ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 220

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1547/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ,

ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 25, 26, 28 και 158 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

Σάββα Καρατσή, από τη Λευκωσία,

φ/δι Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού-Πάφου,

Αιτητή

- και -

1. Κυπριακής Δημοκρατίας διά του Ανωτάτου

Δικαστικού Συμβουλίου,

2. Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο,

Καθ' ων η Αίτηση

------------------------

15 Μαρτίου, 2001

Για τον Αιτητή: Α. Τριανταφυλλίδης, μαζί με Αχ. Δημητριάδη.

Για τους Καθ' ων η Αίτηση: Ουδεμία εμφάνιση.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο κ. Καρατσής είναι Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του οποίου προβλέπονται από το ΄Αρθρο 111 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989, (Ν. 95/89). Η λειτουργία και οι εξουσίες του Οικογενειακού Δικαστηρίου καθορίζονται στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, (Ν. 23/90). Το Οικογενειακό Δικαστήριο είναι αρμόδιο προς επίλυση παντός θέματος, που ανάγεται στον προσωπικό θεσμό και τις οικογενειακές σχέσεις, περιβεβλημένο με δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται κάθε διαφοράς που εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του.

Με ανακοίνωσή του της 9ης Ιουνίου, 2000, το Ανώτατο Δικαστήριο επαναπροκήρυξε την πλήρωση μιας θέσης Επαρχιακού Δικαστή.

Με επιστολή του στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ημερομηνίας 25 Ιουνίου, 2000, ο κ. Καρατσής ανανέωσε το ενδιαφέρον, το οποίο επέδειξε και κατά την προηγούμενη προκήρυξη, για διορισμό στη θέση Επαρχιακού Δικαστή.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι πρωτόδικο δικαστήριο, με δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται κάθε αστικής διαφοράς, η οποία εγείρεται εντός των ορίων της επαρχίας όπου λειτουργεί - (σε ορισμένες περιπτώσεις, η δικαιοδοσία του εκτείνεται και πέραν των ορίων της τοπικής αρμοδιότητάς του) - εκτός εκείνων που, ειδικά, ανατίθενται σε άλλο πρωτόδικο δικαστήριο (Οικογενειακό Δικαστήριο, Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών). Επίσης, περιβάλλεται με ποινική δικαιοδοσία, η οποία, συναρτώμενη με τη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου, το οποίο απαρτίζεται από Μέλη του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκτείνεται σε όλο το πεδίο της ποινικής δικαιοδοσίας, εξαιρουμένων υποθέσεων οι οποίες υπάγονται στο Στρατοδικείο.

Τα πρωτόδικα δικαστήρια της χώρας διαχωρίζονται θεσμικά και λειτουργικά και έχουν αυτοτελή ιεραρχία.

Η θέση του Επαρχιακού Δικαστή αποτελεί την πρώτη βαθμίδα στην ιεραρχία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Κατά τη μορφοποιηθείσα πρακτική του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που καθιδρύθηκε βάσει του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν. 33/64), διορισμοί στη θέση του Επαρχιακού Δικαστή, γίνονται, κατ' αρχάς, επί προσωρινής βάσεως, για χρονική περίοδο ενός έτους, με την προοπτική μονιμοποίησης μετά το πέρας του προσωρινού διορισμού.

Στις 12 Ιουλίου, 2000, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επέλεξε τον κ. Καρατσή και αποφάσισε το διορισμό του ως Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή από 1η Οκτωβρίου, 2000, για περίοδο ενός έτους, υπό την προϋπόθεση ότι, πριν την ανάληψη των καθηκόντων του στη θέση Επαρχιακού Δικαστή, θα υπέβαλλε την παραίτησή του από τη θέση του Οικογενειακού Δικαστή. Η παραίτησή του, εξ αντικειμένου, αποτελούσε προϋπόθεση για την ανάληψη καθηκόντων σε άλλο δικαστήριο της Δημοκρατίας. Η ιεραρχία των δύο Δικαστηρίων είναι διάφορη, οι δικαιοδοσίες τους ξεχωριστές και η λειτουργία τους αποταυτισμένη. Ταυτοχρόνως, αποφασίστηκε ότι, σε περίπτωση αποδοχής από τον κ. Καρατσή της θέσης που επιζητούσε, με τους συν αυτή όρους, θα προκηρυσσόταν προς πλήρωση μια θέση Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, προς αναπλήρωση του κενού το οποίο θα εδημιουργείτο με την αποχώρησή του.

Στις 14 Ιουλίου, 2000, κατ' εντολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Αρχιπρωτοκολλητής επικοινώνησε με τον κ. Καρατσή και, μετά την αποδοχή των όρων του διορισμού του, περιλαμβανομένης της προηγούμενης παραίτησής του από τη θέση του Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προχώρησε στην προκήρυξη της θέσης Οικογενειακού Δικαστή. ΄Ετσι προκηρύχθηκε η θέση που θα άφηνε ο κ. Καρατσής στο Οικογενειακό Δικαστήριο, για την πλήρωση της οποίας υποβλήθηκαν πολλές αιτήσεις.

Παράλληλα, αποστάληκε στον κ. Καρατσή η προσφορά διορισμού στη θέση Επαρχιακού Δικαστή, για χρονική περίοδο ενός έτους, με κλίμακα μισθοδοσίας το εναρκτήριο σημείο της κλίμακας του Επαρχιακού Δικαστή.

Η προσφορά έγινε αποδεκτή από τον κ. Καρατσή, με επιστολή του της 19ης Ιουλίου, 2000, στην οποία, συγχρόνως, ευχαριστεί θερμά «... όλα μαζί και καθένα ξεχωριστά τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που ενστερνίσθηκαν το όραμά μου.».

Στις 26 Σεπτεμβρίου, 2000, ο Αρχιπρωτοκολλητής απέστειλε στον κ. Καρατσή την ακόλουθη επιστολή, μαζί με το έγγραφο του διορισμού στη θέση του Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή:-

«Σε συνέχεια της επιστολής προσφοράς διορισμού ημερ.. 13 Ιουλίου, 2000 και της εκ μέρους σας αποδοχής του με επιστολή σας ημερ. 19 Ιουλίου, 2000, σας στέλλω το σχετικό έγγραφο διορισμού σας στη θέση Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή.

2. Σημειώνεται ότι όπως σας έχει γνωστοποιηθεί προϋπόθεση για την υλοποίηση του διορισμού σας αποτελεί η παραίτησή σας από τη θέση Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, πριν την ανάληψη των καθηκόντων σας.

3. Εφόσον τηρηθούν τα ανωτέρω θα δώσετε τον νενομισμένο δικαστικό όρκο και τη διαβεβαίωση προς τη Δημοκρατία για τη θέση Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή, την προσεχή Δευτέρα, 2 Οκτωβρίου, 2000 και ώρα 8:30 π.μ. στο Ανώτατο Δικαστήριο.»

Πριν την καθορισθείσα ώρα για την ορκωμοσία του, στις 2 Οκτωβρίου, 2000, ο κ. Καρατσής διαβίβασε στο Ανώτατο Δικαστήριο μακροσκελή επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι, παρόλο που του γνωστοποιήθηκε από τον Αρχιπρωτοκολλητή, στις 14 Ιουλίου, 2000, ότι προϋπόθεση για το διορισμό του στη θέση Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή συνιστούσε η προγενέστερη παραίτησή του από τη θέση του Οικογενειακού Δικαστή, εφόσον ο όρος αυτός δεν περιεχόταν στην έγγραφο προσφορά του διορισμού του, θεώρησε «... πώς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εγκατέλειψε αυτό τον όρο». Σ' αυτή την υπόθεση, θεμελιώνεται και η προσφυγή του.

΄Οπως αναφέρει στην επιστολή του, της 2ας Οκτωβρίου, 2000, έκρινε ότι η αναφορά στην επιστολή του Αρχιπρωτοκολητή, της 26ης Σεπτεμβρίου, 2000, στον όρο για την παραίτησή του από τη θέση Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, συνιστούσε νέο στοιχείο, «... που στην ουσία ανατρέπει την προηγούμενη προσφορά σας και συγκρούεται με αυτό τούτο το έγγραφο διορισμού μου.»

Στη συνέχεια της επιστολής του, που συνάπτεται στην προσφυγή, ο αιτητής προβάλλει σειρά λόγων, προς θεμελίωση των γεγονότων που την στοιχειοθετούν, για τους οποίους δε θα ήταν σωστό να παραιτηθεί από τη θέση του Οικογενειακού Δικαστή, επί τη αναλήψει των καθηκόντων του στη θέση του Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, μαζί και την αξίωση ότι πρέπει να τύχει μόνιμου διορισμού στη θέση Επαρχιακού Δικαστή, σε κλίμακα αντίστοιχη προς εκείνη στην οποία υπηρετεί ως Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με υπηρεσία πέραν των έξι ετών. Σημειώνεται ότι η κλίμακα μισθοδοσίας Επαρχιακού και Οικογενειακού Δικαστή είναι η ίδια. Η επιστολή του καταλήγει με τα ακόλουθα:-

«Εφόσο το Ανώτατο Δικαστήριο θέτει νέο όρο για το διορισμό μου μετά το διορισμό μου πιστεύω πως και εγώ δικαιούμαι να θέσω όρο για την αποδοχή του. Ναι, είμαι έτοιμος να υποβάλω παραίτηση, νοουμένου ότι θα διοριστώ σε μόνιμη θέση Επαρχιακού Δικαστή και στη βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας που σήμερα βρίσκομαι. Σε τέτοια περίπτωση δέχομαι να παραμένουν ανοικτά τα θέματα που τίθενται στις δυο επιστολές σας της 26ης Ιουλίου, 2000. Σε τέτοια περίπτωση θεωρείστε την παρούσα ως παραίτησή μου από τη θέση Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου, χωρίς όμως να εγκαταλείπω οποιαδήποτε δικαιώματα απέκτησα με την μέχρι σήμερα προσφορά μου. Σε αντίθετη περίπτωση παραμένω στο Οικογενειακό Δικαστήριο μέχρι να καταλήξετε, επιφυλάσσοντας όμως κάθε δικαίωμα μου από τη μη 'υλοποίηση του διορισμού' μου στο Επαρχιακό Δικαστήριο.»

Την ίδια ημερομηνία, διαβιβάστηκε στον κ. Καρατσή η ακόλουθη επιστολή από τον Αρχιπρωτοκολλητή, το Γραμματέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου:-

«Κατ' εντολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σας διαβιβάζω τα ακόλουθα:-

Από την επιστολή σας, ημερομηνίας 2 Οκτωβρίου, 2000, προκύπτει ότι δεν αποδέχεστε πλέον το διορισμό σας στη θέση του Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή υπό τους όρους υπό τους οποίους τον αποδεχθήκατε με την επιστολή σας ημερομηνίας 19 Ιουλίου, 2000.

Ως εκ τούτου, ο διορισμός σας δεν υλοποιείται. Το θέμα θεωρείται λήξαν. Η θέση Επαρχιακού Δικαστή θα επαναπροκηρυχθεί.»

Με την προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο αιτητής προσβάλλει την «απόφαση» του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου, 2000, βάσει της οποίας, τέθηκε, κατά τον ισχυρισμό του, ως προϋπόθεση για την ανάληψη των καθηκόντων Προσωρινού Επαρχιακού Δικαστή, η παραίτησή του από τη θέση Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η απόφαση, η οποία προσβάλλεται, όπως εξήγησε ενώπιόν μας ο κ. Τριανταφυλλίδης, είναι εκείνη που περιέχεται στην επιστολή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου, 2000, το κείμενο της οποίας έχουμε παραθέσει. Η «απόφαση» αυτή είναι το αντικείμενο των πρώτων δύο θεραπειών.

Προσβάλλεται και δεύτερη «απόφαση» του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, που αποτελεί το αντικείμενο της θεραπείας 3, εκείνη που περιέχεται στην επιστολή της 2ας Οκτωβρίου, 2000, το κείμενο της οποίας, επίσης, έχουμε παραθέσει. Προφανώς οι δύο «αποφάσεις» θεωρούνται ως συναφείς, ώστε να είναι παραδεκτό να προσβληθούν στην ίδια προσφυγή.

Η επιστολή της 26ης Σεπτεμβρίου, 2000, δεν κοινοποιεί οποιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προς τον κ. Καρατσή. Επαναλαμβάνει τη ληφθείσα απόφαση η οποία, ως ο ίδιος ο κ. Καρατσής αναγνωρίζει στην επιστολή του της 2ας Οκτωβρίου, 2000, του κοινοποιήθηκε και την αποδέχτηκε. Αναφέρει στην επιστολή του:-

«β) Ομολογώ η πιο πάνω προϋπόθεση μου τέθηκε προφορικά από τον Αρχιπρωτοκολλητή στις 14.7.2000, όταν μου τηλεφώνησε στην Πάφο και επέμενε να του απαντήσω εάν αποδεχόμουν την προσφορά σας.»

΄Ο,τι του γνωστοποιείται, είναι η ημέρα και η ώρα της ορκωμοσίας του. Μετά τη 2α Οκτωβρίου, 2000, ανακλήθηκε η προκήρυξη της θέσης Οικογενειακού Δικαστή και επαναπροκηρύχθηκε η πλήρωση μιας θέσης Επαρχιακού Δικαστή.

Στα νομικά σημεία, στα οποία βασίζεται η προσφυγή, αναφέρεται ότι, κατά την ακρόασή της, θα ζητηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο να επανεξετάσει, ή/και επαναθεωρήσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Antonios Kourris v. The Supreme Council of Judicature (1972) 3 C.L.R. 390.

Στην απόφαση εκείνη, κρίθηκε (κατά πλειοψηφία) ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση κάτω από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος, για το λόγο ότι δεν ανάγονται στην άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας, ούτε αποτελούν απόρροια της άσκησης τέτοιας εξουσίας, αλλά συνιστούν αποφάσεις ή πράξεις συνυφασμένες με τη δικαστική λειτουργία.

Ο κ. Τριανταφυλλίδης ζήτησε την εξαίρεση όλων των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής, με το δικαιολογητικό ότι μετείχαν στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, οι «αποφάσεις» του οποίου προσβάλλονται. Το κενό, το οποίο θα προκύψει, μπορεί να πληρωθεί, ως εισηγήθηκε, κατ' επίκληση των διατάξεων του ΄Αρθρου 153.9 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι, σε περίπτωση κωλύματος Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) και μη ούσης εφικτής της αναπλήρωσής του από τον ΄Ελληνα ή τον Τούρκο Δικαστή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αυτόν αναπληροί «... ο εν ενεργεία ανώτερος κατά βαθμόν έλλην ή τούρκος δικαστής της δικαστικής υπηρεσίας ...». Και σε περίπτωση έφεσης, ο κ. Τριανταφυλλίδης, πιθανολόγησε ότι το κενό μπορεί να πληρωθεί από άλλα έξι μέλη του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Ο κ. Τριανταφυλλίδης αναγνώρισε ότι ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος του 1964, (Ν. 33/64), βάσει του οποίου συστήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο - (βλ. The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195 και μεταγενέστερες αποφάσεις), δεν κάμνει πρόνοια αναπλήρωσης των Μελών του και μας κάλεσε να μεριμνήσουμε για την πλήρωση του κενού.

Ως αποτέλεσμα της ενοποίησης των δύο Δικαστηρίων και της εναπόθεσης των δικαιοδοσιών τους στο Ανώτατο Δικαστήριο, ατόνησαν και οι διατάξεις του ΄Αρθρου 153.9 του Συντάγματος, συνυφασμένες, ως ήταν, με τη λειτουργία δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, αφενός, και τη σύνθεση τους από ΄Ελληνες και Τούρκους Δικαστές, αφετέρου.

Η έγερση θέματος ενώπιον δικαστηρίου της Πολιτείας, είτε μέσω καθιερωμένου τύπου διαδικασίας είτε με άτυπο διάβημα, δεν εντάσσει, αφ' εαυτής, το θέμα στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ούτε προεξοφλεί την εκδίκασή του. Μόνο αν το τιθέμενο ζήτημα ανάγεται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, μπορεί το δικαστήριο να επιληφθεί του αντικειμένου του. Η προσφυγή στο δικαστήριο δε δημιουργεί δικαιοδοσία. Είναι παραδεκτή, εφόσον εμπίπτει στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150, υπογραμμίστηκε ότι προϋπόθεση για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το δικαστήριο αποτελεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας. Δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, για το λόγο και μόνο ότι τίθεται νομιμοφανές αίτημα ενώπιόν του.

Στη Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου), Αίτηση Αρ. 13/97, 26/6/97, (απόφαση Ολομέλειας), υπογραμμίσαμε:-

«..., δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου. Οι 'εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου', τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους.»

΄Οπως διευκρινίζεται στην Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, (απόφαση Ολομέλειας):- (σελ. 58)

«2) Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που καθορίζεται στο ΄Αρθρο 11(2) είναι, όπως ρητά ορίζεται, εκείνη η οποία προβλέπεται από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.»

Ενστάσεις στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπως και κάθε θέμα που ανάγεται στην εκδίκαση υπόθεσης, προϋποθέτουν την ύπαρξη δικαιοδοσίας.

Το Πρωτοκολλητείο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί να δεχτεί, ή να διαγράψει προσφυγή, η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. ΄Οπως υποδείχθηκε στην P. Georghiou (Catering) Ltd ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, 350:-

«΄Ακυρο ή ανυπόστατο δικονομικό μέτρο δεν εκπίπτει και δε διαγράφεται αυτοδικαίως εκτός εάν τούτο προβλέπεται από τους θεσμούς. Η απόρριψη ή διαγραφή του ανάγεται στο δικαστήριο.»

Βλ., επίσης, Empson v Smith (1966) 1 QB 426. Intpro Properties Ltd v Sauvel (1983) 2 All E.R. 495.

΄Οπως επιγραμματικά λέχθηκε στη Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, (απόφαση Ολομέλειας, δόθηκε από Στυλιανίδη, Δ., όπως ήταν τότε):- (σελ. 10)

«Δικαστική υπόθεση τερματίζεται με δικαστική πράξη. Η σημείωση 'Case dismissed as abandoned' του Ανώτερου Πρωτοκολλητή στο φάκελο, δεν αποτελεί δικαστική πράξη.»

Απόκειται στο δικαστήριο, κατά νόμο αρμόδιο, να αποφασίσει κατά πόσο το αντικείμενο της προσφυγής ανάγεται στη δικαιοδοσία του. Το θέμα αυτό προέχει παντός ετέρου. Εφόσον κριθεί ότι το δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της προσφυγής, τότε εξετάζεται θέμα εξαίρεσης των δικαστών, που θα ασκήσουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου*.

Στην Antonios Kourris v. The Supreme Council of Judicature, (ανωτέρω), (απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Δε συνιστούν αποφάσεις ή πράξεις που ανάγονται στην, ή απορρέουν από την άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι συνυφασμένες με τα δικαστικά θέσμια.

Η διαφωνία του ενός εκ των δύο Δικαστών της μειοψηφίας με την απόφαση της πλειοψηφίας, στην πιο πάνω υπόθεση, εστιάζεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις του Ν. 33/64, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν αποτελείτο αποκλειστικά από τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως, δεν μπορούσε να εξισωθεί με το Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο αποτίθεται αποκλειστική αρμοδιότητα από το ΄Αρθρο 157 του Συντάγματος για διορισμούς και προαγωγές δικαστών. ΄Εκτοτε η σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου μεταβλήθηκε, χάριν της εναρμόνισής της προς τα συνταγματικά θέσμια. Αποτελείται αποκλειστικά από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. ΄Αρθρο 2 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμου του 1987, (Ν. 3/87).

Η λειτουργία του Κυπριακού Κράτους θεμελιώνεται στη συνταγματική διάκριση των εξουσιών και τον αυστηρό διαχωρισμό τους - (βλ. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 534/97 κ.ά., 23/12/99, (Απόφαση Ολομέλειας)). Το γεγονός αυτό αναγνωρίστηκε ευθύς μετά την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62, διακηρύχθηκε ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβάλλει την απόδοση σε κάθε Εξουσία του συνόλου των λειτουργιών που ανάγονται στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε ότι αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σχετιζόμενες με την προώθηση νομοθεσίας, δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση βάσει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, ανεξάρτητα από την ιδιότητα των φορέων της παράλειψης, λόγω της συνάφειάς τους προς τη νομοθετική λειτουργία.

Στη Phedias Kyriakides and The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66, αποφασίστηκε ότι πράξεις των αστυνομικών αρχών, που ανάγονται στο ανακριτικό τους έργο, αναγκαίες για την έναρξη ποινικής δίωξης, δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο, λόγω της συνάφειάς τους με τη δικαστική λειτουργία (ποινική διαδικασία).

Για τους ίδιους, ουσιαστικά, λόγους, κρίθηκε, στη Charilaos Xenophontos and The Republic (Minister of Interior) 2 R.S.C.C. 89, ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα, αναφορικά με τη δίωξη των παραβατών, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου που προβλέπει το ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος, λόγω της συνάφειας της εξουσίας με τη δικαστική λειτουργία.

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εναποθέτει τη στελέχωση της Δικαστικής Υπηρεσίας στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου - (΄Αρθρο 157.2). Οι δικαστικοί διορισμοί είναι, όχι μόνο στενά, αλλά άρρηκτα συνυφασμένοι με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. ακριβέστερα, αποτελούν προϋπόθεση γι' αυτή. Η εναπόθεση των διορισμών των Δικαστών στην ίδια τη δικαστική λειτουργία αποτελεί πτυχή της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Εξουσίας και έκφραση της αυτοτέλειας της λειτουργίας της. Ο Ν. 33/64 εδράζεται σ' αυτή τη θέση και αντανακλά τη συνταγματική τάξη.

Διαπιστώνουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της προσφυγής. Τούτου δοθέντος, η προσφυγή καταπίπτει και απορρίπτεται.

Γ.Μ. Πικής, Π.

Σ. Νικήτας, Δ.

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

Π. Αρτέμης, Δ.

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Γ. Νικολάου, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Μ. Κρονίδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο