ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 833
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2037
(Υποθ. Αρ. 75/93)
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Φ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Κίκης Ονουφρίου,
Εφεσείων-α ιτητής,
ν.
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητη -καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
20.11.98ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον εφεσείοντα-αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση: κα Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 1 (στον οποίο έχει γίνει επίδοση): Καμμιά εμφάνιση.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 2-6: κ. Ι. Νικολάου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.:
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Με την παρούσα αναθεωρητική έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου στην Αίτηση 75/93, ημερομηνίας 15.12.94, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του επικυρώνοντας την επίδικη διοικητική απόφαση, γιατί κρίθηκε ότι κανένας από τους νομικούς ισχυρισμούς που ήγειρε ο εφεσείων-αιτητής στοιχειοθετούσε λόγο ακύρωσης και ούτε αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή έναντι των προαχθέντων.Επίδικη ήταν η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), με την οποία προήχθηκαν στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 15.10.92, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του εφεσείοντα.
Οι επίδικες θέσεις ήταν θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, για τις οποίες είχε συσταθεί Συμβουλευτική Επιτροπή και ακολουθήθηκε η διαδικασία των άρθρων 32, 33 και 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε το λόγο έφεσης που σχετιζόταν με την επικείμενη αφυπηρέτηση ενός των προαχθέντων, συγκεκριμένα του ενδιαφερομένου μέρους 1, και επίσης εγκατέλειψε επιχείρημα που αφορούσε το θέμα της κρίσης του Διευθυντή για τις συνεντεύξεις.
Ο κύριος λόγος της έφεσης αφορά τη σύσταση του Διευθυντή, που, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, πάσχει ανεπανόρθωτα λόγω πλημμελούς αιτιολογίας.
Αποτελεί κοινό έδαφος, ότι, εφόσον η θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, το θέμα της σύστασης διέπεται από το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90, στο οποίο δεν προβλέπεται όπως η σύσταση είναι αιτιολογημένη. Τούτο καταφαίνεται και με αντιπαραβολή προς το άρθρο 35(4), που αφορά τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων προαγωγής, που ρητά αναφέρεται σε "αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος . . .".
Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι, έστω και όπου δεν απαιτείται αιτιολογία στη σύσταση του Διευθυντή, όπου αυτή δίδεται, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Η πιο πάνω θέση είναι νομολογιακά ορθή. Μεταξύ άλλων, ο Νικήτας, Δ., εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας στην Παρέλλη ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2099, ημερομηνίας 17.10.97 ανέφερε τα ακόλουθα επί του θέματος στη σελ.4:
"Το άρθρ. 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, που διέπει τις διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια να λαμβάνει υπόψη στις περιπτώσεις υποψηφίων που είναι, όπως εδώ, δημόσιοι υπάλληλοι "τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος". Οι συστάσεις δεν πρέπει κατ΄ανάγκη να είναι αιτιολογημένες. Αν όμως περιέχουν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, αιτιολογία, τότε, σύμφωνα με την πάγια γραμμή της νομολογίας, αυτή είναι ελεγκτή από το δικαστήριο: βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 189, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και προσφ. αρ. 619/95 κ.α. Κωστάκης Χ" Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 17.10.97.
Οι πλημμέλειες της σύστασης, που έχουμε υποδείξει, έχουν καταλυτική επίδραση στο κύρος της επίδικης πράξης και επιφέρουν την ακυρότητα της."
Όπως φαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 24.9.92, ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη, "γιατί είναι άριστοι υπάλληλοι".
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των σχετικών φακέλων, η αξία του εφεσείοντα και των ενδιαφερομένων μερών, ήταν περίπου η ίδια και το γεγονός αυτό δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Κατά συνέπεια, όπως υπέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, η αιτιολογία ήταν πλημμελής, γιατί αφήνει να νοηθεί ότι ο εφεσείων δεν ήταν "άριστος υπάλληλος" όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της καθ΄ης η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών υπέβαλαν ότι η σύσταση του Διευθυντή συμφωνούσε με τα στοιχεία των φακέλων και το γεγονός ότι δεν αναφερόταν και ο εφεσείων ως άριστος υπάλληλος δεν σημαίνει ότι δεν ήταν τέτοιος. Περαιτέρω, υπεβλήθη ενώπιον μας σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αρχαιότητα και ως εκ τούτου υπήρχε νόμιμη βάση για την προτίμηση τους έναντι του εφεσείοντα. Επί τούτου επισημαίνουμε πως στη σύσταση του ο Διευθυντής δεν ανέφερε ότι η προτίμηση του να συστήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, αποκλείοντας τον εφεσείοντα, βασιζόταν στην αρχαιότητα τους, αφού με βάση τα άλλα κριτήρια ήσαν περίπου ίσοι
. τούτο θα έπρεπε, αν έτσι είχαν τα πράγματα, να περιεχόταν ρητώς στην αιτιολογία του, και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εικασίες.Στην υπόθεση
Republic v. Haris (1985) 3(A) C.L.R. 106 αναφέρονται τα ακόλουθα, στη σελ.11, αναφορικά με συστάσεις προϊσταμένων σε σχέση με παρόμοια πρόνοια σε άρθρο του Νόμου 33/67:"Recommendations" in the context of this section has to be given its popular meaning rather than taken as being used in any narrow legal or technical sense. It carries with it the duty on the Head of the Department to give a description of the merits of the candidates and by comparing their respective merits and demerits to suggest who is more qualified for the post. He has to make an assessment of the suitability of every candidate on a consideration of all factors relevant to his merits, qualifications and seniority, . . ."
Σε μετάφραση:
"Στον όρο 'συστάσεις' στο πλαίσιο του άρθρου αυτού πρέπει να αποδίδεται η γενική κοινή του ερμηνεία παρά να θεωρείται ότι χρησιμοποιείται με οποιαδήποτε στενή νομική ή εξειδικευμένη έννοια. Συνεπάγεται την υποχρέωση του Προϊσταμένου Τμήματος να περιγράψει την αξία των υποψηφίων και συγκρίνοντας τα υπέρ και τα κατά τους αντίστοιχα, να εισηγηθεί ποιός είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Πρέπει να προβαίνει σε μία εκτίμηση της καταλληλότητας κάθε υποψηφίου εξετάζοντας όλους τους παράγοντες τους σχετικούς με την αξία, προσόντα και αρχαιότητα, . . ."
Σύμφωνα με τη νομολογία, συστάσεις Προϊσταμένου, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζουν οι εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.α., Α.Ε. 1028, 1029, 1034, ημερομηνίας 10.7.90).
Η σύσταση του Διευθυντή βασίζεται αποκλειστικά στη διαπίστωση ότι οι συστηνόμενοι είναι άριστοι υπάλληλοι. Τα υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων αποκαλύπτουν ότι και ο εφεσείων ανήκει στην ίδια κατηγορία αρίστων υπαλλήλων. Γιατί γίνεται διάκριση μεταξύ τους δεν εξηγείται. Στην απουσία τέτοιας εξήγησης αφήνεται η εντύπωση είτε ότι ο Διευθυντής λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του εφεσείοντα είτε ότι τα παραγνώρισε. Όποια και να είναι η περίπτωση, η σύσταση του διευθυντή πάσχει και παραμένει ατεκμηρίωτη ως προς τη διάκριση που γίνεται μεταξύ των συστηθέντων και του εφεσείοντα.
Από το πρακτικό της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, προκύπτει καθαρά ότι ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε η Ε.Δ.Υ. για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν και η σύσταση του Διευθυντή. Είναι ευρέως νομολογημένο ότι η σύσταση αποτελεί ανεξάρτητο, σημαντικό στοιχείο κρίσης,
που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Όπου δε η σύσταση στην οποία βασίζεται η Ε.Δ.Υ είναι τρωτή, τρωτή είναι και η τελική της απόφαση. (Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατία, Αρ. Υπ. 868/88, ημερομηνίας 29.10.90).Κατά συνέπεια, κρίνουμε ότι η επίδικη απόφαση της Ε.Δ.Υ. πρέπει να ακυρωθεί.
Η έφεση επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντα.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.