ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 3 ΑΑΔ 655

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 35/2005)

(Υπόθεση Αρ. 825/2003)

4 Δεκεμβρίου 2009

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητων.

------------------------------

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Εφεσίβλητους.

Για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη:  Καμιά εμφάνιση.

---------------------------------

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων με εννέα λόγους έφεσης προσβάλλει την απορριπτική απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να μην ακυρώσει την από 1.8.2003 προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στις πέντε θέσεις που σταδιακά κενώθηκαν από προαγωγές, αφυπηρετήσεις και δημιουργία από το συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 2001, του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού.  Η προσφυγή του εφεσείοντος (υπ΄ αρ. 825/03), στρεφόταν αρχικά εναντίον της προαγωγής τεσσάρων ατόμων, η δε απόφαση εκδόθηκε στις 9.3.05, μετά από συνεκδίκαση της προσφυγής αυτής με τη συναφή προσφυγή υπ΄ αρ. 884/03. 

 

        Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση αρχικά εναντίον όλων των ενδιαφερομένων μερών, στην πορεία όμως και ενώπιον της Ολομέλειας, διευκρινίστηκε ότι η έφεση αφορούσε πλέον μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη Ζαχαρία Ζαχαριάδη και Μιχαήλ Παρέλλη, της έφεσης αποσυρθείσας σε σχέση με τους υπόλοιπους. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια πολυσέλιδη απόφαση απέρριψε όλους τους λόγους που ο εφεσείων πρόβαλε ενώπιον του, υποστηρίζοντας την προσφυγή του και που αφορούσαν στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών (εφεξής «ο Γενικός Διευθυντής»), να προβεί σε συστάσεις ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (εφεξής «η Ε.Δ.Υ.»), στο αναιτιολόγητο της σύστασης, στη λανθασμένη βαρύτητα που δόθηκε στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αλλά και το λανθασμένο της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώπιον της ίδιας της Ε.Δ.Υ., το αναιτιολόγητο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και την πάσχουσα, κατ΄ ισχυρισμόν, τελική απόφαση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.  Διατυπώθησαν επίσης παράπονα ως προς την προκατάληψη που επέδειξε εναντίον του ο Γενικός Διευθυντής και για εκδικητικές υπηρεσιακές εκθέσεις, πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ., ως προς την αρχαιότητα του εφεσείοντα λόγω της αναδρομικής προαγωγής του στη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού και τέλος αντισυνταγματικότητα του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, το οποίο ήταν και ultra vires του Νόμου. 

 

        Τα ίδια επιχειρήματα κατ΄ ουσίαν επαναλήφθηκαν και ενώπιον της Ολομέλειας.  Προέχει η εξέταση της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η επίδικη προς προαγωγή θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, ήταν αμέσως κατώτερη της θέσης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ώστε να έχει εφαρμογή η επιφύλαξη της υποπαρ. (ii) της παρ. (δ) του            εδαφίου (1) του άρθρου 32 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε,  (εφεξής «ο Νόμος»), το οποίο προνοεί ότι όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης με μισθοδοτική κλίμακα αμέσως κατώτερη της θέσης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ενεργεί ο ίδιος ο Διευθυντής, όπως προνοεί η υποπαρ. (i) της παρ. (δ), αλλά ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με βάση τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία, ότι ενδιάμεσα της επίδικης θέσης και της θέσης του Διευθυντή, μεσολαβούσε η θέση Διευθυντή Διοίκησης και επομένως ορθά είχε αναλάβει ο Διευθυντής, ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

        Ο εφεσείων ενώπιον της Ολομέλειας ανέπτυξε επιχείρημα ότι οι θέσεις είχαν μετονομασθεί ώστε η θέση του Διευθυντή Διοίκησης να είχε πλέον αναφορά στη θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, δηλαδή, την επίδικη.  Παρατηρείται, όμως, ότι ο αιτητής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έθεσε είτε στην αίτηση του, είτε στη γραπτή του αγόρευση ζήτημα μετονομασίας θέσεων και επομένως δεν μπορεί να εγείρεται εκ των υστέρων το θέμα ενώπιον της Ολομέλειας προς ακύρωση της πράξης.  Παρεμφερώς και χωρίς αναφορά σε έγγραφα ή λεπτομέρειες είναι που έγινε νύξη για το θέμα αυτό μόνο στην απαντητική αγόρευση του αιτητή.  Παρόμοια, με γενικευμένο τρόπο στην ανάπτυξη του σχετικού λόγου έφεσης έγινε τέτοια αναφορά χωρίς να συγκεκριμενοποιείται η χρονική στιγμή της μετονομασίας των θέσεων.  Το μόνο που αναφέρθηκε ήταν ότι η θέση του Διευθυντή Διοίκησης άρχισε σταδιακά να καταργείται με την έγκριση των επίδικων θέσεων.  Αυτό δείχνει όμως ότι τον επίδικο χρόνο όντως υπήρχε η θέση του Διευθυντή Διοίκησης. Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. 

 

        Περαιτέρω, δεν ευσταθούν ούτε οι αιτιάσεις του ως προς την επιλογή των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής εφόσον τα μέλη της πρώτης Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν δηλώσει αιτιολογημένο κώλυμα συμμετοχής, λόγω αριθμού προσφυγών που ο εφεσείων είχε καταχωρήσει εναντίον διαφόρων ατόμων, μεταξύ των οποίων και αυτών, (το ιστορικό που καταγράφεται στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 8.2.02 είναι σχετικό),  με  αποτέλεσμα  να  επιλεγούν  άλλα τέσσερα μέλη από το Γενικό Διευθυντή σε συνεννόηση με το Διευθυντή και την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, όπως ακριβώς προδιαγράφει το άρθρο 32(1)(δ)(ii) του Νόμου.  Περαιτέρω, με δεδομένο ότι και ο ίδιος ο Διευθυντής δήλωσε κώλυμα λόγω εξ αγχιστείας συγγένειας με ένα εκ των υποψηφίων, ορθά  ανέλαβε την προεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής η ιεραρχικά ανώτερη των υπολοίπων μελών, δηλαδή, η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων.  Από τη στιγμή δε που ο Διευθυντής κωλυόταν να ενεργήσει στη διαδικασία  ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για το λόγο που καταγράφηκε προηγουμένως, θα ήταν αντινομικό και παράδοξο να προέβαινε ο ίδιος σε συστάσεις σε σχέση με τους υποψήφιους ενώπιον της Ε.Δ.Υ..  Εάν γινόταν δεκτή η θέση του εφεσείοντος στο θέμα, η διαδικασία θα μολύνετο διότι θα υπήρχε σύσταση για υποψήφιους από άτομο που ήταν εξ αγχιστείας συγγενής με ένα εξ αυτών. 

 

Ορθά επομένως κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής να προβεί στις συστάσεις, εφόσον σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, υπέχει θέση προϊσταμένου Τμήματος για υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα  Υπουργείου.  Με την πρόσκληση του Γενικού Διευθυντή για να εκφέρει τις απόψεις του, δόθηκε η εγγύτερη προς το πνεύμα της νομοθεσίας λύση, εφόσον υπήρχε ανυπέρβλητο εμπόδιο από τον ίδιο τον προϊστάμενο του Τμήματος, δηλαδή το Διευθυντή, να προχωρήσει σε συστάσεις.  Ο λόγος της απόφασης της Ολομέλειας στην Κίκης Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 821, ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση, έστω και αν δεν ήταν ο ίδιος υποψήφιος για τη θέση αυτή.  Η ουσία είναι ότι υπήρχε και εκεί και εδώ, αντικειμενικό ανυπέρβλητο πρόβλημα συμμετοχής στην όλη διαδικασία. 

 

        Ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητης σύστασης του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ. δεν έχει επίσης έρεισμα εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του Νόμου, δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση του προϊσταμένου για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96 στη σελ. 106), ενώ παρατηρείται ότι η αξιολόγηση και οι συστάσεις στις οποίες προέβηκε ο Γενικός Διευθυντής και οι οποίες εφόσον έγιναν μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά, δεν αντικατοπτρίζουν απλώς την προσωπική του επιλογή, αλλά συνήδε με τους φακέλους, οι οποίοι σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. στις συνεδρίες της ημερ. 11.6.03, 12.6.03 και 13.6.03, είχαν δοθεί στο Γενικό Διευθυντή προς μελέτη πριν τις συνεδρίες.  Επομένως δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας εφόσον η σύσταση συνάδει πλήρως με τα όσα απορρέουν από τους φακέλους των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία κατά τα έτη 1996-2000, είχαν όλα οκτώ «εξαίρετα» έναντι (με εξαίρεση το 1996), της χαμηλότερης βαθμολογίας του εφεσείοντα που κυμαινόταν στα επτά «εξαίρετα» για τα έτη 1997, 1998 και 2000 και στα έξι «εξαίρετα» για το 1999.  Το παράπονο δε του εφεσείοντα ως προς την μη αναφορά του ονόματος του στα πρακτικά της διαδικασίας και ιδιαίτερα από το Γενικό Διευθυντή, επίσης δεν ευσταθεί εφόσον με βάση διαχρονική νομολογία δεν είναι ανάγκη να γίνεται ονομαστική αναφορά σε κάθε ένα από τους υποψηφίους, ούτε προκύπτει από τη μη καταγραφή του ονόματος ενός υποψηφίου, ότι αυτός δεν κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο.  (δέστε Λοΐζου Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 291 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1999) 4 Α.Α.Δ. 1110).  Εν πάση όμως περιπτώσει ο εφεσείων εδώ έτυχε αξιολόγησης από το Γενικό Διευθυντή ονομαστικά ως «πολύ καλός» αναφερόμενος με σειρά ως 14ος, ενώ η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε επίσης την κρίση της γι΄ αυτόν.  Απλώς δεν επιλέχθηκε.

 

        Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική ενώπιον της συνέντευξη των υποψηφίων.  Αδίκως, όμως, ενόψει του γεγονότος ότι η Ε.Δ.Υ. στη σχετική απόφαση της ημερ. 13.6.03, αξιολόγησε πλήρως τους διάφορους υποψήφιους, έδωσε δε επαρκείς διαφοροποιητικούς λόγους για την κρίση της όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Ζαχαριάδη και Παρέλλη τους οποίους χαρακτήρισε «σχεδόν εξαίρετους», ενώ τον εφεσείοντα χαρακτήρισε ως «πολύ καλό».  Όπως είναι αναγνωρισμένο από τη νομολογία, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως ήταν και οι επίδικες, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο  έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον βέβαια σταθμίζει  ορθά  όλα  τα σχετικά στοιχεία.  (δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) - πιο πάνω - και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643).

 

Ταυτόχρονα, είναι νομολογημένο ότι  εκείνο που το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει είναι η απόφαση και η δοσμένη αιτιολογία όπως αυτή διαμορφώνεται και καταγράφεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου. (Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452).  Το διοικητικό Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση διορισμού ή προαγωγής αν αυτή λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και τα γεγονότα της υπόθεσης, ούτε υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου προς προαγωγή υποψηφίου, εκτός όπου ο αιτητής αποδεικνύει έκδηλη υπεροχή έναντι των ανθυποψηφίων του.  (δέστε Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318).

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε πλήρως στις ορθές αρχές της νομολογίας κατά την εξέταση αυτού του λόγου και ευλόγως κατέληξε ότι δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε που να ανατρέπει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη την καταγραφή των όσων διαπιστώθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, (ο οποίος και δεν σύστησε για προαγωγή τον εφεσείοντα), την αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή από την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, αλλά και την αξιολόγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.  Παρατηρείται από τα σχετικά πρακτικά ότι η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε τον εφεσείοντα και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τη διαφορά ότι κατέγραψε ως αναμενόταν και επαρκή αιτιολόγηση της κρίσης της για κάθε περίπτωση.  Περαιτέρω, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία  όπως αυτά περιέχονταν στους προσωπικούς φακέλους, αλλά και στις υπηρεσιακές εκθέσεις, περιλαμβανομένων των διαφόρων προσόντων τους.  Στη βάση των καθιερωμένων κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, δεν επέλεξε να προσφέρει προαγωγή στον εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην απόφαση του σε ειδική αναφορά τόσο στις μεταπτυχιακές σπουδές του εφεσείοντος, όσο και στο δεδομένο ότι τα στοιχεία αυτά ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με αναφορά στον Πίνακα που ετοιμάσθηκε σχετικά.  Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι η στάθμιση όλων των δεδομένων δεν έδειχνε οποιαδήποτε έκδηλη υπεροχή του εφεσείοντος, όπως ο ίδιος διατεινόταν, εφόσον δεν είχε ούτε αρχαιότητα, ούτε το κατά προτίμηση πλεονέκτημα.  Δεν υπάρχει έρεισμα στο λόγο έφεσης, ο οποίος και απορρίπτεται.

 

        Λανθασμένο είναι και το παράπονο του εφεσείοντος όσον αφορά την κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψη ή έχθρα του Διευθυντή με επέκταση στην μεροληπτική αξιολόγηση που έγινε στις εμπιστευτικές   του εκθέσεις και τη μειωμένη βαθμολογία κατά το έτος 1999. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος αναλώνοντας τρεις σελίδες για το ζήτημα με πλήρη αναφορά τόσο στα δεδομένα όσο και στη σχετική νομολογία, περιλαμβανομένων και αποφάσεων στις οποίες παρόμοιοι ισχυρισμοί του εφεσείοντος σ΄ άλλες υποθέσεις κρίθηκαν ατεκμηρίωτοι. Τέτοιοι ισχυρισμοί, όπως έχει νομολογηθεί, πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά, το δε βάρος το φέρει ο αιτητής (Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 8), ενώ όπως υποδείχθηκε και στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2007) 3 Α.Α.Δ. 116, ένας αιτητής θα πρέπει, εφόσον επιθυμεί να προβάλει τέτοιο ισχυρισμό περί προκατάληψης, να τον θέσει ενώπιον του διοικητικού οργάνου με την πρώτη ευκαιρία, ώστε αυτό να τον εξετάσει, η δε διαδικασία να προχωρά απρόσκοπτα.  Δεν είναι νοητό να εγείρεται τέτοιο ζήτημα μετά την έκβαση της όλης διαδικασίας και την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου και ιδιαίτερα ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.  Όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναλύοντας το σχετικό λόγο, η απόδοση ενός υπαλλήλου δυνατό να διαφέρει από χρόνο σε χρόνο, ενώ δυνατό να μειώνεται και η αξιολόγηση του χωρίς αυτό βέβαια να ισοδυναμεί με προκατάληψη.  Επισημάνθηκε επίσης και ορθά, ότι τα κριτήρια για αξιολόγηση ενός προϊσταμένου ίσως να είναι αυστηρότερα από τα κριτήρια που χρησιμοποιεί άλλος προϊστάμενος.

 

        Όσον αφορά την αιτίαση περί λανθασμένης κρίσης ως προς την αρχαιότητα του εφεσείοντος στη βάση αναδρομικής προαγωγής του, παρατηρείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα υπήρχε εφόσον κατά την επίδικη ημερομηνία κρίσης, αυτός κατείχε τη θέση του Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού από 15.11.2001.  Ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντος που φαίνεται να ίσχυε από 1.5.2001, στη βάση επιστολής ημερ. 4.6.03 από την Ε.Δ.Υ. προς τον εφεσείοντα, αυτή δεν θα λειτουργούσε εν πάση περιπτώσει υπέρ του με δεδομένο ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν έναντι του υπεροχή στην αρχαιότητα.

 

        Ο εφεσείων παραπονείται σ΄ αυτή την πτυχή ότι πρωτοδίκως παραγνωρίστηκε ο αναδρομικός διορισμός του όχι μόνο από 1.5.2001, αλλά από 1.2.1998, ενόψει του ότι είχε προαχθεί αναδρομικά δύο φορές.  Παρατηρείται, όμως, ότι ο εφεσείων στην προσφυγή του έθεσε θέμα μόνο ως προς αρχαιότητα που προσμετρούσε από 1.5.2001 (σημείο β γεγονότων στην προσφυγή), ουδέν άλλο κατέγραψε στην αγόρευση του ημερ. 14.1.04, και μόνο στην πολυσέλιδη απαντητική του αγόρευση ημερ. 16.11.04  ήγειρε για πρώτη φορά ζήτημα περί αναδρομικής προαγωγής από την 1.2.1998.  Ανεπίτρεπτα, επομένως, παρείσφρυσε εκ μέρους του πρωτοδίκως η αναδρομικότητα από 1.2.1998, κατά παρέκκλιση της ρητής επιταγής του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και τη σχετική επί του θέματος νομολογία. (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257).  Δεν μπορούσε, επομένως, να εγερθεί το θέμα διά της απαντητικής αγόρευσης και λανθασμένα τέθηκε το ζήτημα και ενώπιον της Ολομέλειας.  Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως ότι ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεση πρωτοδίκως προσωπικά, ο δε Καν. 7 εξαιρεί το διάδικο που εμφανίζεται άνευ συνηγόρου από την αυστηρή συμμόρφωση με την επιταγή να εκθέτει ως αιτητής τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται, δίδοντας ταυτόχρονα πλήρη αιτιολογία.  Η εξαίρεση, όμως, αφορά τα νομικά σημεία και όχι τα γεγονότα.  Και η αναδρομική προαγωγή αποτελούσε γεγονός που όφειλε να τη γνώριζε ο εφεσείων ασχέτως της ημερομηνίας δημοσίευσης της, και να την περιελάμβανε στα γεγονότα της προσφυγής του εξαρχής.  Εφόσον δε ήταν εξέλιξη μεταγενέστερη, να προέβαινε σε κατάλληλη τροποποίηση ώστε, στην περίπτωση που αυτή επιτρεπόταν, να  μπορούσε και η ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση να αναφερόταν σ΄ αυτήν, για να ακολουθήσει, αναλόγως, η επιχειρηματολογία στις κύριες αγορεύσεις, ώστε το θέμα να τύχει διεξοδικής συζήτησης. 

 

        Ορθά, κρίνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ενόψει των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του, ότι δεν τίθετο θέμα αρχαιότητας του εφεσείοντος.  Ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος.

 

        Όσον αφορά τέλος το ζήτημα του ultra vires του Σχεδίου Υπηρεσίας  παρατηρείται και πάλι ότι το ζήτημα δεν ηγέρθη ποσώς στο αιτητικό της προσφυγής και επομένως ισχύουν και εδώ όσα αναφέρθηκαν για τον ισχυρισμό του αναδρομικού διορισμού από 1.12.98.  Δεν ηγέρθη ούτε στα γεγονότα και επομένως λανθασμένα έγινε εισαγωγή του θέματος με τη γραπτή του αγόρευση, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση.  Εν πάση περιπτώσει το θέμα του ultra vires διασυνδέθηκε από τον εφεσείοντα με κατ΄ ισχυρισμόν ανισότητα που ευνοούσε τους εσωτερικούς έναντι των εξωτερικών υποψηφίων, (ενώ, όπως είναι τα διαθέσιμα γεγονότα, ο ίδιος ήταν εσωτερικός υποψήφιος), και, κατ΄ ακολουθία παραβίαση του Συντάγματος λόγω συνεχών αλλαγών στο Σχέδιο Υπηρεσίας.  Στο σημείο αυτό ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς στην αίτηση ακυρώσεως, δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους.  (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533).  Το δε δεδικασμένο για το ζήτημα στη βάση της απόφασης Δημοκρατία κ.ά. ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 267, που επικαλέστηκε ο εφεσείων, δεν ισχύει, ενόψει του ότι η απόφαση εκείνη αφορούσε την ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας θέσης που από το νόμο οριζόταν ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, σε προαγωγή μόνο με σημείωση στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας.  Καμιά εφαρμογή δεν έχει η αυθεντία αυτή στα επίδικα γεγονότα. 

 

        Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η πρόνοια της παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορούσε στο πλεονέκτημα λόγω μακράς και ευδόκιμης πείρας τουλάχιστον επί δεκαπενταετίας στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, θεωρήθηκε ως συντρέχουσα με την κατά προτίμηση δεκαετή πείρα που καθοριζόταν στην παρ. 3(2) αυτού, η οποία θα λαμβανόταν υπόψη, ως κατέγραψε η Ε.Δ.Υ. μόνο εφόσον «... οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σ΄ όλα τα άλλα κριτήρια» (συνεδρία ημερ. 13.5.02) - Παράρτημα 7 στην ένσταση πρωτοδίκως). Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων  δεν διέθετε ούτε την προτίμηση ούτε το πλεονέκτημα (σελ. 8 Παραρτήματος ΧΙΙ - Γενική Εντύπωση Συμβουλευτικής Επιτροπής  μέρος Παραρτήματος 6 πρωτοδίκως), κλήθηκε δε σε συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υιοθετώντας τη σχετική επιλογή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά κρίθηκε, κατά τα άλλα, ως μη προακτέος.

 

        Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσίβλητων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο