ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B469
(2016) 2 ΑΑΔ 854
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013)
5 Οκτωβρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Ποινική Εφεση Αρ. 235/2013)
HAMISI MWINYI SELMANI,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Εφεση Αρ. 236/2013)
MWAPOFU SWALEH MOHAMED,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ε. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Ο. Σοφοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, κενυατικής καταγωγής, κρίθηκαν ένοχοι κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε δυο κατηγορίες, ιδιαίτερα σοβαρής μορφής. Η πρώτη αφορά σε συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση των άρθρων 371, 144, 145 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας, οι Εφεσείοντες, στις 10.6.2013, στη Λεμεσό, συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή βιασμό. Η δεύτερη κατηγορία αφορά σε βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144, 145 και 20 του πιο πάνω Κώδικα. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειές της, οι Εφεσείοντες, κατά την πιο πάνω ημερομηνία και στον ίδιο τόπο, ήρθαν σε παράνομη συνουσία μετά θήλεος, δηλαδή μετά της Rosalie Caducoy Flores από τις Φιλιππίνες, χωρίς τη συναίνεσή της.
Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώραν η εγκληματική συμπεριφορά των Εφεσειόντων αποτυπώνονται στην καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Εχουν ως ακολούθως:
Η παραπονούμενη, η οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στην Κύπρο, και ο Εφεσείων στην ποινική έφεση αρ. 235/2013, ο οποίος στη συνέχεια και για σκοπούς της παρούσας απόφασης θα αναφέρεται ως ο πρώτος Εφεσείων, είχαν, στο παρελθόν, ερωτικές σχέσεις. Διέκοψαν το 2010 κατόπιν επιθυμίας της παραπονούμενης. Συνέχισαν όμως να είναι φίλοι. Η παραπονούμενη γνώριζε και είχε επίσης φιλικές σχέσεις με τον Εφεσείοντα στην ποινική έφεση αρ. 236/2013, ο οποίος στη συνέχεια και για σκοπούς της παρούσας απόφασης θα αναφέρεται ως ο δεύτερος Εφεσείων, εξάδελφο του πρώτου Εφεσείοντα. Η παραπονούμενη εμπιστευόταν και τους δύο Εφεσείοντες, τους οποίους συναντούσε κάποιες φορές, συνήθως στο χώρο της παραλίας στην περιοχή του μόλου Λεμεσού. Το πρωί της 9.6.2013 η παραπονούμενη δεν εργαζόταν και μετέβηκε στην οικία ρουμάνου με τον οποίο διατηρεί ερωτικές σχέσεις, όπου και παρέμεινε περίπου μέχρι τις 3.30 μ.μ. Στη συνέχεια, γύρω στις 4.00 μ.μ. μετέβηκε σε μπυραρία, όπου συνάντησε γνωστούς της, μεταξύ άλλων και τον πρώτο Εφεσείοντα, τον οποίο απλώς χαιρέτησε. Ακολούθως μετέβηκε σε διαμέρισμα φίλης της. Ενόσω ήταν στο διαμέρισμα αυτό και οι δύο Εφεσείοντες την καλούσαν τηλεφωνικά να συναντηθούν. Γύρω στις 8.00 μ.μ. συναντήθηκαν και κάθισαν μαζί έξω από τη μπυραρία που αναφέρεται πιο πάνω, όπου και κουβέντιαζαν φιλικά. Σε κάποιο στάδιο, η παραπονούμενη αποφάσισε να φύγει προκειμένου να επιστρέψει στην οικία της. Εφυγαν όλοι μαζί και περπατούσαν προς την παραλία. Καθώς περπατούσαν και ενώ βρίσκονταν κοντά σε εγκαταλειμμένη αποθήκη και οι δύο Εφεσείοντες έσπρωξαν την παραπονούμενη χωρίς τη θέλησή της, οδηγώντας την εντός της αποθήκης. Η παραπονούμενη τότε τους ρώτησε τι έκαναν και οι Εφεσείοντες της απάντησαν ότι «ήθελαν να κάνουν σεξ» μαζί της. Αυτή αρνήθηκε και τους ζήτησε να την αφήσουν να φύγει. Τότε, ο δεύτερος Εφεσείοντας της επιτέθηκε και της τράβηξε κάτω το παντελόνι και το εσώρουχό της. Στη συνέχεια, ο πρώτος Εφεσείοντας τη βίασε από τον κόλπο με τη βοήθεια του δεύτερου Εφεσείοντα, ο οποίος της κρατούσε τα πόδια στο έδαφος. Η παραπονούμενη έκλαιγε και φώναζε, αλλά, παρά ταύτα, οι Εφεσείοντες συνέχιζαν. Μάλιστα, ο δεύτερος Εφεσείοντας έβαλε αρκετές φορές τα δάκτυλά του στον πρωκτό και στον κόλπο της παραπονούμενης. Όταν ο πρώτος Εφεσείοντας εκσπερμάτωσε στα ρούχα της παραπονούμενης βγήκε έξω από την αποθήκη. Τότε προσπάθησε να τη βιάσει και ο δεύτερος Εφεσείοντας, αλλά χωρίς να το πετύχει, αφού η παραπονούμενη τον κτύπησε στο κεφάλι με μπουκάλα. Υπό τις συνθήκες αυτές ο δεύτερος Εφεσείοντας την άφησε και η παραπονούμενη βρήκε την ευκαιρία να απομακρυνθεί. Από την πάλη που έκαμε και με τους δύο Εφεσείοντες, στην προσπάθειά της να αποφύγει το βιασμό, τραυματίστηκε. Παρουσίασε επίσης εκχυμώσεις στην πρωκτική περιοχή με πολλαπλές ρήξεις του βλεννογόνου του πρωκτικού σωλήνα, ως αποτέλεσμα της βίαιης εισόδου των δακτύλων του δεύτερου Εφεσείοντα στον πρωκτό της. Πέραν των σωματικών αυτών τραυμάτων, η παραπονούμενη επηρεάστηκε και ψυχολογικά.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων με αναφορά στις ανώτατες ποινές που προβλέπονται από το νόμο, της διά βίου φυλάκισης σε σχέση με την κατηγορία του βιασμού και σημείωσε τα περιορισμένα περιθώρια εξατομίκευσης και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Ακολούθως, επικαλέστηκε προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση, προκειμένου να στρέψει την προσοχή του στον εντοπισμό ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και να καθορίσει το γενικότερο πλαίσιο της ποινής. Επικροτούμε αυτή την τακτική και δεν είναι χωρίς σημασία να τονίσουμε, σε πλήρη ταύτιση με τα λεχθέντα στην Στέλιος Μαυρολούκα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 212/2013, ημερ. 5.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:B73, ότι η παραπομπή πρωτοδίκως σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις που επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας και μάλιστα μακροχρόνια, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιαδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα. Τελικά, το Κακουργιοδικείο, τονίζοντας ότι οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και ιδίως του βιασμού ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικές για τους Εφεσείοντες και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ρόλος τους ήταν ουσιαστικά ο ίδιος και ότι τους κάλυπταν παρόμοιες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, κατέληξε στην επιβολή ποινής φυλάκισης δέκα ετών σε κάθε ένα από τους Εφεσείοντες σε σχέση με την κατηγορία του βιασμού και μόνο. Εκρινε, ορθά, ότι, με δεδομένη τη διάπραξη του βιασμού, δεν θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή και για το αδίκημα της συνομωσίας.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης συνιστά η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγείται, με τέσσερις λόγους έφεσης, ότι η επιβληθείσα ποινή της δεκαετούς φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική, αλλά επίσης και εσφαλμένη για λόγους αρχής.
Προτού υπεισέλθουμε με λεπτομέρεια στους ενώπιον μας λόγους έφεσης, κρίνουμε επιβεβλημένη την παράθεση των βασικών αρχών που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου και του νομολογιακού πλαισίου επιβολής ποινής σε υποθέσεις αυτής της μορφής.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B327 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015), ECLI:CY:AD:2015:B779.
Κατευθυντήριες αρχές αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις βιασμού τέθηκαν από τη νομολογία μας μέσα από μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τονίζεται, κατ΄ αρχάς, η νομική αρχή ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι βασική παράμετρος, που προσμετρά το Δικαστήριο στο έργο του για επιμέτρηση της ποινής. Πέραν τούτου, λαμβάνονται βεβαίως υπόψη οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος αλλά και οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου, στα πλαίσια της εξατομίκευσης της κάθε ποινής. Επιβεβαιώνεται ότι σε σεξουαλικά αδικήματα πρέπει να επιβάλλεται αυστηρή ποινή, με στόχο την καταστολή τους, και έχοντας κατά νου πάντα την ιδιαίτερη σοβαρότητά τους, ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών αλλά και γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος και καταρρακώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και αξιοπρέπειά του. Υπό το πρίσμα αυτό και με προεξέχουσα τη σημασία της αποτροπής προς το σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου, οι προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις ενός κατηγορούμενου ναι μεν λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια της εξατομίκευσης, αλλά σε βαθμό και έκταση που δεν εξουδετερώνουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής. Συνιστά επιπλέον πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηροτέρων. (Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 259 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 577).
Προσθέτουμε, προς ολοκλήρωση της νομικής διάστασης, ότι η εγκληματική συμπεριφορά που καλύπτει κατηγορία βιασμού προσλαμβάνει ακόμη σοβαρότερη μορφή όταν συντρέχουν παράγοντες όπως υπερβολική βία, χρησιμοποίηση όπλου για εκφοβισμό ή βλάβη στο θύμα, προσεκτικού σχεδιασμού προς υλοποίηση του άνομου σκοπού, επαναλαμβανόμενοι βιασμοί, σεξουαλικός εξευτελισμός του θύματος, καθώς επίσης και επιπτώσεις, ψυχικές ή σωματικές στο θύμα. Πέραν τούτων, η ηλικία του θύματος αλλά και τυχόν προηγούμενες καταδίκες του δράστη είναι στοιχεία που προσμετρούν ως επιβαρυντικά και δικαιολογούν επιβολή ακόμα πιο αυστηρών ποινών (R. v. Keith Billam and Others (1986) 8 Cr.App.R. (S) 48, 50-51, Andrei Tarita και Costel Viorel v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 106/2014 και 114/2014, ημερ. 8.7.2016).
Επανερχόμαστε στους ενώπιόν μας λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική διότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός πως οι Εφεσείοντες βρισκόντουσαν υπό την επήρεια αλκοόλ κατά το χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων.
Είναι νομολογημένο ότι η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού όμως συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η επήρεια του ποτού κάτω από την οποία τελεί δράστης κατά τη διάπραξη εγκλημάτων είναι δυνατό να υπεισέλθει ως παράγοντας που μετριάζει τη σοβαρότητά τους στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και επιδρά στις πράξεις ενός παραβάτη. Υπό τις συνθήκες αυτές μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας, νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν είχε ως στόχο τη διευκόλυνση της υλοποίησης ειλημμένης απόφασης για τη διάπραξη του αδικήματος. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 ΑΑΔ 194 και Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417).
Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης στερείται βάθρου στήριξης. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν τέθηκε πρωτόδικα τέτοιος ισχυρισμός προς το σκοπό μετριασμού της ποινής. Ότι δηλαδή οι Εφεσείοντες δεν είχαν έλεγχο των πράξεών τους, λόγω προηγούμενης κατανάλωσης αλκοόλ. Πέραν τούτου, οι όποιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν από την πλευρά των Εφεσειόντων σε σχέση με κατανάλωση αλκοόλ και επίδραση στη συμπεριφορά τους, είχαν απορριφθεί από το Κακουργιοδικείο ως σκέψεις εκ των υστέρων με σκοπό να απαλλαγούν της ευθύνης τους. Υπό το πρίσμα αυτό και με δεδομένη τη νομολογιακή προσέγγιση που καλύπτει το υπό εξέταση ζήτημα, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το υπόβαθρο προκειμένου να επιμετρήσει στην ποινή ως ελαφρυντικός παράγοντας.
Εκθετος σε απόρριψη είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός πως οι Εφεσείοντες είναι αλλοδαποί, στοιχείο που καθιστούσε την ποινή φυλάκισης πιο δυσβάστακτη. Δεν εντοπίζουμε βάση στήριξης στην υπό αναφορά εισήγηση. Το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες είναι αλλοδαποί, αποσυναρτημένο από ο,τιδήποτε άλλο, δεν θα μπορούσε να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας προς όφελός τους στα πλαίσια επιμέτρησης της ποινής.
Ο τρίτος λόγος έφεσης εδράζεται στη θέση ότι η επιβληθείσα στον δεύτερο Εφεσείοντα ποινή είναι υπερβολική, με δεδομένο ότι ο εν λόγω Εφεσείοντας δεν συνουσιάστηκε με την παραπονούμενη. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αυτού ότι κατά το λεπτό έργο της επιβολής της κατάλληλης ποινής ήταν υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποτιμήσει το εν λόγω στοιχείο.
Με όλο το σεβασμό δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε η υπό εξέταση εισήγηση. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη, ούτε και οποιοδήποτε δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας στη βάση ανισότητας στην επιβολή ποινής. Η όποια ανισότητα στη μεταχείριση αδικοπραγούντων πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά ή νομικά κριτήρια (D.A. Thomas Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71). Η αρχή της ισότητας, διασφαλιζόμενη από το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν έχει παραβιασθεί στην υπό κρίση περίπτωση. Ο δεύτερος Εφεσείοντας κατηγορήθηκε και βρέθηκε ένοχος στη διάπραξη του εγκλήματος του βιασμού με βάση το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154. Όπως ορθά εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η συμμετοχή του κατά τη διάρκεια του βιασμού της παραπονούμενης από τον πρώτο Εφεσείοντα, αλλά και η συμπεριφορά του σε σχέση με τα όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν, ήταν ενεργή και καθοριστικής σημασίας. Το γεγονός ότι κρίθηκε ένοχος στη βάση του άρθρου 20, δεν αφαιρούσε, υπό το φως των δεδομένων της υπόθεσης, από την όλη έκνομη συμπεριφορά του και δεν διαφοροποιούσε την περίπτωσή του από αυτή του συγκατηγορούμενού του, σε σημείο που να δικαιολογούσε διαφορετική ποινική μεταχείρισή του στα πλαίσια της επιβολής ποινής.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας αυστηρότερη ποινή, καθοδηγήθηκε εσφαλμένα λαμβάνοντας υπόψη, ελλείψει στατιστικών δεδομένων, ότι υπάρχει αυξητική τάση και έξαρση σε σχέση με το έγκλημα του βιασμού.
Είναι επίσης αβάσιμη η πιο πάνω προσέγγιση. Πάγια νομολογιακή αρχή επιβεβαιώνει ότι επιβάλλεται η καταφυγή από τα δικαστήρια σε αυστηρότερες ποινές όταν διαπιστώνεται αυξητική τάση, επιμονή ή έξαρση στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων. Αυξητική τάση η οποία επιβεβαιώνεται μέσα από τον αριθμό των υποθέσεων που παρουσιάζονται ενώπιον του δικαστηρίου, στοιχείο που είναι σε θέση να γνωρίζει το ίδιο το δικαστήριο. Επομένως, όπως σημειώνεται και στην Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, 557-558, «.. είναι επιτρεπτό για τα δικαστήρια να λαμβάνουν δικαστική γνώση της έξαρσης στην οποία βρίσκεται η διάπραξη αδικημάτων σε μια δεδομένη εποχή. Δικαστική δε γνώση, σημαίνει γνώση σε σχέση με την οποία δεν απαιτείται απόδειξη ή κατάδειξη με μαρτυρία ή άλλο τρόπο στοιχειοθέτησης. ... Συνάγεται, επομένως, ότι ένα ποινικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του χωρίς μαρτυρία, την έξαρση στην οποία βρίσκεται η διάπραξη ενός αδικήματος ή είδους αδικημάτων ως θέμα δικαστικής γνώσης, βασιζόμενο είτε στη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται οι υποθέσεις αυτής της φύσης ενώπιόν του, ή ενώπιον άλλων δικαστηρίων και του Εφετείου, καθώς και γενικότερα.»
Καταληκτικά, δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιβληθείσα ποινή σε σχέση και με τους δύο Εφεσείοντες είναι έκδηλα υπερβολική ή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η έκταση της επιβληθείσας ποινής ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την όλη εγκληματική συμπεριφορά των Εφεσειόντων και τις συνθήκες που την περιέβαλλαν. Το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιον του δεδομένα και ορθά εφαρμόζοντας τα, νομολογιακά, καθορισμένα κριτήρια επέβαλε την αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή.
Συνακόλουθα, οι εφέσεις απορρίπτονται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.