ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B527
(2016) 2 ΑΑΔ 1136
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 72/2014)
17 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ Δικαστές]
1. ΛΟΙΖΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΣΩΤΗΡΗΣ ΛΟΙΖΟΥ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,
Εφεσίβλητη.
----------
Οι Εφεσείοντες παρουσιάζονται προσωπικά.
Ευαγγελία Μανώλη (κα.), Δημόσιος Κατήγορος, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(E X - T E M P O R E)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο πρώτος κατηγορούμενος, πρώτος εφεσείων, Λοίζος Χατζηγεωργίου, αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέσσερις κατηγορίες:
1. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος με μαθητική άδεια οδήγησης, χωρίς συνοδεία προσώπου που να κατέχει ισχύουσα άδεια.
2. Χρήση μηχανοκίνητου οχήματος άνευ ασφάλειας έναντι κινδύνου τρίτου μέρους.
3. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια κυκλοφορίας, και
4. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
Ο δεύτερος κατηγορούμενος, δεύτερος εφεσείων, Σωτήρης Χατζηγεωργίου, πατέρας του πρώτου κατηγορούμενου, αντιμετώπισε την κατηγορία της παράλειψης ασφαλούς φύλαξης του μηχανοκίνητου οχήματος του.
Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες. Τον Αστ. 2190, Σ. Φιλίππου (ΜΚ 1), τον Αστ. 3136, Κ. Παύλου (ΜΚ2) και τον κ. Μ. Γιάγκου (ΜΚ3). Αφού, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον και των δύο κατηγορουμένων, οι δύο κατηγορούμενοι-εφεσείοντες, οι οποίοι εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσον και ενώπιον του Εφετείου, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως. Κάλεσαν επίσης ως ΜΥ 1 τον κ. Σ. Δημοσθένους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή και ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας και ακολούθως, αφού διατύπωσε τα ευρήματα του, αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της υπόθεσης. Δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία και των τριών μαρτύρων κατηγορίας ενώ απέρριψε, ως μη αξιόπιστη, τη μαρτυρία των δύο κατηγορουμένων-εφεσειόντων και του ΜΥ 1, Σ. Δημοσθένους. Αιτιολόγησε την απόφαση του, αναφορικά με τα ευρήματα αξιοπιστίας του, αναφερόμενο στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων, τις αντιφάσεις που διέκρινε και τα κενά. Αναφορικά με τους ΜΚ 1 και 2 δέχθηκε τη μαρτυρία τους χωρίς εκτεταμένο σχολιασμό. Αναφορικά με τον ΜΚ 3 το δικαστήριο σημείωσε ότι αυτός έχει διαφορές με τους δύο κατηγορούμενους-εφεσείοντες αλλά, παρά τις διαφορές αυτές οι οποίες δεν διέφυγαν καθόλου της προσοχής του δικαστηρίου, θεώρησε ότι ο μάρτυρας αυτός ήταν σταθερός και σαφής κυρίως ως προς το σημείο της μαρτυρίας του ότι στις 13.6.2011, και ώρα 16.50, είδε τον κατηγορούμενο 1-εφεσείοντα 1 να οδηγεί το όχημα που αναφέρεται στις κατηγορίες. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα, στη σελ. 9 της απόφασης του, ότι ο ΜΚ 3 έδωσε την εντύπωση ότι ήταν ειλικρινής ως προς το κύριο επίδικο θέμα, δηλαδή ότι είδε τον κατηγορούμενο 1 να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημα, στη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, στη Γιόλου. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα ενώπιον του στοιχεία έκρινε ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του ΜΚ 3.
Ο κατηγορούμενος 1, πρώτος εφεσείων, κρίθηκε ως μή αξιόπιστος. Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ενώ στην κατάθεση του στην Αστυνομία, η οποία έγινε κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή κοντά στις 13.6.2011, ο κατηγορούμενος 1 ανέφερε ότι στη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα βρισκόταν είτε στο χωριό του, τη Γιόλου, είτε στον κατακλυσμό στην Πάφο, στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου, ήταν σίγουρος ότι βρισκόταν στην Πάφο. Επίσης ο κατηγορούμενος 1-εφεσείων 1 ανέφερε στην κατάθεση του στην Αστυνομία ότι βρισκόταν στο χωριό ή στον κατακλυσμό στην Πάφο, με φίλους του, ενώ στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου ανέφερε ότι βρισκόταν στην Πάφο με μόνον ένα φίλο του και συγκεκριμένα τον ΜΥ 3, Δημοσθένους. Τις ίδιες περίπου αντιφάσεις με αυτές του κατηγορούμενου 1-εφεσείοντα 1 το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε και αναφορικά με την κατάθεση στην Αστυνομία και την προφορική μαρτυρία του κατηγορούμενου 2-εφεσείοντα 2. Ο κατηγορούμενος 2-εφεσείων 2 βάσισε τη μαρτυρία του στο ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο είχε μόνον ένα κλειδί, το οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρατούσε ο ίδιος, ο οποίος βρισκόταν στο χωριό Καπηλειό, στο Τρόοδος. Η μαρτυρία και των δύο κατηγορουμένων απορρίφθηκε.
Ο ΜΥ 1 ανέφερε ότι βρισκόταν με τον κατηγορούμενο 1 στον κατακλυσμό στην Πάφο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά δεν έγινε πιστευτός από το πρωτόδικο δικαστήριο ενόψει του ότι η μαρτυρία του δεν ήταν σταθερή και απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις της κας Μανώλη αναφορικά με την ώρα που αυτός και ο κατηγορούμενος 1 πήραν το λεωφορείο για να επιστρέψουν στη Γιόλου. Στη σεγκεκριμένη ερώτηση ο ΜΥ 1 απάντησε ότι δεν θυμάται αν επέστρεψαν με το λεωφορείο και τι ώρα ακριβώς ήταν.
Αναφορικά με τη νομική πτυχή, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μία-μία τις τέσσερις κατηγορίες που αντιμετώπισε ο εφεσείων 1 και τη μια κατηγορία που αντιμετώπισε ο εφεσείων 2. Η πρώτη κατηγορία αποδείχθηκε με βάση τη μαρτυρία του αξιόπιστου μάρτυρα ΜΚ 3, ο οποίος είδε τον εφεσείοντα 1, ο οποίος είχε μόνο μαθητική άδεια οδηγού, να οδηγεί το συγκεκριμένο όχημα, τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα, χωρίς να συνοδεύεται οπό οποιοδήποτε αδειούχο άτομο. Η κατηγορία 2 επίσης αποδείχθηκε ενόψει του ότι το αυτοκίνητο δεν καλύπτετο από ασφάλεια έναντι τρίτου. Η τρίτη κατηγορία επίσης αποδείχθηκε διότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο δεν είχε άδεια κυκλοφορίας και η τέταρτη κατηγορία αποδείχθηκε εφόσον ουδείς εκ των κατηγορουμένων ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος 1 οδηγούσε το όχημα κατά τον ουσιώδη χρόνο με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του, δηλαδή του εφεσείοντα 2.
Ως προς την κατηγορία που αντιμετώπισε ο εφεσείων 2, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τη χρήση του οχήματος από μή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, αυτό συνιστά τεκμαιρόμενη απόδειξη ενοχής του ιδιοκτήτη, ότι δεν έλαβε δηλαδή τα δέοντα μέτρα, εκτός αν ο ιδιοκτήτης αποδείξει ότι έλαβε όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα για αποτροπή μή εξουσιοδοτημένης χρήσης του αυτοκινήτου του. Στην προκείμενη περίπτωση η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τη χρήση του οχήματος από μή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και επομένως το βάρος της απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα 2, ο οποίος απέτυχε να δώσει αξιόπιστη μαρτυρία για να αποσείσει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το προαναφερόμενο βάρος απόδειξης που είχε. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε και αυτή η κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα 2.
Ενώπιον μας οι εφεσείοντες ανέπτυξαν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν την πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένη, με αγόρευση του εφεσείοντα 2, την οποία υιοθέτησε και ο εφεσείων 1. Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης θέτουν ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθότι το δικαστήριο ανέβαλε σε πολλές περιπτώσεις την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής χωρίς οι εφεσείοντες να έχουν οποιαδήποτε ευθύνη για τις αναβολές. Κατά συνέπεια, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, παραβιάστηκε το δικαίωμα τους για εκδίκαση της υπόθεσης τους εντός ευλόγου χρόνου και κατ΄ επέκταση παραβιάστηκε το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη. Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης προσβάλλονται ουσιαστικά τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Με τον λόγο έφεσης 9 προσβάλλεται και η ποινή ως έκδηλα υπερβολική αλλά αυτό το θέμα δεν προωθήθηκε σήμερα ενώπιον του Εφετείου και θεωρούμε ότι ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε.
Ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των ευρημάτων του δικαστηρίου, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι άμεμπτη. Το πρωτόδικο δικαστήριο λεπτομερώς και ενδελεχώς εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία, αιτιολόγησε δεόντως τα ευρήματα του και δεν υπάρχει οτιδήποτε για το οποίο το Εφετείο θα δικαιολογείτο να επέμβει. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνον σε ακραίες περιπτώσεις στις οποίες η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αδικαιολόγητα, αλλά η προκείμενη περίπτωση σίγουρα δεν εμπίπτει στην κατηγορία των υποθέσεων που επεμβαίνει το Εφετείο.
Εκείνο, όμως, που μας απασχόλησε ιδιαίτερα στην παρούσα υπόθεση είναι το ζήτημα της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης, και το γεγονός ότι ζήτημα μή δίκαιης δίκης, λόγω καθυστέρησης, τέθηκε ενώπιον του ευπαιδεύτου πρωτόδικου Δικαστή αλλά στην απόφασή του δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα αυτό.
Καταρχάς, με λύπη παρατηρούμε ότι η παρούσα υπόθεση, που ήταν μια απλή υπόθεση τροχαίων παραβάσεων κατά κύριο λόγο, αναβλήθηκε πολλές φορές από το πρωτόδικο δικαστήριο λόγω ελλείψεως χρόνου και προφανώς λόγω κακού προγραμματισμού, χωρίς να ευθύνονται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η Κατηγορούσα Αρχή και οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες. Η υπόθεση, η οποία αφορά σε αδικήματα που συνέβησαν την 13.6.2011, καταχωρήθηκε στις 27.4.2012 και αρχικώς ορίστηκε για ακρόαση στις 15.6.2012. Στις 15.6.2012 οι κατηγορούμενοι κατηγορήθηκαν, δεν παραδέχθηκαν και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 19.6.2012. Από τις 19.6.2012 η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένως, για ακρόαση, μέχρι τις 12.2.2014. Συγκεκριμένα στις 19.6.2012 αναβλήθηκε ενόψει του βεβαρυμένου προγράμματος του δικαστηρίου, για τις 28.6.2012. Στις 28.6.2012 αναβλήθηκε και πάλι επειδή το δικαστήριο ήταν απασχολημένο στην εκδίκαση άλλων υποθέσεων, για τις 12.9.2012. Στις 12.9.2012 αναβλήθηκε και πάλι επειδή το δικαστήριο ήταν απασχολημένο σε άλλη υπόθεση, για τις 16.11.2012. Στις 16.11.2012 αναβλήθηκε επειδή το δικαστήριο ήταν απασχολημένο σε συνεχιζόμενη ακρόαση, για τις 19.2.2013. Στις 19.2.2013 αναβλήθηκε και πάλι, λόγω φόρτου εργασίας του δικαστηρίου, για τις 29.5.2013. Στις 29.5.2013 και πάλι αναβλήθηκε επειδή το δικαστήριο ήταν απασχολημένο σε συνεχιζόμενη ακρόαση, για τις 31.10.2013. Στις 31.10.2013 αναβλήθηκε και πάλι, λόγω άλλης απασχόλησης του δικαστηρίου, για τις 12.2.2014. Τελικά η υπόθεση ακούστηκε ενώπιον διαφορετικού Δικαστή, ο οποίος εξέδωσε την απόφαση του την 21.3.2014.
Η συνταγματική επιταγή είναι ότι οι υποθέσεις εκδικάζονται εντός ευλόγου χρόνου και ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση και πολλές αναβολές που, αν γινόταν καλύτερος προγραμματισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης απολήγει σε αδικία. Οι καθυστερήσεις κρίθηκαν ως εντελώς ανεπιθύμητες, στο δικαστικό μας σύστημα, από τη δεκαετία του 1960. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην υπόθεση The Attorney-General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co. Ltd and Others (1966) 2 CLR, 25. Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση, του Γ.Μ. Πική, στις σελ. 237-239, αναφέρεται νομολογία σχετική με το ανεπιθύμητο των αναβολών των ποινικών υποθέσεων. Συγκεκριμένα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 ΑΑΔ, 512, στην οποία τονίστηκε ότι η αξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου συναρτάται άμεσα με την αποτελεσματικότητα μηχανισμών για την προστασία τους και το χρόνο μέσα στον οποίο η δικαιοσύνη διεκπεραιώνει το έργο της.
Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, 294, τονίστηκε ότι τί συνιστά εύλογο χρόνο για την αποπεράτωση δίκης, με την έκδοση δικαστικής απόφασης για τον καθορισμό ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, εξαρτάται από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Στην υπόθεση Ευσταθίου (ανωτέρω) κρίθηκε ότι χρόνος 3 ετών, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση πρωτόδικης απόφασης, υπό τις περιστάσεις της απλής εκείνης υπόθεσης, παραβίαζε το δικαίωμα του εφεσείοντα για διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.
Στην πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ηλία Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ, 376, το Εφετείο επελήφθη εφέσεως στην οποία το χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει από την ημερομηνία καταχώρισης του κατηγορητηρίου μέχρι την πρωτόδικη απόφαση ήταν 5 χρόνια και 3 μήνες. Παρατήρησε ότι επρόκειτο για χρονικό διάστημα που, εξόφθαλμα, καταδεικνύει το εύρος του απαράδεκτου χειρισμού του οποίου έτυχε η υπόθεση. Το κρίσιμο όμως ερώτημα που απασχόλησε το Εφετείο ήταν το κατά πόσον, από μόνη της, η καθυστέρηση, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων παραμέτρων, που να καθιστούν τη δίκη που διεξήχθη μή δίκαιη, μπορούσε να οδηγήσει σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθα στην απαλλαγή του κατηγορουμένου, όπως είχε γίνει πρωτοδίκως, στην υπόθεση εκείνη. Το Εφετείο απάντησε το ερώτημα αρνητικά. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου, δεν εξετάζεται in abstracto, αόριστα δηλαδή. Αυτό τίθεται κάτω από τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων που να φανερώνουν ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Η διαπίστωση των εγγενών αδυναμιών ή των δυσμενών επιπτώσεων που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ο κατηγορούμενος, λόγω της καθυστέρησης, γίνονται κατά τη διεξαγωγή και στα πλαίσια της δίκης.
Έχοντας υπόψιν όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, διαπιστώνουμε, αφενός, την καθυστέρηση και τις πολλές αναβολές, που αδικαιολόγητα έγιναν στην προκείμενη περίπτωση. Διαπιστώνουμε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί, στην απόφαση του, σ΄ αυτό το εγερθέν ζήτημα, της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης σε συνάρτηση με το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη. Παρατηρούμε όμως ότι οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες δεν έδωσαν οποιοδήποτε λόγο ή οποιοδήποτε ουσιαστικά στοιχείο για το οποίο η προαναφερόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής προκάλεσε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων τους σε δίκαιη δίκη ή οποιαδήποτε αδικία σ΄ αυτούς. Οι εφεσείοντες αναφέρθηκαν, γενικά και αόριστα, σε κάποια οικονομική επιβάρυνση την οποία είχαν, λόγω των αναβολών, και κάποιο ψυχολογικό επηρεασμό τους εξαιτίας της ταλαιπωρίας την οποία υπέστησαν, αλλά δεν έδωσαν οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και οι αναβολές, κατέληξαν σε παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος τους ή σε αδικία γι΄ αυτούς.
Το Εφετείο εξέτασε το ζήτημα αυτό, όπως είχε εξουσία να πράξει, δεδομένου του γεγονότος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του σ΄ αυτό το θέμα. Εξετάσαμε δηλαδή, με προσοχή, το κατά πόσον η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε παραβίασε τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατηγορουμένων-εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην προκείμενη περίπτωση. Δεν έχουμε δηλαδή εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο η καθυστέρηση κατέληξε σε αδικία εις βάρος των εφεσειόντων.
Υπό τις περιστάσεις της απλής αυτής υπόθεσης τροχαίων παραβάσεων, δεν έχουμε εντοπίσει ότι απωλέσθηκε ή επηρεάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή ότι, καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο, επηρεάστηκαν δυσμενώς οι εφεσείοντες στην προβολή της υπεράσπισής τους, λόγω των αναβολών και της καθυστέρησης. Αντίθετα είχαν όλη την ευκαιρία, οι εφεσείοντες, να ακουστούν από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια, εξέτασε την ενώπιόν του μαρτυρία, την αξιολόγησε, προέβη σε ευρήματα, εφάρμοσε ορθά το νόμο επί των ευρημάτων στα οποία ορθά κατέληξε και η τελική απόφαση του δικαστηρίου ήταν, υπό τις περιστάσεις, ορθή και δίκαιη κατά την κρίση μας.
Ολοκληρώνοντας, σημειώνουμε ότι η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και η ταλαιπωρία των εφεσειόντων λήφθηκε δεόντως υπόψιν από το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, η οποία ήταν, ανάλογα, επιεικής.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε όλους του λόγους έφεσης ως αβάσιμους και τους απορρίπτουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.