης. Προβλήθηκε επίσης ότι, δεν υπήρχε λόγος ακυρώσεως ως προς την έλλειψη καταγραφής των θεμάτων και συνεπώς εσφαλμένα το Δικαστήριο επελήφθη, νοουμένου ότι δεν εμπίπτει στα θέματα που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους, ερχόμενη σ' αντίθεση προς το άρθρο 24(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99, το οποίο προβλέπει ότι δεν απαιτείται η καταγραφή των ερωτήσεων και απαντήσεων, κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης, ούτε και η καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων.
Δεν απαιτείται η καταγραφή λεπτομερειών, ως προς τα της συνέντευξης, για να καταλήξει η Επιτροπή στην απόφαση της. Η προφορική συνέντευξη στόχευε στην εξαγωγή και καταγραφή της γενικής εντύπωσης που αποκομίστηκε για κάθε υποψήφιο. Η Επιτροπή κατέγραψε τη γενική εντύπωση που αποκόμισε κατά τη διάρκεια των προφορικών συνεντεύξεων για κάθε υποψήφιο, η οποία, κρινόμενη, θεωρείται ότι ικανοποιεί το στοιχείο της επάρκειας αναφορικά με την αιτιολογία. (Βλ. Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374). Υπάρχει η διακριτική ευχέρεια σε μια Επιτροπή, να προχωρήσει με την επιλογή των κριτηρίων και του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων. Σκοπός της συνέντευξης είναι η διαμόρφωση, μέσω ερωτήσεων, μιας αντικειμενικής κρίσης ως προς την καταλληλότητα εκάστου υποψηφίου για τη συγκεκριμένη θέση.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα αυτεπαγγέλτως, παρατηρούμε ότι τόσο στους λόγους ακυρώσεως εγείρεται θέμα έλλειψης αιτιολογίας της εντύπωσης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προφορικές συνεντεύξεις, αλλά, και, στην αγόρευση της εφεσίβλητης εγείρεται θέμα μη καταγραφής γνώσης των επίκαιρων θεμάτων επομένως ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να εξετάσει το θέμα.
Συναφώς, και αυτός ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Με τον έκτο, όμως, λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε η απαιτούμενη, ειδική, αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης.
Η ΕΔΥ στην απόφαση της ανέφερε ότι, η κατοχή του πλεονεκτήματος δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, οι οποίες κρίθηκαν καλύτερες έναντι της, στην αξιολόγηση.
Η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται από τις αποφάσεις Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, επί το ότι το πλεονέκτημα της εφεσίβλητης συνίστατο σε πείρα αποκτηθείσα σε έκτακτη θέση, που δεν συνεπάγεται αξιολόγηση, σε συνδυασμό με την καλύτερη αξιολόγηση της εφεσείουσας κατά την προφορική εξέταση.
Η μόνη αιτιολογία που δόθηκε, από την ΕΔΥ, στην κρινόμενη υπόθεση, για παραγνώριση του πλεονεκτήματος, ήταν η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, στοιχείο που δεν συνιστά ειδική αιτιολογία, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία και για να παρακαμφθεί θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι. (Βλ. Α.Ε. 209/2010, Δημοκρατία ν. Αναστασίου, ημερ. 7 Νοεμβρίου 2014 και Α.Ε. 69/2010, Κατσούρης ν. Πεύκαρος, ημερ. 9 Ιουνίου 2015).
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την υφιστάμενη νομολογία, που επιτάσσει την ύπαρξη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση υφισταμένου, όποιας φύσεως, πλεονεκτήματος. Συναφώς ο λόγος αυτός αποτυγχάνει.
Με γνώμονα την αποτυχία του τελευταίου λόγου έφεσης και ανεξαρτήτως της επιτυχίας των υπόλοιπων λόγων, η έφεση απορρίπτεται.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, κρίνουμε ότι ποσό €1.500 ως έξοδα, επιδικάζεται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ