ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 167/2009)
12 Απριλίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_________________________________
Χρ. Χριστοφίδης, Γ. Βαλιαντής και Κ. Παπαδοπούλου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Σεραφείμ και Ν. Στυλιανού, για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διϊστάμενη)
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του αδελφού Δικαστή Χατζηχαμπή, η οποία με εκφράζει πλήρως. Όμως θα ήθελα να προσθέσω μερικά δικά μου σχόλια σε σχέση με την πρακτική πλευρά του θέματος, η οποία με ανησύχησε ιδιαίτερα.
Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας η οποία ισχύει εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, εκείνο που καθόριζε τη νομιμότητα της σύνθεσης, όταν εγείρετο θέμα μη καταγραφής του λόγου απουσίας μέλους συλλογικού οργάνου, ήταν το κατά πόσο το απóν μέλος νόμιμα κλήθηκε στη συνεδρία και κατά πόσον το Σώμα τελούσε υπό απαρτία, όταν λάμβανε την απόφασή του. Η νομολογία μας έκρινε σταθερά και διαχρονικά ότι ο λόγος απουσίας του μέλους δεν χρειάζεται να καταγράφεται στα πρακτικά και ότι η μη καταγραφή του δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης (βλ. Χ΄΄Κυριάκου ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 357/99, ημερ. 8.7.2002, Δημητριάδου ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου, Υπόθ. Αρ. 893/04, ημερ. 12.4.2006, Δεσπότου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Υπόθ. Αρ. 340/05, ημερ. 20.6.2006, Αγαθαγγέλου ν. ΕΤΕΚ, Υπόθ. Αρ. 948/04, ημερ. 10.8.2006, Παυλίδης ν. Δήμου Στροβόλου, Υπόθ. Αρ. 133/06, ημερ. 21.3.2008, Χριστοφή ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Υπόθ. Αρ. 152/08, ημερ. 13.10.2010 και KB Impuls System GMBH v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 681/09, ημερ. 30.11.2010). Η πιο πάνω νομολογία φαίνεται να συνάδει με την ελληνική νομολογία επί του θέματος. Στην απόφαση 17/2001 του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρονται τα πιο κάτω:-
«8. Επειδή η αιτούσα είχε προβάλει με την ασκηθείσα προσφυγή της και προβάλλει με την κρινόμενη αίτηση ότι η Επιτροπή κατά την κρίσιμη συνεδρίασή της, παρόντων έξι εκ των εννέα μελών της, εκ των οποίων τα τρία εκ των αναπληρωματικών μελών, δεν είχε νόμιμη σύνθεση καθ΄όσον δεν προκύπτει αν είχαν κληθεί τα τακτικά μέλη να παραστούν, εντός της νόμιμης προθεσμίας και ποιος ήταν ο λόγος της απουσίας των απόντων μελών καθώς ως εκ της απουσίας των εκ των μελών μηχανολόγων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και την έκθεση απόψεων της Διοικήσεως, η Επιτροπή αυτή συνεδρίαζε σε τακτές ημερομηνίες που είχαν γνωστοποιηθεί από πριν στα μέλη της (Άρθρο 14 παρ. 2 Ν.2690/99, ΦΕΚ 451Α), τα δε απόντα μέλη δεν χρειαζόταν να εκδηλώσουν την άρνηση προσελεύσεως τους ή να αιτιολογήσουν την απουσία τους, προς αναπλήρωσή τους, διότι αρκούσε προς τούτο η μη προσέλευσή τους, υφίστατο δε απαρτία.»[1]
Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στην απόφαση 286/2003 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, θεωρώ ότι η μέχρι σήμερα θέση της νομολογίας διασφαλίζει πρωτίστως την ομαλή λειτουργία των Συμβουλίων των συλλογικών οργάνων και αποφεύγει ατραπούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τελμάτωση των Συμβουλίων, σε αβεβαιότητα ή ακόμη και σε αποχή από τη λήψη αποφάσεων στις περιπτώσεις που μέλη απουσιάζουν επανειλημμένως, είτε για λόγους ασθένειας, είτε για άλλους λόγους, χωρίς να δίδουν οποιαδήποτε εξήγηση η οποία να καταγράφεται στα πρακτικά. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να δημιουργήσει ένα τόσο άκαμπτο κανόνα καταγραφής στα πρακτικά του λόγου απουσίας μέλους, θα το έκανε κατά τη σύνταξη των άρθρων 21-23 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 21(3) του πιο πάνω Νόμου, προβλέπει ρητά ότι:- «Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κλήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες». Αυτή είναι και η μόνη προϋπόθεση που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για το υπό συζήτηση θέμα.
Το άρθρο 23 το οποίο αφορά στη σύνθεση και στις συνεδρίες συλλογικών οργάνων, δεν θέτει άλλους όρους ή προϋποθέσεις. Από την άλλη, το άρθρο 22 του Νόμου 158(Ι)/99, αφορά στην αλλαγή σύνθεσης, όπου η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες. Σε τέτοια περίπτωση, το ίδιο το άρθρο δίδει τη δυνατότητα σε μέλη που δεν ήταν παρόντα σε προηγούμενη συνεδρία, υπό όρους, να λάβουν μέρος στη συνέχεια της διαδικασίας. Κατά τα άλλα, το άρθρο 23(3) του πιο πάνω Νόμου, επιβεβαιώνει ότι ένα συλλογικό όργανο συνεδριάζει νόμιμα όταν βρίσκεται σε απαρτία, έστω και αν μερικά από τα παρόντα μέλη απέχουν από την ψηφοφορία.
Κατά την άποψή μου, η εισαγωγή πρόσθετων όρων θα καταστήσει τα Συμβούλια των συλλογικών οργάνων δέσμια των μελών εκείνων που για διάφορους λόγους αμελούν ή παραλείπουν να προσέρχονται στις συνεδρίες και να δίδουν λόγους για την απουσία τους από αυτές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρόβλημα θα πρέπει να αφεθεί να επιλυθεί από τα ίδια τα Συμβούλια με βάση τους νόμους και κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία τους.
(Υπ.) Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
/ΕΠσ
[1] Στην απόφαση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 668/03, ημερ. 25.2.2005, υιοθετήθηκε το πιο πάνω απόσπασμα. Αν και η υπόθεση ανατράπηκε κατ' έφεση (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 3) (2007) 3 ΑΑΔ 299, η ανατροπή δεν αφορούσε το συγκεκριμένο σημείο.