ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 152
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3118
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ,ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ ΔΔ.
Υπόθεση αρ. 952/97
Μεταξύ -
ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ/ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ,
ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΩΝ
------------------------
FONT>Υπόθεση αρ. 953/97
Μεταξύ -
ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΑΙΤΗΤΗ
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ,
ΤΕΧΝΟΛΟΓΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΩΝ,
--------------------
Ημερομηνία:
13 Φεβρουαρίου, 2003Για τους εφεσείοντες: Σ. Δράκος
Για το εφεσίβλητο Συμβούλιο: Τ. Παπαδόπουλος
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Δικαστής Σ. Νικήτας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ:
Υπάρχει μια σύγχρονη τάση, που εκδηλώνεται και στη χώρα μας, ο νομοθέτης να διευρύνει τον κύκλο επαγγελμάτων, ιδιαίτερα εκείνων με επιστημονική ή τεχνική κατάρτιση, των οποίων την οργάνωση και λειτουργία αναλαμβάνει να ρυθμίσει. Γενικά οι ρυθμίσεις αφορούν τη σύσταση Συμβουλίου, απαρτιζόμενου βασικά από ομότεχνους, των συγκεκριμένων επαγγελματιών, ψηλού επιπέδου, το οποίο έχει την εποπτεία και εφαρμογή του νόμου. Είναι σημαντικό ότι το Συμβούλιο ασκεί και την πειθαρχική εξουσία στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Ο νόμος περιέχει επίσης πρόβλεψη για ελάχιστα προσόντα και για την εγγραφή, στην περίπτωση που ο αιτητής τα κατέχει, σε Μητρώο, που αποτελεί προϋπόθεση για την αδειοδότηση του. Ιδιαίτερη πρόνοια γίνεται για την εισδοχή όσων κατά και/ή προ της ψήφισης του νόμου ασκούσαν για ορισμένο χρονικό διάστημα παραδοσιακά το επάγγελμα τους. Παράλληλα με την κατοχύρωση ενός επαγγέλματος και την παρεμπόδιση αθέμιτου συναγωνισμού, μεταξύ των μελών του, προστατεύεται το ευρύ κοινό ποικιλοτρόπως από την εκμετάλλευση.Το 1996 ο νομοθέτης, ακολουθώντας την κοινωνικά χρήσιμη αυτή ροπή, ψήφισε τον περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμο αρ. 31(1)/96, που αποτελεί το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητήθηκαν οι δύο χωριστές, με αρ. 952/97 και 953/97, αλλά συνεκδικασθείσες, προσφυγές των εφεσειόντων, που φυσιολογικά διέπει και την έφεση. Μία σύντομη διευκρίνιση του, θα είναι χρήσιμη. Το άρθρ. 2 περιέχει ερμηνευτικές διατάξεις. Διακρίνει μεταξύ «διαιτολόγου» και «διαιτολόγου εξ επαγγέλματος».
Η τελευταία αυτή φράση σημαίνει «πρόσωπο που εγγράφεται στον ειδικό κατάλογο» σύμφωνα με το άρθρ. 13. Το άρθρ. 13 εξουσιοδοτεί την τήρηση τέτοιου καταλόγου για την εγγραφή, μεταξύ άλλων, «διαιτολόγου εξ επαγγέλματος». Είναι μια πρόνοια που παρέχει δικαίωμα εγγραφής στην κατηγορία αυτή διαιτολόγων υπό τον όρο ότι κατέχουν τα προσόντα τα οποία ορίζει το άρθρ. 15.
Οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου είναι το κλειδί της υπόθεσης. Παραθέτουμε το μέρος που ενδιαφέρει άμεσα:
«Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13 και 14, κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στον Ειδικό Κατάλογο, αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο ότι -
(α)............................... ..................................................
(β) έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της Επιστήμης Τροφίμων ή της Διαιτολογίας, ανάλογα με την περίπτωση, και αν το Συμβούλιο ικανοποιηθεί γι' αυτό κατά τη μελέτη της αίτησης και/ή συνάντησης με τον ενδιαφερόμενο:
Νοείται ότι εξαιρούνται περιπτώσεις αιτητών που κατέχουν δίπλωμα ή πτυχίο μη πανεπιστημιακού επιπέδου, τουλάχιστο διετούς φοίτησης, στη Διαιτολογία ή στην Επιστήμη Τροφίμων ή στην Τεχνολογία Τροφίμων
(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκούσε με καλή πίστη και για ίδιον αυτού λογαριασμό ως αυτοεργοδοτούμενος το επάγγελμα του επιστήμονα τροφίμων ή του διαιτολόγου, ανάλογα με την περίπτωση.
(δ) ασκούσε αυτό το ειδικό επάγγελμα για δύο συνεχή τουλάχιστο χρόνια αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.»
Σημασία έχει και το άρθρ. 14 με το οποίο κλείνουμε το νομικό πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης. Αντικείμενο του είναι η αίτηση για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, που υποβάλλεται μέσα σε τέσσερεις μήνες από τη θέση σε ισχύ του νόμου που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η 29/3/96, ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα. Ορίζει ότι:
«14. Κάθε πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να εγγραφεί δυνάμει του παρόντος Νόμου στον Ειδικό Κατάλογο μπορεί, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από το καθορισμένο τέλος και όλες τις αποδείξεις και στοιχεία που υποστηρίζουν την αίτηση του.»
Ας σημειωθεί ότι το άρθρ. 26 του Νόμου εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονιστικές διατάξεις, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό: (α) τελών εγγραφής, και (β) της διαδικασίας για την υποβολή αίτησης στο Μητρώο, που τηρείται σύμφωνα με το άρθρ. 5(1), ή στον Κατάλογο.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν χωριστές αιτήσεις σε έντυπο που, προφανώς, προμηθεύθηκαν από το Συμβούλιο, για εγγραφή τους στον Ειδικό Κατάλογο Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος, στις 14/2/97. Οι αιτήσεις συνοδεύθηκαν από κάποια στοιχεία. Το Συμβούλιο τις απέρριψε για ταυτόσημους λόγους, οι οποίοι σημειώθηκαν στα πρακτικά της συνεδρίασης ημερ. 27/5/97 (παράρτημα Γ). Σε κάθε φάκελο υπάρχει επιστολή προσωπικής κοινοποίησης στον κάθε εφεσείοντα, ημερ. 30.7.97, που αντανακλά πιστά τους λόγους της απόφασης.
Χρειάζεται να παραθέσουμε τους λόγους αυτούς. Χρησιμοποιούμε αυτούσια τη διατύπωση του Συμβουλίου:
«(1) Δεν ικανοποιούνται στην περίπτωση σας οι προϋποθέσεις που τίθενται στο Νόμο για Εγγραφή σας στον Ειδικό Κατάλογο.
Γενική-Αισθητική Διαιτολογία, μ΄ένα μόνο μάθημα στη διαιτολογία δεν μπορεί να ικανοποιεί την πιο πάνω νομοθετική προϋπόθεση.
Θα προσθέταμε ότι στο δικόγραφο των ενστάσεων αναφέρεται πως η παραπάνω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των εφεσειόντων με επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 8/9/97, στην οποία επισυνάπτεται η παραπάνω επιστολή της 30/7/97. Παρενθετικά, ας ειπωθεί ότι παρέμεινε σκοτεινό το ζήτημα της έγκαιρης αποστολής της επιστολής αυτής. Ούτε συζητήθηκε πρωτοδίκως. Έτσι, λόγω των αμφιβολιών που δημιουργεί η έλλειψη πληροφόρησης ή/και οποιασδήποτε μαρτυρίας,
το παίρνουμε σαν δεδομένο πως η απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 8/9/97, χωρίς να εξετάζουμε αν η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε στις 29/9/97 αναθεώρηση της απόφασης. Δεν έστειλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο. Είχε λεχθεί μόνο ότι, αν το Συμβούλιο θα επέμενε στην απόφαση που πήρε, θα στερούσε την οικογένεια των εφεσειόντων από τα εισοδήματα της, αφού δεν είχε άλλο μέσο βιοπορισμού. Αυτός φυσικά είναι παράγων άσχετος με τα νομικά δεδομένα εγγραφής. Όντως το Συμβούλιο ενέμεινε στην απόφαση του, όπως σαφώς προκύπτει από την απάντηση του ημερ. 17/11/97, χωρίς να προβεί σε νέα έρευνα, αφού δεν είχε τίποτε νέο ή πρόσθετο να εξετάσει.
Ο κάθε αιτητής-εφεσείων πρόσβαλε με την προσφυγή του την απόφαση που, όπως το Συμβούλιο φαίνεται να δέχθηκε, κοινοποιήθηκε στις 8/9/97 και με το ίδιο δικόγραφο πρόσβαλε το περιεχόμενο της επιστολής του Συμβουλίου ημερ. 17/11/97. Ο χειρισμός αυτός έδωσε λαβή για την πρώτη προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου ότι επί προσβολής με το ίδιο δικόγραφο των επίδικων πράξεων, εξετάζεται μόνο η προσφυγή ως προς την προτασσόμενη και απορρίπτεται ως προς το δεύτερο αίτημα θεραπείας, που αφορά, εν πάση περιπτώσει, πράξη επιβεβαιωτική.
Όμως ο πρωτόδικος δικαστής δεν εξέτασε το ζήτημα. Απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενος την άλλη προδικαστική ένσταση ότι οι εφεσείοντες δεν ενομιμοποιούντο να προσβάλουν με προσφυγή την απόφαση. Βασιζόμενος στην Α.Ε. 2301 Μουζουρίδης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου ημερ. 31/3/99, ανέφερε:
«Στην παρούσα περίπτωση είναι φανερό από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν ότι οι αιτητές δεν ικανοποιούσαν τις δύο βασικές προϋποθέσεις των άρθρων 15(γ) και 15(δ) του Νόμου 31(1)/96, ότι δηλαδή ασκούσαν για δικό τους λογαριασμό ή ως αυτοεργοδοτούμενοι το επάγγελμα του Διαιτολόγου και ότι ασκούσαν αυτό
Η πιο πάνω μη ικανοποίηση των νομοθετικών προϋποθέσεων αναφορικά με τα προσόντα που έπρεπε να κατέχουν οι αιτητές δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα παρά την απόρριψη της αίτησης. Η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων ήταν δεσμευμένη. Η μη ικανοποίηση των νομοθετικών προνοιών από τους αιτητές δεν παρείχε στο Συμβούλιο οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια από τα νομοθετηθέντα. Έπεται ότι η απόρριψη των αιτημάτων ήταν υποχρεωτική.»
Διατυπώθηκε παράπονο (1ος λόγος έφεσης) ότι ο πρωτόδικος δικαστής αγνόησε όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων αναφορικά με την προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, που τελικά δέχθηκε, πράγμα που ισοδυναμεί με άρνηση δικαιοσύνης (βλ. εφετήριο). Είναι καλό τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όταν μάλιστα στο τέλος κρίνονται ανυπόστατοι, να αποφεύγονται.
Το επόμενο παράπονο, που συνδέεται με το προηγούμενο, είναι ότι λανθασμένα έγινε δεκτή τέτοια ένσταση. Οι λέξεις «ως εργοδοτούμενος» έπρεπε να ερμηνευθεί με τρόπο που να περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες (δεν μας τις προσδιόρισαν οι συνήγοροι) των εξ επαγγέλματος διαιτολόγων και όχι μόνο των αυτοεργοδοτουμένων. Τέτοια ερμηνεία προσκρούει στις διατάξεις του άρθρ. 28 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας. Γιαυτό και η πρόνοια εκείνη του νόμου, όπως καταλήγει το επιχείρημα, έπρεπε να αγνοηθεί.
Το τρίτο στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου δικαστή ότι οι εφεσείοντες δεν ικανοποίησαν τις δύο βασικές προϋποθέσεις του άρθρ. 15(γ) και (δ) του νόμου. Το τέταρτο αφορά την καταδίκη τους στα έξοδα της προσφυγής, τα οποία διατάχθηκαν να πληρώσουν «αναρμόδια και έξω από το άρθρ. 146 (4) του Συντάγματος και τις εξ αυτού εξουσίες». Παρατηρούμε ότι ούτε στο περίγραμμα, που κατέθεσε ο προηγούμενος συνήγορος των εφεσειόντων, αλλ' ούτε και κατά τη σύντομη συζήτηση στο Εφετείο έγινε οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα των εξόδων. Γιαυτό και θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός εγκαταλείφθηκε, ενόψει της πλούσιας και σταθερής νομολογίας μας στο θέμα, ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, κατά την κρίση του δικαστηρίου που, επιτέλους, κατανοήθηκε για να μην εγείρεται κάθε φορά ή τόσο συχνά.
Αναφέρουμε στη συνέχεια συνοπτικά τα βασικά επιχειρήματα από το περίγραμμα των εφεσειόντων και όσα προφορικά έθεσε ο δικηγόρος τους. Επιμένουν πως είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Και ψέγουν το Συμβούλιο για παράλειψη να διενεργήσει έρευνα ή να διευθετήσει συνάντηση με τους εφεσείοντες, όπως επιβάλλει το 15(β), για
να διερευνηθεί και το θέμα επάρκειας των γνώσεων τους. Επίσης δεν ερευνήθηκε η συμμετοχή των αιτητών σε εταιρεία «στην οποία (οι εφεσείοντες) ήταν οι μόνοι μέτοχοι», που δε σημαίνει «υπαλληλική σχέση εταίρων και εταιρείας». Έτσι η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν πλάνης οφειλόμενης σε έλλειψη έρευνας. Επρεπε να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες έρευνας, αφού επρόκειτο για επιβίωση μιας οικογένειας.Περαιτέρω, είναι η υπόθεση των εφεσειόντων ότι οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν κατά παράβαση του νόμου και χωρίς να έχουν εκδοθεί οι κανονισμοί που ρυθμίζουν τα θέματα του άρθρ. 26 (β), (στ) και (ζ). Οι υποπαράγραφοι αφορούν αντίστοιχα το καθορισμό της διαδικασίας, για την υποβολή αίτησης εγγραφής στο Μητρώο ή στον Κατάλογο οποιουδήποτε ζητήματος το οποίο χρήζει ή είναι
δεκτικό καθορισμού (στ) και για την καλύτερη εφαρμογή του νόμου (ζ). Ο κ. Δράκος, σε σχέση με το θέμα της έρευνας, παρέπεμψε στην απόφαση του Κρονίδη Δ., στην προσφυγή με αρ. 743/96 Στέλιος Μπεκρής ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου ημερ. 7/11/97, η οποία αφορούσε εγγραφή χρηματιστή σύμφωνα με το νόμο. Και την προσφ. αρ. 401/92 Δαυίδ Γεωργίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. ημερ. 24/5/94.Ας διευκρινιστεί πρώτα πως η βαθύτερη ουσία της απόφασης Γεωργίου, ανωτέρω, είναι ότι μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση των απαιτούμενων προσόντων με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα. Δεν αρκεί η αμφισβήτηση από μόνη της. Εν πάση περιπτώσει, η κατάληξη σ' αυτή την περίπτωση ήταν αποτέλεσμα εξέτασης όλων των εγειρομένων θεμάτων από το δικαστήριο. Και ένα σύντομο σχόλιο για την υπόθεση Μπεκρή, ανωτέρω. Τα γεγονότα της ήταν διαφορετικά. Δε διερευνήθηκε από το αρμόδιο όργανο προτού απορρίψει αίτημα εγγραφής στοιχείο που έδωσε ο εφεσείων, που έπρεπε να τύχει περαιτέρω εξέτασης και διαλεύκανσης. Στην Α.Ε. 1808 Γεώργιος Καραολή ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών ημερ. 14/9/98, στην οποία επίσης παρέπεμψε ο συνήγορος, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι τα νέα στοιχεία που έστειλε ο εφεσείων, σχετικά με τη 10ετή πείρα του, ενώ έπρεπε, δε διερευνήθηκαν.
Οι εφεσείοντες στις αντίστοιχες αιτήσεις τους ανέφεραν τα στοιχεία τους. Μεταξύ άλλων, ότι εργοδοτήθηκαν από δύο εταιρείες (η μία από αυτές είναι την Ελλάδα στην οποία εργάστηκαν και οι δύο, η εφεσείουσα απασχολούμενη μόνο τις απογευματινές ώρες). Επίσης επισύναψαν πτυχίο μονοετούς φοίτησης της Σχολής Ariette «Εργαστήρια Ελεύθερων Σπουδών Αισθητικής». Διαπιστώνεται από μια ματιά σ' αυτό ότι η Διαιτολογία είναι ένα από 10 άλλα και διαφορετικά μαθήματα. Η αξιολόγηση του Συμβουλίου, όπως κατοπτρίζεται στην επίδικη απόφαση τουλάχιστο ήταν λογικά εφικτή. Θα λέγαμε, ορθότερα, ότι φαίνεται να ήταν η μόνη δυνατή με βάση την πληροφόρηση που οι ίδιοι οι εφεσείοντες περιέλαβαν στις αιτήσεις τους. Οι ισχυρισμοί για κατοχή των απαιτούμενων προσόντων έμειναν ατεκμηρίωτοι. Δεν έμεινε οτιδήποτε που έπρεπε να διερευνηθεί. Η συνάντηση δεν είναι από το νόμο επιβεβλημένη. Και εδώ δεν υπήρχε λόγος για το αχρείαστο αυτό διάβημα του Συμβουλίου. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Αναφορικά με την ανάμειξη του άρθρ. 28, πρέπει να λεχθεί ότι τέτοιο θέμα δεν τέθηκε ούτε συζητήθηκε κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Παρεμπίπτουσα αναφορά έγινε μόνο στο δικαίωμα εργασίας χωρίς και στην περίπτωση εκείνη να προβληθεί αντισυνταγματικότητα. Παρόλο που μπορεί να είναι εξόφθαλμο το θεμιτό της διάκρισης για αυτοεργοδοτούμενους που πρέπει να έχουν την ευθύνη της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, εντούτοις το θέμα δεν είναι, με βάση τη νομολογία μας, συζητήσιμο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την ανακίνηση θέματος αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης πράξης. Παρόλο που δεν αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να πούμε ότι πρόκειται για ένα συμπαγές κείμενο, που ανταποκρίνεται πλήρως στην υποχρέωση αιτιολόγησης.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία (βλ. λ.χ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Της Εταιρείας Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ. (1994) 3 Α.Α.Δ. 553) η άσκηση της εξουσίας για θέσπιση κανονισμών, που παρέχει το άρθρ. 26 του νόμου, στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν είναι υποχρεωτική. Όμως το άρθρ. 14 του νόμου προβλέπει ρητά για τη διαδικασία αίτησης. Οι εφεσείοντες δεν συνάντησαν οποιαδήποτε δυσκολία να αποταθούν ούτε υπέδειξαν με ποιό τρόπο επηρεάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος από την έλλειψη κανονιστικής ρύθμισης. Την ίδια θέση υιοθέτησε ο Καλλής Δ., στην υπόθεση αρ. 334/02 The Cypriom Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 7/1/03. Ούτε το επιχείρημα αυτό πείθει.
Η έφεση, για τους παραπάνω λόγους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς