ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 396
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 60/2006)
22 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΑΝΙΔΗΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ Β. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η Αίτηση.
________________________
Ξένια Ευγενίου (κα), για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα Αρ. 1.
Αλεξία Κουντουρή (κα), μαζί με Δημοσθένη Στεφανίδη, για την Εφεσίβλητη.
Α. Ευτυχίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται από τον εφεσείοντα 1 - (η έφεση του εφεσείοντα 2 αποσύρθηκε) - η ορθότητα της απόφασης αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος επελήφθη πρωτόδικα της Προσφυγής Αρ. 738/04 και την απέρριψε. Ο εφεσείων, με την πιο πάνω προσφυγή, αμφισβητούσε για τρίτη φορά τη νομιμότητα του διορισμού των Ευγένιου Ζήνωνος, Αχιλλέα Νάτσου και Ανδρέα Πάρη, (ενδιαφερομένων μερών), στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού, 2ης Τάξης, από 11/8/1997.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων Κύπρου, (το «Διοικητικό Συμβούλιο»), στις 21/7/1997, αποφάσισε το διορισμό στη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού, 2ης Τάξης, των ενδιαφερομένων μερών στην παρούσα, από 11/8/1997. Η απόφαση προσβλήθηκε επιτυχώς από τους εφεσείοντες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την Προσφυγή Αρ. 859/97 και ο διορισμός τους ακυρώθηκε. Το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε να εξετάσει την αξία του διπλώματος των υποψηφίων και η απόφασή του εστερείτο αιτιολογίας.
Στις 24/1/2000, το Διοικητικό Συμβούλιο, υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επανεξέτασε το ζήτημα και διόρισε αναδρομικά τα ίδια πρόσωπα. Ο διορισμός τους, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 21/10/2002, στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 546/00, που καταχώρισαν οι εφεσείοντες, και πάλι ακυρώθηκε, για το λόγο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, η σύνθεση του οποίου, στο μεταξύ, είχε αλλάξει, έλαβε υπόψη του τις εντυπώσεις για τους υποψηφίους από τις συνεντεύξεις που έγιναν με την προηγούμενη σύνθεσή του. Ακολούθησε νέα επανεξέταση, η οποία οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Με αυτήν, διορίστηκαν αναδρομικά, από 11/8/1997, τα ίδια ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ταυτόχρονα, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε και προήγαγε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη συνδυασμένη θέση Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού, 1ης Τάξης, αναδρομικά από 1/9/2000. Τη νομιμότητα του διορισμού τους αμφισβήτησαν και πάλι οι εφεσείοντες με την προσφυγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, τους λόγους που τέθηκαν για ακύρωση της απόφασης, το αιτιολογικό του Δικαστηρίου για απόρριψή τους, όπως και τη δική μας κρίση επί του θέματος. Ενώπιόν μας, ουσιαστικά, συζητήθηκαν όσα και πρωτοδίκως απασχόλησαν.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, κατά την επανεξέταση, υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου, το οποίο δημιουργήθηκε από τις Προσφυγές Αρ. 859/97 και 546/00, λόγω της παράλειψης σύστασης νέας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αδελφό μας Δικαστή, κατ' εφαρμογή του Κ. 9(4)[1] των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, (οι «Κανονισμοί»), οι οποίοι τέθηκαν σε εφαρμογή από 11/4/1997. Οι Κανονισμοί, έκρινε, δεν επέτρεπαν την, κατ' αναλογία, εφαρμογή του ΄Αρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990). Συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του. Η σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ήταν, για το Διοικητικό Συμβούλιο, υποχρεωτική. Σύμφωνα με τον Κ. 9(4) των Κανονισμών, η σύσταση τέτοιας επιτροπής δεν αποτελεί προϋπόθεση στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο, ανάλογα με το εάν αυτό την θεωρεί χρήσιμη, για σκοπούς υποβοήθησης του έργου του. Το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, αρχικά, τη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε αντικανονική, δεν καθιστούσε, στη συνέχεια, στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης, τη σύστασή της υποχρεωτική. Η δυνατότητα που είχε το Διοικητικό Συμβούλιο για τη σύστασή της δε μεταβλήθηκε κατά την επανεξέταση σε υποχρέωση.
΄Αλλος λόγος ακύρωσης ήταν ότι δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι Ευγένιος Ζήνωνος και Ανδρέας Πάρη δεν κατείχαν Δίπλωμα Πλοιάρχου, Α΄ Τάξης, ή ισότιμο προσόν, όπως απαιτείται από την παράγραφο 4(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι η κατάληξη του Διοικητικού Συμβούλιου, στην αρμοδιότητα του οποίου ενέπιπτε η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, ήταν καθ' όλα εύλογη. Η κρίση του ότι το Λιβεριανό πιστοποιητικό, που κατείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν ισότιμο με δίπλωμα Πλοιάρχου, Α΄ Τάξης, διαμορφώθηκε στη βάση στοιχείων και πληροφοριών που αυτό περισυνέλεξε από πηγές που εύλογα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Είναι καλά νομολογημένο ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας και η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων για διορισμό ανήκει στο διορίζον όργανο και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώσει υπέρβαση των ακραίων ορίων της εξουσίας του - (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, 54).
Καθώς προκύπτει από το φάκελο, η έρευνα που έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο, προτού αυτό καταλήξει ότι το Λιβεριανό προσόν που κατείχαν τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ισότιμο με το δίπλωμα Πλοιάρχου, Α΄ Τάξης, ήταν πλήρης. Στη βάση των στοιχείων της έρευνας, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η κατάληξή του ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο ισχυρισμός για παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος του εφεσείοντα, το οποίο, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, συνιστούσε πλεονέκτημα, δε βρίσκουμε να αντιμετωπίστηκε λανθασμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Από τη στιγμή που το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι ο εφεσείων και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το πρόσθετο προσόν της υπηρεσίας Κυβερνήτη σε ποντοπόρα σκάφη, χωρητικότητας 3000 κόρων και άνω, δεν απαιτείτο να δοθεί ειδική αιτιολογία για την προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών. Μόνο εάν αυτά δεν κατείχαν το πρόσθετο προσόν και επροτιμούντο έναντι άλλου που το κατείχε, θα απαιτείτο τέτοια.
΄Ηταν, τέλος, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η απόφαση της 25/5/2004 δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε ότι τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό που ακολουθεί συνιστούν επαρκή αιτιολογία:-
«4.6 Ακολούθησε ενδελεχής σύγκριση των 7 υποψηφίων μεταξύ τους. ΄Εχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων της περίπτωσης του καθενός, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε, το Συμβούλιο, διαφωνούντων των ..., έκρινε ότι οι υποψήφιοι κοι Ευγ. Ζήνων, Αχ. Νάτσος και Α. Πάρη υπερτερούν έναντι των υπολοίπων υποψηφίων ... και κρίνονται καταλληλότεροι με βάση όλα τα ουσιώδη στοιχεία, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Από πλευράς προσόντων έχουν όλα τα προσόντα τα οποία προνοούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος ο οποίος να υπερτερεί.
(β) Από πλευράς πείρας, ικανοτήτων, υπηρεσίας, το Συμβούλιο έχει πλήρως ικανοποιηθεί.
(γ) Σε σχέση με το πλεονέκτημα, όπως αυτό προνοείται με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και οι τρεις ήτοι Ε. Ζήνωνος, Α. Νάτσος και Α. Πάρης το κατέχουν, έχοντας υπηρεσία ως Κυβερνήτες σε ποντοπόρο σκάφος με χωρητικότητα πάνω από 3.000 κόρους.
4.7.1 Σχετικά το Συμβούλιο αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ..., όπως:
(α) επιλέξει τους κους Ε. Ζήνωνος, Α. Νάτσο και Α. Πάρη για διορισμό στη θέση του Λιμενικού Λειτουργού και Πλοηγού, 2ης Τάξης αναδρομικά από τις 11.8.1997 και να εξουσιοδοτήσει τη Διεύθυνση να τους τοποθετήσει για απασχόληση ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες της Αρχής.»
Είναι καλά νομολογημένο ότι η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, έτσι ώστε να φαίνεται ο πραγματικός λόγος που οδήγησε στη λήψη της απόφασης. Η επάρκεια, βέβαια, της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Απλή αναφορά όσων η διοίκηση έλαβε υπόψη της δεν αρκεί. Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, δε συμμεριζόμαστε την άποψή του. Κρίνουμε ότι η αιτιολογία που δίδεται δεν είναι επαρκής, αφού ούτε από το πρακτικό του Συμβουλίου αλλά ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει τι είναι εκείνο που έλαβε υπόψη του το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο καθιστούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε σύγκριση με τον εφεσείοντα, καταλληλότερα για διορισμό. Η γενική αναφορά ότι, με βάση τα ουσιώδη στοιχεία, τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι καταλληλότερα και η επανάληψη των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούμενων προσόντων, τα οποία, άλλωστε, πληροί και ο εφεσείων, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία. Το Συμβούλιο είχε καθήκον να αιτιολογήσει γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη, συγκριτικά με τον εφεσείοντα, ήταν καταλληλότερα.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, όπως ακυρώνεται και η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, με την οποία διορίστηκαν αναδρομικά από 11/8/1997 τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Αρτέμης, Π.
Νικολαΐδης, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Παπαδοπούλου, Δ.
Νικολάτος, Δ.
/ΜΠ
[1] «(4) Το Συμβούλιο μπορεί να προβαίνει στη σύσταση Συμβουλευτικών Επιτροπών από υπαλλήλους που κατέχουν Διευθυντικές θέσεις ή είναι Προϊστάμενοι Υπηρεσιών και κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί, για να συμβουλεύουν το Συμβούλιο σχετικά με την επιλογή υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή ή γενικά για θέματα που αφορούν διορισμούς ή προαγωγές. Η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και ο τρόπος ενέργειας των Επιτροπών καθορίζονται από το Συμβούλιο και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»