ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 3 ΑΑΔ 242

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 167/2009)

 

12 Απριλίου, 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

Χρ. Χριστοφίδης, Γ. Βαλιαντής και Κ. Παπαδοπούλου, για την  Εφεσείουσα.

Γ. Σεραφείμ και Ν. Στυλιανού, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση πλειοψηφίας θα δοθεί από τον  Κραμβή, Δ. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Παπαδοπούλου, Νικολάτος, Παμπαλλής, Κληρίδης, Πασχαλίδης, Παναγή και Μιχαηλίδου.

 

Την απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Δ. και  με αυτή συμφωνούν και οι Δικαστές Αρτέμης, Π., Ερωτοκρίτου, και Παρπαρίνος.

 

Ο Ερωτοκρίτου, Δ. επίσης θα δώσει τη δική του απόφαση μειοψηφίας με τα δικά του σχόλια.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, κατόπιν εξέτασης καταγγελίας εναντίον της εφεσείουσας, διαπίστωσε παράβαση προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(1)/1998 («ο Νόμος») και των σχετικών Κανονισμών (ΚΔΠ 10/2000) κατά τη μετάδοση της παιδικής σειράς «Power Rangers» στις 2.8.2004 και επέβαλε στην εφεσείουσα διοικητικό πρόστιμο ΛΚ3.000 και προειδοποίηση.

 

Η εφεσείουσα άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση της πάρα πάνω απόφασης της εφεσίβλητης. Η προσφυγή απέτυχε και η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση επικυρώθηκε. Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και με επτά λόγους έφεσης ζήτησε τον παραμερισμό της.

 

Κατά την έναρξη της ακρόασης ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας δήλωσε ότι οι πελάτες του εγκαταλείπουν όλους τους λόγους έφεσης εκτός από τους πρώτο και τρίτο ήτοι,

 

«Λόγος έφεσης αρ. 1

 

Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι η σύνθεση και/ή η λειτουργία της καθ΄ ης ήταν νόμιμη.

 

Λόγος έφεσης αρ. 3

 

Ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας.»

 

 

Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσίβλητης ότι σε σχέση με το επίδικο θέμα της νομιμότητας της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου υπάρχει  αριθμός πρωτόδικων αποφάσεων στις οποίες υιοθετήθηκαν διαφορετικές νομικές προσεγγίσεις γεγονός το οποίο προκαλεί σύγχυση και  αβεβαιότητα ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο. Ενόψει τούτου, κρίθηκε σκόπιμο όπως η έφεση αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να δοθούν απαντήσεις ώστε να εκλείψει η όποια σύγχυση ή αβεβαιότητα τυχόν υπάρχει και να προσδιοριστεί με σαφήνεια το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει το θέμα της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου κατά την παραγωγή και λήψη απόφασης κάτω από ανάλογες, ως η παρούσα, περιστάσεις.

 

Κατά την ακρόαση της προσφυγής ορθά προηγήθηκε η εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης της εφεσείουσας εφόσον, ως θέμα δημόσιας τάξης, μπορούσε, σε περίπτωση διαπίστωσης παρανομίας, να συμπαρασύρει σε ακυρότητα την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. (Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκούρη (1993) 3 ΑΑΔ 598, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314). Η σε πρώτο βαθμό κρίση επί του θέματος είναι ότι η σύνθεση των εφεσιβλήτων ήταν νόμιμη. Την ορθότητα αυτής της διαπίστωσης αμφισβητεί η εφεσείουσα. Για να ελεχθεί η ορθότητα της εν λόγω κρίσης απαραιτήτως πρέπει να ταξινομηθούν τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν στο  θέμα. Τα γεγονότα αυτά, συνοψίζονται ως εξής:

 

(α) Λειτουργός της εφεσίβλητης η οποία ανέλαβε τη διερεύνηση της καταγγελίας εναντίον της εφεσείουσας, διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών και ετοίμασε σχετικό πόρισμα. Το εν λόγω πόρισμα τέθηκε ενώπιον της εφεσίβλητης σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 27.9.2004. Η εφεσίβλητη εξέτασε το πόρισμα και αποφάσισε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Ακολούθως τέθηκαν ενώπιον της εφεσείουσας οι υπό διερεύνηση παραβάσεις για οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις. Κλήθηκε επίσης η εφεσείουσα να δηλώσει κατά πόσο επιθυμούσε να παρευρεθεί κατά την εξέταση κλπ της υπόθεσης.

 

(β) Η εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 10.1.2005 πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι επιθυμούσε να παραστεί κατά την εξέταση της υπόθεσης για να παραθέσει τις θέσεις της. Ακολούθησαν διεργασίες και αλληλογραφία επί διαδικαστικών ζητημάτων καθώς και αλλεπάλληλες αναβολές συνεδριάσεων.

 

(γ) Στις 10.10.2005 ορίστηκε συνεδρία της εφεσίβλητης στην οποία κλήθηκε να παρευρεθεί η εφεσείουσα. Η εφεσείουσα με επιστολή του δικηγόρου της πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι λόγω έκτακτου περιστατικού δεν μπορούσε να παραστεί, υπέβαλε όμως, γραπτή αγόρευση. Η εφεσίβλητη κατά την προαναφερόμενη συνεδρία ημερ. 10.10.2005 αφού μελέτησε τα ενώπιον της στοιχεία και τις εξηγήσεις που έδωσε η εφεσείουσα, διαπίστωσε την ύπαρξη παραβάσεων συγκεκριμένων άρθρων και κανονισμών από πλευράς εφεσείουσας κατά τη μετάδοση της προαναφερόμενης παιδικής σειράς. Η εφεσίβλητη πληροφόρησε την εφεσείουσα σχετικά  με τις διαπιστώσεις της και την κάλεσε να υποβάλει γραπτώς, αν επιθυμούσε, τις απόψεις της για σκοπούς επιβολής κυρώσεων.

 

(δ) Ο δικηγόρος της εφεσείουσας με επιστολή του προς την εφεσίβλητη εξήγησε ότι υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογείται η επιβολή οποιασδήποτε μορφής κύρωσης. Η εφεσίβλητη κάλεσε την εφεσείουσα να παρευρεθεί στη συνεδρία της στις 29.5.2006 για να της επιβληθεί κύρωση. Η εφεσείουσα υπέβαλε γραπτές παραστάσεις και με επιστολή του δικηγόρου της δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να προβεί σε προφορικές παραστάσεις.

 

(ε)  Κατά τη συνεδρία της εφεσίβλητης που πραγματοποιήθηκε στις 29.5.2006 αποφασίστηκε η επιβολή προστίμου και προειδοποίησης στην εφεσείουσα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών.

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τρεις ήταν οι κρίσιμες συνεδρίες της εφεσίβλητης κατά τις οποίες λήφθηκαν ουσιαστικές αποφάσεις αναφορικά με την υπόθεση ήτοι,

 

(α) η συνεδρία ημερ. 27.9.2004 κατά την οποία εξετάστηκε το πόρισμα της λειτουργού και αποφασίστηκε η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης,

 

(β) η συνεδρία ημερ. 10.10.2005 κατά την οποία διαπιστώθηκαν παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών,

 

(γ) η συνεδρία ημερ. 29.5.2006 κατά την οποία επιβλήθηκαν οι κυρώσεις στην εφεσείουσα.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4(1) του Νόμου η εφεσίβλητη συγκροτείται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και πέντε μέλη. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Νόμου οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον πρόεδρο, η πρόσκληση είναι γραπτή και απευθύνεται σε όλα τα μέλη επτά τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρίαση ημερομηνία. Τέσσερα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων της συνεδρίασης έχει νικώσα ψήφο.

 

Τα μέλη της εφεσίβλητης Νίκος Παπαμιχαήλ και Αλεξ Ευθυβούλου δεν παρευρέθηκαν στη συνεδρία της 27.9.2004.  Πρωτοδίκως, η εφεσείουσα ήγειρε ανεπιτυχώς θέμα κακής σύνθεσης της εν λόγω συνεδρίας. Κρίθηκε ότι η σύνθεση της συνεδρίας ημερ. 27.9.2004 ήταν νόμιμη και η ορθότητα αυτής της διαπίστωσης δεν αμφισβητείται με την έφεση.

 

Η επόμενη κρίσιμη συνεδρία της εφεσίβλητης είναι εκείνη της 10.10.2005  κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών από την εφεσείουσα. Παρών ήταν και ο εκ των μελών Αλεξ Ευθυβούλου ο οποίος όμως κατά την εξέταση της υπόθεσης της εφεσείουσας αποχώρησε. Η αποχώρηση του καταγράφεται στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας ως εξής:

 

«*Κατά την εξέταση των υποθέσεων αρ. 87/2004(1), 65/2005(2) και 102/2004(4) το Μέλος κ. Αλεξ Ευθυβούλου απεχώρησε

 

Σημειώνουμε ότι η υπόθεση 87/2004(1) είναι η υπόθεση που αφορούσε στην καταγγελία κατά της εφεσείουσας.

 

Η εφεσείουσα πρόβαλε ως λόγο ακύρωσης ότι ο κ. Ευθυβούλου παρανόμως αποχώρησε από τη συνεδρία ημερ. 10.10.2005. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι ο κ. Ευθυβούλου μπορούσε να είχε ενημερωθεί για όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις που είχαν προηγηθεί με τον τρόπο που επιβάλλουν ο Νόμος και οι αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τη λειτουργία των συλλογικών διοικητικών οργάνων και εν συνεχεία, να παραστεί στη συνεδρία.

 

Η θέση της εφεσίβλητης, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της είναι ότι η αποχώρηση του κ. Ευθυβούλου από την προαναφερόμενη συνεδρία ήταν νόμιμη καθότι, «Η απουσία του κ. Ευθυβούλου από την προηγούμενη συνεδρία της Αρχής για την οποία ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία, τα οποία ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να λάβει μέρος στην έκδοση της απόφασης, καθιστά νόμιμη την αποχώρησή του από την συνεδρία της καθ΄ ης η αίτηση αρ. 47/2005 και σε καμιά περίπτωση δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης ότι η αποχώρηση του ήταν σκόπιμη και/ή παράνομη κατά παράβαση του άρθρου 22 του Ν. 159(1)/99. Αντίθετα η αποχώρηση του διασφάλιζε την ενιαία σύνθεση της Αρχής καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραγωγής της διοικητικής απόφασης (βλέπετε Υπόθεση Αρ. 391/2006 Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ημερ. 13.6.2007).»

 

Υστερα από εκτενή αναφορά στις αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα και με σημείο αναφοράς τις πρόνοιες του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(1)/1999, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η αποχώρηση του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία ήταν νόμιμη. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης από το οποίο συνάγεται ευκρινώς το στίγμα της νομικής προσέγγισης:

 

 «Οσον αφορά την αποχώρηση του Α. Ευθυβούλου από τη συνεδρία της 10.10.05, άσχετα από το γεγονός ότι καταγράφεται ως λόγος η αδυναμία να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία πριν τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η ουσία παραμένει ότι οι καθ΄ ων, ως διοικητικό όργανο, παρέμειναν να συνεδριάζουν για το θέμα που οδήγησε στην προσβαλλόμενη πράξη, με την ίδια ακριβώς σύνθεση όπως και στις 27.9.04. Το άρθρο 22 του Νόμου αρ. 158(1)/99 προβλέπει ότι:

 

«Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.»

 

 

Στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 10.10.2005 καταγράφεται μόνο το γεγονός της αποχώρησης του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία χωρίς να εξηγείται ο λόγος της αποχώρησης. Η εξήγηση ότι η αποχώρηση του κ. Ευθυβούλου οφειλόταν σε «αδυναμία να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία πριν τη λήψη σχετικών αποφάσεων» απαραδέκτως προβλήθηκε για πρώτη φορά στην αγόρευση του δικηγόρου της εφεσίβλητης και από εκεί προφανώς πεπλανημένα, μεταφέρθηκε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

 

Αποτελεί βασική αρχή δικαίου ότι ο διάδικος με την αγόρευσή του, εκθέτει τα επιχειρήματά του τα οποία καθιστούν παραδεκτές τις θέσεις που προβάλλει στα δικόγραφα. Η αγόρευση, προφορική ή γραπτή, δεν προσφέρεται ως μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ούτε ως ευκαιρία για τη διεύρυνση των επίδικων θεμάτων τα οποία απαραιτήτως προσδιορίζονται από τη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Επειδή η υπόθεση έχει αχθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας για να κριθεί η νομιμότητα της σύνθεσης της εφεσίβλητης κατά τη συνεδρία στις 10.10.2005 θα προχωρήσουμε στην εξέταση του θέματος με δεδομένη τη διαπίστωση της αποχώρησης του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία.

 

Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης σε σχέση με το θέμα της καταγγελίας εναντίον της εφεσείουσας παρατάθηκε σε περισσότερες συνεδρίες της εφεσίβλητης. Καθώς έχει ειπωθεί, ο κ. Ευθυβούλου ήταν απών από τη  συνεδρία της 27.9.2004 κατά την οποία εξετάστηκε το πόρισμα της Λειτουργού και αποφασίστηκε η περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Το θέμα εκείνης της συνεδρίας δεν ήταν προκαταρκτικό, εν τη εννοία του Νόμου, αλλά θέμα ουσίας, εφόσον με βάση το πόρισμα της Λειτουργού, κρίθηκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς περαιτέρω διερεύνηση. Κατά την κρίσιμη συνεδρία της 10.10.2005 ο κ. Ευθυβούλου ενώ ήταν παρών, αποχώρησε προτού αρχίσει η συζήτηση του θέματος της καταγγελίας εναντίον της εφεσείουσας χωρίς να καταγράφεται στα πρακτικά  ο λόγος της αποχώρησής του.

 

Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου στις συνεδρίες του συλλογικού οργάνου πρέπει κατ΄ αρχή να μετέχουν όλα τα μέλη που το συγκροτούν. Βλ. Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο Α.Ι. Τάχος, 4η έκδ., σελ. 284. Η υποχρέωση αυτή εκπηγάζει από το οφειλόμενο καθήκον άσκησης της εκ του Νόμου καθορισμένης αρμοδιότητας του οργάνου. Το δικαίωμα του πολίτη ικανοποιείται μόνο, όταν η απόφαση για το θέμα που τον αφορά λήφθηκε κατόπιν συζήτησης από αρμόδιο όργανο που συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση. Η απουσία μέλους από δεόντως συγκληθείσα συνεδρίαση του οργάνου επιτρέπεται μόνο όταν η απουσία κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη. Εν ολίγοις, η κατ΄ αρχήν υποχρέωση του διοικητικού οργάνου είναι να επιλαμβάνεται της εξέτασης θέματος όπως αυτό (το όργανο) είναι συγκροτημένο. Η μη συμμετοχή μέλους κατά πλάνη ως προς τη δυνατότητα συμμετοχής, επάγεται παράνομη σύνθεση. Το ίδιο και η καταχρηστική μη συμμετοχή προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Βλ. Kyprianou v. Republic (1976) 3 CLR 210, Mitides vRepublic (1988) 3(B) CLR 737, Paschalis v. Republic (1988) 3(C) CLR 1897, Καρακόκκινος ν. Αρχής Λιμένων, υπόθ. αρ. 110/2003, ημερ. 15.1.2004, Κόρτας ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 67, Δημητρίου κα ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 68/2009, ημερ. 2.3.2012.

 

Το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/1999 για την αλλαγή στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου προνοεί ότι:

 

«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

 

 

 

Το πιο πάνω άρθρο κωδικοποιεί τη βασική αρχή ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η αναφορά «από την αρχή μέχρι το τέλος» ερμηνεύεται ότι αφορά στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος μιας συνεδρίας του οργάνου και όχι στο διάστημα από την αρχή μέχρι το τέλος της διοικητικής διαδικασίας συζήτησης κλπ του συγκεκριμένου θέματος όταν η διάρκεια της παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες.

 

Η ρύθμιση που ακολουθεί με βάση την πάρα πάνω νομοθετική διάταξη, αφορά ακριβώς στην περίπτωση  που η διαδικασία για το ίδιο θέμα παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου, μετά την πρώτη συνεδρία, έχει αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες. Ο νόμος κατ΄ αρχήν προβλέπει ότι το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση εκτός αν κατά τη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε οπότε σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι η συζήτηση της υπόθεσης άρχισε και τέλειωσε έγκυρα στην τελευταία συνεδρία. Η ρύθμιση αυτή συνάδει με την αρχή ότι τα μέλη του συλλογικού οργάνου πρέπει να έχουν, το καθένα ξεχωριστά, γνώση επί όλων των στοιχείων και γεγονότων ώστε να μπορούν να σταθμίσουν αυτά τα στοιχεία κλπ για να αποφασίσουν εγκύρως επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

Σύμφωνα με το νόμο, η επανάληψη της διαδικασίας από την αρχή δεν απαιτείται όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερό πως δεν έτυχε εφαρμογής καμιά από τις προβλεπόμενες από το νόμο ρυθμίσεις. Η απουσία του κ. Ευθυβούλου από την κρίσιμη συνεδρία της 27.9.2004 δεν αποτελούσε κώλυμα για τη συμμετοχή του στη  συνεδρία της 10.10.2005 νοουμένου ότι το θέμα της συμμετοχής του θα ρυθμιζόταν με βάση τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 22 του Νόμου ανωτέρω. Η υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες αποχώρησή του, κατέστησε τη σύνθεση του οργάνου παράνομη. Το γεγονός ότι στις 10.10.2005 διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεων του Νόμου και των κανονισμών και ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε από μέλη του οργάνου τα οποία σκοπίμως ή τυχαία βρίσκονταν εν απαρτία δεν θεραπεύει την πλημμέλεια. Η αρχή δικαίου παραμένει αναλλοίωτη ότι τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αδικαιολόγητη απουσία μέλους συνεπάγεται παρανομία στη σύνθεση η οποία στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που  ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος. Σχετική και επί παρόμοιου θέματος είναι η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, υπόθ. αρ. 437/2008, ημερ. 4.10.2010  με την οποία συμφωνούμε.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.

 

 

                                                        Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

                                                        Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                        Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

                                                        Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                        Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

                                                  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                                  Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.               

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο