ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C315
(2014) 3 ΑΑΔ 151
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 187/2008)
14 Μαΐου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσείοντας/Καθ'ου η αίτηση,
ν.
FEREOS LIMITED,
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
Αίτηση ημερομηνίας 5/3/2014 από την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια για τροποποίηση
Αλ. Κουντουρή (κα) με Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια.
Ελ. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα-Καθ'ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η υπόθεση αυτή είναι ενώπιον μας μετά από έφεση με την οποία ανετράπη η εφεσιβληθείσα πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή απερρίφθη για λόγο που δεν αφορούσε την ουσία. Κατέστη έτσι αναγκαίο για την Ολομέλεια να επιληφθεί της ουσίας της προσφυγής και τούτο, βεβαίως, παραπέμπει στην εκδίκαση της προσφυγής όπως είχε διαμορφωθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή με αναφορά στα υφιστάμενα δικόγραφα. Υπεβλήθη όμως, εν τω μεταξύ, αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου και συγκεκριμένα των λόγων ακυρότητας της προσφυγής, με την προσθήκη και/ή εξειδίκευση, ως αναφέρεται, δύο λόγων ακυρότητας. Στην πορεία της ακρόασης της αίτησης, εφόσον υπήρξε ένσταση, η δεύτερη επιδιωκόμενη προσθήκη ή τροποποίηση εγκατελείφθη και παρέμεινε η ανάγκη να αποφανθούμε επί της πρώτης, η οποία επιδιώκει την εισαγωγή στο δικόγραφο της ακόλουθης πρόνοιας:
"4Α. Οι Βρετανικές Βάσεις, με την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης (άρθρο 1 της Συνθήκης) δεν αποτελούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος, ο οποίος στο άρθρο 5 ρητά προβλέπει πότε επιβάλλεται ο ΦΠΑ. Η Αιτήτρια εταιρεία πώλησε και παρέδωσε τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά στον Οργανισμό NAAFI (Navy, Army and Air Force Institutes) εντός του εδάφους των Βρετανικών Βάσεων και επομένως δεν τυγχάνει εφαρμογής ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος."
Η ουσία της πρόνοιας αυτής ως λόγου ακυρότητας είναι, όπως φαίνεται στην όψη του πράγματος, ότι ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος δεν τυγχάνει εφαρμογής όσον αφορά τις Βρετανικές Βάσεις. Και τούτο, ώστε, εφόσον η αιτήτρια εταιρεία πώλησε και παρέδωσε τα οινοπνευματώδη ποτά που αφορά η προσφυγή στη NAAFI εντός του εδάφους των Βρετανικών Βάσεων, να μην έχει εφαρμογή ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος.
Το ερώτημα το οποίο τίθεται και στο οποίο εστιάζεται και η ένσταση, είναι το κατά πόσο η επιδιωκόμενη τροποποίηση διευρύνει το πεδίο της προσφυγής ώστε να εκφεύγει της δυνατότητας εγκρίσεως της, ή κατά πόσο απλώς εξειδικεύει περαιτέρω και επεξηγεί λόγο ακυρότητας ο οποίος ήδη υφίσταται στα πλαίσια της προσφυγής. Προς τούτο υπάρχουν δύο πτυχές οι οποίες πρέπει να εξεταστούν∙ η μια είναι το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής και η άλλη είναι η αγόρευση, στην οποία ακριβώς προσδιορίζονται τα θέματα τα οποία με βάση, το δικόγραφο, συνιστούν τις συγκεκριμένες εισηγήσεις της αιτήτριας.
Στο δικόγραφο της απόφασης υπάρχουν πάμπολλα, ούτω καλούμενα, νομικά σημεία τα οποία όμως, με πολύ γενικό και αόριστο τρόπο, θέτουν όχι συγκεκριμένα πράγματα αλλά αναφορά σε γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου παρά οτιδήποτε άλλο. Και τούτο, βεβαίως, δεν μπορεί να καλύψει την ανάγκη η οποία περιέχεται στο σχετικό Κανονισμό, ο οποίος απαιτεί εξειδίκευση των λόγων ακυρότητας που να προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα με ακρίβεια. Η οποιαδήποτε χαλαρότητα στην ερμηνεία των σχετικών Κανονισμών θα επέτρεπε ουσιαστικά επέκταση των λόγων ακυρότητας σε θέματα τα οποία μπορεί εκ των υστέρων να γίνουν κατανοητά ή αντιληπτά και τούτο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς για τους οποίους έχουμε τους Κανονισμούς και τη σχετική νομολογία. Έχουμε δε την εμπειρία της διαχρονικής ευρύτητας με την οποία οι προσφυγές έχουν αντιμετωπιστεί, εις τρόπο ώστε πράγματι να πρέπει να τονίζεται συχνά η ανάγκη της αντίληψης των δικογράφων της προσφυγής ως πραγματικά δικόγραφα που καθορίζουν τα επίδικα θέματα.
Ως προς το δικόγραφο, επισημαίνουμε ότι στα νομικά σημεία της προσφυγής, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν κάποια συγκεκριμένη σχέση με το θέμα, υπάρχει μια πολύ γενική αναφορά στην παράγραφο 3, η οποία ήταν και εκείνη στην οποία εβασίσθη η ευπαίδευτη συνήγορος για την αιτήτρια σε στήριξη της αίτησης της, ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε ανεφάρμοστη στην παρούσα περίπτωση νομοθετική ρύθμιση. Τούτο, λέγει, μπορεί να καλύψει την εισήγηση η οποία γίνεται τώρα, ότι ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τις Βρετανικές Βάσεις και τις πωλήσεις οινοπνευματωδών ποτών στο έδαφος τους. Μια τέτοια γενικότητα όμως, δεν έχει την παραμικρή αξία σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα το οποίο εγείρεται.
Πέραν τούτου όμως, και οι άλλοι λόγοι ακυρότητας που περιβάλλουν το λόγο αυτό, και δη ο λόγος ακυρότητας 1 και ο λόγος ακυρότητας 4, δείχνουν ότι εντελώς διάφορη είναι η κατεύθυνση της προσφυγής. Ο λόγος ακυρότητας 1 παραπέμπει σε απόφαση ληφθείσα κατά παράβαση προνοιών του Συντάγματος και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 και του Νόμου 2000 και των βάσει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών, Εγκυκλίων και Διαταγμάτων. Ο δε λόγος ακύρωσης 4 παραπέμπει στο ότι:
«Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση ή/και οποιαδήποτε ενδιάμεση ή/και προπαρασκευαστική απόφαση αυτής, στηρίζονται στα άρθρα 30 και 34 του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Ν. 246/90 και άρθρα 25 και 49 Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Ν. 95/00 (όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα) καθώς και των Κ.Δ.Π. 153/92 και 321/01, των οποίων οι προϋποθέσεις στην παρούσα περίπτωση δεν πληρούνται για την εφαρμογή τους, αφού για τα πωληθέντα προϊόντα για τα οποία επιβλήθηκε σχετικός φόρος, δεν έπρεπε να είχε επιβληθεί οποιαδήποτε φορολογία καθώς έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί οι σχετικές νομοθετημένες απαλλαγές."
Τούτο είναι και η μόνη εξειδίκευση η οποία γίνεται στην προσφυγή, όσον αφορά δηλαδή την κατεύθυνση της και τη βάση στην οποία επιδιώκεται η ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης. Δείχνει δηλαδή ότι η όλη επιχειρηματολογία εστιάζεται στη λανθασμένη αντίληψη του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών όσον αφορά την εφαρμογή τους στην προκείμενη περίπτωση, διότι, βάσει των σχετικών νομοθετικών απαλλαγών, δεν έπρεπε να είχαν οι συγκεκριμένες πωλήσεις υποβληθεί σε φόρο προστιθέμενης αξίας αλλά έπρεπε να δικαιούντο ουσιαστικά μηδενικό συντελεστή.
Δεν είναι όμως μόνο το δικόγραφο της προσφυγής. Είναι και η ίδια η αγόρευση της αιτήτριας, η οποία ακολουθεί την ίδια οδό. Η αιτήτρια παραθέτει ολόκληρο το άρθρο 5 του Νόμου στην προσφυγή της, για να υποστηρίξει ουσιαστικά ότι η απόφαση με την οποία εθεωρήθη ότι οι παραδόσεις δεν υπόκειντο σε μηδενικό συντελεστή στα πλαίσια του Νόμου ήταν λανθασμένη. Η μόνη αναφορά, η οποία γίνεται υπό μορφή σημειώσεως, ότι, «Οι Βρετανικές Βάσεις, με βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης (άρθρο 1 της Συνθήκης) δεν αποτελούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας», δεν έχει την κατεύθυνση ότι ο Νόμος δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση καθόλου, που θα ήταν ένα πάρα πάρα πολύ μεγάλο θέμα, αλλά την κατεύθυνση που ακολουθεί, δηλαδή ότι γίνεται συζήτηση στη βάση ακριβώς των νομοθετικών προνοιών που περιβάλλουν τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις που έχουν γίνει, σε συνάρτηση και με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και τις συνεννοήσεις που έγιναν με τις Βρετανικές Βάσεις όσον αφορά την έκδοση συγκεκριμένου πιστοποιητικού εκ μέρους των Βρετανικών Βάσεων με εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών για τα προϊόντα τα οποία έπρεπε να επιβαρύνονται με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Η συγκεκριμένη δε εισήγηση που έγινε από την αιτήτρια είναι ότι, η διαφοροποίηση και η κατηγοριοποίηση προϊόντων ώστε να μην υπόκεινται τα εν λόγω προϊόντα σε μηδενικό συντελεστή, όπως υπόκεινται άλλα, δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο ούτε και στη λογική. Είναι πάντοτε με αναφορά στο λόγο αυτό που έγινε η συζήτηση της προσφυγής και όχι στη γενικότερη αρχή η οποία τώρα επιδιώκεται να εισαχθεί σε αυτή.
Η περαιτέρω συζήτηση που έγινε είναι όσον αφορά την ανάγκη της γραπτής έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών ως θέμα πρακτικής, που αποτελεί άλλο θέμα, και πάλι όμως στα πλαίσια της όλης συζήτησης που αφορά τις διευθετήσεις που γίνονται μέσα στο Νόμο και τους Κανονισμούς. Με υπόδειξη μάλιστα ότι το εν λόγω πιστοποιητικό, «εκδίδεται από τις Βρετανικές Βάσεις κατά εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών. Οι Βρετανικές Βάσεις διατείνονται ότι δεν εξέδωσαν το εν λόγω έντυπο στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατόπιν σχετικής συμφωνίας ή/και υπόδειξης της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Τούτη η θεώρηση βεβαίως είναι αρκετή για να καταδειχθεί ότι δεν είναι δυνατό να διευρυνθεί η εμβέλεια της προσφυγής με την εισαγωγή της επιδιωκόμενης τροποποίησης, καταργώντας έτσι και την απαγορευτική προθεσμία των 75 ημερών. Αυτό μας οδηγεί και στην άλλη πτυχή της υπόθεσης, η οποία, όπως έχει εισηγηθεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, είναι ότι η αίτηση για τροποποίηση, εν πάση περιπτώσει, έγινε πάρα πάρα πολύ αργά και δεν μπορεί να καλυφθεί το κενό αυτό με οποιοδήποτε λόγο που δεν θα αντιστρατεύετο την επιδίωξη της απαγορευτικής προθεσμίας των 75 ημερών και θα ανέτρεπε καθιερωμένες για χρόνια καταστάσεις όσον αφορά την εμβέλεια της προσφυγής.
Η αίτηση απορρίπτεται, με €500 έξοδα, χωρίς Φ.Π.Α. Ορίζεται για συνέχιση της ακρόασης στις 11/6/2014.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΔΓ