ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B531
(2016) 2 ΑΑΔ 1165
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 135/2014
(ΣΧ. ΜΕ 138/2014)
22 Νοεμβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.Δ]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητη.
------------------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 138/2014
(ΣΧ. ΜΕ 135/2014)
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
- ΚΑΙ -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Εφεσίβλητη.
------------------------
Α. Ζαχαρίου με Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Πική, για τον Εφεσείοντα στην 135/2014.
Η. Στεφάνου με Α. Χρίστου, για τον Εφεσείοντα στην 138/2014.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:- Οι αντίστοιχες εφέσεις των εφεσειόντων, στρέφονται εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου με την οποία τους επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης, κατόπιν παραδοχής τους, σε αριθμό κατηγοριών, για σεξουαλικής φύσεως, κυρίως, αδικήματα. Παραπονούμενες ήταν δύο ανήλικες, αναφορά στις οποίες θα γίνεται στη συνέχεια χωρίς αυτές να κατονομάζονται, χάριν προστασίας της ταυτότητας τους.
Συγκεκριμένα, ο εφεσείων στην έφεση 135/2014, Κωνσταντίνος Λευκαρίτης (στη συνέχεια ο Εφεσείων 1), κρίθηκε ένοχος σε τέσσερεις κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού (κατηγορίες 8, 9, 12 και 13) κατά παράβαση του άρθρου 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/07. Η σεξουαλική εκμετάλλευση που αφορούσαν οι κατηγορίες 8 και 9, τις οποίες οι δύο εφεσείοντες αντιμετώπιζαν από κοινού, συνίστατο σε σεξουαλική επαφή του εφεσείοντα 1 με την ΑΑ ηλικίας τότε 15 ½ ετών, και τη ΒΝ ηλικίας τότε 14 ½ ετών, μεταξύ 27.4.2014 και 28.4.2014, αφού προηγουμένως οι εφεσείοντες τους πρόσφεραν χρήματα για το σκοπό αυτό. Η κατηγορία 12 αφορούσε σε 6 περιπτώσεις στις οποίες ο Εφεσείων 1 ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την ανήλικη ΒΝ, ηλικίας τότε 13½ - 14 ετών, σε χρονική περίοδο διάρκειας έξι μηνών· η κατηγορία 13 αφορούσε σε άλλες 12 περιπτώσεις σεξουαλικής επαφής του ίδιου εφεσείοντα, με την ίδια ανήλικη, σε χρονική περίοδο επίσης έξι μηνών, όταν αυτή ήταν ηλικίας 14-14½ ετών. Στον εν λόγω εφεσείοντα επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 5 ετών σε κάθε μία από τις πρώτες δύο κατηγορίες (8 και 9) και 7 ετών σε κάθε μία από τις υπόλοιπες δύο κατηγορίες (12 και 13), οι οποίες διατάχθηκε όπως συντρέχουν μεταξύ τους. Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε, περαιτέρω, όπως η έκτιση των ποινών (α)στις κατηγορίες 8 και 9 και (β) στις κατηγορίες 12 και 13 γίνει διαδοχικά, έτσι ώστε, συνολικά, οι επιβληθείσες ποινές να ανέρχονται στα δώδεκα χρόνια φυλάκισης.
Ο εφεσείων στην έφεση 138/2014, Νίκος Νικολάου (στη συνέχεια ο Εφεσείων 2), κρίθηκε ένοχος σε κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 16 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 2), σε κατηγορίες κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και προμήθειας του ίδιου ελεγχόμενου φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο αντίστοιχα, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν.29/77 (κατηγορίες 4 και 5 αντίστοιχα) και σε τρεις κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 10 του Ν.87(Ι)/2007 (κατηγορίες 8, 9 και 15 αντίστοιχα). Το αδίκημα της κατηγορίας 2 συνίστατο στο ότι στις 27.4.2014 ήρθε σε συνουσία με την ανήλικη ΑΑ, ηλικίας τότε 15½ ετών, ενώ η κατηγορία 4 αφορούσε σε κατοχή 4.5 γραμμαρίων κοκαϊνης και η κατηγορία 5 αφορούσε στην προμήθεια της ΑΑ με 0.2 γραμμάρια κοκαΐνης. Η σεξουαλική εκμετάλλευση, στην οποίαν αφορούν οι κατηγορίες 8 και 9, συνίστατο στο ότι, κατόπιν συμφωνίας με τον Εφεσείοντα 1, ο Εφεσείων 2 μετέφερε τις ανήλικες, έναντι χρηματικής αμοιβής, στο σπίτι του πρώτου, όπου αυτός ήλθε σε συνουσία μαζί τους έναντι χρηματικής αμοιβής. Σύμφωνα, δε, με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας 15, ο Εφεσείων 2, σε άγνωστη ημερομηνία, κατά τον Μάρτιο 2013, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικώς την ΒΝ, μεταφέροντάς την, κατόπιν συμφωνίας με τον Εφεσείοντα, στην οικία του, έναντι αμοιβής, όπου ο τελευταίος ήλθε σε συνουσία μαζί της έναντι αμοιβής.
Στον Εφεσείοντα 2 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους στην κατηγορία 2, έξι μηνών στην κατηγορία 4, ενός έτους στην κατηγορία 5, 3½ ετών σε κάθε μία από τις κατηγορίες 8 και 9 και 4½ ετών στην κατηγορία 15. Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως οι ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 2, 5, 8 και 15 είναι διαδοχικές μεταξύ τους, ενώ η ποινή στην κατηγορία 4 να συντρέχει με εκείνη που επιβλήθηκε στην κατηγορία 5 και η ποινή στην κατηγορία 9 να συντρέχει με αυτή που επιβλήθηκε στην κατηγορία 8, έτσι ώστε η ποινή φυλάκισης που θα εκτίσει ο εφεσείων 2 να ανέρχεται συνολικά στα 10 χρόνια φυλάκισης.
Παραθέτουμε τα ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του, χωρίς όμως, αναφορά στα ονόματα των παραπονούμενων:
«.Η ΒΝ είναι τέκνο οικονομικών μεταναστών από τη Βουλγαρία, χαμηλής εισοδηματικής κατάστασης ενώ η παραπονούμενη ΑΑ, είναι τέκνο διαζευγμένων γονέων με χαμηλά εισοδήματα και έχει 10 αδέλφια. Στο παρελθόν τέθηκε υπό τη φροντίδα των Κοινωνικών Υπηρεσιών του Κράτους και διέμενε σε Παιδική Στέγη. Την επιμέλεια της ανέλαβε, από το 2012, η μητέρα της. Υπήρξε χρήστης ναρκωτικών και εντάχθηκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Από τον Ιούνιο 2012, η ΒΝ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον κατηγορούμενο 1 (Νίκο Νικολάου). Στις αρχές Μαρτίου 2013, οι δύο κατηγορούμενοι συμφώνησαν μεταξύ τους όπως ο Νίκος Νικολάου (κατηγορούμενος 1), παραλάβει από τη Λευκωσία την ΒΝ για να την μεταφέρει στη Λάρνακα, όπου ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης), διατηρούσε διαμέρισμα, ώστε ο τελευταίος να έρθει σε συνουσία μαζί της έναντι χρηματικής αμοιβής. Όταν η ΒΝ μεταφέρθηκε από τον κατηγορούμενο 1 (Νίκο Νικολάου), στο διαμέρισμα του κατηγορούμενου 2 (Κωνσταντίνου Λευκαρίτη), ο τελευταίος ήρθε σε συνουσία μαζί της, αφού της προσέφερε ως αμοιβή το ποσό των €200. Όπως είχε συμφωνηθεί, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), έλαβε από τον κατηγορούμενο 2 (Κωνσταντίνο Λευκαρίτη), το ποσό των €50, ως αντάλλαγμα για τη μεταφορά της ΒN στη Λάρνακα. Μετά το περιστατικό αυτό και μέχρι την 12.9.13, η ΒN μετέβη στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου 2 (Κωνσταντίνου Λευκαρίτη), 6 φορές και ερχόταν σε συνουσία μαζί του έναντι χρηματικής αμοιβής που κυμαινόταν μεταξύ €170 και €200, την κάθε φορά, ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης), της προσέφερε και δώρα. Από την 13.9.13 μέχρι την 1.4.14, η παραπονούμενη ΒN μετέβη 12 επιπλέον φορές στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου 2 (Κωνσταντίνου Λευκαρίτη), κατά τις οποίες ερχόταν σε συνουσία μαζί του έναντι ποσού €170-€200, την κάθε φορά. Στις 26.4.14, η παραπονούμενη ΑA, γνώρισε μέσω της ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης «Facebook», τον κατηγορούμενο 1 (Νίκο Νικολάου) και συμφώνησαν να συναντηθούν. Περί την 20:00 της μέρας εκείνης, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), μετέβη στη Λάρνακα όπου και συνάντησε την παραπονούμενη ΑA σε συγκεκριμένο σημείο που είχε προκαθοριστεί. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), μετέφερε με το όχημα του την ΑA στο διαμέρισμα του το οποίο βρισκόταν στην Έγκωμη της Επαρχίας Λευκωσίας. Εντός του διαμερίσματος, η παραπονούμενη ΑA έκανε χρήση 0,2 γραμμαρίων κοκαΐνης την οποία προμηθεύτηκε από τον κατηγορούμενο 1 (Νίκο Νικολάου), ο οποίος είχε στην κατοχή του 4,5 γραμμάρια κοκαΐνης. Αργότερα και περί ώρα 04:00 της 27.4.14, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), ήρθε σε συνουσία με την ΑA. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η ΒN μετέβη στο διαμέρισμα του κατηγορούμενου 1 (Νίκου Νικολάου), στο οποίο εξακολουθούσε να βρίσκεται η ΑA. Στο μεταξύ, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), είχε επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο 2 (Κωνσταντίνο Λευκαρίτη) και συμφώνησαν όπως ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου), μεταφέρει τις δύο ανήλικες ΑA και ΒN, σε διαμέρισμα του κατηγορούμενου 2 (Κωνσταντίνου Λευκαρίτη), το οποίο βρισκόταν στην περιοχή Μακένζυ στη Λάρνακα, ώστε ο τελευταίος να έρθει σε συνουσία μαζί τους έναντι χρηματικής αμοιβής. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης), θα έδιδε στον κατηγορούμενο 1 (Νίκο Νικολάου), το ποσό των €150, ως αντάλλαγμα για τη μεταφορά των δύο ανήλικων παραπονούμενων, ενώ θα πλήρωνε την κάθε μία από αυτές με το ποσό των €150, ώστε να συνευρεθούν ερωτικά μαζί του. Περί ώρα 22:40, της ίδιας μέρας, ο κατηγορούμενος 1 (Νίκος Νικολάου),μαζί με τις παραπονούμενες ΒN και ΑA, έφτασαν στην πολυκατοικία όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του κατηγορούμενου 2 (Κωνσταντίνου Λευκαρίτη). Οι παραπονούμενες, κατόπιν καθοδήγησης του κατηγορούμενου 1 (Νίκου Νικολάου), υπό την έννοια ότι τις ενημέρωσε πως τους περίμενε πάνω ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης) - αφού μια από τις δυο γνώριζε το διαμέρισμα από προηγουμένως (όπως εξειδίκευσε κατά την αγόρευση του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του κατηγορούμενου 1) - ανέβηκαν στο εν λόγω διαμέρισμα και εισήλθαν σε αυτό από τη μισάνοικτη πόρτα. Συνάντησαν στο σαλόνι τον κατηγορούμενο 2 (Κωνσταντίνο Λευκαρίτη) και αυτός τις οδήγησε στο υπνοδωμάτιο, όπου οι παραπονούμενες του έκαναν στοματικό έρωτα. Ακολούθως, χωρίς τη χρήση προφυλακτικού, ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης), ήρθε διαδοχικά σε συνουσία με τις δύο παραπονούμενες, οι οποίες είχαν εμμηνόρροια. Όταν ολοκληρώθηκε η ερωτική συνεύρεση με τις δύο παραπονούμενες, ο κατηγορούμενος 2 (Κωνσταντίνος Λευκαρίτης), έδωσε στη ΒN το ποσό των €50, αναφέροντας ότι δεν είχε μαζί του άλλα χρήματα.»
Αναλόγως της χρονικής στιγμής διάπραξης των αδικημάτων, η ΒΝ, η οποία γεννήθηκε την 13.9.1999, είχε ηλικία μεταξύ 13½ και 14½ ετών, ενώ η ΑΑ, γεννηθείσα την 25.9.1998, είχε ηλικία 15 ετών και 7 μηνών. Οι εφεσείοντες, ήταν ηλικίας 55 ο 1ος και 33 ετών ο 2ος.
Και οι δύο εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της ποινής που τους επιβλήθηκε, θεωρώντας την έκδηλα υπερβολική τόσο στο σύνολο της όσο και για κάθε κατηγορία ξεχωριστά. Περαιτέρω, ο εφεσείων 2 θεωρεί λανθασμένη την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι δικαιολογείτο η επιβολή στον ίδιο διαδοχικών ποινών στις κατηγορίες 2, 5, 8 και 15, ενώ ο εφεσείων 1 παραπονείται και για άνιση μεταχείριση του σε σχέση με τον συγκατηγορούμενο του, εφεσείοντα 2, και εσφαλμένη καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου επί των γεγονότων. Τις παραπάνω θέσεις των εφεσειόντων προώθησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους με τις ικανές και εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους.
Από την άλλη πλευρά, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, αφού επεσήμανε ότι πρόκειται για την πρώτη περίπτωση που το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στοιχειοθετείται μέσω της καταβολής χρημάτων σε ανήλικα πρόσωπα για να έλθουν σε συνουσία, στοιχείο επιβαρυντικό, χαρακτήρισε την επιβληθείσα ποινή των 12 ετών στον εφεσείοντα 1 ως «αυστηρότατη» αλλά ορθή, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι έκδηλα υπερβολική ούτε εξουθενωτική.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε ενδελεχώς και σε λεπτομέρεια όλα τα ενώπιον του στοιχεία με σκοπό να καταλήξει στην αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή. Αναφέρθηκε στις μέγιστες προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές για τα επίδικα αδικήματα, επισημαίνοντας πως η σοβαρότητα και η κοινωνική απαξίωση και αποστροφή που συνοδεύει τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, καταδεικνύεται και από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή της εικοσαετούς φυλάκισης. Η «άκρως ανησυχητική συχνότητα» με την οποία τα αδικήματα αυτά διαπράττονται, επέτεινε, κατά το Κακουργιοδικείο, την αναγκαιότητα αποτρεπτικής αντιμετώπισης τους, χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται το καθήκον του δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, το οποίο επέβαλλε την προσέγγιση κάθε περίπτωσης στη βάση των δικών της γεγονότων και κάθε κατηγορούμενου αναλόγως των προσωπικών και άλλων περιστάσεων του.
Καταγράφεται, στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, μεγάλος αριθμός παραγόντων οι οποίοι προσμέτρησαν για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Υποστηρίζοντας τη θέση του ως προς το υπερβολικό της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 1, ο κ. Παπαϊωάννου, εισηγήθηκε ότι δεν προσδόθηκε από το Κακουργιοδικείο, η δέουσα σημασία στην άμεση παραδοχή και έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσείοντα 1, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, δικαιολογούσε σημαντική έκπτωση στην ποινή, ούτε στην απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων που παρατίθενται στο άρθρο 12 του Ν.87(Ι)/2007, ειδικότερα ότι για τη διάπραξη των αδικημάτων δεν χρησιμοποιήθηκε βία, σωματική ή ψυχική, ενώ η σεξουαλική πράξη δεν ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Ούτε στο λευκό ποινικό μητρώο και τον προηγούμενο καλό χαρακτήρα του εφεσείοντα 1, προσδόθηκε η δέουσα σημασία, αλλά ούτε και στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, στις επιπτώσεις της ποινής στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, αφού ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού του στις φυλακές απώλεσε την εργασία του ως διευθυντικό στέλεχος εταιρείας καθώς και απολαβές ύψους €360.000 περίπου ετησίως, πράγμα καταστροφικό για τον ίδιο και την οικογένεια του. Επίσης δεν ελήφθη δεόντως υπόψη, εισηγήθηκε ο κ. Παπαϊωάννου, η επιζήμια και ψευδής δημοσιότητα και ο βάναυσος προπηλακισμός που υπέστη ο συγκεκριμένος εφεσείων από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία τον εξέθεσαν σε δημόσια χλεύη και αποστροφή. Πέραν τούτων, το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα επί των γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα ότι οι εφεσείοντες εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή οικονομική κατάσταση των ανήλικων θυμάτων τους «πατώντας επί των ερειπίων τους», στην απουσία μαρτυρίας ότι ο εφεσείων 1 γνώριζε για τη δεινή τους οικονομική κατάσταση. Πρόσθετα, υπάρχει «δυσαρμονία» μεταξύ της ποινής των 5 ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα 1 στην κατηγορία 8, που αφορούσε σε μόνο ένα περιστατικό σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ΑΑ ηλικίας τότε 15½ χρονών, και της ποινής των 7 ετών φυλάκισης που του επιβλήθηκε για τη συμπεριφορά του έναντι της ΒΝ, όταν ήταν ηλικίας μεταξύ 13½ και 14½ ετών, η οποία αφορούσε σε σεξουαλική συνεύρεση σε 18 περιπτώσεις.
Η συζήτηση της έφεσης του εφεσείοντα 1, από πλευράς των συνηγόρων του, συμπληρώθηκε με την αγόρευση του κ. Πική, επί της αγγλικής νομολογίας αναφορικά με το θέμα της ποινής για σεξουαλικής φύσης αδικήματα, του είδους που εδώ απασχολούν, και τη σχέση της με την κυπριακή νομολογία, με ιδιαίτερη αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές του Sexual Offences Definitive Guideline του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών (Sentencing Council) της Αγγλίας.
Ο κ. Στεφάνου για τον εφεσείοντα 2, υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη αποτροπής, αγνοώντας μια σειρά από μετριαστικούς παράγοντες που θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην επιβολή μικρότερης διάρκειας ποινής φυλάκισης στα επιμέρους αδικήματα και να προσμετρήσουν καθοριστικά στο συνολικό ύψος της ποινής. Το Κακουργιοδικείο δεν αντίκρισε ορθά, στο σύνολό τους, τόσο τις προσωπικές περιστάσεις, όσο και τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων από τον εφεσείοντα 2, με αποτέλεσμα, κάθε μια από τις επιβληθείσες ποινές να μην έχει επαρκώς εξατομικευτεί. Παρέπεμψε, κυρίως, στην παραδοχή του εφεσείοντα 2 στις ανακριτικές αρχές και την ουσιαστική συνεργασία του στον εντοπισμό της ΒΝ, μέσω του παραπόνου της οποίας ο ίδιος αντιμετώπισε τις κατηγορίες 8 και 15. Αναφορικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση των παραπονούμενων, εισηγήθηκε ότι, ο εφεσείων 2 είχε μειωμένο ρόλο, αυτό του μεταφορέα (δύο φορές στην περίπτωση της ΒΝ και μία στην περίπτωση της ΑΑ), μετά από πρόσκληση του εφεσείοντα 1, τονίζοντας ότι η ΒΝ είχε μεταβεί η ίδια και σε άλλες περιπτώσεις για να συναντήσει τον εφεσείοντα 1. Στο διαμέρισμα του, στο οποίο μετέφερε την ΑΑ, με τη συναίνεση της, είχε μικρή ποσότητα ναρκωτικών ουσιών από την οποία έκανε χρήση και η ΑΑ. Την επομένη, όμως, όντας νηφάλιος, ο εφεσείων προσπάθησε να νουθετήσει την ΑΑ αναφορικά με τη χρήση ναρκωτικών, καλώντας και την ΒΝ στο διαμέρισμα του για να της μιλήσει.
Μελετήσαμε με προσοχή το Sexual Offences Definitive Guideline και μπορούμε να προβούμε στα ακόλουθα σχόλια και παρατηρήσεις:
Το Guideline, το οποίο δεν είναι θεσμοθετημένο, ούτε δεσμευτικό, κατηγοριοποιεί τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον παιδιών, εντάσσοντας τα σε τρεις κατηγορίες 1-3 (ή A - C), ανάλογα με τη σοβαρότητα τους, με πιο σοβαρή την πρώτη. Για το αδίκημα του άρθρου 10 του Ν.87(Ι)/2007, προνοείται ανώτατη ποινή φυλάκισης 20 ετών, ενώ για το αντίστοιχο αδίκημα στην Αγγλία προνοείται ανώτατη ποινή φυλάκισης 14 ετών (Δέστε άρθρο 9 του Sexual Offences Act 2003). Πρόκειται για αδίκημα που εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία του Guideline. Βέβαια, θεωρούμε ότι μεγαλύτερη βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής έχουν τα περιστατικά που περιβάλλουν κάθε υπόθεση και τον αδικοπραγούντα και όχι η ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή η οποία, όμως, αντανακλά τη σοβαρότητα που ο νομοθέτης αποδίδει στο συγκεκριμένο αδίκημα. Τόσο στην Αγγλία, όσο και στην Κύπρο, ο βαθμός ενοχής (culpability) θεωρείται μεγαλύτερος, όταν, μεταξύ άλλων, υπάρχει, όπως εδώ, σημαντική ηλικιακή διαφορά μεταξύ του θήτη και του θύματος. Σε αντίθεση με το αδίκημα του άρθρου 10 του Ν.87(Ι)/2007, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, στην έννοια του οποίου εμπεριέχεται η προσφορά χρημάτων ή άλλου είδους αμοιβών ή παροχών, στο αντίστοιχο (στην Αγγλία) αδίκημα, του άρθρου 9 του Sexual Offences Act 2003 (sexual activity with a child), η εμπορική εκμετάλλευση του παιδιού αποτελεί ξεχωριστό επιβαρυντικό παράγοντα.
Η αγγλική νομολογία, γενικά προσφέρει μη δεσμευτική καθοδήγηση αναφορικά με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στο θέμα της ποινής, και σε σειρά αποφάσεων τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας υιοθέτησαν και εφάρμοσαν, στην επιμέτρηση της ποινής, τις αρχές της Αγγλικής νομολογίας. Το δικαστικό προηγούμενο, όμως, όπως επισημάνθηκε στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 (την οποία αναφέρει και το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του) δεν παρέχει πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση. Αυτό, για το λόγο ότι:
«.παρόλο που [οι υποθέσεις] μπορεί να παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοϊνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις. Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές. Στη Βρετανία επικράτησε η πρακτική να παρέχονται από καιρού εις καιρόν κατευθυντήριες γραμμές σε συμπυκνωμένη μορφή σχετικά με τη φύση και το εύρος των ποινών. Τα σεξουαλικά αδικήματα δεν αποτελούν εξαίρεση: βλ. π.χ. R. ν.Billam [1986] 1 All E.R. 985.
Όντως, όπου διαφαίνεται η τάση, πάνω σε στέρεες βάσεις, μπορεί να διαμορφωθεί ένα είδος ταρίφας. Όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αποστέωση της εξουσίας του δικαστηρίου μπροστά στη ζωντανή πραγματικότητα που εμφανίζει κάθε υπόθεση με τις ιδιαιτερότητες της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα ισχύσει η διατίμηση, όπου υπάρχουν ουσιαστικές ομοιότητες. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί, παρόλο που τα ανθρώπινα επαναλαμβάνονται, είναι ανιχνεύσιμες διαφορές και λεπτομέρειες που προσδίδουν στο προηγούμενο άλλη, διαφοροποιημένη, διάσταση. Τα λέγουμε αυτά όχι για να μειώσουμε την μεγάλη προσπάθεια του συνηγόρου, να μας ενημερώσει για κάθε τι σχετικό, αλλά για να θέσουμε τις παραμέτρους της χρήσιμης καταφυγής στο προηγούμενο.»
Παρόλο που το Guideline είναι γενικά υποβοηθητικό και μπορεί να λεχθεί ότι σε γενικές γραμμές προσδιορίζει ως αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής το 1/3 περίπου της ανώτατης, προβλεπόμενης από το Νόμο ποινής, δεν θεωρούμε ότι από μόνο του προσφέρει ιδιαίτερη καθοδήγηση και βοήθεια για τα ερωτήματα που προκύπτουν ενώπιον μας, στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με το ύψος της ποινής στην κάθε κατηγορία, πέραν από τις κατευθυντήριες αρχές που έχει καθιερώσει η δική μας νομολογία για αδικήματα σεξουαλικής φύσεως. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με αγγλική νομολογία, η αφετηρία αφορά στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάζεται μετά από ακροαματική διαδικασία, ενώ κατηγορούμενος ο οποίος παραδέχεται ενοχή με την πρώτη ευκαιρία, δικαιούται σε έκπτωση του ενός τρίτου της ποινής αφετηρίας (R. v. Naish [2010] 2 Cr. App. R (S) 106[1]). Eπίσης, η βάση του φάσματος ποινών (range), αφορά σε μεμονωμένες περιπτώσεις σεξουαλικής επαφής. Εάν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί για αριθμό επαναλαμβανόμενων παραπτωμάτων, μπορεί να αναμένει ότι η ποινή που θα του επιβληθεί θα ευρίσκεται προς ή στην κορυφή της κλίμακας (R. v Pipe [2014] EWCA Crim 2570[2] ).
Η δικαστική διεργασία για την επιμέτρηση της ποινής δεν είναι εύκολη. Πρώτιστος στόχος του Δικαστηρίου είναι να σταθμίσει και συνεκτιμήσει όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων της επίδρασης της εγκληματικής συμπεριφοράς στο θύμα, των περιστάσεων του κατηγορούμενου, αλλά και του δημοσίου συμφέροντος για επισήμανση της αποδοκιμασίας της κοινωνίας, ώστε να φθάσει, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, στην καταλληλότερη και πλέον αρμόζουσα και δίκαιη ποινή. Το Εφετείο, εξετάζοντας την ορθότητα της ποινής, δεν πρέπει να υποκαθιστά την κρίση του με εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνει ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή όταν κρίνεται αντικειμενικά ως έκδηλα υπερβολική, ή έκδηλα ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου.
Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της.
Επιμετρώντας την ποινή, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε όλους τους παράγοντες που επιδρούν και επηρεάζουν την έκταση της. Υπήρχαν παράγοντες που καθιστούσαν την υπόθεση ιδιαίτερα σοβαρή, όπως η επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντα 1 με μία εκ των δύο θυμάτων, και μάλιστα το μικρότερο, καθώς και η μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους εφεσείοντες και τα θύματα. Υπήρχαν όμως υπέρ των εφεσειόντων και σοβαροί μετριαστικοί παράγοντες, με κυριότερο αυτό της άμεσης και πλήρους παραδοχής και μεταμέλειας τους, στον οποίο δεν δόθηκε, ουσιαστικά, η δέουσα βαρύτητα.
Από τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα 1 προώθησε προς μείωση της ποινής του, μπορεί να προσμετρήσει υπέρ του η απουσία γνώσης εκ μέρους του για τη δεινή οικονομική κατάσταση των ανηλίκων θυμάτων, την οποία, κατά το Κακουργιοδικείο, οι εφεσείοντες «δεν δίστασαν να εκμεταλλευτούν», φράση η οποία ενέχει το στοιχείο της γνώσης, για τις περιστάσεις των θυμάτων. Η ύπαρξη τέτοιας γνώσης, αποτελεί, ασφαλώς, επιβαρυντικό παράγοντα και έτσι αντιμετωπίστηκε από το Κακουργιοδικείο. Από τα γεγονότα, όμως, όπως τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δεν προέκυπτε η ύπαρξη γνώσης της οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας των ανήλικων θυμάτων, ως πραγματικό γεγονός. Όπως, τελικά, δέχθηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, το Κακουργιοδικείο «προχώρησε ένα βήμα πάρα κάτω, να συμπεράνει κάποια δεδομένα». Ενέργεια, εισηγήθηκε, η οποία δεν ήταν λανθασμένη υπό τις περιστάσεις, δεδομένης της φύσης των αδικημάτων. Παρόλο που αισθανόμαστε ότι το Κακουργιοδικείο αναφερόταν, μάλλον, στην αντικειμενική διάσταση του θέματος - και σημειώνουμε εδώ την εύλογη παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι «κανένα δεκατριάχρονο κορίτσι δεν θα συνευρέθετο με έναν 55χρονο .. αν δεν είχε ανάγκη» - δεν είναι αυτό που αναφέρει το Κακουργιοδικείο, ενώ τα γεγονότα που το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιον του, δεν οδηγούσαν, με ασφάλεια, σε συμπέρασμα γνώσης, εκ μέρους του Εφεσείοντα 1.
Η παραδοχή σε υποθέσεις όπως η παρούσα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού αποτρέπει, όπως αναγνώρισε και το Κακουργιοδικείο, την αναγκαιότητα παρουσίασης των θυμάτων στο Δικαστήριο, ως μαρτύρων κατηγορίας, και την αναβίωση, από αυτά, των θλιβερών γεγονότων. Με βάση όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, θεωρούμε πως η ομολογία και η παραδοχή και των δύο εφεσειόντων δεν είχε την ανάλογη αντανάκλαση στην ποινή.
Έχουμε την άποψη, επίσης, πως το Κακουργιοδικείο, έδωσε μόνο φραστική σημασία στην ουσιαστική βοήθεια του εφεσείοντα 2 προς τις ανακριτικές αρχές, με την εκούσια αποκάλυψη στοιχείων που οδήγησαν στον εντοπισμό της ΒΝ (την οποία οι ανακριτικές αρχές αδυνατούσαν να εντοπίσουν), και την, κατ΄επέκταση, διαπίστωση των γεγονότων που αφορούν οι κατηγορίες 8 και 9, εις βάρος του ιδίου (του εφεσείοντα 2). Η συνεργασία αυτή έπρεπε να είχε την ανάλογη μείωση στο ύψος της ποινής. Σε σχέση πάλι με τον εφεσείοντα 2, παρατηρούμε πως το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του, κάνει λόγο για ουσιαστική συνδρομή του «στο να μεταφερθούν με καθοδήγηση του οι δύο παραπονούμενες στα χέρια του κατηγορούμενου 2 [Κ. Λευκαρίτη]», παραγνωρίζοντας, ουσιαστικά, τη θέση της υπεράσπισης ότι «δεν ήταν καθοδήγηση, δεν πήγαιναν κάπου στο άγνωστο, απλώς τους είπε "Σας περιμένει πάνω". Η μια εκ των 2 γνώριζε που πήγαινε.», με την οποία συμφώνησε και ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, χωρίς να προβάλει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την ενέργεια αυτή του εφεσείοντα 2. Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο όφειλε να είχε αποδεχθεί τη θέση της υπεράσπισης του Εφεσείοντα 2.
Ιδιαίτερης εξέτασης χρήζει και το θέμα της διαδοχικότητας των ποινών 2, 5 και 8, που τέθηκε από τον εφεσείοντα 2, θεωρώντας λανθασμένο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως τα γεγονότα που αφορούν στις κατηγορίες 2, 5 και 8 δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέρος του ίδιου επεισοδίου ή ως μία ενιαία συμπεριφορά, ενώ και οι δύο εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συνολική ποινή που τους επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο, εκ του ύψους της, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς (Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331), για να μην οδηγηθεί η συνολική ποινή που θα επιβληθεί, σε υπερβολή. Παράλληλα, το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν, θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών (Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323), και να είναι δίκαιο. Η αγγλική νομολογία αναγνωρίζει πως η επιβολή διαδοχικών ποινών ενδείκνυται, μεταξύ άλλων, σε υποθέσεις που τα αδικήματα δεν σχετίζονται μεταξύ τους, γιατί είναι διακριτά, παρά το ότι διαπράχθηκαν ταυτοχρόνως, ενώ υπάρχει επιβαρυντικό στοιχείο το οποίο απαιτεί ξεχωριστή αναγνώριση (R v Poulton and Celaire [2002] EWCA Crim 2487; Attorney General's Reference Nos 21 & 22 of 2003 [2003] EWCA Crim 3089 και R v Fletcher [2002] 2 CAR (S) 127).
Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, καθίσταται αναγκαίο όπως οι επιβληθείσες από το Κακουργιοδικείο ποινές αναθεωρηθούν από το Εφετείο και μειωθούν αναλόγως ώστε να είναι απαλλαγμένες από τα διαπιστωθέντα λάθη του Κακουργιοδικείου, όπως έχουν επισημανθεί ανωτέρω, και να αντανακλάται σε αυτές επαρκώς η σημασία της παραδοχής των εφεσειόντων και η ουσιαστική συνεργασία του εφεσείοντα 2 με τις ανακριτικές αρχές. Ταυτόχρονα, έχουμε κατά νουν ότι η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιβάλλει όπως η αθροιστική ποινή μη ξεπερνά το ανώτατο όριο του κανονικού φάσματος των ποινών που επιβάλλονται στην συγκεκριμένη κατηγορία των αδικημάτων, στην οποία το πιο σοβαρό από τα αδικήματα που διέπραξε, ο κάθε ένας από τους εφεσείοντες, ανήκει (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 21).
Υπό τις περιστάσεις, οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η επιβληθείσα ποινή των 5 ετών φυλάκισης, στον εφεσείοντα 1, σε κάθε μια από τις κατηγορίες 8 και 9 μειώνεται σε 3 έτη και οι ποινές θα συντρέχουν μεταξύ τους, ενώ οι ποινές των 7 ετών φυλάκισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες 12 και 13 μειώνονται σε 6 έτη φυλάκισης, και επίσης θα συντρέχουν μεταξύ τους. Η ποινή που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 8 και 9 θα είναι διαδοχική με την ποινή που του επιβλήθηκε στις κατηγορίες 12 και 13, ώστε η συνολική επιβληθείσα από το Κακουργιοδικείο ποινή μειώνεται από τα 12 έτη στα 9 έτη φυλάκισης.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα 2, στις κατηγορίες 2, 4 και 5 παραμένουν ως έχουν, ήτοι ένα έτος, έξι μήνες και ένα έτος φυλάκισης, αντίστοιχα, ενώ η ποινή σε κάθε μία από τις κατηγορίες 8 και 9 μειώνεται από 3½ έτη σε 2 έτη φυλάκισης και στην κατηγορία 15 από 4½ έτη σε 3 έτη φυλάκισης. Οι ποινές που του επιβλήθηκαν στις κατηγορίες 2, 5, 8 και 15 θα είναι διαδοχικές μεταξύ τους, ενώ η ποινή στην κατηγορία 4 θα συντρέχει με αυτή που επιβλήθηκε στην κατηγορία 5, και η ποινή στην κατηγορία 8 θα συντρέχει με αυτή που του επιβλήθηκε στην κατηγορία 9, ώστε η συνολική επιβληθείσα ποινή μειώνεται από 10 σε 7 έτη φυλάκισης.
Μ. Μ. Νικολάτος, Π.
Π. Παναγή, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «The guideline on sexual offences provides in respect of section 9, where a penile penetration is involved, a starting point of four years, with a range of three to nine years. That is for an offender who is convicted following a trial. A person who pleads guilty at the first opportunity will usually be entitled to a discount of one third, which reduces the starting point to two years and eight months» (per Jack J)
[2] «In our judgment, whilst the Sentencing Council's guidelines are a useful indication of the appropriate range for this kind of offending, it is critical to remember that they start from the position of a single offence. If, as here, an offender is convicted of numerous, repeat offences, then he or she can expect a sentence which is towards , or at the very top of, the recommended range within the category in which that offence falls» ( per Coulson J).