ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:C28
(2015) 3 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 35/2010)
23 Ιανουαρίου, 2015
[Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, M. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Καθ'ου η Αίτηση.
_________________________________
Λ. Μασωνίδου (κα) για Χρ. Βασιλειάδη, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου
είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Παρά το γεγονός ότι σήμερα τόσο ο Εφεσείων όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) έχουν αφυπηρετήσει από το ΡΙΚ, η μεταξύ τους αντιδικία φαίνεται να συνεχίζεται. Η έφεση αφορά την προαγωγή για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων. Η πρώτη προσπάθεια για πλήρωση της θέσης έγινε πριν δώδεκα χρόνια. Συγκεκριμένα στις 10.7.2002 προήχθη στη θέση άλλος υποψήφιος (Μάριος Σκορδής). Ακολούθησε προσφυγή τόσο από τον Εφεσείοντα όσο και από το Ενδιαφερόμενο Μέρος, οι οποίοι πέτυχαν την ακύρωση της προαγωγής λόγω πλάνης περί τα πράγματα, οφειλόμενης σε έλλειψη δέουσας έρευνας, επαρκούς αιτιολογίας και ουσιαστικής αντιπαραβολής των υποψηφίων (βλ. Σταύρος Παπαντωνίου κ.α. ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 833/02, ημερ. 1.7.2004).
Ακολούθησε επανεξέταση και δεύτερη απόφαση, με την οποία αυτή τη φορά προήχθη το ΕΜ. Θα παραθέσουμε το σχετικό μέρος του σκεπτικού του Διοικητικού Συμβουλίου, εφόσον ο Εφεσείοντας εγείρει θέμα δεδικασμένου:-
«Το Συμβούλιο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθέτησε τη σύσταση του Βοηθού Γενικού Διευθυντή, και έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, ότι η καταλληλότερη για προαγωγή είναι η κα Κοτζαναστάση Κίτσα και αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, την προαγωγή της στη θέση «Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων» με αναδρομική ισχύ από 1.8.2002.
Το Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης του έλαβε ιδιαίτερα υπόψη την αξία της κας Κοτζαναστάση όπως προκύπτει από τον Φάκελο της και τα όσα ανέφερε ο Βοηθός Γενικός Διευθυντής.
Το Συμβούλιο δεν αγνόησε την ουσιαστική υπεροχή σε αρχαιότητα της κας Θέμιδας Θεοχάρους έναντι της κας Κοτζαναστάση έκρινε όμως ότι η ευθύνη του Συμβουλίου ήταν να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο για την υπό πλήρωση θέση.
Επί του προκειμένου, το Συμβούλιο σημείωσε ότι η κα Κίτσα Κοτζαναστάση είναι αρχαιότερη των υπολοίπων υποψηφίων. Πέραν των όσων είχαν αναφερθεί πιο πάνω, το Συμβούλιο έκρινε (μεταξύ Κίτσας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων, εξαιρουμένης της Θεοχάρους Θέμιδας) ότι δεν διαφαίνετο λόγος να παραγνωριστεί η αρχαιότητα μεταξύ Κίτσας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων.
Οι κύριοι Γ. Γεωργής, Κ. Κολώτας και Γλ. Ιωαννίδης ψήφισαν υπέρ της κας Θέμιδας Θεοχάρους η οποία είναι κάτοχος πτυχίου και υπερέχει σε αρχαιότητα της κας Κοτζαναστάση.»
Μετά την επιλογή του ΕΜ ακολούθησε νέα προσφυγή εκ μέρους του Εφεσείοντος, η οποία και αυτή τη φορά πέτυχε, με αποτέλεσμα την εκ νέου ακύρωση της προαγωγής (βλ. Σταύρος Παπαντωνίου ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 330/05, ημερ. 1.12.2006). Σ' αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία που είχε παραθέσει το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ για την επιλογή του ΕΜ, ήταν ασαφής και αόριστη και ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση προς το ακυρωτικό δεδικασμένο, αφού δεν έγινε «ουσιαστική αντιπαραβολή και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους».
Ακολούθησε νέα επανεξέταση, με επιλογή στις 3.4.2008 και αυτή τη φορά του ΕΜ, με την εξής αιτιολογία:-
«Με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο:
· Σε αξία όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι.
· Σ' ότι αφορά τα προσόντα όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Όμως η κα Θέμις Θεοχάρους είναι κάτοχος πτυχίου Φιλολογίας, ο κος Μάριος Σκορδής είναι κάτοχος πτυχίου Αγγλικής Φιλολογίας και ο κος Φώτος Φωτιάδης κατέχει δίπλωμα ηθοποιού της Δραματικής Σχολής του Οργανισμού Εθνικού Θεάτρου Ελλάδος.
· Σε αρχαιότητα υπερέχει ουσιαστικά όλων των υποψηφίων η κα Θεοχάρους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα στο σύνολό τους και ιδιαίτερα την καταλληλότητα των υποψηφίων να εκτελέσουν με επιτυχία τα καθήκοντα της θέσης του Πρώτου Λειτουργού Ραδιοφωνικών & Μουσικών Προγραμμάτων και ύστερα από μελέτη των Φακέλων (με βάση τα δεδομένα και στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο), το Συμβούλιο αποφάσισε πως καταλληλότερο άτομο για προαγωγή είναι η κα Κίτσα Κοτζαναστάση, για τους πιο κάτω λόγους:
Η κα Κοτζαναστάση σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους (όπως προκύπτει από τον Προσωπικό Φάκελό της):
1. Διαθέτει την απαραίτητη διοικητική ικανότητα την οποία απέδειξε σε πολλές περιπτώσεις.
2. Διαθέτει ευρεία πείρα στον τομέα του σχεδιασμού, της παραγωγής και της μετάδοσης ραδιοφωνικών και μουσικών προγραμμάτων.
3. Είχε ενεργό συμμετοχή στην προώθηση και ανάπτυξη της εργασίας και την άσκηση εποπτείας, ελέγχου και συντονισμού της εργασίας μερίδας του προσωπικού του Τμήματος, μεταξύ των οποίων και τον έλεγχο των συμβολαίων και συνεργατών και των μουσικών εκπομπών του Πρώτου Προγράμματος.
4. Είχε την ευθύνη για την οργάνωση, εποπτεία και εκπαίδευση του προσωπικού, μόνιμου και συνεργατών, στον τομέα της ευθύνης της.
5. Είχε αναλάβει με επιτυχία τη διοργάνωση και ηχογράφηση αρκετών πολιτιστικών μουσικών εκδηλώσεων. Στο Προσωπικό Φάκελο της υπάρχουν αρκετές συγχαρητήριες επιστολές για τη συμβολή της αυτή.
6. Είχε την ευθύνη για την προετοιμασία εκθέσεων για τα προγράμματα του τομέα της και την ετοιμασία προϋπολογισμού δαπανών για την παραγωγή και μετάδοση των προγραμμάτων αυτών.
Το Συμβούλιο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, ότι καταλληλότερο άτομο για προαγωγή είναι η κα Κίτσα Κοτζαναστάση και αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή της στη θέση «Πρώτος Λειτουργός Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων» με αναδρομική ισχύ από 1.8.2002.
Το Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης έλαβε ιδιαίτερα υπόψη την εν γένει καταλληλότητα για την υπό κρίση θέση της κας Κοτζαναστάση, όπως προκύπτει από τον Προσωπικό Φάκελο της.
Το Συμβούλιο δεν αγνόησε την υπεροχή σε αρχαιότητα της κας Θεοχάρους έναντι της κας Κοτζαναστάση, έκρινε όμως ότι η ευθύνη του Συμβουλίου ήταν να επιλέξει τον πιο κατάλληλο υποψήφιο για την υπό πλήρωση θέση.
Περαιτέρω, επί του προκειμένου, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η κα Κοτζαναστάση, είναι αρχαιότερη των υπόλοιπων υποψηφίων. Πέραν των όσων είχαν αναφερθεί πιο πάνω, το Συμβούλιο έκρινε (μεταξύ κας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων, εξαιρουμένης της κας Θεοχάρους) ότι δεν διεφαίνετο λόγος να παραγνωριστεί η αρχαιότητα μεταξύ της κας Κοτζαναστάση και των άλλων υποψηφίων.»
Ακολούθησε και τρίτη προσφυγή εκ μέρους του Εφεσείοντα (βλ. Σταύρος Παπαντωνίου ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 757/08, ημερ. 18.2.2010), η οποία όμως αυτή τη φορά απέτυχε, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να την προσβάλει με την παρούσα έφεση. Σ' αυτήν προβάλλονται δέκα λόγοι έφεσης τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Πλάνη - Λόγος έφεσης 1
Πρωτοδίκως ο Εφεσείων έθεσε θέμα ότι οι παρατηρήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής (ΣΕΕ) σε σχέση με τα προσόντα του, δεν ήταν ορθές και αυτό οφειλόταν στην έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία οδήγησε σε πλάνη. Ήταν η θέση του ότι αν η ΣΕΕ πεπλανημένα δεν μείωνε την αξία των σημαντικών προσόντων του, ενδεχομένως να τον σύστηνε ως τον πλέον κατάλληλο. Όμως με τη σύστασή της παραπλάνησε και το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο κατέληξε στην επιλογή του ΕΜ.
Ο αδελφός Δικαστής πρωτοδίκως, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος, ανέφερε ότι:-
«Τόσο ο αιτητής όσο και το ενδ. μέρος κρίθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε όλα τα προσόντα του αιτητή χωρίς να τα αξιολογήσει περαιτέρω. Ωστόσο, αυτά αναφέρονται (βλ. παράρτημα 18) σε σχετικό πίνακα και τα αντίστοιχα πτυχία βρίσκονταν στο προσωπικό του φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου. Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας λήφθηκαν υπόψη. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη από το γεγονός ότι δεν έγινε διάκριση μεταξύ απαραίτητων και πρόσθετων προσόντων που να επενέργησε ουσιωδώς στην επιλογή του ενδ. μέρους. Καταλήγοντας αποφαίνομαι ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς.»
Ο Εφεσείων προβάλλει ότι ο αδελφός Δικαστής στηρίχθηκε στο γεγονός ότι επειδή τα προσόντα του Εφεσείοντος και του ΕΜ αναφέρονται σε Πίνακα υποψηφίων, ότι αυτά θα πρέπει να λήφθηκαν υπόψη σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας. Όμως κατά τον Εφεσείοντα ο συγκεκριμένος Πίνακας είναι λανθασμένος, παραποιημένος και ελλιπής σε σχέση με τα προσόντα του Εφεσείοντος και του ΕΜ. Στο περίγραμμα αγόρευσης για τον Εφεσείοντα, παρατίθενται πέντε ακαδημαϊκά προσόντα, δύο από τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα. Πέραν τούτου, ο Εφεσείων αμφισβητεί και τα προσόντα του ΕΜ ισχυριζόμενος ότι δεν κατέχει πανεπιστημιακό τίτλο και κατά συνέπεια το ΕΜ δεν πληρούσε την παράγραφο 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπως πεπλανημένα θεώρησε η ΣΕΕ και υιοθέτησε το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την επιλογή του ΕΜ. Επίσης, ισχυρίζεται ότι παραποιήθηκαν τα προσόντα του ΕΜ, εφόσον δεν κατέχει Πτυχίο Ωδικής και Πιάνου του Εθνικού Ωδείου, αλλά του Ελληνικού Ωδείου το οποίο είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πρώτο.
Τόσο οι Εφεσίβλητοι όσο και το ΕΜ θεωρούν ότι ο Εφεσείων κωλύεται από του να αμφισβητεί για πρώτη φορά κατ' έφεση τα προσόντα του ΕΜ. Ως προς την κατ' ισχυρισμό πλάνη για τα προσόντα του ίδιου, το ΕΜ ισχυρίζεται ότι όλα τα προσόντα του Εφεσείοντος ήταν στο φάκελο που βρισκόταν ενώπιον του Συμβουλίου και εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε πλάνη δεν ήταν ουσιώδης.
Συμφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις των δικηγόρων των Εφεσιβλήτων και του ΕΜ. Σύμφωνα με τη Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, δεν επιτρέπεται η έγερση ζητημάτων τα οποία ενώ θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, δεν τέθηκαν. Σύμφωνα με τη νομολογία, ο διοικητικός έλεγχος διενεργείται με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εφεσείων, όπως ορθά υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος για το ΕΜ, κατά την προηγούμενη δικαστική διαδικασία, όχι μόνο δεν ήγειρε οποιοδήποτε θέμα για τα προσόντα του ΕΜ, αλλά αντίθετα με την αγόρευση του δικηγόρου του, αποδεχόταν ότι τα προσόντα του ΕΜ «πληρούσαν τα ελάχιστα απαιτούμενα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας», αλλά ήταν θεωρητικά και δεν μπορούσαν να συγκριθούν ως υπέρτερα αυτών του Εφεσείοντος (βλ. σελ. 13, παρ. 5.3.12 της πρωτόδικης αγόρευσης του δικηγόρου του Εφεσείοντος).
Ούτε ως προς τα προσόντα του Εφεσείοντος μπορεί να ευσταθήσει το παράπονό του. Το ότι στον σχετικό Πίνακα που ετοίμασε η ΣΕΕ δεν αναφέρθηκαν δύο από τα πέντε προσόντα του Εφεσείοντος, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ή σε συμπέρασμα ότι μειώθηκε η αξία των προσόντων του. Κατ' αρχάς η ΣΕΕ περιέλαβε τον Εφεσείοντα ανάμεσα στους υποψηφίους που πληρούσαν τα προσόντα και επομένως δεν προκύπτει οτιδήποτε ως προς την ΣΕΕ.
Ως προς το Συμβούλιο και την κατ' ισχυρισμό πλάνη, ως αποτέλεσμα της μη αναφοράς στον Πίνακα δύο από τα πέντε προσόντα του Εφεσείοντος, συμφωνούμε με τον αδελφό μας Δικαστή ότι δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη. Όπως υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση, τα αντίστοιχα πτυχία και διπλώματα των διαδίκων βρίσκονταν στον προσωπικό φάκελο του καθενός, οι οποίοι ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση ότι σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ότι λήφθηκαν υπόψη. Όμως ακόμη και αν για χάρη συζήτησης δεχθούμε ότι ο τρόπος που καταρτίστηκε ο Πίνακας ενδεχομένως να μπορούσε να οδηγήσει σε πλάνη και πάλι δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει ο λόγος έφεσης, εφόσον η πλάνη, κατά την κρίση μας, δεν επενήργησε ουσιωδώς ώστε να καθιστά την πράξη παράνομη [βλ. άρθρο 46(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 43 και Χαρτούτσιος ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 383]. Πέραν τούτου δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να υποστηρίζει το άλλο παράπονο του Εφεσείοντος, ότι υπήρχε μείωση της αξίας των προσόντων του.
Μη λήψη σύστασης και μη διεξαγωγή συνεντεύξεων - Λόγοι έφεσης 2 και 3
Πρωτοδίκως ο Εφεσείων παραπονέθηκε για το ότι το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να ζητήσει τη σύσταση του Προϊσταμένου και χωρίς να προβεί σε συνεντεύξεις των υποψηφίων. Το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το πρώτο θέμα έκρινε ότι:-
«Η υποβολή σύστασης εκ μέρους του Προϊσταμένου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στη διαδικασία διορισμού ή προαγωγής, σύμφωνα με τους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμούς του 1987, ΚΔΠ 317/87. Συνεπώς η μη εξασφάλιση σύστασης δεν επηρέασε τη νομιμότητα της διαδικασίας (βλ. Πιερίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, (2001) Α.Α.Δ. 61).»
Ως προς το δεύτερο θέμα, έκρινε ότι:-
«Ο Καν. 8(1)(β) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κανονισμών (ΚΔΠ 317/87) παρέχει διακριτική ευχέρεια στους καθ' ων η αίτηση να καλούν τους υποψηφίους σε συνεντεύξεις, χωρίς τούτο να είναι υποχρεωτικό.»
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι η κρίση του αδελφού μας Δικαστή ως προς τα δύο θέματα, είναι εσφαλμένη. Δέχεται ότι η ΚΔΠ 317/87 δεν προβλέπει για την υποβολή σύστασης, αλλά η σύσταση στην προκειμένη περίπτωση ήταν απόλυτα αναγκαία, αφού το Διοικητικό Συμβούλιο:- (α) δεν είχε καθόλου ιδία γνώση για τους υποψηφίους, (β) δεν είχε ειδικές γνώσεις για τα κριτήρια του Σχεδίου Υπηρεσίας και (γ) δεν διεξήγαγε συνεντεύξεις των υποψηφίων ώστε να διαμορφώσει το ίδιο άποψη. Πέραν τούτου, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα ανέφερε ότι η υποβολή σύστασης έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ως σημαντικό στοιχείο για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των υποψηφίων.
Ως προς το δεύτερο θέμα, ο Εφεσείων θεωρεί ότι ο Κανονισμός 8(1) δίδει διακριτική ευχέρεια στο Διοικητικό Συμβούλιο να καλεί σε συνεντεύξεις τους υπό κρίση υποψηφίους. Στην προκειμένη περίπτωση, ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντος, από τη στιγμή που δεν ζητήθηκε σύσταση του Προϊσταμένου και το Διοικητικό Συμβούλιο δεν κατείχε ειδικές γνώσεις, όφειλε να δεχθεί τους υποψηφίους σε συνεντεύξεις, ιδιαίτερα επειδή η θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία και η προσωπικότητα των υποψηφίων είχε μεγάλη σημασία. Εισηγήθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν καθ' υπέρβαση εξουσίας, ενάντια στην αρχή της χρηστής διοίκησης και υπό καθεστώς πλάνης που ήταν το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας.
Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις που προβλήθηκαν εκ μέρους του Εφεσείοντος. Οι δύο λόγοι έφεσης εγείρουν θέματα τα οποία η νομολογία έχει επιλύσει προ πολλού. Τα γεγονότα συνάδουν απόλυτα με αυτά στην υπόθεση Πιερίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3Α ΑΑΔ 61, στην οποία ενώ ζητήθηκε σύσταση κατά την αρχική εξέταση, δεν ζητήθηκε σύσταση κατά την επανεξέταση, όπως εδώ. Η Ολομέλεια απέρριψε παρόμοιο παράπονο αναφέροντας τα εξής:-
«Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση να μην εξασφαλίσουν κατά την επανεξέταση νέα σύσταση από τον αρμόδιο προϊστάμενο, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, ούτε και επηρέασε τη νομιμότητα της διαδικασίας. Σύμφωνα με τους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμούς του 1987, Κ.Δ.Π. 317/87, η υποβολή σύστασης εκ μέρους του προϊστάμενου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στη διαδικασία διορισμού ή προαγωγής.
Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, οι απόψεις που διατυπώνονται από οποιοδήποτε τμηματάρχη για την καταλληλότητα των υποψήφιων δεν υπέχουν τη σημασία που έχει η σύσταση προϊστάμενου τμήματος του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90).
Για να υποστηρίξει τις θέσεις του ο εφεσείων αναφέρτηκε στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Δρουσιώτης, Α.Ε. 1138, ημερ. 3.7.1992. Η πιο πάνω απόφαση ουδόλως όμως προωθεί την υπόθεσή του. Δεν υποστηρίζει την άποψη ότι κατά την επανεξέταση το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. οφείλει να αναζητήσει νέες συστάσεις. Αναφέρεται μόνο στην ανάγκη για αναζήτηση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας διοικητικής πράξης.»
(Βλ. επίσης Χαρτούτσιος ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, πιο πάνω, στην οποία υιοθετήθηκαν τα νομολογηθέντα στην Πιερίδης ν. ΡΙΚ, ανωτέρω.)
Η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή και ως προς το δεύτερο θέμα που αφορά στη μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης. Όπως ορθά επισημαίνεται από τους Εφεσίβλητους, ο σχετικός Κανονισμός 8(1) της ΚΔΠ 317/87, δεν επιβάλλει υποχρέωση διεξαγωγής προφορικής συνέντευξης. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε δυνάμει του Κανονισμού 8(1) τη διακριτική ευχέρεια να το πράξει. Η απόφαση του να μη δεχθεί τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη, ουδόλως ξεφεύγει των ακραίων ορίων άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που είχε, ιδιαίτερα επειδή επρόκειτο για επανεξέταση (βλ. Παπαδοπούλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608).
Μη συμμόρφωση με δεδικασμένο - Μη σύγκριση υποψηφίων - Λόγοι έφεσης 4, 5 και 6
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία το παράπονο του Εφεσείοντος ήταν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο παραγνώρισε το δεδικασμένο που προέκυπτε από τις δικαστικές αποφάσεις στις Προσφυγές με Αρ. 833/02, ημερ. 1.7.2004 και 330/05, ημερ. 1.12.2006. Ως αποτέλεσμα προέβη στην εκ νέου προαγωγή του ΕΜ χωρίς να θεραπεύσει τα σημεία που κρίθηκαν τρωτά, τουλάχιστον από την τελευταία ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 330/05, στην οποία το δικαστήριο ακυρώνοντας την πράξη είχε αναφέρει ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. ήταν υποχρεωμένο να ενεργήσει μέσα στα πλαίσια που καθορίζονταν από την ακυρωτική απόφαση και να προχωρήσει στην επιλογή του δίδοντας μια ξεκάθαρη αιτιολογία της προτίμησής του, προβαίνοντας σε μια "ουσιαστική αντιπαραβολή των υποψηφίων μεταξύ τους" ώστε να διαφαίνονται οι λόγοι της απόφασής του.».
Ο αδελφός μας δικαστής εξέτασε το παράπονο του Εφεσείοντος το οποίο εκτινόταν και στη λήψη εξωγενών στοιχείων και το απέρριψε με το εξής σκεπτικό:-
«Μελέτησα το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του τα βιογραφικά σημειώματα, τις αξιολογικές εκθέσεις και τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν και συμπληρώνουν τη δοθείσα αιτιολογία. Συγκρίνοντας την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με εκείνη της ακυρωθείσας στην προσφυγή 330/2005, θεωρώ ότι, παρά την επανάληψη της αξιολόγησης του κριτηρίου της αρχαιότητας και μάλιστα κατά πανομοιότυπο τρόπο, είναι απόλυτα σαφής αφού αποκαλύπτει πλήρως τους λόγους που καθιστούν το ενδ. μέρος καταλληλότερο για προαγωγή και συναρτώνται άμεσα προς την αξία/πείρα της. Τα έξι ειδικότερα στοιχεία που επικαλέστηκε αυτή τη φορά το ΡΙΚ, τα οποία είναι επιδεκτικά δικαστικής εκτιμήσεως αφού συναρτώνται προς τη βαθμολογημένη αξία και το περιεχόμενο των φακέλων, ικανοποιούν το λόγο της ακυρωτικής απόφασης για ειδικότερη και σαφέστερη αιτιολογία.
Τόσο η βαθμολογία της κας Κοτζιαναστάση στις αξιολογικές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων (1997-2001) που είναι καθόλα εξαίρετη, όσο και το όλο περιεχόμενο του προσωπικού της φακέλου (συγχαρητήριες επιστολές, ανάθεση επιπρόσθετων διοικητικών και εποπτικών καθηκόντων, υπερωριακή εργασία) επιβεβαιώνουν όσα ειδικά σχολίασε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ για την επιλογή της.
Βεβαίως, οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν νομική υποχρέωση να συγκρίνουν το ενδ. μέρος με τον αιτητή ή άλλο υποψήφιο αναφορικά με τις προσδιορισθείσες από το Διοικητικό Συμβούλιο ιδιότητες εφόσον, όσα ειδικά σχολιάστηκαν βρίσκουν απόλυτο έρεισμα στο περιεχόμενο του προσωπικού της φακέλου, βλ. Omeros Nissiotis v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 CLR 388.
Επιπρόσθετα, ο αιτητής υστερούσε σε αρχαιότητα έναντι του ενδ. μέρους, αφού διορίστηκε στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ραδιοφωνικών και Μουσικών Προγραμμάτων (Κλ. Α11) την 1.4.02, ενώ το ενδ. μέρος στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Προγραμμάτων-Μουσικό Τμήμα (Κλ.Α11) από 1.11.00.
Έστω και αν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι υπερτερούσε ελαφρώς στα προσόντα διότι κατείχε επιπρόσθετα, δεν θα μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή του ενδ. μέρους σε αξία και αρχαιότητα και συνεπώς να καταστήσει πεπλανημένη την προσβαλλόμενη απόφαση.»
Ο Εφεσείων με το λόγο έφεσης 4 ουσιαστικά επαναλαμβάνει τα ίδια επιχειρήματα που παρέθεσε πρωτοδίκως, τονίζοντας ότι βασικά το λεκτικό της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου είναι επανάληψη του προηγούμενου και εν πάση περιπτώσει η απόφαση του Συμβουλίου πάσχει από ασάφεια, γενικότητα και αοριστία. Πέραν τούτου, προβάλλει ότι η απόφαση του Συμβουλίου συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου, ότι καταχρηστικά λήφθηκαν υπόψη υπέρ του ΕΜ διάφορα στοιχεία (συγχαρητήριες επιστολές, πρόσθετα διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί), ενώ δεν λήφθηκαν παρόμοια στοιχεία υπόψη υπέρ του Εφεσείοντος, ενώ υπήρχαν στον προσωπικό του φάκελο.
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το δεδικασμένο και η νέα απόφαση του Συμβουλίου «χαρακτηρίζεται από επαρκή και συγκεκριμένη αιτιολογία». Όλα τα σχετικά στοιχεία ήταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και αξιολογήθηκαν δεόντως από αυτό, ενώ κανένα από τα τρία αξιολογήσιμα κριτήρια δεν παραγνωρίστηκε.
Το ΕΜ υποστήριξε ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι «προφανής η σύγκριση όλων των νόμιμων στοιχείων» και ότι είναι φανερό ότι το Συμβούλιο του ΡΙΚ «έλαβε υπόψη σφαιρικά όλα τα δεδομένα του αιτητή, του ενδιαφερομένου προσώπου και όλων των άλλων υποψηφίων ως όφειλε, όπως και τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις».
Έχουμε εξετάσει τους λόγους έφεσης 4, 5 και 6 και κατά την άποψή μας αυτοί ευσταθούν. Το πρώτο που προκύπτει είναι ότι το λεκτικό της αιτιολογίας της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 3.4.2008 είναι όμοιο αν όχι πανομοιότυπο με το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου, ημερ. 16.2.2005. Το λεκτικό των δύο αποφάσεων του Συμβουλίου το έχουμε ήδη παραθέσει στην απόφασή μας για σκοπούς σύγκρισης. Όπως προκύπτει, το δεδικασμένο στην προσφυγή 330/05, ημερ. 1.12.2006 ήταν ότι η αιτιολογία στην απόφαση ημερ. 16.2.2005 για την επιλογή του ΕΜ ήταν ασαφής και αόριστη και ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση προς το ακυρωτικό δεδικασμένο της προηγούμενης απόφασης, αφού δεν έγινε «ουσιαστική αντιπαραβολή και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους». Με αυτό ως δεδικασμένο, η επανάληψη του ίδιου σκεπτικού στην ουσία παραβαίνει το δεδικασμένο, εφόσον παραμένει το πρόβλημα της ασαφούς και αόριστης αιτιολογίας και της μη ουσιαστικής αντιπαραβολής και σύγκρισης των υποψηφίων. Στην προκειμένη περίπτωση ενώ λήφθηκαν υπόψη διάφορα στοιχεία υπέρ του ΕΜ, δεν προκύπτει με σαφήνεια από την απόφαση του Συμβουλίου κατά πόσον έγινε έρευνα για να εντοπιστούν αν υπήρχαν ή δεν υπήρχαν παρόμοια στοιχεία και για το ΕΜ, ώστε να γίνει η απαιτούμενη σύγκριση των δύο υποψηφίων.
Το δεύτερο που επίσης προκύπτει είναι ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση όντως δίδεται η εντύπωση ότι τα έξι στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη ήταν καινούργια. Όπως ανέφερε το δικαστήριο στη σελίδα 6 της προσβαλλόμενης απόφασής του:- «Τα έξι ειδικότερα στοιχεία που επικαλέστηκε αυτή τη φορά το ΡΙΚ ..» όντως δίδει την εντύπωση ότι τα έξι αυτά στοιχεία ήταν νέα, ενώ δεν ήταν, αφού ήταν στοιχεία που αποτελούσαν μέρος της σύστασης του Προϊσταμένου κατά την προηγούμενη αξιολόγηση, την οποία ούτως ή άλλως υιοθέτησε πλήρως το Συμβούλιο στην προηγούμενη διαδικασία. Επομένως δεν ήταν καινούργια τα στοιχεία που επικαλέστηκε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ, όπως αφήνεται να νοηθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση και αυτό ενισχύει το παράπονο του Εφεσείοντος ότι η ακριβής επανάληψη της προηγούμενης απόφασης του Συμβουλίου παραβιάζει το δεδικασμένο.
Ενόψει της κατάληξής μας αναφορικά με τους λόγους έφεσης 4, 5 και 6, κρίνουμε σκόπιμο να μην εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, ώστε να μην προδικάσουμε την ετυμηγορία του Συμβουλίου σε ενδεχόμενη επανεξέταση.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΕΠσ