ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B350
(2016) 2 ΑΑΔ 741
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 70/2015)
12 Ιουλίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
CH. & G. EMPORIUM CARS LTD,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Χ. Γεωργίου και Χ. Βασιλείου (κα), για την Εφεσείουσα.
Γ. Ιωαννίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα ασχολείται με το εμπόριο οχημάτων, τα οποία εισάγει από διάφορες χώρες και πωλεί στην Κύπρο ή μεταπωλεί στο εξωτερικό. Προς το σκοπό διεκπεραίωσης των εργασιών της είναι ιδιοκτήτρια χώρου πώλησης οχημάτων, στη Λεμεσό, στον οποίο βρίσκεται και αποθήκη τελωνείου για εμπορεύματα υπό εκτελωνισμό (bonded warehouse).
Στις 10.11.2014 αστυνομικοί του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού, επισκέφθηκαν την υπό αναφορά αποθήκη έχοντας στην κατοχή τους ένταλμα έρευνας προς το σκοπό αναζήτησης συγκεκριμένου οχήματος, το οποίο ήταν, κατ΄ ισχυρισμό, κλοπιμαίο. Το εν λόγω όχημα είχε καθορισμένο αριθμό πλαισίου και ήταν μάρκας Range Rover, αριστεροτίμονο. Αυτοκίνητο με τον αριθμό πλαισίου που είχε στα χέρια της η Αστυνομία δεν εντοπίστηκε, ανευρέθηκαν όμως δύο άλλα οχήματα, τα επίδικα, με τα ίδια πιο πάνω χαρακτηριστικά. Ο ιδιοκτήτης και διευθυντής της Εφεσείουσας, κάποιος Ανδρέας Αντωνίου, συγκατατέθηκε όπως αυτά παραληφθούν από την Αστυνομία για εξετάσεις. Προσφέρθηκε επίσης να βοηθήσει στη διερεύνηση, παραδίδοντας όλα τα σχετικά έγγραφα που είχε στην κατοχή του. Εμπειρογνώμονας της Αστυνομίας, εξετάζοντας με ειδικό διαγνωστικό μηχάνημα, διαπίστωσε ότι υπήρχε μηχανική επέμβαση στον αριθμό πλαισίου των επίδικων οχημάτων. Συγκεκριμένα, αυτά έφεραν πλαστούς αριθμούς πλαισίου, οι οποίοι ήταν αριθμοί πλαισίου οχημάτων υπαρκτών, ίδιας μάρκας και ίδιου μοντέλου, τα οποία βρίσκονταν στο εξωτερικό και δεν ήταν καταγγελμένα ως κλοπιμαία.
Ακολούθησε, εκ μέρους της Εφεσίβλητης, στις 12.11.2014, καταχώρηση μονομερούς αίτησης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση αστυφύλακα. Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης από την Αστυνομία των επίδικων οχημάτων, μέχρι της αποπεράτωσης οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας ήθελε διεξαχθεί σε σχέση με αυτά. Το διάταγμα θα είχε ισχύ από την ημέρα έκδοσής του, νοουμένου ότι θα επιδιδόταν εντός επτά ημερών στην αντίδικη πλευρά. Στις 18.11.2014, καταχωρήθηκε εκ μέρους της Εφεσείουσας αίτηση, επίσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία αξιωνόταν διάταγμα διατάσσον τον Αστυνομικό Διευθυντή Λεμεσού να επιστρέψει τα επίδικα οχήματα στην Εφεσείουσα, ως νόμιμη ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούχο και όπως το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 12.11.2014 για κατακράτηση των εν λόγω οχημάτων ακυρωθεί. Προβλήθηκε πρωτόδικα εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι παρά την πλήρη συνεργασία του προαναφερθέντος διευθυντή της και την προηγηθείσα έκφραση της επιθυμίας του να εκπροσωπηθεί η Εφεσείουσα, η Αστυνομία, παραλείποντας να ενημερώσει σχετικά το Δικαστήριο, προχώρησε μονομερώς στην έκδοση διατάγματος κατακράτησης των επίδικων οχημάτων, αγνοώντας προκλητικά τα δικαιώματα της Εφεσείουσας. Στην ένστασή του ο Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού προέβαλε ότι το επίδικο διάταγμα κατακράτησης εκδόθηκε καθόλα νόμιμα και πως κανένα ουσιώδες στοιχείο δεν απεκρύβη από το Δικαστήριο. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι τα επίδικα οχήματα είναι αντικείμενα αναγκαία προς διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και τυχόν επιστροφή τους στην Εφεσείουσα θα αποστερούσε από την Αστυνομία ουσιώδη μαρτυρία για απόδειξη τυχόν ποινικής υπόθεσης. Σημειώνουμε ότι μεταγενέστερα, εντός του 2015, καταχωρήθηκε η υπ΄ αριθμό 22101/15 ποινική υπόθεση εναντίον της Εφεσείουσας, η οποία είναι ορισμένη προς ακρόαση στις 28.9.2016.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή που καλύπτει τη διαδικασία για την έκδοση διαταγμάτων κατακράτησης τεκμηρίων μετά την κατάσχεσή τους, όπως καλύπτεται από τα άρθρα 27 και 32-34 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, κατέληξε ότι η Αστυνομία δεν παρέβη το καθήκον παρουσίασης όλων των ουσιωδών γεγονότων. Κρίνοντας δε ότι είχε στοιχειοθετηθεί η αναγκαιότητα της περαιτέρω κράτησης των επίδικων οχημάτων για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, απέρριψε την αίτηση με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα προσβάλλοντας την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εγείρει τρεις λόγους έφεσης: Οι δύο πρώτοι συμπλέκονται ουσιαστικά και κινούνται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αίτησή της, παραβλέποντας τις αρχές που διέπουν αιτήσεις παραμερισμού διαταγμάτων και πιο συγκεκριμένα την αρχή αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων σε μονομερείς αιτήσεις, κρίνοντας, επίσης εσφαλμένα, ότι το ουσιαστικό ζητούμενο στις υπό κρίση περιπτώσεις είναι η αναγκαιότητα για περαιτέρω κράτηση του αντικειμένου για σκοπούς ανακρίσεων. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η Εφεσείουσα εγκατέλειψε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προέβαλε, πέραν του ισχυρισμού της για την απόκρυψη ουσιαστικού γεγονότος, ήτοι της επιθυμίας της να εμφανιστεί στο Δικαστήριο στα πλαίσια της αρχικής εξέτασης του αιτήματος που υπέβαλε η Εφεσίβλητη για κατακράτηση των επίδικων οχημάτων.
Η ανάπτυξη της νομικής πλευράς του ζητήματος που απασχολεί θα βοηθήσει στην απλοποίηση του υπό κρίση ζητήματος.
Η διαδικασία για την έκδοση διαταγμάτων κατακράτησης καλύπτεται από τα άρθρα 27, 32, 32Α, 33 και 34 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155 (ο Νόμος). Τα παραθέτουμε για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης:
27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.
32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.
32.Α(1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.
34. Αν δυνάμει εντάλματος έρευνας, προσκομίζεται ενώπιον Δικαστή έγγραφο ή πράγμα του οποίου η χρήση ή η κατοχή είναι παράνομη, ο Δικαστής δύναται, ελλείψει κάποιας νόμιμης δικαιολογίας που θα αποδειχτεί από το πρόσωπο που το κατέχει, να προκαλέσει την κατάσχεση, παραμόρφωση, ή καταστροφή του εγγράφου αυτού ή του πράγματος ανεξάρτητα του ότι κανένα πρόσωπο δεν διώκεται σε σχέση με αυτό.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε για πρώτη φορά να εξετάσει τα πλαίσια εφαρμογής των πιο πάνω άρθρων και ιδιαίτερα του άρθρου 32 στην υπόθεση Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360. Λέχθηκαν, σχετικά, τα εξής:
«Το άρθρο 32 (3) του νόμου αποτελεί τμήμα των διατάξεων της ποινικής δικονομίας που διέπουν και ρυθμίζουν την κατάσχεση αντικειμένων για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων, και την προσαγωγή τους ως μαρτυρία σε ποινική δίκη.
Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.
........................................................................
Οι διατάξεις του άρθρ. 32 (1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του άρθρ. 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το άρθρο 32 (3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσοψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο 3 του άρθρ. 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης.»
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ησαϊα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669, γίνεται ανασκόπηση της προηγούμενης, περιορισμένης, νομολογίας που αφορά τα υπό αναφορά άρθρα και την όλη διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων. Επιβεβαιώνεται ότι η διαδικασία είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. Εντοπίζεται επίσης ότι η έκδοση διατάγματος κατακράτησης δυνάμει του άρθρου 32(1) μέχρι «την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας» δεν εμπεριέχει ο,τιδήποτε το μεμπτό, υπόκειται όμως στην προϋπόθεση ότι η καταχώρηση ποινικής υπόθεσης θα λάβει χώραν εντός ευλόγου χρόνου. Σε αναφορά με το ζήτημα ορισμού του διατάγματος, που εκδόθηκε μονομερώς, ως επιστρεπτέου, ώστε να δοθεί δυνατότητα στην άλλη πλευρά να ενστεί, κρίθηκε ότι το άρθρο 32 του Νόμου δεν προβλέπει για επίδοση. Αυτό όμως δεν εμποδίζει το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του διατάγματος. Τονίζεται, τέλος, ότι τα άρθρα 27- 36 παρέχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να χειριστεί τα κατασχεθέντα αντικείμενα, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης.
Στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε την αρχική αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς, ως είχε εξουσία. Διέταξε όπως το εκδοθέν διάταγμα επιδοθεί εντός επτά ημερών στην Εφεσείουσα, η οποία, με την επίδοση, θα είχε την ευκαιρία, είτε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το δικαίωμα που παρέχεται πλέον δυνάμει του άρθρου 32Α του Νόμου, όπως δηλαδή τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό νόμο 219(Ι)/2004, είτε, εάν συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, να προσέφευγε προς αναζήτηση προνομιακού εντάλματος.
Αντί των πιο πάνω, η Εφεσείουσα αποτάθηκε και πάλι στο πρωτόδικο Δικαστήριο με την αίτηση ημερομηνίας 18.11.14, εδραζόμενη ουσιαστικά στο άρθρο 32(3) του Νόμου. Η αίτηση αυτή, το αποτέλεσμα της οποίας συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Τούτο διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν την Εφεσείουσα να επικαλεσθεί τις πρόνοιες του άρθρου 32(3) του Νόμου. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Concrete Mix (ανωτέρω), η εξουσία που παρέχεται από το πιο πάνω άρθρο για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Είναι δηλαδή η πρόσαψη κατηγορίας που οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων, όπως αυτό ρυθμίζεται από το προαναφερθέν εδάφιο 3 του άρθρου 32 του Νόμου. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Concrete Mix, σελίδες 367-368:
«Η ερμηνεία των προνοιών του άρθρ. 32 (3), η οποία υιοθετείται σ' αυτή την απόφαση, επιβάλλεται τόσο από το λεκτικό των διατάξεων του άρθρ. 32 (3), όσο και από την ταξινόμησή του στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 155. Η έννοια του όρου "criminal proceedings" (ποινικά μέτρα) προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου και περιλαμβάνει μόνο την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου και τη διαδικασία που ακολουθεί. Επομένως, συναρτάται η εξουσία που παρέχεται με την πρόσοψη κατηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου 3 του άρθρ. 32 με την αναφορά που γίνεται στον κατηγορούμενο. Ο όρος "charged" (κατηγορείται), που απαντάται στις δυο αυτές παραγράφους του άρθρ. 32 (3), αναφέρεται αποκλειστικά σε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει προσαφθεί κατηγορία επί δικαστηρίω σύμφωνα με την ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο "charge" στο άρθρο 2 του Κεφ. 155.
Προς την ερμηνεία του άρθρ. 32 (3) που οριοθετεί η ορολογία του, συγκλίνει και η ταξινόμηση, στο πλαίσιο του Κεφ. 155, των διατάξεων που διέπουν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για τους σκοπούς των ανακρίσεων και της δίκης - άρθρα 27, 32 (1) και 32 (3) - καθώς και η σκοπιά των προνοιών κάθε μιας από αυτές τις νομοθετικές διατάξεις. Το άρθρο 27 διέπει και καθορίζει την κατάσχεση αντικειμένων στο προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, το άρθρο 32 (1) την κράτηση και φύλαξή τους από τις αστυνομικές Αρχές μετά την κατάσχεσή τους, και το άρθρο 32 (3) την αποδέσμευσή τους μετά την πρόσοψη κατηγορίας επί δικαστηρίω εάν η περαιτέρω κράτησή τους δεν απαιτείται για τους σκοπούς εγερθείσας ποινικής δίωξης.»
Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα ταυτίζονται με αυτά της υπόθεσης Concrete Mix. Η αίτηση δηλαδή για αποδέσμευση των επίδικων οχημάτων από την αστυνομική φύλαξη υποβλήθηκε λίγες μέρες μετά την έκδοση διαταγής κατακράτησής τους με ταυτόχρονες οδηγίες όπως η διαταγή αυτή ισχύει μέχρι της αποπεράτωσης οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας. Όπως ήδη λέχθηκε κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης εκ μέρους της Εφεσείουσας ποινική δίωξη εναντίον της δεν είχε ακόμη λάβει χώραν. Κατ΄ ακολουθία λοιπόν των κριθέντων στην απόφαση Concrete Mix, όταν υποβλήθηκε η αίτηση για αποδέσμευση των επίδικων αντικειμένων δεν είχαν προκύψει οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν την Εφεσείουσα να επικαλεσθεί τις πρόνοιες του άρθρου 32(3) του Νόμου, δηλαδή εναντίον της ποινική δίωξη.
Υπό το φως των πιο πάνω αναπόφευκτα η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, για τους λόγους όμως που εξηγήσαμε. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος της Εφεσίβλητης και εις βάρος της Εφεσείουσας, καθοριζόμενα σε €2500.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΣΦ.