ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 1005
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2815
(Συνεκδ. Υπ. Αρ. 467/94 και 551/94)
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
1. Κλεοπάτρα Κλεάνθους (αιτήτρια 467/94)
2. Νίκος Δημητριάδης (αιτητής 551/94)
Εφεσείοντε ς-Αιτητές,
και
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,
Εφεσίβλητη -Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 15.11.01
Για τους εφεσείοντες: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για την εφεσίβλητη: κ. Κ. Χ" Ιωάννου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Πικής, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Αρτέμης, Δ.
- - - -
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Αρχικά ήταν τρεις οι προσφυγές που συνεκδικάστηκαν, δηλαδή η 467/94, η 551/94 και 557/94. Μετά την απόρριψη τους ασκήθηκε έφεση μόνο από τους αιτητές στις 467/94 και 551/94. Με τις προσφυγές προσβλήθηκε η ίδια διοικητική πράξη, δηλαδή η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Φιλώτα στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας "Β", Προσωπικού Εκμεταλλεύσεως/Χειριστικού Προσωπικού, αναδρομικά από την 1.6.87. Η προσφυγή αυτή ήταν η τέταρτη που καταχωρήθηκε εναντίον της προαγωγής του πιό πάνω ενδιαφερομένου μέρους. Η πρώτη απόφαση για πλήρωση της επίδικης θέσης ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 30.7.88 στις Προσφυγές 491/87, 612/87 και 629/87 (Demetriades & Others v. CYTA) γιατί οι Κανονισμοί 10(5)(β), 7(α) και 24(Α) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Γενικών Κανονισμών του 1982 (ΚΔΠ 220 της 26.7.82) κρίθηκαν ότι ήταν μερικώς ultra vires του Νόμου.Το θέμα επανεξετάστηκε και αποφασίστηκε η επαναπροαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους από την 1.6.87 αλλά και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε στην Κλεάνθους ν. ΑΤΗΚ, Υπ. Αρ. 280/90, ημερ. 22.5.91, γιατί θεωρήθηκε ότι η συγκρότηση της Αρχής κατά την ουσιώδη ημερομηνία ήταν παράνομη, αφού είχε γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβούλων) Νόμου του 1988 που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός.
Η τρίτη απόφαση επαναπροαγωγής του ίδιου ενδιαφερομένου μέρους λήφθηκε στις 2.7.91 και αφού εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Κανονισμού 10 των Γενικών Κανονισμών, που αφορούν τη διαδικασία προαγωγών και τα κριτήρια όπως διαμορφώθηκαν με τη ΚΔΠ 91/89 στις 21.4.89. Οι αιτητές αφού προσέβαλαν και την πιό πάνω απόφαση πέτυχαν και πάλι στις Προσφυγές 650/91 και 717/91, γιατί οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10(5) και έλαβαν υπόψη τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού κατά παράβαση της αρχής ότι κατά την επανεξέταση μιάς διοικητικής πράξης λαμβάνονται υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της αρχικής απόφασης. Η ΚΔΠ 91/89 δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αφού το νομικό καθεστώς ήταν εκείνο που ίσχυε στις 25.5.87.
Η τέταρτη και τελευταία απόφαση λήφθηκε στις 26.4.94 από το Διοικητικό Συμβούλιο με νέα σύνθεση και μετά από εξέταση όλων των στοιχείων που ήταν ενώπιον του και επαναπροήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο θεωρήθηκε ότι υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και διέθετε ανώτερες διοικητικές ικανότητες από τους υπόλοιπους υποψηφίους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αφού δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της τελευταίας απόφασης στις Προσφυγές 650/91, 717/91 και 791/91, ημερ. 13.4.94, ίσχυε δεδικασμένο και οι αιτητές κωλύονταν από του να εγείρουν ξανά τα ίδια επίδικα θέματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά απέρριψε τις προσφυγές για το λόγο αυτό και θεωρώντας ότι υπήρχε και επαρκής
αιτιολογία για την απόφαση.Με την έφεση τους οι αιτητές αμφισβητούν την ύπαρξη δεδικασμένου και προσβάλλουν την ορθότητα της χρησιμοποίησης παραπλήσιου σχεδίου υπηρεσίας άλλης θέσης, ελλείψει σχεδίου υπηρεσίας για την επίδικη θέση. Προβάλλουν επίσης ότι εσφαλμενα κρίθηκε ότι διαμορφώθηκε δεδικασμένο σχετικά με τη σύγκριση των υποψηφίων. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η αιτιολογία της επιλογής πάσχει γιατί τα δεδομένα αξιοκρατικά και αντικειμενικά κριτήρια έδειχναν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ήταν το επικρατέστερο. Επίσης υπέβαλαν ότι δεν φαινόταν από τα πρακτικά πράγματι αν δεν λήφθηκε υπόψη η εντύπωση από τις συνεντεύξεις που είχαν προηγηθεί σε προηγούμενη διαδικασία, που ακυρώθηκε εξ υπαρχής και ότι υπήρχαν γενικότητες και αοριστίες στην αιτιολογία.
Η εφαρμογή του δεδικασμένου, όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση, όπου παρατίθεται και απόσπασμα από τους
Halsbury's Laws of England 3rd Ed. Vol. 15, p. 436 προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση, ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επίδικων θεμάτων.Όπως λέχθηκε στη
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στην αρχή του δεδικασμένου και στην εφαρμογή της σε πολιτικές και διοικητικές υποθέσεις. (Δέστε και Γεωργίου ν. Δημοκρατία (1995) 3 Α.Α.Δ. 1065, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1713, ημερ. 14.9.98). Όσον αφορά την εμβέλεια της αρχής διαφωτιστικό είναι το πιό κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ., (όπως ήταν τότε) στη Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 515/93, ημερ. 19.1.98, το οποίο παρέθεσε και ο πρωτόδικος Δικαστής:"Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος........................................... .................................................. .
Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απόφασή του. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χαρακτηρίζονται ως τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings), είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα, παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα, δεν δημιουργούν δέσμευση
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του δεδικασμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Τόσο το θέμα της χρησιμοποίησης του πλησιέστερου σχεδίου υπηρεσίας, εφόσον δεν υπήρχε σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση, όσο και ο ισχυρισμός περί υπεροχής των αιτητών αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης και απόφασης στις Προσφυγές 650/91, 717/91 και 791/91 μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Το ίδιο ίσχυε και για τον ισχυρισμό προκατάληψης αναφορικά με τις βαθμολογίες του αιτητή στην Προσφυγή 551/94, ισχυρισμός που απορρίφθηκε στις πιο πάνω προσφυγές και αποτελεί ως εκ τούτου δεδικασμένο. Τέλος, και πάλι ο ισχυρισμός της αιτήτριας στην Προσφυγή 467/94 ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τα σχετικά προσόντα και ειδικότερα την εξαετή πείρα σε καθήκοντα Επιθεωρητή, δεν μπορεί να προβληθεί και πάλι αφού το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε στην απόφαση στις πιο πάνω προσφυγές ως κατέχον όλα τα σχετικά προσόντα για να προαχθεί στην επίδικη θέση
.Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι δεν φαινόταν από την απόφαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη η εντύπωση από τη συνέντευξη, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ευσταθεί αφού στο σχετικό πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση δεν υπάρχουν καταγραμμένες τέτοιες εντυπώσεις και έτσι δεν μπορεί να πιθανολογηθεί ότι μπορεί τα νέα μέλη να είχαν επηρεαστεί.
Εν κατακλείδι, επαναλαμβάνουμε ότι υιοθετούμε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης και καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.