ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C243
(2015) 3 ΑΑΔ 161
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 43/2012
3 Απριλίου, 2015
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, M. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
ΜΑΡΙΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑ,
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
---------------------------
Λαμπρινή Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η αίτηση.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
----------------------
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Στα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας για τους Πίνακες διοριστέων Καθηγητών (Σ.Υ. 43/2003), 2.10.2003, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, «Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει.» Για κάποιες ειδικότητες, υπάρχει ειδική διάταξη που προβλέπει για ειδικά προσόντα. Σ' αυτή την διάταξη δεν περιλαμβάνεται η ειδικότητα των Φιλολόγων.
Η εφεσίβλητη, η οποία είναι κάτοχος πτυχίου φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών Ελλάδας, αιτήθηκε να εγγραφεί στους Πίνακες Διοριστέων Φιλολόγων, για πρώτη φορά στις 15.12.2005. Αρχικά πήρε αρνητικές απαντήσεις γιατί δεν είχε παρακολουθήσει ικανοποιητικό αριθμό φιλολογικών μαθημάτων κατά τη διάρκεια των σπουδών της, τα οποία καλούνται να διδάξουν οι καθηγητές Φιλολογικών στα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Ωστόσο, λόγω ενστάσεων και αιτημάτων της για επανεξέταση και κατόπιν υποβολής νέων στοιχείων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) σε συνεδρία της στις 3.2.2009 αποφάσισε προτού προχωρήσει σε επανεξέταση να αναμένει από την εφεσίβλητη να υποβάλει πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του πτυχίου της από το ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο η ΕΕΥ της είχε ζητήσει και στα πλαίσια προηγούμενου αιτήματος της για επανεξέταση. Ο λόγος, όπως καταγράφεται στα πρακτικά της παραπάνω συνεδρίας, ήταν γιατί οι καθηγητές Φιλολογικών στα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Κύπρου, καλούνται να διδάξουν, εκτός από το μάθημα της Φιλοσοφίας, τα μαθήματα των Νέων Ελληνικών, Αρχαίων Ελληνικών, Λατινικών και Ιστορίας, ενώ δεν έχουν προκηρυχθεί ξεχωριστές θέσεις για κάθε μια από τις προαναφερόμενες ειδικότητες. Θεωρήθηκε από την ΕΕΥ ότι η εφεσίβλητη, με βάση το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του πτυχίου της, θα είναι σε θέση να διδάξει μόνο το μάθημα της φιλοσοφίας, (κατά τη διάρκεια των σπουδών της, παρακολούθησε ένα μάθημα Νέων Ελληνικών, ένα μάθημα Ιστορίας και δύο μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών, ενώ δεν έχει παρακολουθήσει καθόλου μαθήματα Λατινικών). Το δε πρόγραμμα σπουδών του Πτυχίου Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχει δημιουργηθεί με σκοπό να καλύπτει όλα τα θέματα της διδακτέας ύλης του μαθήματος των Φιλολογικών στα δημόσια σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Κύπρου.
Στις 22.6.2009 δημοσιεύτηκαν οι τελικοί Πίνακες Διοριστέων για το σχολικό έτος 2009-2010, στους οποίους, όμως, η εφεσίβλητη δεν περιλαμβανόταν, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει την προσφυγή υπ΄ αρ. 1215/2009, στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Το παράπονο της εφεσίβλητης, ήταν ότι η ΕΕΥ απαιτούσε, για να δικαιούται η εφεσίβλητη να περιληφθεί στους Πίνακες Διοριστέων, όχι μόνο ισοτιμία του πτυχίου της, αλλά και «αντιστοιχία» η οποία να βεβαιώνεται με πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ, με μέτρο κρίσης το πτυχίο φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ήταν όμως κοινό έδαφος ότι το ΚΥΣΑΤΣ, ενόψει προηγούμενων γνωστών περιπτώσεων, δεν θα πιστοποιούσε την «αντιστοιχία», ενώ η εφεσίβλητη θεωρούσε πως η απαίτηση αυτή της ΕΕΥ εισήγαγε προϋπόθεση ανύπαρκτη στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, διαφοροποιώντας έτσι τα προαπαιτούμενα σε βάρος της.
Εξετάζοντας το εγειρόμενο ζήτημα ερμηνείας της απαίτησης στο σχέδιο υπηρεσίας για «Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει», το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε, καταρχάς, την απουσία ρητής απαίτησης «αντιστοιχίας». Καταγράφοντας δε παράλληλα τη θέση των διαδίκων, σημείωσε πως κατά τους εφεσείοντες, η διαπίστωση κατά πόσο το πτυχίο της εφεσίβλητης ήταν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει, μόνο με την στοιχειοθέτηση αντιστοιχίας μπορούσε να επιτευχθεί. Θεώρησε όμως το δικαστήριο πως δεν βοηθούσε η νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες προς υποστήριξη της θέσης τους[1], εισηγούμενοι ότι αφορά περιπτώσεις όπου ζητήθηκε πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας, κάτω από όμοιες διατυπώσεις σχεδίου υπηρεσίας, χωρίς να είχε εγερθεί τέτοιο πρόβλημα. Από την άλλη, η εφεσίβλητη επικαλέστηκε την υπόθεση Θέτις Φραγκουλίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1745/08 κ.α. ημερομηνίας 15.7.2009. Ορθά, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο τη θεώρησε σχετική με το ζήτημα που το απασχολούσε, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«.. Είναι σχετική η Θέτις Φραγκουλίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1745/08 κ.α. ημερομηνίας 15.7.09, την οποία επικαλέστηκε η αιτήτρια, μάλιστα με την επισήμανση πως δεν εφεσιβλήθηκε αλλά εφαρμόστηκε στην πράξη. Ώστε σε εκείνη την ειδικότητα να μην απαιτείται «αντιστοιχία». Εκεί το σχέδιο υπηρεσίας για όλες τις ειδικότητες Ειδικού Εκπαιδευτικού απαιτούσε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν «στην αντίστοιχη ειδικότητα» και αποφασίστηκε πως τέτοια πρόνοια δεν μπορούσε να ερμηνευθεί ότι παραπέμπει και σε «αντιστοιχία». Συναφώς, η λέξη «αντίστοιχη» δεν αφορούσε στην αντιστοιχία του πτυχίου αλλά στην ειδικότητα από τις πολλές της θέσης που ενδιέφερε στην περίπτωση. Εδώ, βεβαίως, δεν έχουμε αναφορά σε «αντίστοιχη ειδικότητα» αλλά η αναφορά σε «ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» εννοεί ακριβώς το ίδιο πράγμα. Δεν είναι εύλογο, δια μέσου τέτοιας διατύπωσης, να θεωρηθεί ότι εισάγεται απαίτηση «αντιστοιχίας» που έχει το ειδικό περιεχόμενο, όπως το προσδιορίζει ο Νόμος, και στο οποίο ακριβώς αναφέρθηκε η ΕΕΥ.»
Έκρινε δε πως κατά πλάνη τέθηκε ζήτημα «αντιστοιχίας», αφού πέραν του γεγονότος ότι θα αναμενόταν η απαίτηση για «αντιστοιχία» να διατυπώνεται ρητά:
«. υπάρχουν άλλες πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας που δείχνουν επίγνωση της «αντιστοιχίας» ως όρου αλλά και ρύθμιση ώστε άλλοτε να την απαιτούν και άλλοτε να μην την απαιτούν. Συγκεκριμένα, στην ειδική διάταξη του σχεδίου υπηρεσίας για τα Θρησκευτικά, απαιτείται ρητά πτυχίο Θεολογικής Σχολής Ελληνικού Πανεπιστημίου ή «ισότιμο και αντίστοιχο πτυχίο Ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής» ενώ, αμέσως μετά, για τα Εμπορικά, γίνεται λόγος μόνο για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στις εμπορικές ή οικονομικές επιστήμες. Για να ακολουθήσει η πρόνοια για την Τεχνολογία. Εκεί γίνεται αναφορά σε ισότιμο και αντίστοιχο, μάλιστα όπως ρητά αναφέρεται, όπως αυτό θα κρινόταν από το ΚΥΣΑΤΣ. Τελικά, ως προς την Τουρκική Γλώσσα - Τουρκολογία, η ισοτιμία του προσόντος συναρτάται ρητώς προς το πτυχίο του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.»
Η πρωτόδικη ετυμηγορία προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων βρίσκεται η θέση ότι η κρίση του δικαστηρίου πως κατά πλάνη τέθηκε ζήτημα «αντιστοιχίας», είναι εσφαλμένη, ενώ εσφαλμένα έκρινε επίσης πως δεν εφαρμόζεται η νομολογία στην οποία παρέπεμψαν και ότι σχετική και εφαρμοστέα είναι η Φραγκουλίδου.
Οι εφεσείοντες υποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιείται το ίδιο λεκτικό στις απαιτήσεις των σχεδίων υπηρεσίας του καθηγητή αφενός και του ειδικού εκπαιδευτικού αφετέρου, για να υποστηρίξουν ότι δεν έχουν την ίδια έννοια. Θεωρούν επίσης τη φράση «ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» ως «λέξεις κλειδιά», αφού, όπως υποστήριξαν και πρωτόδικα, για να αποφασιστεί κατά πόσο ένα προσόν είναι ισότιμο «στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» θα πρέπει να εξεταστεί και το περιεχόμενο του προσόντος αυτού. Αυτό δε που έκανε η ΕΕΥ, ήταν να υιοθετήσει τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 25.8.2006, σύμφωνα με την οποία, κατά τους εφεσείοντες, στις περιπτώσεις που δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο συγκεκριμένα άτομα έχουν αποκτήσει μέσω των σπουδών τους την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας ειδικότητα, θα πρέπει να προσκομίζουν από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας των πτυχίων τους προς τα πτυχία πανεπιστημιακού επιπέδου στην ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας που προορίζονται να διδάξουν. Από την άλλη, η εφεσίβλητη θεωρεί αυθαίρετη την απαίτηση της ΕΕΥ για αξιολόγηση του πτυχίου της ως αντίστοιχου με το πτυχίο του Πανεπιστημίου Κύπρου, προσθέτοντας έτσι απαιτήσεις έξω και πέραν των προθέσεων του νομοθέτη. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, η ΕΕΥ λειτούργησε εκτός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, παραβιάζοντας το σχέδιο υπηρεσίας.
Η αρχή ότι η ερμηνεία ενός σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, είναι καλά θεμελιωμένη στη νομολογία μας. Δεν πρόκειται όμως για ανεξέλεγκτη αρμοδιότητα. Το διοικητικό δικαστήριο επεμβαίνει όταν η ερμηνεία και εφαρμογή του είναι αδύνατο να στηριχθεί στο νόμο, ή δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή όταν το διορίζον όργανο υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, θεωρούμε ότι η Φραγκουλίδου είναι εν προκειμένω σχετική. Έχουμε παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση. Το εκεί ζητούμενο ήταν κατά πόσο η απαίτηση για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν «στην αντίστοιχη ειδικότητα» εισαγάγει απαίτηση αντιστοιχίας, ερώτημα που το δικαστήριο απάντησε αρνητικά. Εδώ, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, θεωρούμε ότι η αναφορά σε «ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» έχει την ίδια έννοια. Πέραν τούτου, βέβαια, καμία ρητή αναφορά δεν γίνεται στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας σε «αντιστοιχία», όρος που απαντάται σε άλλες πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας σε σχέση με άλλες ειδικότητες. Σ΄ αυτές παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταδείξει την επίγνωση του νομοθέτη της «αντιστοιχίας», ως όρου με ειδικό περιεχόμενο, που άλλοτε τα σχέδια υπηρεσίας την απαιτούν και άλλοτε δεν την απαιτούν.
H ΕΕΥ αρμοδίως διερεύνησε το περιεχόμενο των σπουδών της εφεσίβλητης για να διαπιστώσει κατά πόσο, απέκτησε μέσω των σπουδών της ειδικότητα στο θέμα που προοριζόταν να διδάξει. Έχουμε όμως τη γνώμη πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η ΕΕΥ, με την οποία εισήχθηκε απαίτηση «αντιστοιχίας», ως όρου με ειδικό περιεχόμενο, δεν ήταν επιτρεπτή στο δικαιοδοτικό της πλαίσιο να ερμηνεύει το σχέδιο υπηρεσίας. Το δε γεγονός ότι είχε ζητηθεί σε αριθμό άλλων υποθέσεων πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας χωρίς να είχε εντοπιστεί πρόβλημα, είναι αδιάφορο. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απασχόλησε ή δεν αποφασίστηκε σ΄ αυτές το ζήτημα που εδώ απασχολεί.
Πέραν τούτου, η θεώρηση της ΕΕΥ, με βάση τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 25.8.2006, ότι απαιτείτο πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας από το ΚΥΣΑΤΣ - το οποίο αποφασίζει για την ισοτιμία ή την ισοτιμία και αντιστοιχία τίτλων σπουδών - είναι πεπλανημένη, αφού καμία αναφορά δεν γίνεται στην εν λόγω γνωμάτευση σε απαίτηση «αντιστοιχίας» παρά μόνο ότι θα πρέπει να ζητηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη «να προσκομίσουν από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό αναγνώρισης ισοτιμίας των πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή τίτλων σπουδών ή προσόντων που κατέχουν, με την ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας στην οποία προορίζονται να διδάξουν»
(Η υπογράμμιση είναι του κειμένου).
Υπήρξε, επομένως, πλάνη εκ μέρους της ΕΕΥ και ως προς το περιεχόμενο της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας.
Προτού εγκαταλείψουμε την απόφασή μας, θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι δεν αμφισβητούμε την αρμοδιότητα και το καθήκον που είχε η ΕΕΥ να ερευνήσει, πέραν του κατά πόσον το πτυχίο της είχε δοθεί από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο, τα ζητήματα των σπουδών της εφεσίβλητης για να διαπιστώσει εάν ικανοποιείτο πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας περί «διπλώματος ... στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει». Όπως ελέχθη υπό παρόμοιες περιστάσεις στην υπόθεση Τζιαούρη-Φιλή ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 ΑΑΔ 651:
«Η Επιτροπή, επομένως, έχει καθήκον να προβαίνει στη διεξαγωγή έρευνας προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας.»
Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε υπό παρόμοια γεγονότα και στην Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 769, στην οποία μάλιστα δεν έγινε δεκτή εισήγηση ότι θα έπρεπε η ΕΕΥ να παραπέμψει το ζήτημα της «ειδικότητας που προορίζεται να διδάξει» στο ΚΥΣΑΤΣ ως φορέα για έρευνα που θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αντικαθιστούσε πλέον άλλες παραδοσιακές μεθόδους. Επιβεβαιώθηκε ότι το ζήτημα ενέπιπτε στις αρμοδιότητες της ΕΕΥ, έστω κι αν την έρευνα την είχε σ΄εκείνη την περίπτωση διενεργήσει ειδική επιτροπή η οποία συστάθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, μετά από πρόταση της ΕΕΥ. Εκείνο που είχε σημασία, ως κρίθηκε, ήταν ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα ασκήθηκε από την ΕΕΥ.
Συνεπώς, το μεμπτό, εν προκειμένω, στον τρόπο χειρισμού από την ΕΕΥ ήταν η, ανύπαρκτη στο σχέδιο υπηρεσίας, απαίτηση για πιστοποιητικό αντιστοιχίας από το ΚΥΣΑΤΣ, αντί της διενέργειας της δικής της έρευνας, υπό το φως της προαναφερθείσας νομολογίας (Τζιαούρη-Φιλή, Μικελλίδου).
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Χριστίνα Χαραλαμπίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1304/2005, ημερομηνίας 16.3.07, Ελένη Λοϊζίδου-Γιώργα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 690/2004, ημερομηνίας 8.9.06, Σόνια Εμμανουήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1858/2006, ημερομηνίας 21.7.08, Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου, (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, Πρίαμος Ιωαννίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 670/2005, ημερομηνίας 10.8.07, Σωτήρης Χ"Γεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Προσφυγή 1259/2007, ημερομηνίας 31.12.08.