ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 668

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 211/2009)

(Υπόθεση Αρ. 1179/2007)

 

23 Οκτωβρίου 2013 

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

                               1. ΚΑΙΤΗ ΣΥΜΕΟΥ,

2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΜΕΟΥ,

                               3. ΑΝΤΡΗ ΣΥΜΕΟΥ,

Εφεσείοντες

­- ΚΑΙ -

 

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΨΩΝΑ ΚΑΙ/Η

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΥΨΩΝΑ,

Εφεσίβλητου

-------------------------------

 

Χρ. Χατζηστερκώτης, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Μιχαήλ, για τον Εφεσίβλητο.

 

-------------------------------

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Δημοσιεύθηκε στις 24.7.1998 γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης δυνάμει της οποίας μέρος των τεμαχίων των εφεσειόντων θα απαλλοτριώνετο για σκοπούς δημοσίας ωφελείας και, συγκεκριμένα, για τη διεύρυνση, βελτίωση και ασφαλτόστρωση της οδού Κυρηνείας στον Ύψωνα.  Ακολούθησε, εφόσον δεν υπεβλήθη οποιαδήποτε ένσταση εναντίον της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, η δημοσίευση στις 11.11.1998 του διατάγματος απαλλοτρίωσης του μέρους των πιο πάνω τεμαχίων. 

 

         Στις 7.12.1999 κατατέθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους από το εφεσίβλητο Κοινοτικό Συμβούλιο, (εφεξής «ο εφεσίβλητος»), το ποσό των £56.18 σεντ για τον κάθε εφεσείοντα για την προηγηθείσα απαλλοτρίωση εφόσον αυτοί δεν απάντησαν κατά πόσο αποδέχονταν ή όχι την προσφερθείσα αποζημίωση.  Η αποζημίωση αυτή προσεφέρθη και εν τέλει κατατέθηκε στο Γενικό Λογιστήριο σε χρόνο μεγαλύτερο των δέκα μηνών που καθόριζε προηγουμένως (με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 135(Ι)/1999 η προθεσμία επεκτάθηκε στους δεκατέσσερις μήνες), ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος αρ. 15/1962, δεδομένο που είναι παραδεκτό και από τον εφεσίβλητο.

 

  Μετά από πάροδο ετών, οι εφεσείοντες με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 14.10.2004, αφού αναφέρθηκαν στα πιο πάνω γεγονότα, ζήτησαν την «ανάκληση» της απαλλοτρίωσης λόγω του ότι η κατάθεση της αποζημίωσης έγινε κατά παράβαση των νομοθετικών προνοιών και των προθεσμιών που εκεί ορίζονται. Λόγω παράλειψης απάντησης, οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή στην οποία εκδόθηκε απόφαση με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη του Κοινοτικού Συμβουλίου να απαντήσει στο αίτημα των εφεσειόντων ήταν παράνομη, αντίθετη προς το Σύνταγμα και παν ό,τι παρελήφθη έπρεπε να είχε εκτελεσθεί, (Καίτη Συμεού κ.ά. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα κ.ά, προσφυγή υπ΄ αρ. 1175/2004, ημερ. 11.5.2007).  Ακολούθησε λοιπόν νέα επιστολή των εφεσειόντων προς το Κοινοτικό Συμβούλιο, το οποίο με απάντηση του ημερ. 8.6.2007 απέρριψε το σύνολο των ισχυρισμών των εφεσειόντων και ιδιαιτέρως τη θέση για ανάκληση της πράξης απαλλοτρίωσης, θεωρώντας ότι η όλη διαδικασία απαλλοτρίωσης ήταν σύννομη. 

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της προσφυγής υπ΄ αρ. 1179/2007, το απορριπτικό αποτέλεσμα της οποίας αποτελεί και το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με μια σύντομη απόφαση έκρινε ότι το αίτημα των εφεσειόντων να τους επιστραφεί το απαλλοτριωθέν ακίνητο, της άρνησης αυτής θεωρουμένης, κατ΄ ισχυρισμόν, ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, ήταν αβάσιμο λόγω του ότι δεν υπήρχε καμιά οφειλόμενη ενέργεια στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον δεν προσβαλλόταν με την προσφυγή η νομιμότητα της ίδιας της απαλλοτρίωσης, ενώ δεν καταχωρήθηκε ούτε προσφυγή εναντίον της μη κατάθεσης της αποζημίωσης εντός της δεκαμήνου νομοθετικής προθεσμίας, ως όφειλαν οι εφεσείοντες να έπρατταν, εάν θεωρούσαν την εκπρόθεσμη κατάθεση της αποζημίωσης ως λόγο ακύρωσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης.  Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η, έστω εκπρόθεσμη κατάθεση της αποζημίωσης, δεν καταργούσε τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης εφόσον, «το άρθρο 8(1) καθιερώνει μια διαδικασία διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης ή καθορισμού της από το Δικαστήριο, και δεν επιδιώκει να αναιρέσει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης.»

 

Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η αναθεώρηση της  πρωτόδικης κρίσης για δύο λόγους:  Ο πρώτος συναρτάται προς την παράλειψη αιτιολόγησης και κατάληξης σε οποιοδήποτε εύρημα, αποφασίζοντας λανθασμένα ότι η παράλειψη ή άρνηση του εφεσίβλητου να επιστρέψει το ακίνητο δεν είχε ατονήσει τη διαδικασία απαλλοτρίωσης λόγω του ότι δεν προσφέρθηκε αποζημίωση εντός του χρόνου που καθορίζει η νομοθεσία.  Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην κατά τη θέση των εφεσειόντων λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η προσφορά και κατάθεση της αποζημίωσης σε χρόνο μεταγενέστερο των δέκα μηνών δεν καταργεί τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και/ή η διαδικασία απαλλοτρίωσης δεν θεωρείται αυτοδικαίως αναιρεθείσα ή ατονήσασα.

 

         Έχοντας εξετάσει τα δεδομένα της έφεσης κρίνεται ότι αυτή είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.  Ο συνήγορος των εφεσειόντων αγορεύοντας ενώπιον της Ολομέλειας στήριξε την όλη επιχειρηματολογία του  στο άρθρο 7(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, το οποίο πράγματι προνοεί ότι σε περίπτωση που διάταγμα απαλλοτριώσεως που αφορά ιδιοκτησία  που μνημονεύεται στη γνωστοποίηση απαλλοτριώσεως, δεν δημοσιευθεί εντός 12 μηνών από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης ή εάν δεν προσφερθεί η υπολογισθείσα αποζημίωση εντός 14 μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης, (η προθεσμία πριν την τροποποίηση της με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 135(Ι)/1999 ήταν, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, δέκα μήνες),

 

 «... η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως διαδικασία ατονεί και η σκοπουμένη απαλλοτρίωσις αναφορικώς προς την τοιαύτην ιδιοκτησίαν ή μέρος της ιδιοκτησίας λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα.».

 

          Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι από τη στιγμή που η αποζημίωση δεν προσεφέρθη εντός της προβλεπόμενης νομοθετικής περιόδου, την οποία αποζημίωση εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν, η απαλλοτρίωση θα πρέπει, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 7(2), να θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα, με την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει αυτοδικαίως το απαλλοτριωθέν μέρος της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων να εμπίπτει στην έννοια της διαρκούς οφειλόμενης ενέργειας. 

 

         Η πιο πάνω, μοναδική στην ουσία θέση των εφεσειόντων, δεν χρειάζεται να εξεταστεί με δεδομένο ότι δεν ήταν αυτή η βάση της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Έχοντας διεξέλθει με προσοχή το αιτητικό και τους νομικούς λόγους ακύρωσης που οι εφεσείοντες επέλεξαν να προωθήσουν πρωτοδίκως, διαπιστώνεται σύγχυση αναφορικά με τη νομική βάση της προσφυγής.  Το όλο νομικό υπόβαθρο αυτής στηρίχθηκε στο άρθρο 8(1) του Νόμου, το οποίο καθορίζει, (ως και ο πλαγιότιτλος του άρθρου ρητά αναφέρει), την υποχρέωση της απαλλοτριούσας  Αρχής να διαπραγματευθεί μέσα σε 14 μήνες από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται ή επηρεάζεται, ώστε η διοίκηση να αποκτήσει αφενός την ιδιοκτησία με ιδιωτική σύμβαση και αφετέρου να καθορισθεί η αποζημίωση. Το άρθρο 7(2) ουδέποτε ετέθη ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου προς συζήτηση, εξ ου και η πρωτόδικη απόφαση δεν ασχολείται καθόλου με το θέμα.  Για πρώτη φορά το άρθρο 7(2) αναδείχθηκε σε κυρίαρχο στοιχείο στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων και κατά την διά ζώσης επιχειρηματολογία του συνηγόρου, ενώ θα  πρέπει ταυτόχρονα να σημειωθεί ότι μόνο στο δεύτερο λόγο έφεσης μνημονεύεται το άρθρο 7 ως το ορθό άρθρο και αυτό ακροθιγώς, ως μέρος της αιτιολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το άρθρο 8(1) καθιερώνει διαδικασία διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης και δεν αναιρεί τη διαδικασία απαλλοτρίωσης.

 

         Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ζητήματα τα οποία δεν έχουν προβληθεί πρωτοδίκως δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης και ούτε δύνανται νόμιμα να εξεταστούν, (δέστε Χαραλαμπίδης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2010) 3 Α.Α.Δ. 129 και P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 266).  Διακρίνει δε ορθά ο συνήγορος του εφεσίβλητου αυτή τη διάσταση της έφεσης στο δικό του περίγραμμα, όπου αναδεικνύει ότι το αίτημα των εφεσειόντων πρωτοδίκως στηρίχθηκε στο άρθρο 8(1) και ουδέποτε στο άρθρο 7(2). 

 

         Έπεται ότι ανεπίτρεπτα τέθηκε το άρθρο 7(2) του Νόμου προς συζήτηση ενάντια στην πιο πάνω καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή.

 

         Προστίθεται, τέλος, ότι σε συμφωνία με την πρωτόδικη κρίση, η διαδικασία του άρθρου 8(1), σκοπεί στην καθιέρωση χρονικής προθεσμίας διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης με τον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη ή στην απουσία συμφωνίας στην υποχρέωση άμεσης προσφοράς εκ μέρους της απαλλοτριούσας Αρχής της αποζημίωσης που αυτή υπολογίζει ως δίκαιη και εύλογη, γεγονός που, αντίθετα με τη θέση των εφεσειόντων, ουδόλως ατονεί ή καταργεί τη διαδικασία απαλλοτρίωσης, αλλά αντίθετα την εδραιώνει.  Και είναι εντελώς διαφορετική η μετέπειτα, κατά το άρθρο 7(2), λογιζόμενη εγκατάλειψη της όλης απαλλοτρίωσης εάν δεν προσφερθεί εγκαίρως η αποζημίωση.

 

         Οι πιο πάνω διαδικασίες στοχεύουν βέβαια στην προστασία του ιδιοκτήτη ώστε αυτός να αποζημιώνεται εγκαίρως και ευλόγως για την απώλεια της περιουσίας του.  Ταυτόχρονα όμως διασφαλίζει και τα δικαιώματα της απαλλοτριούσας αρχής σε κάθε στάδιο ώστε να τελεσφορεί η προς αυτή μεταβίβαση της ιδιοκτησίας.  Οι εφεσείοντες παρέμειναν αδρανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν απάντησαν κατά πόσο αποδέχονταν την προσφερθείσα αποζημίωση, με αποτέλεσμα να κατατεθεί προς όφελος τους από τον εφεσίβλητο το καθορισθέν για κάθε εφεσείοντα ποσό.  Ούτε αυτό το αποδέχθησαν, αλλά ούτε και κίνησαν οποιαδήποτε διαδικασία καθορισμού άλλης αποζημίωσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Η μεγάλη καθυστέρηση στη διεκδίκηση οποιασδήποτε τυχόν θεραπείας αφήνει αλώβητη την ίδια την απαλλοτρίωση, αλλά και την τελεσφόρηση της.

 

         Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

 

 

                                                   Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο