ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C241
(2015) 3 ΑΑΔ 100
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 12/10
3 Απριλίου, 2015
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΑΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ
Εφεσείουσας/αιτήτριας
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/καθ΄ ης η αίτηση
......
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για εφεσείουσα
Λ. Ουστά (κα), για εφεσίβλητη
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για προαγωγή στη μόνιμη Θέση Συμβούλου ή Γενικού Προξένου Β΄ των Εξωτερικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας, πλην όμως η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) επέλεξε για προαγωγή άλλους συναδέλφους της και η σχετική απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 8.7.2005.
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην μη προαγωγή της με προσφυγή, στο πλαίσιο της οποίας προώθησε και ως λόγο ακύρωσης ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε εφόσον στηριζόταν αποκλειστικά ή κατ΄ αποφασιστικό λόγο στην αρχαιότητα κατά ηλικία, κατά παράβαση της Κοινοτικής Οδηγίας 2000/78/ΕΚ (στο εξής η Οδηγία) και του περί της Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν.58(1)/2004). Χωρίς όμως επιτυχία αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η πρόκριση υποψηφίου για προαγωγή λόγω ηλικίας δεν συνιστούσε διάκριση και κατά συνέπεια δεν αντίκειτο στην Οδηγία. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Σε σχέση με το θέμα τούτο, παρατηρώ τα εξής: Κατ΄ αρχήν δεν φαίνεται να δόθηκε αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία στον παράγοντα αρχαιότητα, είτε στη σύσταση είτε στην απόφαση των καθ ών η αίτηση. Στη σύσταση, μετά την αναφορά στα άλλα καθιερωμένα κριτήρια που λήφθηκαν υπόψη, γίνεται μια απλή αναφορά στο ότι "οι συστηνόμενοι προηγούνται σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δε συστήνονται, πλην της Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρας, η οποία όμως υστερεί σε προσόντα." Αυτή η παράθεση ενός σχετικού στοιχείου δεν δείχνει ότι δόθηκε σ΄ αυτό αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία. Το να ληφθεί δε υπόψη η αρχαιότητα των υποψηφίων ανάλογα με την ηλικία, όχι μόνο δεν είναι κάτι το μεμπτό, αλλ΄ αντίθετα, προνοείται από την ίδια τη νομοθεσία. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, οι οποίες διέπουν τα της αρχαιότητας μεταξύ υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, για την περίπτωση υπαλλήλων με την ίδια ημερομηνία διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης σε μια θέση (όπως είναι εδώ η περίπτωση), το εδάφιο (2) του άρθρου 49 προνοεί ότι η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων. Το τι σημαίνει δε "προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων" επεξηγείται στο εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, όπου προνοείται ότι σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, τότε η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων. Πρόκειται για μια δίκαιη και αντικειμενική ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας, η οποία εφαρμόζεται ασφαλώς στις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια θέση και κατ΄ ουδένα λόγο δεν δημιουργεί διάκριση εις βάρος της αιτήτριας. Ούτε και ασφαλώς άνιση μεταχείριση λόγω ηλικίας κατά παράβαση της προαναφερθείσας Κοινοτικής Οδηγίας ή του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και Εργασία Νόμου του 2004».
Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την απόρριψη της προσφυγής, την οποία εφεσίβαλε με ένα και μόνο λόγο. Ότι, δηλαδή, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφαρμογή του κριτηρίου της αρχαιότητας κατά την έννοια της βιολογικής ηλικίας του υπαλλήλου, αναφορικά με προαγωγές υπαλλήλων που κατά τα άλλα βρίσκονται στην ίδια θέση, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, ούτε παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, είναι εσφαλμένο και αντίθετο με τις διατάξεις του Ν.58(1)/2004 ο οποίος μεταφέρει στην εθνική έννομο τάξη την Οδηγία.
Με τη συμπλήρωση των εκατέρωθεν περιγραμμάτων αγόρευσης η έφεση τροχιοδρομήθηκε για διευκρινίσεις, αλλά πριν οδηγηθεί στην επ΄ ακροατηρίω συζήτηση η εφεσείουσα κατέθεσε, στις 27.2.14, αίτηση δυνάμει του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής η Συνθήκη) για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) των ακόλουθων δύο ερωτημάτων.
1. Μπορούν τα άρθρα 1, 2 παράγραφος 2, 3 και 6 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν τη διατήρηση διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες σε ότι αφορά στις προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων προβλέπουν ότι οι διεκδικήσεις των υπαλλήλων για προαγωγή αποφασίζονται με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και ότι η έννοια της αρχαιότητας σημαίνει αρχαιότητα των υπαλλήλων στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από τη κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αν η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με την ίδια μέθοδο, αφού εφαρμοστεί αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία και σε περίπτωση που η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων;
2. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης το πρώτο ερώτημα, συνιστά άμεση διάκριση λόγω ηλικίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η μη προαγωγή προσώπου, στη βάση των πιο πάνω αναφερόμενων κριτηρίων, τα οποία κατά την πρακτική εφαρμογή τους από το αποφασίζoν όργανο, οδηγούν στη μη προαγωγή του αποκλειστικά λόγω της ηλικίας του, αφού κατά τα άλλα έχει κριθεί ως ισότιμο και ότι δεν υστερεί σε αξία και προσόντα από τους προαχθέντες;
Στις 16.5.14 όμως, η εφεσείουσα, απέσυρε την αίτηση με την επιφύλαξη να επαναφέρει το αίτημά της στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης επί της ουσίας. Όπως και έπραξε, προβάλλοντας ότι ο λόγος έφεσης άπτεται άμεσα της ερμηνείας των άρθρων 1, 2, 3, 6 και 16 της Οδηγίας, τα οποία, υπό το φως και των διατάξεων του άρθρου 10 της Συνθήκης και του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, απαγορεύουν κάθε διάκριση. Μεταξύ άλλων και τη διάκριση για λόγους ηλικίας στους τομείς που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Ένωσης που περιλαμβάνουν και την απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου θα είναι τελευταίου βαθμού, το άρθρο 267 της Συνθήκης επιβάλλει υποχρέωση για την αιτούμενη παραπομπή επειδή για την έκδοση της απόφασης είναι απαραίτητη η ερμηνεία της Οδηγίας από το ΔΕΕ αναφορικά με το θέμα που έχει προκύψει.
Οι προϋποθέσεις του άρθρου 267[1] της Συνθήκης για την αιτούμενη παραπομπή, αντέτεινε η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, δεν πληρούνται για τρεις βασικά λόγους. Ο πρώτος, ότι πρόκειται για θέμα που δεν χρήζει ερμηνείας (acte claire), o δεύτερος, η γνωμοδότηση του ΔΕΕ επί του θέματος δεν είναι αναγκαία για την έκδοση από το Εφετείο της απόφασής του και, ο τρίτος, δεν υπάρχει σαφές και ξεκάθαρο ερώτημα για ερμηνεία καθότι αυτό δεν άπτεται ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, αλλά της συμβατότητας του άρθρου 49 του Ν.1/90 με την Οδηγία και το ΔΕΕ δεν εξετάζει θέματα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο.
Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση του αιτήματος για παραπομπή των δύο ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Το ζήτημα της προδικαστικής παραπομπής διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 34Α[2] του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960, όπως τροποποιήθηκε), το οποίο ουσιαστικά μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη τις πρόνοιες του άρθρου 267 (πρώην 234) της Συνθήκης με το οποίο παρέχεται στα ημεδαπά Δικαστήρια πρώτου βαθμού δυνατότητα και στο Εφετείο υποχρέωση για παραπομπή στο ΔΕΕ νομικού ερωτήματος όταν στο προς απόφαση αντικείμενο της διαφοράς ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της Συνθήκης της Ένωσης ή όταν ανακύπτει ζήτημα που σχετίζεται με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης (βλ. Rawuttar v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 508, Τheosavva Co. Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. 472/11 ημερ. 20.1.14, ECLI:CY:AD:2014:A41). Εγείρεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο το υπό αναφορά θέμα χρήζει ερμηνείας και, εάν ναι, κατά πόσο η παραπομπή στο ΔΕΕ των επιδίκων ερωτημάτων είναι αναγκαία για την έκδοση από το Εφετείο της απόφασής του.
Σύμφωνα με τις παρ. 11 και 12 του Προοιμίου της Οδηγίας, οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης και κάθε τέτοια άμεση ή έμμεση διάκριση πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την κοινότητα. Πρόκειται, κατά την άποψή μας, για ξεκάθαρη διακήρυξη (acte claire) και ως τέτοια δεν χρήζει οποιασδήποτε ερμηνείας από το ΔΕΕ εφόσον η Οδηγία, ως Οδηγία που είναι, αποβλέπει σε υιοθέτηση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων από τα κράτη μέλη αλλά, σ΄ ότι αφορά τις ρυθμίσεις προς επίτευξη αυτού του σκοπού, εναπόκειται στα κράτη μέλη να επιλέξουν τα σχετικά μέτρα. Ούτε είναι αναγκαία για σκοπούς έκδοσης από το Εφετείο της απόφασης του, αφού εναπόκειται στο Εφετείο να κρίνει κατά πόσο το άρθρο 49 του Ν.1/90, το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της αρχαιότητας των δημοσίων υπαλλήλων και με βάση το στοιχείο της βιολογικής ηλικίας, είναι συμβατό ή όχι με την Οδηγία. Παραπέμπουμε σχετικά στην Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305, στην οποία λέχθηκε ότι «Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιον του (Duringello v. INPS, Case C-186/90)».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω καταλήγουμε ότι το αίτημα για προδικαστική παραπομπή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Ακολουθεί η εξέταση του μοναδικού λόγου έφεσης, ότι δηλαδή η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία υιοθετήθηκε από την ΕΔΥ και οδήγησε στην προαγωγή άλλων υποψηφίων, έπασχε εφόσον στηριζόταν αποκλειστικά ή κατά αποφασιστικό λόγο στην αρχαιότητα λόγω ηλικίας.
Η εφεσείουσα προώθησε το λόγο έφεσης με αναφορά στις προαναφερθείσες πρόνοιες του Ν.58(1)/2004 και της Οδηγίας καθώς και σε αποφάσεις του ΔΕΕ επί του θέματος (C-555/07 Seda Kücükdeveci (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί), Μangold ημερ. 22.11.05, C-411/05, Palacios de la Villa ημερ. 16.10.06 και C-338/07 Age Concern Englant ημερ. 5.3.09), για να υποβάλει ουσιαστικά δύο εισηγήσεις. Η πρώτη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε εμπεριστατωμένα κατά πόσο η εφαρμογή του κριτηρίου της αρχαιότητας κατά την έννοια της βιολογικής ηλικίας που προνοείται από το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας που παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται από το Ν.58(1)/04 που μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την Οδηγία και, η δεύτερη, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε από την αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία στον παράγοντα αρχαιότητα, κατά την έννοια της ηλικίας, είναι εσφαλμένο.
Η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, αντέτεινε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων, είναι καθόλα ορθή. Αφενός γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα της αρχαιότητας μέσα στο ορθό νομικό πλαίσιο και, αφετέρου, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε αποκλειστική ή υπερβάλλουσα σημασία στον παράγοντα αρχαιότητα και εν πάση περιπτώσει ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας από το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου γίνεται κατά τρόπο δίκαιο και αντικειμενικό.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις και καταλήξαμε ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η Οδηγία αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων που μπορούν να λάβουν προς επίτευξη των σκοπών τους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής απασχόλησης. (Mangold και Palacios de la Villa, ανωτέρω), νοουμένου ότι οι ρυθμίσεις στις οποίες προβαίνουν δεν αντιστρατεύονται την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων (μεταξύ άλλων) λόγω ηλικίας (Age Concern England, ανωτέρω). H ρύθμιση όμως της αρχαιότητας των δημοσίων υπαλλήλων από το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου δεν μπορεί να κριθεί ότι αντιστρατεύεται την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, αφού πρόκειται για γενική ρύθμιση η οποία δεν θέτει σε μειονεκτική θέση συγκεκριμένο δημόσιο υπάλληλο ή συγκεκριμένη ομάδα δημοσίων υπαλλήλων. Αντίθετα, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόκειται «.για μια δίκαιη και αντικειμενική ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας, η οποία εφαρμόζεται ασφαλώς στις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια θέση και κατ΄ ουδένα λόγο δεν δημιουργεί διάκριση εις βάρος της αιτήτριας». Έπεται ότι η σχετική επί του ζητήματος θέση της εφεσείουσας δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Σ΄ ότι δε αφορά το καθαυτό παράπονό της, ότι δηλαδή η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε εφόσον στηριζόταν αποκλειστικά ή κατά αποφασιστικό λόγο στην αρχαιότητα λόγω ηλικίας, είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η σύσταση περιορίστηκε σε απλή αναφορά ότι οι συστηνόμενοι προηγούνται σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται εφόσον η αναφορά αυτή ήταν σύμφωνη με τη ρύθμιση του θέματος της αρχαιότητας από το άρθρο 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Κατά συνέπεια ούτε και αυτό το παράπονο ευσταθεί και η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Εφετείου για έγκριση.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Σ. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ΄ αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Όταν προκύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν.»
[2] 34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.
(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.