ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 3 ΑΑΔ 747

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3045

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

 

ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. ΛΙΜΙΤΕΔ

Εφεσείοντες

- και -

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου

Εφεσίβλητοι

_______

20 Νοεμβρίου, 2002

Για τους εφεσείοντες : κ. Χρ. Χριστοφίδης.

Για τον εφεσίβλητο : κ. Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της

Δημοκρατίας.

_______

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες από τον Ιούνιο του 1993 λειτουργούν τηλεοπτικό σταθμό, με άδεια προσωρινής ισχύος που εκδόθηκε, προφανώς, βάσει του άρθρου 24(1) του περί Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1992, Ν.29(Ι)/1992. Με την έγκριση των εφεσίβλητων εγκατέστησαν στην οροφή κτιρίου πύργο ύψους 15 μέτρων επί του οποίου τοποθέτησαν τις κεραίες του σταθμού τους. Η τοποθέτηση έγινε ύστερα από υποβολή των σχετικών προδιαγραφών.

Τρία χρόνια μετά τη λειτουργία του σταθμού διατάκτηκε από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων έρευνα για την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που οι κεραίες τηλεοπτικών σταθμών έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό.

Υποβλήθηκαν διάφορες εκθέσεις. Η έκθεση ημερ. 4.6.1996 διαπιστώνει τη συνεχιζόμενη έλλειψη επαρκών στοιχείων για τις επιπτώσεις που έχει η συγκεκριμένη ακτινοβολία πάνω στον άνθρωπο. Καταλήγει ότι επιβάλλεται να καθορίζονται αυστηρότερα όρια επιτρεπτής ακτινοβολίας.

Το μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό απορρόφησης ακτινοβολίας για τον πολίτη έχει καθοριστεί από την ICRP (International Commission of Radiological Protection), την INIRPA (International Non-Ionizing Radio Protection Association), το ANSI (American National Standards Institute) των Ηνωμένων Πολιτειών και το NRPB (National Radio Protection Board του Ηνωμένου Βασιλείου) στο 0,08 W/kg, με ταυτόχρονη εφαρμογή της αρχής ALARA (As Low As Reasonably Achievable).

Στην έκθεση σημειώνεται ακόμα ότι «παρόλο που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά ο άμεσος συσχετισμός της ακτινοβολίας που υπάρχει στο περιβάλλον και της υγείας του κοινού, εν τούτοις, υπάρχουν βάσιμες και αποδεκτές ενδείξεις (οι οποίες δεν επισημαίνονται στην έκθεση) για μεγάλη πιθανότητα δυσμενούς επηρεασμού της υγείας του».

Από τα αποτελέσματα των διάφορων μελετών που οι συντάκτες της έκθεσης είχαν υπ΄ όψιν τους, πιθανόν να μην επιβάλλεται, όπως παραδέχονται, σήμερα η άμεση λήψη μέτρων, όμως θεωρούν ότι μακροπρόθεσμα και με δεδομένη την ανάγκη συνεχούς αύξησης προστασίας του κοινού από την ακτινοβολία, η εγκατάσταση των σταθμών εκτός κατοικημένων περιοχών, το συντομότερο δυνατό, είναι εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη.

Κανένας από τους λόγους που παρατίθενται στη συνέχεια δεν έχει σχέση με τη δημόσια υγεία. Γίνεται αόριστα επίκληση τεχνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και άλλων λόγων που επιβάλλουν την εγκατάσταση των συστημάτων εκπομπής εκτός κατοικημένων περιοχών, ενώ στη συνέχεια αναφέρονται η παρεμπόδιση της ομοιόμορφης λήψης υψηλής ποιότητας σήματος, ο οικονομικότερος συντονισμός των κεραίων του κοινού με τις κεραίες των αδειούχων σταθμών και η οπτική οχληρία που δημιουργεί το δάσος των κεραίων που χρησιμοποιούνται.

Η έκθεση προβαίνει σε ορισμένες εισηγήσεις, όπως υιοθέτηση της αρχής ALARA και καθιέρωση και εφαρμογή κυπριακών προτύπων για ασφάλεια των εργαζομένων και του κοινού από τη διαχεόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία στον πέριξ του σταθμού χώρο. Ως βάση για τον καθορισμό των κυπριακών προτύπων προτείνονται διάφορα τρέχοντα διεθνή πρότυπα όπως του NRPB Αγγλίας, ΑΝSI/ΕΕΕ Ηνωμένων Πολιτειών, DIN Γερμανίας, USSR πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης, καθώς και οι πρόνοιες του INIRPA.

Γίνεται ακόμα εισήγηση για ψήφιση κατάλληλης νομοθεσίας που να προνοεί τον τρόπο λειτουργίας των διάφορων συστημάτων ραδιοεκπομπών και τη μετακίνηση σε κοινά, κατάλληλα περιφραγμένα πάρκα, των τηλεοπτικών σταθμών που λειτουργούν εντός της πόλης και τα προάστια της Λευκωσίας.

Στις εκθέσεις ημερ. 10.2.1996 και 27.2.1996 διαπιστώνεται ότι κατά τη διάρκεια των μετρήσεων της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και τη σύγκρισή τους με τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα στην ταράτσα του κτιρίου όπου είναι εγκατεστημένος ο πύργος με την κεραία των εφεσειόντων, καταγράφτηκε ακτινοβολία έξι σχεδόν φορές χαμηλότερη από τα πλέον αυστηρά μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα. ΄Ομως, παρ΄ όλα αυτά, γίνεται εισήγηση όπως ο πύργος ψηλώσει κατά 20 μέτρα ή η ισχύς του πομπού ελαττωθεί κατά τέσσερις φορές ή μετακινηθεί το σύστημα εκπομπής σε κατάλληλα περιφραγμένο χώρο.

Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα το Υπουργικό Συμβούλιο στις 21.5.1997 αποφάσισε όπως εγκρίνει την εντός 12 μηνών μετακίνηση των κεραίων των τηλεοπτικών σταθμών σε προκαθορισμένα κοινά σημεία εκπομπής εκτός κατοικημένων περιοχών. Ενέκρινε ακόμα την αύξηση του ύψους του πύργου των εφεσειόντων στα 40 μέτρα, μέχρι τη μετακίνηση στα προκαθορισμένα κοινά σημεία εκπομπής εκτός κατοικημένων περιοχών, καθώς και τη μείωση της ισχύος του πομπού κατά 25%.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση, αλλά η προσφυγή τους απορρίφθηκε πρωτόδικα. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά ανεπίτρεπτη ανάκληση προηγούμενης διοικητικής πράξης. Προβάλλουν ακόμα έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα κατά τη λήψη της απόφασης, η οποία ως εκ τούτου κατέστη αναιτιολόγητη.

Οι καθ΄ ων η αίτηση αντέτειναν ότι δεν τίθεται θέμα ανάκλησης προηγούμενης διοικητικής πράξης, αλλά επανακαθορισμού των όρων λειτουργίας του σταθμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 24(3) του Νόμου 29(Ι)/92, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Τηλεοπτικών Σταθμών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, Ν.94(Ι)/96, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει στους κατόχους αδειών όρους κατά την κρίση της και μέσα στο πνεύμα του Νόμου. Η χρησιμοποίηση από το νομοθέτη του ρήματος «επιβάλει» αντί του «επιβάλλει» είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδεικτική του εύρους του δικαιώματος επιβολής όρων.

Επισημαίνεται ακόμα ότι στο άρθρο 24(3) του Ν.29(Ι)/92, πριν τροποποιηθεί, βάσει του οποίου οι αιτητές εξασφάλισαν την άδειά τους, προβλέπεται ότι οι αδειούχοι δεσμεύονται από σειρά συγκεκριμένων άρθρων που αναφέρονται. Στα άρθρα όμως αυτά δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 14, σύμφωνα με το οποίο η αρμόδια αρχή μπορεί με εμπεριστατωμένη και πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, αφού προηγουμένως ακούσει τον ενδιαφερόμενο και εξασφαλίσει τη γνώμη της Επιτροπής, να ανακαλέσει υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οποιαδήποτε άδεια τηλεοπτικού σταθμού. Εν πάση περιπτώσει, καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Ο επανακαθορισμός των όρων λειτουργίας, όπως χαρακτηρίστηκε η προσβαλλόμενη πράξη από τους εφεσίβλητους, δεν παύει να συνιστά, στην ουσία, ανάκληση της προηγούμενης διοικητικής πράξης με την οποία είχαν οριστεί τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια εκπομπής ακτινοβολίας.

Ανάκληση χωρεί εφ΄ όσον επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ανεξαρτήτως χρόνου έκδοσης και κύρους και ανεξαρτήτως τυχόν κτηθέντων από αυτήν δικαιωμάτων, είτε από το πρόσωπο στο οποίο αφορά, είτε από τρίτους (Ιωακείμ κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υποθ. Αρ. 97/95, ημερ. 27.9.1996). Βέβαια το σύμφυτο δικαίωμα της διοίκησης για ανάκληση διοικητικών πράξεων προσλαμβάνει τη μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης, εφ΄ όσον προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης.

Η ανάκληση νόμιμης πράξης ευμενούς προς το διοικούμενο δεν επιτρέπεται, αν η ανάκληση στηρίζεται σε μεταγενέστερη διαφορετική εκτίμηση των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της και επί των οποίων η πράξη στηρίζεται (Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2111, ημερ. 18.6.1998). Αντίθετα επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Η αντίθεση προς το δημόσιο συμφέρον μπορεί να στηρίζεται σε στοιχεία μεταγενέστερα εκείνων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης, αλλά και στην ουσιαστική επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και συνθηκών που υπήρχαν ή συνέτρεχαν κατά την έκδοση της πράξης (Σ.Ε. 441/1984, 3818/1987, 4084/1988. Βλέπε επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, 1993, σελ. 178).

Η ανακλητική απόφαση θα πρέπει να εξειδικεύει επαρκώς τη σύγκρουση της ανακαλούμενης πράξης με το δημόσιο συμφέρον (Στεφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).

Απλή επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ως προϋπόθεση της ανάκλησης νόμιμης πράξης δεν αρκεί. Το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά έτσι που να αποκαλύπτεται ο συλλογισμός και να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος (Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221). Θα πρέπει μάλιστα να δίδεται και ειδική αιτιολογία (G.D.L. Construction Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 116/89, ημερ. 25.4.1990).

Αιτιολόγηση σημαίνει ότι η ανάκληση θα πρέπει να περιέχει συγκεκριμένα και λεπτομερώς τα περιστατικά που συγκροτούν την κατά νόμο έννοια του επικαλούμενου δημόσιου συμφέροντος που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της ανάκλησης (ΣτΕ 2413/71, 3065/77, Ζίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2616 κ.α., ημερ. 14.4.2000).

Το Δικαστήριο ελέγχοντας τους λόγους δημοσίου συμφέροντος ελέγχει αν τα περιστατικά που επικαλείται η διοίκηση συγκροτούν την έννοια του εκάστοτε κατά νόμο σκοπούμενου συμφέροντος. Ελέγχει περαιτέρω αν η κρίση της διοίκησης περί της συνδρομής των περιστατικών των οποίων γίνεται επίκληση, βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Τέλος ελέγχεται κατά πόσον οι επικαλούμενοι λόγοι δημόσιου συμφέροντος προτείνονται για πρώτη φορά κατά την ανάκληση ή είχαν ήδη εκτιμηθεί και ληφθεί υπ΄ όψιν κατά την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης (Ζίττης κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Βλέπε ακόμη Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, «Το δημόσιον συμφέρον και η ανάκλησις των διοικητικών πράξεων», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1979, ΙΙ, σελ. 355 και επ.).

΄Οπως έχει λεχθεί στην Τουμαζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ., 408, 415, 416:

«Είναι καθιερωμένη αρχή ότι, απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί αιτιολογία. Αν πρόκειται η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος να προσφέρει στήριξη σε μια διοικητική ενέργεια, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται από της πλευράς της προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου. Βλ. Στεφανίδης και ΄Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367.

Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να οριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο απαλλαγμένο από αοριστολογίες, σφάλματα και μονομέρειες. Το δημόσιο συμφέρον είναι μια εικόνα που αποκτά πρακτική χειροπιαστή σημασία με τη συγκεκριμενοποίησή της. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί κατηγορία ευρισκόμενη εκτός και πέρα της περιοχής του δικαίου και της αρχής της νομιμότητας αλλά εντάσσεται σ΄ αυτήν. Η αρχή της νομιμότητας, στην οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου, περιορίζει την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται στα κρατικά όργανα, στους λόγους και μόνο για τους οποίους μπορεί σύννομα να ασκηθεί. Βλ. υπόθ. αρ.947/96 κ.ά., Παναγιώτης Αντωνιάδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 16.7.1997

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το τι συνιστά έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας είναι θέμα βαθμού που εξαρτάται από τη φύση της κάθε υπόθεσης. Αιτιολογία που στηρίζεται σε πεπλανημένη εκτίμηση των γεγονότων οδηγεί στην ακύρωση της πράξης που στηρίζεται σ΄ αυτά (Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1995) 3 Α.Α.Δ. 384).

Οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλούνται την προστασία της δημόσιας υγείας και εν ονόματι αυτής επιβάλλουν στους εφεσείοντες, όπως και σε άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς, σειρά μέτρων. Η έρευνα που διενεργήθηκε εξαντλήθηκε ουσιαστικά σε μετρήσεις της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από τις κεραίες των τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίες ουσιαστικά επιβεβαίωσαν τη συμμόρφωση των σταθμών με τα τεθέντα από την άδεια λειτουργίας τους όρια μέγιστης ακτινοβολίας. Μάλιστα, η ακτινοβολία που εκπέμπεται βρέθηκε ότι ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις αμελητέας έντασης, σε άλλη 300 φορές μικρότερη της επιτρεπομένης και στην περίπτωση των αιτητών, έξι φορές κατώτερη των τεθέντων ανώτατων ορίων.

Πρόκειται ουσιαστικά περί ανάκλησης της πράξης με την οποία παραχωρήθηκε στους εφεσείοντες η άδεια λειτουργίας, που στηρίζεται σε μεταγενέστερη διαφορετική εκτίμηση των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της και επί των οποίων στηρίκτηκε η πράξη. Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά και χωρίς αιτιολόγηση του κατά πόσο και γιατί τα ποσοστά αυτά ακτινοβολίας θεωρούνται τώρα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία, η απόφαση για υπερύψωση της κεραίας ως προσωρινό μάλιστα μέτρο, είναι και εντελώς αναιτιολόγητη.

Στα συμπεράσματα της έρευνας γίνεται παραδεκτή η ανυπαρξία επαρκών στοιχείων για τις επιπτώσεις της ακτινοβολίας και η ανάγκη για περισσότερη έρευνα στον τομέα αυτό. Εντελώς αόριστα αναφέρεται ότι «στους επιστημονικούς κύκλους υπάρχει σύγκλιση απόψεων στην αντιμετώπιση της έλλειψης γνώσεων επί του θέματος με την εφαρμογή της αρχής ότι επιβάλλεται να καθορίζονται αυστηρότερα όρια επιτρεπτής ακτινοβολίας». Στη συνέχεια αναφέρεται ότι τέσσερα ιδρύματα διεθνούς κύρους, δύο διεθνή, το ICRP και το ΙΝΙRPA αλλά και το ANSI των Ηνωμένων Πολιτειών και το NRPB του Ηνωμένου Βασιλείου, καθορίζουν ως μέγιστο επιτρεπτό ποσοστό απορρόφησης ακτινοβολίας τα 0,08 W/kg που είναι έξι φορές υψηλότερο από την εκπεμπομένη από την κεραία των εφεσειόντων.

Η έλλειψη γνώσεων επί του θέματος επαναλαμβάνεται και στη συνέχεια γίνεται παραδεκτό ότι δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά ο άμεσος συσχετισμός της ακτινοβολίας που υπάρχει στο περιβάλλον και της υγείας του κοινού. Ακόμα αναφέρεται ότι και από τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των διάφορων μελετών που η επιτροπή η οποία έκαμε την έρευνα είχε υπ΄ όψιν της, πιθανόν να μην επιβάλλεται σήμερα η άμεση λήψη μέτρων.

Σημειώνεται ακόμα ότι η απόφαση προνοεί την ανάγκη καθιέρωσης κυπριακών προτύπων για προστασία του κοινού για τη διαχεόμενη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, σαν βάση δε για τον καθορισμό αυτών προτείνεται η υιοθέτηση των διάφορων τρεχόντων διεθνών προτύπων των προαναφερθέντων διεθνών οργανισμών και των εθνικών ιδρυμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, που όπως είδαμε θεωρούν ως ασφαλή ακτινοβολία και έξι φορές μεγαλύτερη από αυτήν που εκπέμπουν οι κεραίες των εφεσειόντων.

Πλην των μετρήσεων, η Επιτροπή που συνέταξε την έκθεση δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη εξέταση για τις τυχόν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Δεν εξηγείται γιατί επιβάλλεται να ληφθούν τα μέτρα για τα οποία γίνεται εισήγηση, ενώ η θέση ότι η έλλειψη γνώσεων θα πρέπει να μας καθιστά περισσότερο αυστηρούς, εν όψει των υφιστάμενων προτύπων διεθνών οργανισμών εγνωσμένου κύρους που δεν αμφισβητήθηκαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, καθιστά την αιτιολόγηση θεωρητική.

Απλή επίκληση της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας δεν είναι αρκετή. ΄Ενας τέτοιος ισχυρισμός θα πρέπει να αιτιολογείται και στη συγκεκριμένη περίπτωση καμιά απολύτως εξήγηση δεν έχει δοθεί. Δεν δόθηκε τουλάχιστον εξήγηση που να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Αντίθετα, γίνεται επανειλημμένα παραδοχή της έλλειψης γνώσεων για τις οποιεσδήποτε επιπτώσεις που τυχόν η ακτινοβολία αυτή έχει στην υγεία του κοινού ή στο περιβάλλον.

Για τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση, όπως η ανάγκη για ομοιόμορφη λήψη σήματος, ο οικονομικότερος συντονισμός και η άρση της οπτικής οχληρίας που δημιουργεί ο διαφορετικός τύπος κεραίων που χρησιμοποιούνται, θα ήμουν διατεθημένος να θεωρήσω το σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στην ανάγκη μετακίνησης των κεραίων όλων των σταθμών εκτός κατοικημένης περιοχής ως αιτιολογημένο.

Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, τουλάχιστον ως προς το ένα της σκέλος και γι΄ αυτό θα έκανα αποδεκτή την έφεση με έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο