ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 105
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2701
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών
Γεωργία Μικελλίδου,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια
- και -
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητοι-Καθ' ων η Αίτηση
------------------------
27 Φεβρουαρίου, 2001
Για την Εφεσείουσα: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Εφεσίβλητους: Ε. Λοϊζίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο: Α. Κωνσταντίνου.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: ΄Οπως αναφέρεται στο προοίμιο της απόφασής μας, καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα απ' ότι η πλειοψηφία. Οι λόγοι, που με οδηγούν σ' αυτό, εξηγούνται στην απόφαση που ακολουθεί.
Το έργο συγγραφής της απόφασής μου ευκολύνεται από την απόφαση της πλειοψηφίας, γιατί με απαλλάττει από την ανάγκη να αναφερθώ στο υπόβαθρο και τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. Και τα δύο διαγράφονται με σαφήνεια στην απόφαση της πλειοψηφίας, που ετοιμάστηκε από το Γαβριηλίδη, Δ.
Η πρώτη διαφωνία μου με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετίζεται με το παραδεκτό της αμφισβήτησης της υποψηφιότητας του ενδιαφερομένου προσώπου, με σημείο αναφοράς τα προσόντα του. ΄Ενας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης, ήταν ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε τα προσόντα που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας για προαγωγή στη θέση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 53
*, έκρινε ότι η εφεσείουσα κωλυόταν να αμφισβητήσει την υποψηφιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου, εφόσον δεν υπέβαλε ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή - (΄Αρθρο 35Β(7) του περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69), όπως τροποποιήθηκε)), (ο «Νόμος»).
Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη, (ανωτέρω), η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι, εφόσον δεν υποβλήθηκε ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεσμευόταν από τον κατάλογο που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μη έχουσα, όπως τονίστηκε, «... πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα.». Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως ακολούθως:- (σελ. 57-58)
«Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(3) του Νόμου, ο καταρτισμός του καταλόγου των υποψηφίων που συστήνονται εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιό-τητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτι-κή Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο με σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των εξειδικευμένων θέσεων στη δημόσια υπηρεσία που καλύπτει η υπόθεση Χρυστάλλα Συμεωνίδου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία (ανωτέρω), ο κατάλογος αυτός δεν είναι τελικός. Και πάλιν, όμως, δεν έχει η Ε.Ε.Υ. πρωτογενή λόγο πάνω στο θέμα. Το άρθρο 35Β(8) της αναγνωρίζει εξουσία για διαμόρφωση τελικού καταλόγου, στο πλαίσιο της εξέτασης ενστάσεων που ενδεχομένως υποβάλλονται. Εφόσον δεν υποβληθούν ενστάσεις δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει τον κατάλογο, και η επιλογή του καλυτέρου θα πρέπει να γίνει από υποψηφίους που περιέχονται σ' αυτόν. (βλ. Αντώνιος Σιακαλλής ν. Κυπριακή Δημοκρατία Υπόθεση Αρ.861/91 ημερομηνίας 12 Ιουνίου 1992, Κωνσταντίνος Μεταξάς και άλλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 717/90 και άλλη ημερομηνίας 29 Οκτωβρίου 1992).»
Με τις διαπιστώσεις αυτές, δεν υπάρχει διαφωνία. Δεν αποφασίστηκε, όμως, άμεσα ή έμμεσα, ότι, σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης, δεν είναι παραδεκτή η προσβολή της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με τον κατάλογο των υποψηφίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να υποβάλει ένσταση στον κατάλογο των υποψηφίων, που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δημιούργησε αδιαπέραστο τείχος στην αναμόχλευση του θέματος σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης, το οποίο δεν μπορούσε να πορθηθεί.
Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη, η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, βάσει της οποίας ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική πράξη (επανεξέταση πλήρωσης θέσης), για το λόγο ότι, κατά την επανεξέταση, το θέμα των προσόντων δεν τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ήταν και το αρμόδιο σώμα για τον καταρτισμό του καταλόγου των υποψηφίων. Κατ' επέκταση, αγνοήθηκε το ακυρωτικό αποτέλεσμα προηγούμενης δικαστικής απόφασης, βάσει του οποίου ακυρώθηκε ο κατάλογος υποψηφίων.
Η Δημοκρατία κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη ορίζει μεν ότι ο κατάλογος των υποψηφίων, που καταρτίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή, στην απουσία ένστασης, είναι δεσμευτικός για την Ε.Ε.Υ., όχι, όμως, ότι η προσβολή της προπαρασκευαστικής πράξης καταρτισμού του καταλόγου είναι απαράδεκτη σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της Ε.Ε.Υ.
Σύμφωνα με το Νόμο, ο καταρτισμός του καταλόγου υποψηφίων ανάγεται στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Πρόκειται για προκαταρκτική πράξη, η οποία απορροφάται από την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ., ανεξάρτητα του εάν η ίδια η πράξη είναι, αφ' εαυτής, εκτελεστή ή όχι. Σε εκατέρα των περιπτώσεων, η προπαρασκευαστική πράξη συγχωνεύεται στην τελική και μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απορρέουσας διοικητικής απόφασης. Μόνη εξαίρεση, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Τσάτσου - «Η Αίτησις Ακυρώσεως»
, αποτελεί η περίπτωση ενδιάμεσων πράξεων, κατά των οποίων προβλέπεται παράλληλο ένδικο μέσο, άλλο από την αίτηση ακυρώσεως - (βλ. παράγραφο 65, σελ. 150 έως 155 και, ειδικά, σελ. 152).Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε η Ολομέλεια στην Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας
(1992) 3 Α.Α.Δ. 60, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία συνοψίζει τις παραμέτρους του θέματος που εξετάζουμε:- (σελ. 68-69)«Προπαρασκευαστικές πράξεις, η γένεση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση τελικής απόφασης ρυθμιστικής του θέματος στο οποίο αφορούν, δε μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης έστω και αν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα το χρόνο της έκδοσής τους, μετά την έκδοση της τελικής πράξης της οποίας αποτελούν συνθετικό στοιχείο. Η τελική πράξη, γνωστή ως σύνθετη στο διοικητικό δίκαιο, απορροφά μετά την έκδοσή της τα συνθετικά της στοιχεία τα οποία χάνουν την αυτοτέλειά τους. Η αρχή αυτή συνοψίζεται στο Τσάτσο «Η ΑΙΤΗΣΙΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ», 3η έκδοση στην παράγραφο 65. Μόνο όπου η σύνθετη πράξη εκφεύγει του
Ανάλογη θέση υιοθετείται και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αγαθαγγέλου και άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2121, 17/2/98
.Κρίνω ότι, σε προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της Ε.Ε.Υ., είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την υποβολή ένστασης στον κατάλογο υποψηφίων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αναθεώρηση του έγκυρου του καταλόγου των υποψηφίων. Ο καταρτισμός του καταλόγου αποτελεί στοιχείο της τελικής σύνθετης διοικητικής απόφασης. Η κατάληξη αυτή δεν προοιωνίζεται και την ακύρωση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά διανοίγει την οδό για την εξέταση του τεθέντος θέματος των προσόντων του ενδιαφερομένου προσώπου, το οποίο, εφόσον δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί από εμάς, ως επακόλουθο της αποδοχής της έφεσης στο σημείο αυτό.
Ο δεύτερος λόγος διαφωνίας μου με την πρωτόδικη απόφαση σχετίζεται με την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ως του καταλληλότερου υποψηφίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως των δεδομένων των δύο υποψηφίων, ότι η επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν λογικά ευχερής.
Τα υπηρεσιακά στοιχεία των δύο υποψηφίων έφεραν την εφεσείουσα να υπερτερεί και στα τρία νομοθετημένα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων - αξία, προσόντα και αρχαιότητα. Και οι δύο υποψήφιοι ανήκαν στην Εκπαιδευτική Υπηρεσία. Η εφεσείουσα κατείχε τη θέση Διευθύντριας Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης. Η υπό πλήρωση θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Στην περίπτωση των δύο υποψηφίων, η διεκδίκηση της θέσης προσμετρούσε ως προαγωγή - (βλ. ορισμό του όρου «προαγωγή» στο ΄Αρθρο 23 του Ν
. 10/69).Η εφεσείουσα είχε σημαντική αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου - πέραν των επτά ετών. ΄Ηταν, επίσης, κάτοχος δεύτερου μεταπτυχιακού προσόντος, όχι αναγκαίου για διορισμό ή προαγωγή στη θέση, πλην συνιστώντος παράγοντα οριακής, έστω, σημασίας στην αποτίμηση των προσόντων υποψηφίου. Η εφεσείουσα υπερείχε, επίσης, σε αξία, όπως αυτή διαφαίνεται από τη σύγκριση των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των δύο υποψηφίων για την πενταετή περίοδο, που η Ε.Ε.Υ. επέλεξε ως αποκαλυπτική του μέτρου της αξίας τους. Η ίδια η Ε.Ε.Υ. διαπιστώνει ότι η εφεσείουσα «... παρουσιάζει καλύτερες υπηρεσιακές εκθέσεις, ...»
.Ο άλλος τομέας, στον οποίο υπερείχε η εφεσείουσα, ο οποίος συμπλέκεται με την υπηρεσιακή της κατάσταση, σχετίζεται με τη θέση της στην υπηρεσία. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα κατείχε τη θέση της Διευθύντριας, που συνεπάγεται ευρύτερα διοικητικά καθήκοντα από εκείνα του ενδιαφερομένου προσώπου, που κατείχε τη θέση του Βοηθού Διευθυντή, και το γεγονός ότι η υπεροχή της στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις εκτείνεται και στη βαθμολογία τους σ' εκείνη τη βαθμίδα της υπηρεσίας, δε φαίνεται να διαδραμάτισε οποιοδήποτε ρόλο στην γενόμενη επιλογή.
Μέσα από τα υπηρεσιακά της στοιχεία, η εφεσείουσα υπερείχε σε όλα τα σημεία. Υστέρησε του ενδιαφερομένου προσώπου στη συνέντευξη, σύμφωνα με την απόδοση εκατέρου, που αποδόθηκε από το Διευθυντή και την Ε.Ε.Υ.
Το παράπονο της εφεσείουσας, το οποίο πρόβαλε πρωτόδικα, χωρίς επιτυχία, και επανέλαβε ενώπιόν μας, είναι ότι, στη συνέντευξη αποδόθηκε όχι η περιορισμένη σημασία που προβλέπει ο Νόμος, αλλά αποφασιστική σημασία, επισκιάζουσα την υπεροχή της, θεμελιωμένη στα υπηρεσιακά στοιχεία της μακράς της υπηρεσίας.
Ο ίδιος ο Νόμος διευκρινίζει στην επιφύλαξη του εδαφίου (10)(α) του ΄Αρθρου 35Β ότι:-
«Εννοείται ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.»
Η φράση «μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης» περιορίζει τη σημασία της συνέντευξης στη συμπλήρωση της εικόνας για την αξία των υποψηφίων
. όχι στον προσδιορισμό της. Εννοιολογικά ο όρος «συμπληρωματικό*» υποδηλώνει διαδικασία πλήρωσης και όχι αναπλήρωσης.
Ευνόητος είναι ο περιορισμός της σημασίας της συνέντευξης, ως συμπληρωματικού στοιχείου. Η μακρόχρονη υπηρεσία των εκπαιδευτικών αποτελεί το σταθερό δείκτη της αξίας τους. Η συνέντευξη, ως συμπλήρωμα, δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία από την ολοκλήρωση της εικόνας για την αξία των εκπαιδευτικών
. όχι την αναπλήρωσή της.Στην προκείμενη περίπτωση, η απόδοση των υποψηφίων, κατά τη συνέντευξη, δε θεωρήθηκε ως συμπληρωματικό αλλά ως το αποφασιστικό στοιχείο της αξίας των υποψηφίων, που αποτελεί σφάλμα στην αποτίμηση του επίμαχου παράγοντα στην κρίση της αξίας των υποψηφίων.
Τα όσα ανέφερα στη Σιάμπου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 22/91, 35/91 και 67/91,
15/5/92, για τη σημασία της συνέντευξης στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στο δημόσιο, είναι εξίσου σχετικά και με την παρούσα υπόθεση:-«Παρά τη σημασία που ενέχουν οι συνεντεύξεις για την πλήρωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην κυβερνητική ιεραρχία δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. αφήνει την εντύπωση ότι δόθηκε στις συνεντεύξεις υπέρμετρη, αν όχι αποκλειστική, σημασία για τον προσδιορισμό της αξίας και διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Παρά την αναφορά της Επιτροπής στα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων, προκύπτει από το πρακτικό ότι οι διαβουλεύσεις του σώματος για την επιλογή των υποψηφίων περιστράφηκαν αποκλειστικά γύρω από την απόδοση τους κατά τις συνεντεύξεις. Η προσέγγιση αυτή θα είχε μεγαλύτερο έρεισμα εάν μεταξύ των διαγωνιζόμενων ήσαν και υποψήφιοι εκτός της υπηρεσίας. Στην προκείμενη περίπτωση επρόκειτο περί υποψηφίων με μακρά υπηρεσία στη δημόσια υπηρεσία η οποία, όπως συνάγεται, δεν εκτιμήθηκε στο σωστό της πλαίσιο και διαστάσεις. Ουσιαστικά τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, στοιχεία μείζονος σημασίας για την προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων, παραγνωρίστηκαν ή στην ευμενέστερη για την Ε.Δ.Υ. περίπτωση δεν δόθηκε σ' αυτά η πρέπουσα σημασία. Το σφάλμα αυτό συνιστά πρόσθετο λόγο για την ακύρωση της απόφασης.»
΄Ο,τι θέλω να προσθέσω, είναι ότι, στην περίπτωση των εκπαιδευτικών, ο ίδιος ο Νόμος περιορίζει τη σημασία της συνέντευξης ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.
Κατάληξή μου είναι ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι απέδωσαν στη συνέντευξη όχι συμπληρωματική αλλά αποφασιστική σημασία στη θεώρηση της αξίας των υποψηφίων. Αποτίμηση της συνέντευξης ως συμπληρωματικού στοιχείου, θα μπορούσε, στην ευμενέστερη για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο περίπτωση, να πληρώσει τη διαφορά στην αξία μεταξύ των δύο υποψηφίων, όπως αυτή διαγραφόταν από τα υπηρεσιακά τους στοιχεία.
Πέραν τούτου, όχι μόνο η συνέντευξη απέβη καθοριστική για τον προσδιορισμό της αξίας των υποψηφίων, αλλά και για την ίδια την απόφαση των εφεσιβλήτων. Προς επιλογή του καταλληλοτέρου των υποψηφίων, συσταθμίζονται τα στοιχεία των υποψηφίων, αποτιμούμενα κάτω από τα νομοθετημένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Σ' αυτό κατατείνει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πιερίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2662, 23/1/01, (δόθηκε από το Νικολαΐδη, Δ.).
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν έγινε αποτίμηση των διεκδικήσεων των υποψηφίων κάτω από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια θεώρησης της καταλληλότητάς τους, γεγονός που, επίσης, δικαιολογεί τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και, κατ' επέκταση, την ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Για τους λόγους που εκθέτω πιο πάνω, θα επέτρεπα την έφεση.
Γ. Μ. Πικής,
Π.
/ΜΠ