ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 452
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑOY,ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δικαστών
< FONT FACE="Arial,Arial">Αναθεωρητική έφεση αρ.2508
Σ.Σωτηρίου
εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος
- ν -
Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη, από τη Λευκωσία
εφεσίβλητου-αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
καθ΄ης η αίτηση στην προσφυγή
........................
Αναθεωρητική έφεση αρ.2509
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
εφεσείουσα-καθ΄ης η αίτηση
ν.
Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη
εφεσιβλήτου-αιτητή
----------------------------
15 Ιουνίου, 1998
Α.Ε.2508
Για τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος: κ.Α.Παναγιώτου
Για τον εφεσίβλητο-αιτητή: κ.Ε.Ευσταθίου
Για την καθ΄ης η αίτηση στην προσφυγή: κ.Α.Μαρκίδης - Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με την κα.Γ.Ερωτοκρίτου - Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Α.Ε.2509
Για την εφεσείουσα-καθ΄ης η αίτηση: κ.Α.Μαρκίδης - Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με την κα.Γ.Ερωτοκρίτου - Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Για τον εφεσίβλητο-αιτητή: κ.Ε.Ευσταθίου
Για το ενδιαφερόμενο μέρος: κ.Α.Παναγιώτου
-----------------------------
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου,με ομόφωνο αποτέλεσμα, θα δώσει ο δικαστής κ.Χρ.Αρτεμίδης.
Ο δικαστής κ.Γ.Νικολάου με δική του απόφαση εξηγεί τον
τρόπο που προσεγγίζει το θέμα.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε στις 9.4.96 (προσφυγή 304/94) την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Εργασίας. Το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή δεκτή λόγω έλλειψης αιτιολογίας της εντύπωσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Η αιτιολογία αυτή προβλέπεται στο άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990, Ν.1/90.Ακολούθησε επανεξέταση του ζητήματος της πλήρωσης της επίδικης θέσης στις 8.5.96, με αναγωγή στο πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Στη συνεδρία η ΕΔΥ απασχολήθηκε με την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, αφού στο μεταξύ είχε ενώπιον της σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 18.7.95. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής κατέθεσαν στα πρακτικά τις προσωπικές σημειώσεις που κρατούσαν κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης, που είχε γίνει τον ουσιώδη χρόνο. Ακολούθως η ΕΔΥ κατέγραψε στα πρακτικά την αιτιολόγηση των εντυπώσεων της για τις επίμαχες συνεντεύξεις. Στη συνέχεια προέβη σε επανεκτίμηση όλων των ενώπιον της στοιχείων, που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένης και της σύστασης του διευθυντή, για να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο. ΄Εκρινε πάλιν πως το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση.
Ο εφεσίβλητος στις ενώπιον μας εφέσεις - επιτυχών αιτητής στην πρώτη προσφυγή 304/94, επαναπρόσβαλε την απόφαση της ΕΔΥ, που ελήφθη κατά την επανεξέταση. (Προσφυγή 590/96, στην οποία δόθηκε στις 10.7.97, η υπό έφεση απόφαση). Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε και αυτή την προσφυγή δεκτή, και ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Ο συνάδελφος μας αποφάσισε πως οι προσωπικές σημειώσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τον πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής, και στις οποίες, όπως είπαμε, καταγράφονταν οι εντυπώσεις τους για την προφορική εξέταση των υποψηφίων, θα έπρεπε να καταχωριστούν στα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11(3), (4) και (5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990, Ν.1/90. Εφόσον, είπε ο δικαστής, οι σημειώσεις αυτές δεν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών των συμβάντων ενώπιον της, δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην καταγραφή της αιτιολογίας της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη.
Η Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος προσβάλλουν με ξεχωριστές εφέσεις την πρωτόδικη απόφαση, ενώ ο εφεσίβλητος με σημείωμα του το οποίο τιτλοφορεί «αντέφεση» ζητεί όπως η Ολομέλεια ασχοληθεί και με τους υπόλοιπους λόγους που πρόβαλε πρωτοδίκως για την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Οι εισηγήσεις που έκανε ενώπιον μας ο Γενικός Εισαγγελέας, που υιοθέτησε και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους, είναι οι εξής: (α) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι προσωπικές σημειώσεις που κρατούσαν ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής, στις οποίες κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, θάπρεπε να είχαν καταχωριστεί και να αποτελέσουν μέρος των πρακτικών των εργασιών της Επιτροπής, είναι νομικά εσφαλμένη. (β) Οι σημειώσεις νόμιμα χρησιμοποιήθηκαν για να βοηθηθεί η μνήμη των μελών της Επιτροπής στην καταγραφή της αιτιτολογίας των εντυπώσεων τους από την προφορική εξέταση των υποψηφίων. Οι σημειώσεις αυτές μετά την επίδικη συνεδρία, είχαν τοποθετηθεί στο φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος εκρατείτο στα αρχεία του γραφείου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. (γ) Το περιεχόμενο των προσωπικών αυτών σημειώσεων δεν ελέγχεται δικαστικά, γιατί τούτο μεταφέρει τη νοητική λειτουργία αυτού που τις κατέγραψε, ώστε να εκφέρει την κρίση του κατά τη συζήτηση του θέματος. Η λειτουργία αυτή δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο.
Κρίνουμε νομικά βάσιμες, και ως εκ τούτου αποδεκτές τις πιο πάνω εισηγήσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Η ΕΔΥ μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση είχε καθήκον να συμμορφωθεί με αυτή και να επανεξετάσει το ζήτημα. Κατά την επενεξέταση ήταν νομικά δέσμια του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης. Θα έπρεπε να θεραπεύσει τους λόγους για τους οποίους η προσβληθείσα απόφαση ακυρώθηκε.
Ο τρόπος με τον οποίο η διοίκηση συμμορφώνεται με το περιεχόμενο ακυρωθείσας απόφασης ανάγεται στη διακριτική της ευχέρεια. Ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της επανεξέτασης, που οδηγεί σε νέα διοικητική πράξη, η οποία και μπορεί να επαναπροσβληθεί, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση. Στις εφέσεις που εξετάζουμε το καθήκον της Επιτροπής ήταν να αιτιολογήσει την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, που έγινε στον ουσιώδη χρόνο. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως η Επιτροπή κατέγραψε τη γενική της εντύπωση με τις, σε χρήση τότε στερεότυπες φράσεις, «καλός», «πολύ καλός», «εξαίρετος», κ.λπ., τις οποίες η νομολογία μας έκρινε πως δεν αποτελούσαν αιτιολογία, όπως απαιτείται στο άρθρο 34(10) του Νόμου. Κατά την επανεξέταση λοιπόν η Επιτροπή είχε καθήκον να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας. ΄Εκρινε δε πρόσφορο, αφού συζήτησε το επί μέρους θέμα των εντυπώσεων της αναφορικά με τις συνεντεύξεις των υποψηφίων, να προχωρήσει στην καταγραφή της αιτιολογίας της, το περιεχόμενο της οποίας αναγόταν στον ουσιώδη χρόνο. Σ΄αυτή την καταγραφή βοηθήθηκε η μνήμη των μελών από τις προσωπικές σημειώσεις που κρατούσαν κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε πως η χρησιμοποίηση των σημειώσεων παρέσχε τα εχέγγυα της ορθής καταγραφής των πραγματικών εντυπώσεων των μελών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Επί του προκειμένου έκανε αναφορά στην υπόθεση The Republic of Cyprus v. Maratheftis and Another (1986) 3(Β) C.L.R. 1407. Στην υπόθεση αυτή η Ολομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για τις ενώπιον της συνεντεύξεις των υποψηφίων, 5 μήνες μετά από τη διεξαγωγή τους και χωρίς την καταγραφή οποιουδήποτε ταυτόχρονου πρακτικού της εντύπωσης των μελών της, δημιουργούσε ισχυρή πιθανότητα η Επιτροπή να λειτούργησε με εσφαλμένη αντίληψη των στοιχείων κρίσης της, δεδομένου μάλιστα πως η βαθμολόγηση των υποψηφίων ήταν οριακή.
Οι ίδιες απόψεις εκφράστηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Α.Λοϊζου, Μαλαχτός, Λώρης, Πικής, Κούρρης) και στην υπόθεση The Public Service Commission v. Potoudes and others (1987) 3(C) C.L.R. 1591. Στην υπόθεση όμως τούτη το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Η έφεση της Δημοκρατίας έγινε αποδεκτή γιατί κρίθηκε πως ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ των συνεντεύξεων και της καταγραφής της αιτιολογίας ήταν μικρός. Να σημειώσουμε επίσης ότι δυο δικαστές εξέφρασαν την άποψη πως η Μαραθεύτης δεν θέτει κανόνα δικαίου πως μεγάλη καθυστέρηση στην καταγραφή των εντυπώσεων για συνεντεύξεις, οδηγεί στο αναπότρεπτο συμπέρασμα διάπραξης λάθους, και επομένως καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή. (Πικής, Κούρρης).
Ο Γενικός Εισαγγελέας συζήτησε την υπόθεση και έκανε τις εισηγήσεις του μέσα στα πλαίσια των αποφάσεων στις υποθέσεις Μαραθεύτης και Ποτούδης. Πρότεινε δε πως, στην περίπτωση που εξετάζουμε, η πιθανότητα λάθους, όπως λειτούργησε στο αποτέλεσμα στην υπόθεση Μαραθεύτης, δεν υπάρχει. Εδώ τα μέλη της Επιτροπής είχαν τις προσωπικές τους σημειώσεις, τις οποίες και χρησιμοποίησαν για να συζητηθεί πρώτα και να καταγραφεί μετά στα πρακτικά, ως συλλογικό όργανο, η αιτιολογία της κρίσης του για την απόδοση των υποψηφίων.
΄Εχουμε ήδη πει πως συμφωνούμε με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα. Η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσίβλητου, που στηρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι δηλαδή οι σημειώσεις αυτές θα έπρεπε να κατατεθούν για να αποτελέσουν μέρος των πρακτικών, για να μπορεί να ελεγχθεί και το περιεχόμενο τους είναι εσφαλμένη. Στις σημειώσεις αυτές καταγράφεται η νοητική λειτουργία και η προσωπική αξιολόγηση του κάθε μέλους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με φράσεις ή λέξεις, που αποτελούν κλειδιά για τον ίδιο τον γράψαντα μόνο, και που δεν μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν από τον αναγνώστη. Η νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου. Είναι γι΄αυτό το λόγο που οι σημειώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρακτικού των εργασιών της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ., που προβλέπεται να τηρούνται βάσει του άρθρου 11(3), (4) και 5 του Νόμου.
Παραμένουν για εξέταση τα ζητήματα που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου και δεν αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πολύ ορθά ο συνήγορος εδέχθη πως είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν εδικαιούτο η Επιτροπή να λάβει υπόψη το μεταπτυχιακό προσόν Μ.Sc. του ενδιαφερομένου μέρους, επειδή του χορηγήθηκε μετά την καθορισθείσα ημερομηνία λήξης των αιτήσεων. Το προσόν αυτό δεν καθοριζόταν ως απαραίτητο στα σχέδια υπηρεσίας. Θα μπορούσε να προσμετρήσει μόνο στο στοιχείο αξία, η οποία αξιολογείται κατά το χρόνο λήψης της απόφασης. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αδάμου Ανδρέου κ.α. (απόφαση Ολομέλειας) (1993) 3 Α.Α.Δ. 153.
Τέλος η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσίβλητου πως η Επιτροπή δεν προέβη στη δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί αν ο προαχθείς είχε 10ετή τουλάχιστο διοικητική πείρα, που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας της θέσης, και της πολύ καλής γνώσης των εργατικών πραγμάτων στην Κύπρο, δεν είναι ορθή. ΄Οπως καταδεικνύεται στο διοικητικό φάκελο, και στα πρακτικά, η ΕΔΥ απασχολήθηκε με τα θέματα και η διακριτική της ευχέρεια ασκήθηκε ορθά, όπως διαπιστώνεται από τα σχέδια υπηρεσίας και οι διαπιστώσεις της συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων.
Καταλήγουμε επομένως πως και οι δυο εφέσεις είναι αποδεκτές. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ενώ η επίδικη διοικητική επικυρώνεται, με έξοδα εδώ και στη πρωτόδικη διαδικασία υπέρ της Δημοκρατίας και του ενδιαφερομένου μέρους
9; Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΑΑ