ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C410
(2015) 3 ΑΑΔ 308
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 70/2010)
9 Ιουνίου 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Πρ/ος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------------
Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με όλη την εκτίμηση προς την απόφαση της πλειοψηφίας, διατηρώ αντίθετη άποψη επί του θέματος της νόμιμης σύνθεσης του οργάνου που εξέτασε και απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση προσφυγής από την εφεσείουσα, η οποία και απορρίφθηκε με αποτέλεσμα την υπό κρίση έφεση, αναφέρονται τόσο στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και στην απόφαση της πλειοψηφίας. Συνοπτικά να λεχθεί ότι η αίτηση που υπέβαλε η εφεσείουσα προς τον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών στη βάση της αναδιάρθρωσης και προσαρμογής γεωργικών εκμεταλλεύσεων ως είχε το καθεστώς αυτό νομική κάλυψη με τον Κανονισμό αρ. 1257/99 (Ε.Κ.) του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999, απορρίφθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας με επιστολή ημερ. 17.9.2007. Ένσταση που υπεβλήθη από την εφεσείουσα προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ενστάσεων Μέτρων ΣΑΑ, απερρίφθη επίσης με κοινοποιηθείσα επιστολή ημερ. 10.4.2008. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή Ενστάσεων δεν ήταν σώμα ή συλλογικό όργανο δημιουργηθέν δυνάμει νομοθετικής πρόνοιας και επομένως το γεγονός ότι κατά τη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 5.3.2008, παρακάθονταν και άλλα πρόσωπα από τα οποία το ένα κράτησε τα πρακτικά και τα οποία δεν φαίνεται να αποχώρησαν πριν τη λήψη της απόφασης δεν επηρέαζε το νόμιμο της συγκρότησης της Επιτροπής ή και της σύνθεσης αυτής ώστε να ενεργοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 21 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βρίσκει σύμφωνο, ούτως ώστε να μην είναι δυνατό, κατά την άποψη μου, να θεωρείται βάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης. Όπως απορρέει από το πρακτικό που τηρήθηκε στο Τμήμα Γεωργίας την 1.8.2005, μέρος του Τεκμηρίου 1 στην πρωτόδικη ένσταση, η Επιτροπή Ενστάσεων λειτούργησε ως ένα εσωτερικό μέτρο της διοίκησης και η σύνθεση της ορίστηκε με οδηγίες και εισήγηση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, ο οποίος προήδρευε της συνεδρίας στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την πιο πάνω ημερομηνία. Ο Πρόεδρος της συνεδρίας «... εισηγήθηκε όπως συσταθεί στο Τμήμα Γεωργίας Επιτροπή Ενστάσεων που θα αποτελείται από εκπρόσωπο του Διευθυντή (Πρόεδρος), από ένα Λειτουργό του αρμοδίου Τεχνικού Κλάδου που καθορίζει πολιτική για το συγκεκριμένο Μέτρο/Καθεστώς (Μέλος) και από ένα λειτουργό του ΚΟΑΠ (Μέλος).».
Ο περί Εφαρμογής των Κοινοτικών Κανονισμών και Κοινοτικών Αποφάσεων Νόμος αρ. 78(Ι)/2007, καθορίζει ως αρμοδία αρχή στο ερμηνευτικό άρθρο 2, αναφορικά με διάταξη Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης άλλη από αυτή που αναφέρεται στο εδάφιο (1)(α) του άρθρου 2, την αρχή που καθορίζεται στο άρθρο 4. Το άρθρο 4 προνοεί ότι εκτός και εάν προβλέπεται διαφορετικά, το κάθε Υπουργείο και ανεξάρτητη υπηρεσία είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της εφαρμογής στη Δημοκρατία των Κοινοτικών Αποφάσεων και Κανονισμών «... που εμπίπτουν στους τομείς για τους οποίους το εν λόγω Υπουργείο ή η Υπηρεσία έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με το Σύνταγμα ..» (η έμφαση προστέθηκε). Αρμόδιο εδώ Υπουργείο ήταν το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Η σύσταση τριμελούς Επιτροπής αποτελούμενης από εκπρόσωπο του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας ως πρόεδρο και άλλα δύο μέλη, αποτελούσε λοιπόν μια καθαρά εσωτερική ρύθμιση και ένα εσωτερικό δημιούργημα του Υπουργείου Γεωργίας με την ευθύνη να παραμένει πάντοτε στο ίδιο το Υπουργείο. Η απόφαση που προσβλήθηκε με την πρωτόδικη προσφυγή παρέμεινε πάντοτε απόφαση του ίδιου του Υπουργείου ως του αρμοδίου οργάνου με βάση το άρθρο 4 του Νόμου αρ. 78(Ι)/2007, εξ ου και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε και υπογράφηκε «για Διευθυντή».
Η σύσταση Επιτροπών για εσωτερική βοήθεια ενός διοικητικού οργάνου δεν εντάσσεται και δεν καλύπτεται από το άρθρο 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, διότι η εξέταση της νόμιμης σύνθεσης συνεδρίας συλλογικού διοικητικού οργάνου, έπεται του ερωτήματος και της εξέτασης του νόμιμου της συγκρότησης του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20(1) του ίδιου Νόμου. Όπου κατ΄ εξοχήν αρμόδιο όργανο είναι, για παράδειγμα, το οριζόμενο εκ του Νόμου συγκεκριμένο διοικητικό όργανο, η σύνθεση γνωμοδοτικού αυτής οργάνου, δεν ελέγχεται. Ελέγχεται μόνο η συμμετοχή μέλους σε σύνθεση συλλογικού οργάνου που προβλέπεται από Νόμο, διαφορετικά εκφεύγει του πλαισίου αναθεωρητικής δικαιοδοσίας η σύνθεση του καθ΄ αυτό γνωμοδοτικού οργάνου που παρέχει βοήθεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, (δέστε σχετικά τις αποφάσεις Ζαμπυρίνης ν. Δήμου Πάφου (2011) 3 Α.Α.Δ. 920, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 356 και την ανάλυση που έγινε στη Θεμιστός Θεμιστού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 879/2009, ημερ. 29.3.2011).
Η νομολογία αποκαλύπτει ότι είναι επιτρεπτό να αναζητείται η άποψη τρίτων προς τον σκοπό άσκησης εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, χωρίς αυτή η ανάθεση να ισοδυναμεί με απεμπόληση της δικής του υποχρέωσης, (Ανθή Δημητριάδου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και Γεώργιος Σκαπούλλαρος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1768/2009, ημερ. 30.12.2010). Το ζητούμενο πάντοτε είναι η επαρκής διερεύνηση των γεγονότων, η δε παροχή βοήθειας από ένα εσωτερικό δημιουργημένο σώμα δεν αντιβαίνει οποιαδήποτε αρχή, (Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 246 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 193).
Στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 14η έκδ. παράγραφος 131, ο συγγραφέας αναφέρεται στους γενικότερους κανόνες που διέπουν τη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία συλλογικών οργάνων πάντοτε θεσπισμένων κατά Νόμο, ακόμη και αν πρόκειται για συγκεκριμένο σκοπό ή έργο. Όπως εξηγήθηκε και από την κα Αρχιμανδρίτου, Πρώτη Λειτουργό Αγροτικών Πληρωμών, η οποία ζήτησε τη σύγκλιση της σύσκεψης ημερ. 1.8.2005, η σύσκεψη αφορούσε στην καλύτερη οργάνωση και προγραμματισμό στα αιτήματα πληρωμής για διάφορα Μέτρα/Καθεστώτα του Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΣΑΑ) και το χειρισμό των ενστάσεων. Δεν πρόκειτο για σύσκεψη που απέρρεε από νομοθετική επιταγή.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η Επιτροπή Ενστάσεων λειτούργησε ως εσωτερικό διοικητικό μέτρο και το γεγονός ότι η παράγραφος 8.2 του Σχεδίου Αγροτικής Ανάπτυξης 2004-2006 του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας, (Παράρτημα 2.2. στην πρωτόδικη ένσταση), αναφέρεται σε αποδοχή ή απόρριψη της ένστασης μετά την εξέταση της από «Ειδική Επιτροπή του Τμήματος Γεωργίας», όχι μόνο δεν αλλοιώνει το δεδομένο του εσωτερικού διοικητικού μέτρου, αλλά αντίθετα το επιβεβαιώνει. Αυτό, διότι κατά τις παραγράφους 7.1, 7.3, 7.4, 7.5 κλπ, παραμένει η «Αρμοδία Αρχή», η οποία κατά το άρθρο 4 του Νόμου αρ. 78(Ι)/2007 είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.
Περαιτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ως αποκλείον την εκ των υστέρων προσφυγή της εφεσείουσας λόγω, τουλάχιστον, πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής, (Exxon Mobil Cyprus Ltd v. Ε.Π.Α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 449, Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ