ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 546

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 82/2009)

 

14 Ιουνίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

 

ΒΡΑΧΙΜΗΣ  ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.

_________________________

 

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Λαμπρινή Λάμπρου - Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Ντίνος Πασπαλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χλόη Ιωάννου - Μιλικούρη.

_________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος άκουσε πρωτόδικα τις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 2035/06 και 2058/06 - καταχωρήθηκαν:  η πρώτη από τον εφεσείοντα και η δεύτερη από άλλο πρόσωπο - για λόγους που θα αναφερθούμε πιο κάτω, απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα και έκαμε μερικώς αποδεκτή την άλλη.  Με τις εν λόγω προσφυγές, αμφισβητείτο η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Επιτροπή»), με την οποία οι:  Ροθοθέα Ιωάννου, Γεώργιος Αντωνιάδης, Χλόη Ιωάννου - Μιλικούρη και Γεώργιος Χρυσαφίνης - (τα «ενδιαφερόμενα μέρη») - προήχθησαν στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, (η «θέση»), από 1/8/2006.  Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένες τις πρωτόδικες διαπιστώσεις, εξ ου και η παρούσα έφεση. 

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, (το «Σχέδιο Υπηρεσίας»), η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, δεκαετή, τουλάχιστον, ευδόκιμη πείρα εκτέλεσης διοικητικών καθηκόντων σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό στη Δημόσια Υπηρεσία - (παράγραφος (2) των απαιτουμένων προσόντων) - και, ως πλεονέκτημα, μακρά και ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, τουλάχιστον δεκαπέντε ετών συνολικά - (παράγραφος (6) των απαιτουμένων προσόντων).

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό υπευθυνότητας, που, λογικά, απαιτείτο για την ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων στα διάφορα επίπεδα θέσεων της Δημόσιας Υπηρεσίας, έκρινε ότι, «υπεύθυνη θέση», μπορούσε να θεωρηθεί εκείνη με μισθοδοτική κλίμακα, τουλάχιστον, του επιπέδου που αντιστοιχούσε στην, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κυβερνητική κλίμακα Α8, χωρίς να αποκλείσει το ενδεχόμενο να κατείχαν το προσόν αυτό και άλλοι υποψήφιοι, των οποίων η σχετική πείρα και/ή μέρος της είχε αποκτηθεί σε θέσεις με χαμηλότερη μισθοδοτική κλίμακα, νοουμένου ότι το περιεχόμενο της εργασίας τους ή/και τα καθήκοντά τους δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο.  Αποφάσισε, επίσης, ότι η πείρα που προβλεπόταν στις παραγράφους (2) και (6) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας θα συνυπολογιζόταν.  Η δεκαπενταετής, δηλαδή, πείρα, της παραγράφου (6) δε θα ήταν επιπρόσθετη της δεκαετούς ευδόκιμης πείρας της παραγράφου (2) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. 

 

Στη συνέχεια, η Συμβουλευτική Επιτροπή, από τους υποψήφιους που προσήλθαν στην προφορική εξέταση, έκρινε ότι δέκα, μεταξύ των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη Ιωάννου Ροδοθέα, Αντωνιάδης Γεώργιος και Ιωάννου - Μιλικούρη Χλόη διέθεταν τόσο την προτίμηση όσο και το πλεονέκτημα που προβλέπονταν στις παραγράφους (2) και (6) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, όχι, όμως, ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος Γεώργιος Χρυσαφίνης.  Επέλεξε δεκαέξι υποψήφιους, μεταξύ των οποίων τον εφεσείοντα και τα ενδιαφερόμενα μέρη, και τους σύστησε για επιλογή στη θέση.

 

Η Επιτροπή, αφού υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δέχτηκε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση, στην οποία παρίστατο και ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, (ο «Διευθυντής»), ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη και αποχώρησε.  Στη συνέχεια, η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων και έλαβε υπόψη της όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν, γενικά, των άλλων υποψηφίων και τα επέλεξε ως τα καταλληλότερα.  Για την επιλογή τους έδωσε λόγους, στους οποίους θα αναφερθούμε κατά την εξέταση των λόγων έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, οι οποίοι αφορούσαν την:-

 

(α)  ΄Αδικη και άνιση μεταχείριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, ως αποτέλεσμα των προνοιών της παραγράφου (6) των απαιτουμένων  προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

(β)  Πεπλανημένη αντίληψη τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Επιτροπής ως προς το χρόνο προαγωγής του στη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού.  Ενώ ο ίδιος έτυχε αναδρομικής προαγωγής στην εν λόγω θέση από 1/2/1998, η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στα πρακτικά της ότι προήχθη σ' αυτήν την 1/5/2001. 

 

(γ)  Αναιτιολόγητη ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον δε λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα του, η αρχαιότητά του και η ευρεία πείρα του σε θέματα δημόσιας διοίκησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από νομολογία - (βλ. Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 11 και Δημοκρατία ν. Μαυρονύχη (1998) 3 Α.Α.Δ. 903)  - έκρινε ότι η εξουσία για τον καταρτισμό των σχεδίων υπηρεσίας, η οποία, ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο - (΄Αρθρο 27 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90), (ο «Νόμος») - ασκήθηκε εντός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου και απέρριψε, ως γενικό και αόριστο, τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι ultra vires του Νόμου.

 

Περαιτέρω, έκρινε ότι η καταγραφή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στα πρακτικά της ότι ο εφεσείων προήχθη στη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού την 1/5/2001, ενώ, με την αναδρομική προαγωγή του, την κατείχε από 1/2/1998, δεν είχε επενεργήσει αρνητικά γι' αυτόν, από τη στιγμή που ο ίδιος περιλήφθηκε στον Κατάλογο των προτεινομένων υποψηφίων, η δε Επιτροπή είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία και τους Προσωπικούς του Φακέλους, από τους οποίους προέκυπτε η ορθή ημερομηνία κατοχής της εν λόγω θέσης.  Η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέληξε, σε συνάρτηση με όσα καταγράφονται στα πρακτικά της και το γεγονός ότι ο εφεσείων συστήθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση δε δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό για αναιτιολόγητη ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι, στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των πέντε τελευταίων ετών, στις οποίες δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν ψηλότερη αξιολόγηση από τον εφεσείοντα.  Σε όλα τα στοιχεία, αυτά είχαν αξιολογηθεί «Εξαίρετα» και, ταυτόχρονα, είχαν τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία πρόσθετε στην αξία τους.  Τρία δε ενδιαφερόμενα μέρη, οι Γεώργιος Αντωνιάδης, Ροδοθέα Ιωάννου και Χλόη Ιωάννου - Μιλικούρη, είχαν τόσο την προτίμηση όσο και το πλεονέκτημα των παραγράφων (2) και (6) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ ο εφεσείων δεν τα είχε.  Σε ό,τι αφορά τα προσόντα του εφεσείοντα, αυτά, ανέφερε, ήταν καταγραμμένα στον Πίνακα που ετοίμασε η Συμβουλευτική Επιτροπή, λήφθηκαν υπόψη, όπως λήφθηκε και η αρχαιότητά του, για την οποία η Επιτροπή έκαμε ειδική αναφορά, με την παρατήρηση ότι αυτή, για σκοπούς πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας. 

 

Ο εφεσείων, με επτά λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων.  Υιοθετώντας τα όσα πρωτόδικα υποστήριξε, δηλαδή ότι η πρόνοια της παραγράφου (6) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, που αφορά το πλεονέκτημα της μακράς και ευδόκιμης πείρας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, είναι αντίθετη με το Νόμο - ultra vires - υποστηρίζει ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι αυτή δεν επιφέρει άδικη και άνιση μεταχείριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων.  Οι αποφάσεις της διοίκησης, υπέβαλε, πρέπει να ευρίσκονται εντός της εξουσιοδότησης του νόμου και να μην αντίκεινται στο Σύνταγμα, το ΄Αρθρο 28.1 του οποίου αποκλείει τη διάκριση μεταξύ ομοιογενών και οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι κατηγορία ομοιογενών.  Η διοίκηση δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ως πλεονέκτημα την πείρα που απέκτησαν όσοι δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονταν στο Διοικητικό Προσωπικό, ενώ την πείρα που απέκτησαν δημόσιοι υπάλληλοι άλλων τμημάτων να μην την αναγνωρίσει ως τέτοιο.

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα στη μη τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας - (βλ. Ιωάννου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390).  Τα σχέδια υπηρεσίας, τα οποία διατηρούν τα χαρακτηριστικά πράξης της διοίκησης, καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και η ετοιμασία τους αποβλέπει στην ευόδωση του διοικητικού έργου των φορέων της εκτελεστικής λειτουργίας.  Η εξουσία αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου σχετίζεται με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας.  Το τι θα περιλαμβάνει σχέδιο υπηρεσίας καθορίζεται από τους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με το έργο του καταρτισμού του.

 

Το γεγονός ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας, στην παρούσα, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, άλλαξε και, κατά την αλλαγή του, δεν έγινε πρόβλεψη να μην αποκλεισθούν και να μη ζημιωθούν όσοι είχαν έννομο συμφέρον δε βλέπουμε πώς έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της χρηστής διοίκησης ή της ισότητας, λαμβάνοντας υπόψη όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω σε σχέση με τα σχέδια υπηρεσίας, αλλά και τη νομολογιακή αρχή πως ο διορισμός στη Δημόσια Υπηρεσία ούτε εξασφαλίζει ούτε κατοχυρώνει δικαίωμα για προαγωγή.   

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο δε διαπιστώνουμε το Σχέδιο Υπηρεσίας να έγινε εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου και, εν πάση περιπτώσει, αυτό δε βρίσκεται σε αντίθεση με την αρχή της χρηστής διοίκησης ή της ισότητας. 

 

Παρεμφερές ζήτημα έθεσε ο εφεσείων στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, το οποίο απορρίφθηκε.  Η ανισότητα εκεί αφορούσε τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών υποψηφίων. 

 

Κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της υπόθεσης, ο εφεσείων έθεσε περαιτέρω ζήτημα σε σχέση με πλάνη της Επιτροπής ως προς την αρχαιότητά του.  Παρουσίασε αντίγραφο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 9/9/2011, όπου δημοσιεύεται ο αναδρομικός διορισμός του στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από 15/12/1990.  Με την εν λόγω προαγωγή του, εισηγήθηκε, η αρχαιότητά του έχει μεταβληθεί ουσιωδώς, με αποτέλεσμα η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η απόφαση της Επιτροπής να έχουν ληφθεί υπό το φως πεπλανημένης αντίληψης ως προς την αρχαιότητά του.  Η αναδρομική προαγωγή του, υποστηρίζει, του δίδει δεκαπέντε, περίπου, χρόνια αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Γεώργιου Χρυσαφίνη.  Το ζήτημα αυτό δεν μπορούσε να το θέσει πρωτόδικα, αφού η απόφαση για την αναδρομική προαγωγή του λήφθηκε μεταγενέστερα, ως αποτέλεσμα επανεξέτασης μετά από επιτυχή προσφυγή του.  Το γεγονός, υποστηρίζει, ότι δεν έχει υποβάλει αίτηση για να το συμπεριλάβει στους λόγους έφεσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να το εξετάσει.

 

Η κ. Ουστά υπέβαλε ότι το πιο πάνω θέμα δεν μπορεί να εξεταστεί, από τη στιγμή που δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.  Ο εφεσείων, ισχυρίστηκε, γνώριζε για την αναδρομική προαγωγή του από το Σεπτέμβριο του 2011 και δεν επεδίωξε τροποποίηση των λόγων έφεσης για να το συμπεριλάβει σ' αυτούς.  Προς υποστήριξη της θέσης της, παρέπεμψε στη Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1057/09 και 1231/09, 20/7/12, όπου ταυτόσημο αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι αυτός είχε υποχρέωση να προβεί σε τροποποίηση των λόγων ακυρότητας της προσφυγής, ώστε να διαφοροποιήσει τα γεγονότα και να μπορούν οι καθ' ων η αίτηση να τοποθετηθούν. 

 

΄Εχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας.  Δεν είμαστε, όμως, διατεθειμένοι να εξετάσουμε το εν λόγω ζήτημα, εφόσον αυτό δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.  Προκύπτει από τα πρακτικά της ενώπιόν μας διαδικασίας ότι, μετά την αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα, το ζήτημα απασχόλησε το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, η συνήγορος δε, η οποία χειρίζεται την υπόθεση, αφού ζήτησε αναβολή για να τοποθετηθεί περαιτέρω για την υπόθεση, δήλωσε ότι η εφεσίβλητη θα συνεχίσει να υποστηρίξει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Συνεπώς, ο εφεσείων, από 15/5/2012, που έγινε η σχετική δήλωση στο Δικαστήριο, γνώριζε τη θέση της εφεσίβλητης, επέλεξε δε μέχρι που η υπόθεση ακούστηκε στις 15/11/2012 να μην υποβάλει αίτηση τροποποίησης των λόγων έφεσης.  Η αναδρομική προαγωγή του, ως μεταγενέστερη εξέλιξη, αποτελούσε γεγονός το οποίο όφειλε, με κατάλληλη τροποποίηση, να θέσει ενώπιόν μας και όχι να αναμένει να το προωθήσει κατά την ημερομηνία της ακρόασης, με τον τρόπο που το έχει προωθήσει. 

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του για πλάνη ως προς την αρχαιότητά του, λόγω της εσφαλμένης καταγραφής στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως ημερομηνία προαγωγής του στη θέση  Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού την 1/5/2001 αντί της ορθής 1/2/1998.  Η αρχαιότητά του, υπέβαλε, με την αναδρομική προαγωγή του και, συνακόλουθα, η πείρα του ήταν πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που καταγράφηκαν και τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής.  Το γεγονός ότι συστήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν αρκετό να θεραπεύσει την ενδεχόμενη πλάνη ως προς την αρχαιότητά του, εφόσον συστήθηκε με χαμηλότερη βαθμολογία, η δε Επιτροπή δεν αναφέρθηκε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στην ημερομηνία αναδρομικής προαγωγής του.   

 

Περαιτέρω, εισηγείται, ο εφεσείων, ότι είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το αιτιολογημένο της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τη μη έλλειψη δέουσας έρευνας από αυτή, το μη πεπλανημένο της σύστασης του Διευθυντή, το ότι ο εφεσείων υστερούσε σε αξία και το ότι τα προσόντα του λήφθηκαν υπόψη.  Είναι η θέση του ότι αυτός, καίτοι συστήθηκε ως προσοντούχος, συστήθηκε με χαμηλότερη βαθμολογία, παρά την έκδηλη υπεροχή του σε προσόντα, αρχαιότητα και, συνακόλουθα, πείρα.  Εσφαλμένα, ισχυρίζεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στην αξιολόγηση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη της όλα τα σχετικά.  Ο ίδιος, καίτοι υπερείχε στα πρόσθετα προσόντα που σχετίζονταν άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης και τα οποία τον καθιστούσαν καταλληλότερο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτά.

 

Ο εφεσείων, εκτός από το ζήτημα της αρχαιότητάς του, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω, δεν έχει δίκαιο.  Τα προσόντα του ήταν καταγραμμένα στον Πίνακα που ετοιμάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και περιέχονταν όλα στους Προσωπικούς του Φακέλους, οι οποίοι ήταν ενώπιον της Επιτροπής και λήφθηκαν υπόψη.  Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι ο εφεσείων διέθετε αρκετά ακαδημαϊκά προσόντα, ότι τα προσόντα νομικής που απέκτησε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του - (Bachelor of Laws, Diploma of Higher Education in Law) - όπως και το Master of Public Administration ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν αποτελούσαν, όμως, πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.  Δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη της και τα υπόλοιπα προσόντα του, τα οποία, όμως, σημείωσε, δεν ήταν άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Ο εφεσείων δε διέθετε την προτίμηση και το πλεονέκτημα των παραγράφων (2) και (6) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, τα οποία διέθεταν τρία από τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως δε διέθετε και τη σύσταση του Διευθυντή, την οποία διέθεταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Ως προς την αρχαιότητα, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο εφεσείων διέθετε τέτοια, δεν ήταν, όμως, αυτή που εμφανιζόταν στον Πίνακα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η οποία λήφθηκε υπόψη κατά την ετοιμασία της ΄Εκθεσής της.  Η Επιτροπή, η οποία υιοθέτησε την ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καίτοι από τους Προσωπικούς Φακέλους του εφεσείοντα προέκυπτε η πραγματική αρχαιότητά του, δεν έκαμε οποιαδήποτε αναφορά, από την οποία να προκύπτει ότι, παρά την υιοθέτηση της ΄Εκθεσης της Συμβουλευτικής, είχε υπόψη της την πραγματική αρχαιότητά του.  Το ζητούμενο εδώ, όπως λέχθηκε στην Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ.2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, είναι όχι το κατά πόσο, βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δικαιολογούμαστε να σχηματίσουμε τη μια ή την άλλη γνώμη ως προς την αξία των υποψηφίων αλλά το κατά πόσο το βάθρο της κρίσης του προάγοντος οργάνου ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος καταρρίπτεται, εξαιτίας της πλάνης.

 

Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή που επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, θεωρούμε ότι, έστω και αν η ορθή αρχαιότητα του εφεσείοντα προέκυπτε από τους ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικούς του Φακέλους, από τη στιγμή που αυτή, χωρίς άλλο σχολιασμό, περιορίστηκε να υιοθετήσει τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπου υπήρχε λανθασμένη καταγραφή σε σχέση με την αρχαιότητα του εφεσείοντα, η πιθανότητα στην απόφασή της να εμφιλοχώρησε πλάνη δεν μπορεί να αποκλειστεί.

 

Δεδομένου ότι και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση, αφού δεν μπορεί το Δικαστήριο να πιθανολογήσει ή να υποθέσει ποια θα ήταν η άποψη της διοίκησης, αν είχε ενώπιόν της τα ορθά δεδομένα, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να θεωρήσουμε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, κατ' επέκταση, η απόφαση της Επιτροπής είναι τρωτή, ως προϊόν ουσιώδους πλάνης, πλημμελούς έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας - (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).

 

Τέλος, ο λόγος έφεσης σε σχέση με την ισχυριζόμενη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το λόγο ακυρότητας αναφορικά με την αξιολόγηση των υποψηφίων δεν ευσταθεί.  Τα ζητήματα που αναπτύσσονταν σ' αυτόν το λόγο ακυρότητας αφορούσαν στα θεσμοθετημένα κριτήρια  - αξία, προσόντα αρχαιότητα - τα οποία εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια των υπόλοιπων λόγων ακυρότητας.

 

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. 

 

Ενόψει του ότι ο εφεσείων εμφανίστηκε προσωπικά, επιδικάζονται υπέρ του τα πραγματικά έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

 

 

        

                                                                  Π. Αρτέμης, Π.

 

 

 

 

                                                                  Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Κ. Κληρίδης, Δ.

 

 

 

 

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο