ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 602

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 163/2009)

 

8 Ιουλίου 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ

Εφεσείοντες

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

                               ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων

---------------------------------

Γ. Τριανταφυλλίδης και Μ. Ιεροκηπιώτου (κα),

για τους Εφεσείοντες.

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Εφεσίβλητους.

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, υπέγραψε συμφωνία ημερ. 6.12.2007, με την οποία εξαγόρασε τις εν Κύπρω εργασίες της Arab Bank Plc στη βάση των προνοιών του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου αρ. 64(Ι)/1997, (εφεξής «ο Νόμος»).  Ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία που η Τράπεζα Πειραιώς εξαγόρασε ήταν και το ακίνητο που περιλαμβάνεται στον όρο «property», στους διάφορους ορισμούς της παρ. 1.1 της συμφωνίας.  Πρόκειται για το ακίνητο που κείται στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού αρ. 1 στη Λευκωσία, το οποίο ανήκε εξ ολοκλήρου στον πωλητή όπου στεγάζονταν και τα κεντρικά γραφεία και εργασίες αυτού.  Στη συνέχεια και με βάση πάντοτε τις πρόνοιες του Νόμου δημοσιεύθηκε σχετική γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15.2.2008.

 

         Οι εφεσείοντες συμπλήρωσαν τη σχετική δήλωση μεταβίβασης του εν λόγω ακινήτου στον τύπο Ν270, η οποία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο στις 7.3.2008.  Κατά τη διαδικασία  μεταβίβασης, το Κτηματολόγιο καθόρισε την αγοραία αξία του ακινήτου στα €18.794.615 με βάση τις πρόνοιες του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, Κεφ. 219, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «το Κεφ. 219»), αντί του τιμήματος πωλήσεως που είχε καθορισθεί στη συμφωνία για το ποσό €14.500.000.  Καθορίσθηκε, επομένως, ως μεταβιβαστικό τέλος το ποσό του €1.496.736,14 σεντ, το οποίο και καταβλήθηκε από τους εφεσείοντες υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. 

 

         Ακολούθησε η άσκηση προσφυγής με την οποία επιδιώχθηκε η ακύρωση της απόφασης επιβολής του πιο πάνω τέλους μεταβίβασης ως αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας της  σχετικής νομοθεσίας, ως ληφθείσας καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, ως αναιτιολόγητης και ως αντίθετης με τις πρόνοιες του Νόμου.  Το κύριο επιχείρημα των εφεσειόντων πρωτοδίκως, ήταν ότι απέκτησαν τις εργασίες και εμπορικές δραστηριότητες της Arab Bank Plc με βάση το Νόμο, ο οποίος περιλαμβάνει στα περιουσιακά στοιχεία και οποιοδήποτε ακίνητο το οποίο εξαγοράζεται ταυτόχρονα και αποκτάται αμέσως με τη σχετική πράξη δημοσίευσης της εξαγοράς στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Καμία απολύτως πρόνοια δεν υπάρχει στο προαναφερθέν Κεφ. 219, για επιβολή και είσπραξη τελών σε περιπτώσεις εξαγοράς τραπεζικών εργασιών που καλύπτονται αποκλειστικά και μόνο κάτω από το Νόμο.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων και συνακόλουθα και την ίδια την προσφυγή με έξοδα εναντίον τους.  Στο σκεπτικό του αναφέρθηκε στο κείμενο της συμφωνίας πώλησης στην οποία καθοριζόταν ως συνολικό τίμημα αγοράς το ποσό των €15.000.000, με το «συντριπτικό μέρος», (όπως το χαρακτήρισε), να αφορούσε το εν λόγω ακίνητο στην τιμή που προαναφέρθηκε.  Με ειδική μάλιστα πρόνοια στη συμφωνία ότι ήταν υποχρέωση, η πώληση και η μεταβίβαση στο Κτηματολόγιο να γίνει έναντι τιμήματος ίσου προς το συμφωνηθέν ποσό αγοράς.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην γενόμενη πώληση που αντικείμενο της, κατά τους εφεσείοντες, «... δεν ήταν το ίδιο το ακίνητο ώστε να είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα επιβολής τελών και δικαιωμάτων.  Αντικείμενο ήταν η επιχείρηση που έχει την έννοια που της αποδίδει ο Νόμος και το γεγονός ότι σ΄ αυτή περιλαμβάνεται και το ακίνητο, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση.».

 

         Αφού το Δικαστήριο συνόψισε τις περαιτέρω θέσεις των εφεσειόντων ότι οι πρόνοιες του Νόμου υπερισχύουν κάθε άλλου νόμου και επενεργούν ανεξάρτητα από αυτόν, και ότι εφόσον  τέτοιος άλλος νόμος (εννοώντας βεβαίως το Κεφ. 219), δεν επιβάλλει τέλη ή δικαιώματα για μεταβιβάσεις διενεργούμενες δυνάμει του Νόμου, τότε ουδέν τέλος οφειλόταν για την επ΄ ονόματι τους εγγραφή του ακινήτου, είπε και τα εξής:

 

«Δεν είναι άγνωστη στο νομικό μας σύστημα η απόκτηση ουσιαστικού δικαιώματος κυριότητας ακινήτου, ανεξάρτητα από εγγραφή και, σε συμφωνία προς τη βασική εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση, καταλήγω πως η μεταβίβαση στην οποία αναφέρεται ο Νόμος είναι έννοια διακριτή από την εγγραφή, όπως αυτή διενεργείται δυνάμει του Κεφ. 219.  Ήταν θέμα των αιτητών να θεωρήσουν πως η εγγραφή, ως τυπικότητα, δεν ήταν αναγκαία, αφού κατά το νόμο οι εργασίας και η επιχείρηση μεταβιβάστηκαν προς και αποκτήθηκαν από αυτούς.  Δεν ήταν, όμως, αυτή η επιλογή τους, όπως προβλέφθηκε και στη σχετική συμφωνία προωθήθηκε η εγγραφή και, στην απουσία πρόνοιας στο Νόμο που θα επηρέαζε το Κεφ. 219 σε σχέση με τέτοια εγγραφή, δεν υπάρχει νομικό έρεισμα στη διεκδίκησή τους.  Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, θα ήταν δυνατό να τίθεται ζήτημα μόνο αν ο Νόμος περιλάμβανε πρόνοια σε σχέση με την εγγραφή και όχι το αντίστροφο.  Επομένως, το Κεφ. 219, όπως και πάλιν ορθά εισηγήθηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως Νόμος «περί του εναντίου» ώστε να υποχωρεί.

 

............................

 

Κατά την κρίση μου, ανεξάρτητα από τη συμφωνία για πώληση των εργασιών και της επιχείρησης, σε σχέση με την οποία ασφαλώς ισχύουν οι πρόνοιες του Νόμου, για τους σκοπούς του Κεφ. 219 έχουμε πώληση του ακινήτου όπως αυτή χαρακτηρίζεται και στην ίδια τη συμφωνία αλλά και στη δήλωση μεταβίβασης.  Οι πρόνοιες του Κεφ. 219 δεν επηρεάζονται από τις πρόνοιες του Νόμου και η συμπερίληψη του ακινήτου στις εργασίας και επιχείρηση δεν αποχαρακτηρίζει την πράξη ως πώλησή του.»

 

         Το Δικαστήριο απέρριψε και επικουρικό επιχείρημα των εφεσειόντων πως το άρθρο 5(γ) του Νόμου, πριν την τροποποίηση του με το Νόμο αρ. 38(Ι)/2007, το οποίο προέβλεπε ότι στην περίπτωση εξασφαλίσεων, όπως οι υποθήκες, οι οποίες μεταβιβάζονται δυνάμει του Νόμου, η αποκτώσα τράπεζα απολαμβάνει των ιδίων δικαιωμάτων όπως και η εξαγορασθείσα τράπεζα χωρίς την επιβολή τελών για τη μεταβίβαση, συμφωνώντας με τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η εκ των υστέρων απάλειψη της πρόνοιας περί ατέλειας δεν ενείχε εν πάση περιπτώσει σημασία εφόσον η μεταβίβαση των τραπεζικών εργασιών δεν αφορούσε την περίπτωση εξασφαλίσεων.

 

         Οι εφεσείοντες προώθησαν ενώπιον της Ολομέλειας τα ίδια βασικά επιχειρήματα όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εστίασαν την προσοχή τους σε συγκεκριμένους όρους και ορισμούς της συμφωνίας, όπως τις λέξεις «business», «transferred assets» και «property», για να εξηγήσουν ότι το ακίνητο περιλαμβανόταν ρητά στη συμφωνία εξαγοράς, η οποία δυνάμει του όρου 18.11, διέπετο αποκλειστικά από τις πρόνοιες του Νόμου.  Περαιτέρω, ότι οι ορισμοί του άρθρου 2 του Νόμου περιλαμβάνουν ως «μεταβιβαζόμενες εργασίες και επιχείρηση της εξαγορασθείσας Τράπεζας» και «στοιχεία ενεργητικού» ή «περιουσιακά στοιχεία», όλα τα συμφωνούμενα στοιχεία ενεργητικού ή περιουσία εγγεγραμμένα στο όνομα της εξαγορασθείσας τράπεζας.  Σημείωσαν ιδιαιτέρως τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 4 του Νόμου, τονίζοντας ότι ο χρόνος μεταβίβασης είναι η δημοσίευση της γνωστοποίησης της μεταβίβασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας, οι δε μεταβιβαζόμενες εργασίες και η επιχείρηση της εξαγορασθείσας Τράπεζας κατά το χρόνο εκείνο, «μεταβιβάζονται και αποκτώνται από την αποκτώσα Τράπεζα.».

 

         Με τη δημοσίευση λοιπόν της εξαγοράς στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 15.2.2008, με αναφορά στην ολοκλήρωση της εξαγοράς των εργασιών των «εξασφαλίσεων και των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Arab Bank Plc» από 25.1.2008, κατά την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, η μεταβίβαση και του ακινήτου συνετελέσθη, της εγγραφής αυτού στο όνομα της αποκτώσας Τράπεζας να μην ήταν πλέον παρά μια τυπικότητα.  Προς επίρρωση του επιχειρήματος τους, οι εφεσείοντες υπέμνησαν την παντελή έλλειψη αναφοράς ή καταγραφής στον Πίνακα του Κεφ. 219, ο οποίος καθορίζει τα τέλη και δικαιώματα που επιβάλλονται και εισπράττονται από το Κτηματολόγιο, της περίπτωσης πώλησης ή μεταβίβασης τραπεζικών εργασιών υπό τις πρόνοιες του Νόμου.

 

         Οι εφεσείοντες κατά την ανάπτυξη της συζήτησης ενώπιον της Ολομέλειας κατά την ακρόαση της έφεσης, δήλωσαν αδυναμία να αντιληφθούν το σκεπτικό της απόρριψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτό έτυχε αναπαραγωγής προηγουμένως, θεωρώντας ότι δεν μπορεί, στα πλαίσια πάντοτε των προνοιών του Νόμου, να γίνει εύλογα διαχωρισμός μεταξύ μεταβίβασης και εγγραφής και πως οι εφεσείοντες έπρεπε να προέβλεπαν στη συμφωνία ότι η εγγραφή θα ήταν μια τυπικότητα και μόνο.

         Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν πλήρως την πρωτόδικη κρίση, τονίζοντας ότι το Κεφ. 219, είναι νόμος  όχι περί του εναντίον σε σχέση με το Νόμο, αλλά που ρυθμίζει την επιβολή τελών και δικαιωμάτων χωρίς να εξαιρεί την καταβολή τελών σε περιπτώσεις μεταβίβασης τραπεζικών εργασιών, εφόσον πρόνοια για ατέλεια για τέτοιου είδους μεταβίβαση δεν υπάρχει στο Νόμο.  Η δημοσίευση της γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα δεν επαρκεί διότι θα πρέπει στη συνέχεια πέραν  της μεταβίβασης, να γίνει και η εγγραφή.  Πέραν τούτου, μετά την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 38(Ι)/2007, το ατελές της μεταβίβασης εξασφαλίσεων καταργήθηκε, έτσι ώστε τώρα εισπράττονται τέλη και γι΄ αυτές τις μεταβιβάσεις.  Κατά τους εφεσίβλητους, δεν υπάρχει αυτόματη μεταβίβαση κατά τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου, γι΄ αυτό και οι εφεσείοντες προχώρησαν να δηλώσουν την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου.

 

         Κατά την άποψη μας η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει.  Κυρίαρχο στοιχείο στην κατάληξη αυτή είναι το γεγονός ότι το Κεφ. 219 προδήλως δεν καλύπτει την περίπτωση.  Πουθενά στο Κεφ. 219 ή στον Πίνακα, δυνάμει του άρθρου 3, όπου εκτίθενται τα τέλη και δικαιώματα  που επιβάλλονται και εισπράττονται, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά ώστε να καλύπτεται περίπτωση όπως η παρούσα όπου συμφωνείται η εξαγορά και μεταβίβαση τραπεζικών εργασιών δυνάμει των ρητών διατάξεων του Νόμου.  Αυτή η διάσταση του θέματος δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο διέκρινε μόνο μεταξύ των εννοιών της «μεταβίβασης» και της «εγγραφής».  Όσο και αν πράγματι το δίκαιο επιτρέπει την απόκτηση ουσιαστικού δικαιώματος στην ιδιοκτησία ακίνητου ανεξάρτητα από την καθαυτή εγγραφή, υπό τύπο, για παράδειγμα, εμπιστεύματος («beneficial owenership») εντούτοις εδώ δεν είναι τέτοια η περίπτωση.  Η συμφωνία ρητώς προνοούσε για εξαγορά και μεταβίβαση-απόκτηση αμέσως των περιουσιακών στοιχείων.

 

         Επομένως το ζήτημα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της υφιστάμενης νομοθεσίας και τη συμφωνία των μερών.  Η πρόνοια του άρθρου 3 του Πίνακα που αφορά στην επιβολή τέλους για «Εγγραφή Τίτλου», από το πρόσωπο εκείνο στο όνομα του οποίου θα εγγραφεί το ακίνητο, περιέχει εξαντλητικά τις περιπτώσεις εκείνες όπου επιβάλλεται τέτοιο τέλος επί εγγραφής.   Στις  επτά εκεί αναφερόμενες περιπτώσεις και παρά τις πλείστες όσες υποδιαιρέσεις γίνονται στις παραγράφους (β), (στ) και (ζ), δεν υπάρχει οτιδήποτε που έστω κατ΄ υπόνοια να υποδεικνύει ότι πληρώνονται τέλη επί εγγραφής σε περίπτωση μεταβίβασης τραπεζικών εργασιών.  Το γεγονός ότι το άρθρο 7 του Κεφ. 219 προνοεί για τις περιπτώσεις ατελών εγγραφών, δεν εξυπακούει και θετική υποχρέωση καταβολής τέλους σε περιπτώσεις άλλες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά στον Πίνακα.

 

         Ούτε η περίπτωση καλύπτεται κάτω από το άρθρο 3(β)(iv) του Πίνακα, που αφορά την καταβολή τέλους «με πώληση διαφορετικά  πέρα από γονέα προς τέκνο ..», διότι εδώ δεν υπάρχει αμιγής πώληση ακινήτου στην οποία πώληση σαφώς παραπέμπει το λεκτικό και το πνεύμα του νομοθέτη.  Η συνομολογηθείσα συμφωνία μεταξύ των εφεσειόντων και της Arab Bank Plc, ήταν για αγοραπωλησία των εργασιών της μιας τράπεζας από την άλλη, και, όπως ήδη υποδείχθηκε, στις μεταβιβαζόμενες αυτές εργασίες περιλαμβάνονται, όχι απλώς με τη συμφωνία των μερών, αλλά με ρητή νομοθετική ρύθμιση στο Νόμο, και τα στοιχεία ενεργητικού ή περιουσίας που η εξαγορασθείσα τράπεζα κατέχει ως ιδιοκτήτρια.  Το δε γεγονός ότι με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, οι μεταβιβαζόμενες εργασίες και επιχειρήσεις όχι μόνο μεταβιβάζονται, αλλά και αποκτώνται από την άλλη τράπεζα, επιβεβαιώνει τη συντέλεση της πράξης τη χρονική εκείνη στιγμή ώστε η εγγραφή να αποτελεί πλέον όντως τυπικότητα, η οποία βεβαίως πρέπει να διέλθει από τη συμπλήρωση και παρουσίαση στο Κτηματολόγιο του σχετικού εντύπου προς έκδοση του νέου τίτλου.

 

         Το ότι ο νομοθέτης θέλησε εκ των υστέρων να απαλείψει με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 37(Ι)/2007, την ατέλεια που  υπήρχε αναφορικά με τις μεταβιβάσεις εξασφαλίσεων, επιβεβαιώνει, σ΄ αντίθεση με το επιχείρημα των εφεσιβλήτων, ότι αν ο νομοθέτης ήθελε πράγματι να καθιερώσει τέλη συναρτώμενα και προς τη μεταβίβαση τραπεζικών εργασιών, θα το έπραττε ρητά.  Άλλωστε, όπως αποκαλύπτει και η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου που οδήγησε στην τροποποίηση αυτή, η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία προς επίλυση του προβλήματος της πιθανής ασυμβατότητας με το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων, και όχι σε σχέση με επίλυση αφεαυτού προβλήματος επιβολής τελών και δικαιωμάτων. 

 

         Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο δεν δικαιούται να αναμορφώσει νομοθετικό κείμενο το οποίο παρουσιάζεται ελλειμματικό ώστε στην ουσία να εισαγάγει πρόνοια που δεν υπάρχει.  Η συμπλήρωση της νομοθεσίας μέσω δικαστικής απόφασης έχει παγίως νομολογηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή, (Dias United Publication Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Sigma Radio TV Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 268).  Ιδιαιτέρως, εφόσον η επίδικη δικαιοδοσία είναι αναθεωρητικής και συνεπώς ακυρωτικής και μόνο φύσης.  Στην εξέλιξη των πραγμάτων ο νομοθέτης κάποτε δεν προνοεί για ορισμένες καταστάσεις που είτε σχετίζονται με αλλαγές στις κοινωνικές αντιλήψεις, είτε με την τεχνολογική αναβάθμιση.  Παράδειγμα, η αποϋλοποίηση των τίτλων των μετοχών με αποτέλεσμα η Ολομέλεια να αποφασίσει ότι η έννοια του «εγγράφου», όπως είχε βεβαίως αρχικώς ορισθεί στο άρθρο 4 του περί  Χαρτοσήμων Νόμου αρ. 19/1962, δεν κάλυπτε την περίπτωση τίτλων υπό ηλεκτρονική μορφή ώστε να επιβάλλονται επ΄ αυτών τέλη χαρτοσήμων, (δέστε  F.W. Woolworth & Co (Cyprus) Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 211).

 

         Διαπιστώνεται λοιπόν lacuna στο Κεφ. 219, το οποίο όμως δεν μπορεί να αναμορφωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Αυτό εμπίπτει στη σφαίρα αρμοδιότητας του νομοθετικού σώματος, εάν ήθελε να επιφέρει οποιαδήποτε αλλαγή.

 

         Για τους πιο πάνω λόγους θα επιτρέπαμε την έφεση παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση με τη συνακόλουθη διαταγή εξόδων.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

                                           Α. Πασχαλίδης,

                                                     Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο