ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C324
(2016) 3 ΑΑΔ 273
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση 107/2011)
30 Ιουνίου 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσας/Καθ΄ης η Αίτηση
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΠΕΤΡΟΥ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
-------
Κ. Ουστά (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσείουσα.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την εφεσίβλητη.
-----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά την πλήρωση θέσης Ιδρυματικής Λειτουργού 1ης Τάξης στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ζήτημα που έχει ιστορικό. Ο πρώτος διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε στις 14.3.2003 και ακυρώθηκε, κατόπιν προσφυγής της νυν εφεσίβλητης, στην υπόθεση Α. Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2004) 4 ΑΑΔ 641 με απόφαση που επικυρώθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Α. Πέτρου (2007) 3 ΑΑΔ 285, όπου η Ολομέλεια έκρινε ότι ναι μεν η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραγνωριστεί η μακρά πείρα της τότε και τώρα εφεσίβλητης. Ειδικότερα, το μέρος της επικυρωθείσας απόφασης το οποίο αναφέρεται στον κρίσιμο συσχετισμό εφεσίβλητης και ενδιαφερομένου μέρους, που είναι και τώρα το ίδιο πρόσωπο, έχει ως ακολούθως:
«Ας εξετάσουμε όμως τα δεδομένα που αφορούν την αιτήτρια και το Ε/Μ. Η αιτήτρια είναι μόνιμη υπάλληλος από το 1982 και κατέχει τη θέση Ιδρυματικού Λειτουργού Β'. Κατέχει δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας των Κ.Α.Τ.Ε.Ε. Ηρακλείου, απαιτούμενο προσόν από το σχέδιο υπηρεσίας. Έχει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας γιατί έχει 20ετή πείρα σαν ιδρυματικός λειτουργός. Τα τελευταία πέντε χρόνια, τα πιο σημαντικά για σκοπούς αξιολόγησης, η αιτήτρια βαθμολογείται και στα 8 στοιχεία ως «εξαίρετη».
Το Ε/Μ κατέχει το ίδιο προσόν ως και η αιτήτρια δηλαδή δίπλωμα Ανώτερης Σχολής Κοινωνικής Εργασίας των Κ.Α.Τ.Ε.Ε. Ηρακλείου και έχει το πλεονέκτημα γιατί ήταν έκτακτη υπάλληλος και υπηρέτησε ως Ιδρυματική Λειτουργός από το 1996. Ως έκτακτη υπάλληλος το Ε/Μ δεν έχει αξιολογηθεί στις εμπιστευτικές εκθέσεις. Ο φάκελος της δεν περιέχει καμιά αξιολόγηση. Διεκδίκησε τη θέση ως υποψήφια «πρώτου διορισμού».
Από τα πιο πάνω αναδύεται με σαφήνεια ότι η αιτήτρια έχει μια μακρά (20 χρόνια) υπηρεσία στην προηγούμενη της επίδικης θέσης της Ιδρυματικού Λειτουργού Β΄, υπηρεσία ευδόκιμη με εξαίρετες βαθμολογίες τουλάχιστον στα τελευταία πέντε χρόνια. Η μακρά αυτή και εξαίρετη σταδιοδρομία μου φαίνεται ότι διεγράφη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού τίποτε δεν αναφέρει στην έκθεση της. Είναι φανερό ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού παραγνώρισε όλα τα κριτήρια που ενεργούσαν υπέρ της αιτήτριας, έλαβε ως μόνο κριτήριο υπόψη την απόδοση στην προφορική συνέντευξη, η οποία, εν πάση περιπτώσει, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις βαθμολογίες της αιτήτριας στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών. Για όλα τα πιο πάνω τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ίδια η ΕΔΥ που υιοθέτησε την έκθεση της πρώτης, δεν δίδουν οποιαδήποτε αιτιολογία. Αιτιολογία δηλαδή για την πλήρη παραγνώριση των κριτηρίων της αξίας και της αρχαιότητας της αιτήτριας. Δεν είναι δυνατή, χωρίς πειστική αιτιολογία, η διαγραφή της εξαίρετης σταδιοδρομίας για 20 χρόνια της αιτήτριας με την εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε μια ολιγόλεπτη συνέντευξη των υποψηφίων.»
Ως αποτέλεσμα της απόφασης στην εν λόγω έφεση, η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση παραπέμποντας αρχικά το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέστησε προς επιλογή 4 υποψήφιες μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος και την εφεσίβλητη.
Στην αρχική έκθεση της ΣΕ ημερομηνίας 29.4.2008 (Παράρτημα 5 στην ένσταση στην προσφυγή) η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους περιγράφεται ως «Έκτακτη Ιδρυματική Λειτουργός από το 1996 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο», όπως δηλαδή περιγράφεται στην προηγηθείσα διαδικασία. Η γενική δε βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους ήταν «Πάρα πολύ καλή». Η ΕΔΥ, όμως, αποφάσισε να επιστρέψει την έκθεση στη ΣΕ με παρατηρήσεις και να ζητήσει «νέα και πιο εμπεριστατωμένη έκθεση» (Παράρτημα 6 στην ένσταση), οπότε η ΣΕ επανήλθε προσθέτοντας στην πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ήταν «Διευθύνον Πρόσωπο σε Παιδοκομικό Σταθμό από 12/1984 - 3/1995», στοιχείο το οποίο δεν υπήρχε στην προηγηθείσα διαδικασία. Περιπλέον, αυτή τη φορά η γενική βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους αναβαθμίστηκε σε «Σχεδόν εξαίρετη» (Παράρτημα 7 στην ένσταση).
Η ΕΔΥ εξέτασε τη συμπληρωματική έκθεση της ΣΕ και την υιοθέτησε, ακολούθως δε κάλεσε σε προφορική εξέταση τις υποψήφιες που συστήθηκαν, περιλαμβανομένων του ενδιαφερομένου μέρους και της αιτήτριας. Στη συνεδρία παρευρίσκετο και η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, η οποία αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη συνέχεια η ΕΔΥ προέβη και η ίδια στην αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και εν τέλει έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, οπότε και αποφάσισε να προσφέρει σ΄αυτήν διορισμό στην επίδικη θέση.
Ο δεύτερος αυτός διορισμός προσβλήθηκε εκ νέου από την εφεσίβλητη με αποτέλεσμα και πάλι την ακύρωσή του με την υπό έφεση τώρα απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση δεδικασμένου το οποίο «επέβαλλε στους καθ΄ων η αίτηση να λάβουν σοβαρά υπόψη τους το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε εξαίρετη εικοσαετή σταδιοδρομία και είχε βαθμολογηθεί ως εξαίρετη κατά τα, κρίσιμα, τελευταία πέντε χρόνια, ενώ το Ε/Μ, ως έκτακτη υπάλληλος, δεν είχε αξιολογηθεί, καθόλου, στις εμπιστευτικές εκθέσεις . Το σφάλμα επαναλήφθηκε, παρά το δεδικασμένο και με έλλειψη επαρκούς και πειστικής αιτιολογίας για την "υπεροχή" και τον επαναδιορισμό του Ε/Μ».
Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες έσφαλαν γιατί «επανακάλεσαν», όπως το έθεσε, τις υποψήφιες σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ, παραβιάζοντας την αρχή ότι η επανεξέταση θα έπρεπε να γίνει στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Με την έφεση προσβάλλονται οι δύο παραπάνω κρίσεις του Δικαστηρίου. Υπάρχει και αντέφεση με την οποία η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της ότι κατά την επανεξέταση λήφθηκαν στοιχεία αναφορικά με την πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου ή αλλοιώθηκαν τα στοιχεία των υποψηφίων χωρίς να είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα αναφορικά με την πείρα του ενδιαφερομένου μέρους. Ισχυρίζεται περαιτέρω η εφεσίβλητη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της πως οι βαθμολογίες που έδωσε η ΣΕ για την προφορική εξέταση είναι αναιτιολόγητες και τούτο κατά παράβαση του δεδικασμένου.
Παράβαση του δεδικασμένου υπήρξε και μάλιστα υπό περιστάσεις που να καθιστούν βάσιμο και το σχετικό λόγο της αντέφεσης περί εισαγωγής νέων στοιχείων. Η επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα και όχι εφ΄όλης της ύλης. Η διοίκηση δεσμεύεται από τα πορίσματα στα οποία βασίστηκε η ακυρωτική δικαστική απόφαση και εμποδίζεται από του να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση ζητημάτων που κρίθηκαν, εκτός εάν δικαιολογείται νέα έρευνα και/ή ανακύψουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν επανεκτίμηση, εφόσον δεν επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος (Haris v. Republic (1983) 3A CLR 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47, 52, Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, Ιωσηφίδης κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδης κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 601). Η αρχή του δεδικασμένου όμως δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν, υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Το αποτέλεσμα θα ήταν η ανατροπή της τελεσιδικίας, η διαιώνιση των διαφορών και η ανασφάλεια του δικαίου (Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 ΑΑΔ 293, Κ. Kallis Estates Ltd ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 724, Ιγνατίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 620). Όπως έχει διευκρινιστεί στην Κ. Kallis Estates Ltd, ενώ το διοικητικό όργανο είναι δεσμευμένο από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, δεν κωλύεται από του να διερευνήσει ένα πραγματικό δεδομένο, όπως λ.χ. την κατοχή προσόντος εφόσον βεβαίως παρίσταται ανάγκη και δεν υπήρξε επ΄αυτού προηγούμενη συγκεκριμένη απόφαση από το Δικαστήριο ή αν δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως.
Έχουμε ανωτέρω παραθέσει τα γεγονότα επί των οποίων ακυρώθηκε ο πρώτος διορισμός του ενδιαφερομένου μέρους, με βάση τα οποία υπήρχε ένα ευρύ προβάδισμα πείρας 15 χρόνων υπέρ της αιτήτριας. Η επανεξέταση όμως, έγινε επί άλλων δεδομένων. Αυτή τη φορά θεωρήθηκε ότι η αιτήτρια διέθετε 18 χρόνια πείρας (αντί για τα 20 χρόνια της πρώτης φοράς) και ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε πέραν των 15 χρόνων πείρας (αντί για τα 5 ή 6 χρόνια της πρώτης φοράς). Έτσι η ευρεία υπεροχή των 15 χρόνων υπέρ της αιτήτριας, υποβιβάστηκε σε διαφορά 3 χρόνων. Ακολούθως, αυτή η ολιγόχρονη, συγκριτικά με την αρχική, διαφορά θεωρήθηκε από την ΕΔΥ ότι δεν ήταν τόσο ουσιαστική και ότι δεν μπορούσε, από μόνη της, να ανατρέψει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας έναντι του ΕΜ, με αναφορά στην προφορική εξέταση και τη σύσταση της Διευθύντριας, εφόσον σε ότι αφορά τα προσόντα και την κατοχή του πλεονεκτήματος δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ τους.
Κατ΄αρχάς η παρουσιασθείσα ως επανεξέταση αφορούσε ζήτημα το οποίο είχε εξετασθεί από το Δικαστήριο και αποτέλεσε μέρος του σκεπτικού του, ήτοι την αρχαιότητα των δύο εμπλεκομένων. Περαιτέρω, δεν διαπιστώνεται δέουσα έρευνα και μάλιστα τέτοια που να δικαιολογούσε, εν πάση περιπτώσει, επανεκτίμηση των δεδομένων.
Το «νέο στοιχείο» ήταν μια βεβαίωση από τον παιδοκομικό σταθμό Μίντι Λτδ για την οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι «υπάρχει στον προσωπικό φάκελο της ημερομηνίας 23.10.2008», επιφυλασσόμενη να απαντήσει στις θέσεις της άλλης πλευράς περί εισαγωγής νέου στοιχείου, το οποίο μάλιστα ήταν αμφισβητούμενο από την εφεσίβλητη. Όμως δεν είχαμε οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση, ούτε παραπεμφθήκαμε σε οποιοδήποτε στοιχείο του φακέλου σε σχέση με το όψιμα ανακύψαν αυτό ζήτημα. Ό,τι μπορεί να προκύψει είναι πως το νέο στοιχείο εμφανίστηκε υπό άγνωστες περιστάσεις στον κρίσιμο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της απόφασης της ΕΔΥ στις 2.9.2008 να ζητήσει «νέα και πιο εμπεριστατωμένη έκθεση» και της νέας έκθεσης ημερομηνίας 28.11.2008 στην οποία είχε ως άνω προστεθεί το συγκεκριμένο στοιχείο προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους. Υπό τέτοιες περιστάσεις και αν ακόμα ήταν περίπτωση που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί νέα έρευνα, δεν προκύπτει δέουσα και καλόπιστη έρευνα. Όμως στην πραγματικότητα επρόκειτο για αναθεώρηση ήδη κριθέντος ζητήματος, ήτοι της αρχαιότητας των ενδιαφερομένων προσώπων, υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Η επανεξέταση θα έπρεπε να έχει τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου ως αφετηρία.
Σε ότι αφορά τον άλλο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η ΕΔΥ εκ λάθους «επανακάλεσε» τις υποψήφιες σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της, η αιτιολογία του λόγου αυτού ήταν ότι η διεξαγωγή νέας προφορικής συνέντευξης ενώπιον της ΕΔΥ ήταν αναγκαία καθώς η αιτήτρια είχε αποκλεισθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και δεν έλαβε μέρος στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ. Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς θεώρησε ως σφάλμα την επανακλήτευση των υποψηφίων σε προφορική συνέντευξη, εφόσον εάν δεν διεξάγονταν νέες προφορικές συνεντεύξεις, η συμπερίληψη της εφεσίβλητης στους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή θα απέβαινε σε άτοπο αποτέλεσμα και η ΕΔΥ δεν θα μπορούσε να έχει άποψη για την εφεσίβλητη.
Όμως, το τι εννοούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποιώντας τη λέξη «επανακάλεσε» προκύπτει από το σύνολο της σχετικής αναφοράς, ότι δηλαδή «εφαρμόζοντας το δεδικασμένο, η επανεξέταση θα έπρεπε να γίνει στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο της λήψης της αρχικής απόφασης» και ότι είναι κατά παράβαση της αρχής αυτής και του δεδικασμένου που «επανακλήθηκαν» οι υποψήφιες σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ.
Βέβαια, το άρθρο 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, που διέπει τη διαδικασία επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρέχει την ευχέρεια διεξαγωγής, κατά την επανεξέταση, νέας προφορικής εξέτασης. Ειδικά το εδάφιο (4) ορίζει ότι σε περίπτωση που με την ακυρωτική απόφαση έχει κριθεί ότι πάσχει η κρίση της Επιτροπής ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αναλόγως, για την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, η Επιτροπή ή η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να καλέσουν τους υποψηφίους σε νέα προφορική εξέταση.
Στα πλαίσια του εδαφίου (4) κινήθηκε η ΕΔΥ στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 5.9.2007 καταγράφεται η απόφασή της ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, δεν μπορεί να λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και θα πρέπει είτε να προβεί με αιτιολογημένη απόφασή της σε νέα προφορική εξέταση ή, στην αντίθετη περίπτωση, να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όμως, αποφάσισε τη διεξαγωγή προφορικής εξέτασης χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογημένη απόφασή της (Έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής, παράρτημα 5 στην ένσταση).
Η απαίτηση του Νόμου για αιτιολογημένη απόφαση προκειμένου να ασκηθεί η ευχέρεια για κλήτευση των υποψηφίων σε νέα προφορική εξέταση προφανώς σχετίζεται με τη θεμελιακή αρχή του διοικητικού δικαίου που κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, ότι κατά την επανεξέταση η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη.
Στην υπόθεση Φιλοθέη Μ. Μούρτζη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 357/2005, ημερ. 21.7.2007, θεωρήθηκε ότι δεν ήταν δυνατή και ότι συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 58 η διενέργεια νέας προφορικής εξέτασης 13 χρόνια από την πρώτη προφορική εξέταση, εφόσον θα μπορούσε να είχε μεταβληθεί εν τω μεταξύ το γνωσιολογικό υπόβαθρο, οι ιδιότητες και οι ικανότητες των υποψηφίων. Τέτοια προσέγγιση συνάδει με την προαναφερθείσα αρχή πως η επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύτπουν από το αυρωτικό αποτέλεσμα.
Εν προκειμένω, ενώ το ζήτημα φαίνεται να απασχόλησε την ΕΔΥ στη συνεδρία ημερομηνίας 5.9.2007, στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή και ακολούθως η ΕΔΥ προχωρούν σε νέα προφορική εξέταση χωρίς αιτιολογημένη απόφαση και χωρίς, εν πάση περιπτώσει, να προβληματίζονται επί του ερωτήματος που απασχόλησε την ΕΔΥ ως προς το κατά πόσο ήταν κατάλληλη η περίπτωση για νέα προφορική εξέταση ή κατά πόσο τούτο θα έθετε σε κίνδυνο τη θεμελιακή αρχή του άρθρου 58. Υπ΄αυτή την έννοια, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή και ως προς αυτή τη πτυχή.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει. Η αντέφεση επιτυγχάνει ως προς τον πρώτο λόγο, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος. Η αντέφεση αποτελούσε ουσιαστικά την άλλη πτυχή της έφεσης, αναφερόμενη στον τρόπο που έγινε η παράβαση του δεδικασμένου. Υπό τις περιστάσεις, η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα πλέον ΦΠΑ και η αντέφεση επιτρέπεται ως προς τον πρώτο λόγο, χωρίς έξοδα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΚΧ»Π