ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B378
(2016) 2 ΑΑΔ 773
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 220/2014)
26 Ιουλίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΔΑΥΙΔ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Σωτήρης Χαραλάμπους, με Δ. Μαρνέρου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ξένια Ξενοφώντος (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατά το έτος 2009, μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου, διέπραξε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, αποσπώντας, έτσι, μεγάλα χρηματικά ποσά από λογαριασμούς αλλοδαπού, πελάτη του τραπεζικού ιδρύματος, στο οποίο ο ίδιος εργαζόταν, ως προϊστάμενος καταστήματος. Ξόδεψε δε όλα τα ποσά που απέσπασε, συμποσούμενα σε €247.920,00, Η.Π.Α.$93.550,00 και St.£11.700,00, για την πληρωμή χρεών, τα οποία αυτός είχε δημιουργήσει κατά την ενασχόλησή του με τον τζόγο.
Η πράξη της αποπληρωμής χρεών από τον εφεσείοντα, με την προαναφερθείσα δραστηριότητά του, επαναλήφθηκε δεκαέξι, συνολικά, φορές και συνιστά το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, (Ν. 188(Ι)/2007), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Για τη διάπραξη των προαναφερθέντων αδικημάτων, προηγήθηκε η, κατ' επανάληψη, διάπραξη, από αυτόν, αριθμού, για κάθε περίπτωση, άλλων παράνομων πράξεων. Αυτές αφορούσαν τα αδικήματα της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, της ψευδούς καταχώρισης σε λογαριασμό με σκοπό την καταδολίευση, της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις και της κλοπής. Ο εφεσείων διέπραξε, συνολικά, 98 αδικήματα, στις κατηγορίες που αναφέρονται πιο πάνω, για τα οποία δήλωσε παραδοχή, σε σύντομο χρόνο μετά την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσής του.
Εισελθούσα, πλέον, η υπόθεση στο στάδιο κατά το οποίο έπρεπε να επιβληθεί τιμωρία, η κάθε πλευρά εξέθεσε τα γεγονότα, τα οποία αυτή θεώρησε ως σχετικά, προς το σκοπό στάθμισης και καθορισμού της ποινής, περιλαμβανομένων των περιστάσεων υπό τις οποίες ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα, καθώς, επίσης, των προσωπικών του περιστάσεων. Το Κακουργοδικείο, αφού απέδωσε στην κάθε πτυχή τη δέουσα, κατά την κρίση του, σημασία, σταθμίζοντας τα δεδομένα αναλόγως, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης για κάθε αδίκημα που ο ίδιος είχε διαπράξει. ΄Οπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα μακρύ κατάλογο ποινών, λόγω της, κατʼ επανάληψη, διάπραξης των προαναφερθέντων αδικημάτων. Συγκεκριμένα, για τα αδικήματα της κλοπής και της ψευδούς καταχώρισης σε λογαριασμό με σκοπό την καταδολίευση, του επέβαλε ποινές φυλάκισης δύο και τριών χρόνων, αντίστοιχα. Για όλα τα υπόλοιπα, της πλαστογραφίας, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της πρόκλησης εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, τα οποία, προδήλως, ήταν και τα πλέον σοβαρά, του επέβαλε, για το κάθε ένα από αυτά, ποινή φυλάκισης έξι χρόνων. Προνόησε δε όλες οι ποινές να συντρέχουν.
Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση για την ποινή με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο, που είναι και ο πλέον σημαντικός, ο συνήγορός του εισηγείται ότι η ποινή «είναι λανθασμένη και/ή έκδηλα υπερβολική με βάση τις ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, και ιδιαίτερα κατά τον χρόνο διάπραξης των εν λόγω αδικημάτων», επισημαίνοντας ότι: «αυτές οι περιστάσεις είχαν καταλυτικό ρόλο για την υλοποίηση των αδικημάτων». Στην αιτιολογία, διευκρινίζεται ότι η αναφορά είναι στην ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να τον ωθήσει να καταστεί «θύμα του κυκλώματος και της μάστιγας του ηλεκτρονικού τζόγου», το οποίο τον εκμεταλλεύτηκε, για να του αποσπάσει μεγάλα χρηματικά ποσά. Σε σχέση με το, ως άνω, κατ' ισχυρισμό, σφάλμα, συμπληρώνεται ότι το Κακουργοδικείο δεν εκτίμησε σωστά την ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντος, όπως αυτή περιγράφεται στα ιατρικά πιστοποιητικά, και την επίδρασή της στη διάπραξη των αδικημάτων από αυτό.
Το Κακουργοδικείο, στην απόφασή του, είναι γεγονός ότι παραθέτει την εισήγηση, ανωτέρω, του συνηγόρου του εφεσείοντος σε σχέση με την κακή κατάσταση της ψυχικής υγείας του πελάτη του, καθώς, επίσης, τη σχετική με τον εν λόγω παράγοντα υπόθεση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, στην οποία αυτός το παρέπεμψε. Στην εξέταση, όμως, των διαφόρων παραγόντων, που ακολουθεί, δε διαπιστώνεται να το απασχόλησε, ιδιαιτέρα, ο πιο πάνω παράγοντας. Η μόνη μνεία του σε αυτόν γίνεται στο τέλος της απόφασής του, όπου αναφέρεται ότι, για τον καθορισμό των επιβληθεισών ποινών, το ίδιο συνυπολόγισε όλους τους παράγοντες που ήταν σχετικοί «και τους αναφερόμενους ως ελαφρυντικούς», περιλαμβανομένου, προφανώς, και του συγκεκριμένου παράγοντα. Με τον τρόπο αυτό, στην πραγματικότητα, υποβάθμισε ουσιωδώς τη σημασία του, αν και η εν λόγω κατάσταση της υγείας του εφεσείοντος ήταν ενώπιόν του ως γεγονός, προκύπτουσα από το αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο των σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών και, ιδιαίτερα, ότι αυτή συνέβαλε στη διάπραξη από τον ίδιο των αδικημάτων.
Περαιτέρω, το Κακουργοδικείο παραγνώρισε και τη σημασία της σχετικής επί τούτου νομολογίας και, ειδικά, την υπόθεση Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, στην οποία έχει λεχθεί, στη σελίδα 485, ότι τα ψυχολογικά προβλήματα, που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζει ένας αδικοπραγών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τρόπο «ώστε να αντανακλώνται ... στο καθορισθέν ποινικό μέτρο κατά δικαιότερο τρόπο», (βλ., επίσης, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245). Αντιθέτως, επεσήμανε, από την πολύ προγενέστερη υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, στην οποία ο εκεί εφεσείων, επίσης, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, μόνο τα αρνητικά της. Ιδιαίτερα, έλαβε υπόψη την επιβολή σε αυτόν ποινής φυλάκισης έξι ετών, για κάθε ένα από τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστογραφημένων επιταγών, παρόλο που, τότε, η μέγιστη προβλεπόμενη για τα αδικήματα αυτά ποινή ήταν η φυλάκιση διά βίου. Το Εφετείο επεσήμανε, ιδιαίτερα, το σημείο αυτό της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής, τονίζοντας ότι αυτή: «δίνει το στίγμα της σοβαρότητας των εγκλημάτων που διέπραξε ο εφεσείων», (σελίδα 182). Δύο δε στοιχεία, που το Κακουργοδικείο παρέλειψε να αναφέρει σε σχέση με εκείνην την υπόθεση, είναι ότι ο εκεί εφεσείων είχε κριθεί ένοχος μετά από ακρόαση, ενώ είχε και δύο προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα, στις οποίες του είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης τεσσάρων και πέντε χρόνων, αντίστοιχα.
Το Κακουργοδικείο, προφανώς, θεώρησε την παρούσα υπόθεση εξίσου σοβαρή, όπως η υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, παρόλο ότι επισήμανε πως, από το 2004 και μετά, η προβλεπόμενη ως ανώτατη ποινή φυλάκισης για τα υπό αναφορά αδικήματα είναι δεκατέσσερα χρόνια. Επίσης, δεν παρέλειψε να αναφέρει, για καθοδήγησή του, και άλλες προηγούμενες υποθέσεις, καθώς και την ποινή που είχε επιβληθεί στην κάθε μια από αυτές. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104, Rares κ.ά. ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 699 και Konstadinov ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 116, οι ποινές φυλάκισης στις οποίες, για παρόμοια αδικήματα, διακυμάνθηκαν μεταξύ τριών και οκτώ χρόνων, αναλόγως της περίπτωσης, ενδεικτικό του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν, σε κάθε υπόθεση, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της.
Παράλειψη εκδικάζοντος δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και να εκτιμήσει ορθά, κατά την επιμέτρηση της ποινής, παράγοντα ο οποίος είναι σημαντικός στον καθορισμό της, σαφώς αποτελεί σφάλμα, το οποίο, εκ των πραγμάτων, παραπέμπει σε λανθασμένη ή/και ελλιπή εκτίμηση των γεγονότων που είναι σχετικά και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον πιο πάνω σκοπό. Σε τέτοια περίπτωση, δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, (βλ. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, σελίδα 247). Στην παρούσα υπόθεση, η υπό αναφορά παράλειψη του Κακουργοδικείου επενεργεί υπέρ της μείωσης των επιβληθεισών ποινών.
Βέβαια, προς πίστη του Κακουργοδικείου, κατά τον καθορισμό των προαναφερθεισών ποινών, έλαβε υπόψη του και όλους τους λοιπούς σχετικούς παράγοντες, έχοντας, προφανώς, κυρίως, κατά νου τους σημαντικούς παράγοντες που αφορούν στις περιστάσεις διάπραξης ενός αδικήματος και στις προσωπικές συνθήκες προσώπου που κρίνεται ένοχο σε αυτό. Στο εν λόγω πλαίσιο, στάθμισε, ως σοβαρό, το γεγονός της εκμετάλλευσης από τον εφεσείοντα της θέσης του, ως υπευθύνου του υποκαταστήματος στο οποίο τηρούνταν οι λογαριασμοί από τους οποίους αυτός υπεξαίρεσε τα χρήματα. Στάθμισε, ως ελαφρυντικούς, υπό το φως και της σχετικής σοβαρότητας καθενός των διαπραχθέντων αδικημάτων, τον πρότερο έντιμο βίο του εφεσείοντος, με ιδιαίτερη αναφορά στο λευκό ποινικό μητρώο του, και την εκτίμηση που αυτός έχαιρε και εξακολουθεί να χαίρει από τον κόσμο και τους παράγοντες της κοινότητας όπου ζει. Δεν παράλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη, προς όφελός του, και το γεγονός της παραδοχής του, όπως και τις διευθετήσεις που έγιναν από τον ίδιο και την οικογένειά του για εξασφάλιση του συνόλου του υπεξαιρεθέντος ποσού, επισημαίνοντας, όμως, συγχρόνως, ότι τα δάνεια που έγιναν σχετικά, όπως είναι, άλλωστε, προφανές, δεν αποτελούν άμεση αποκατάσταση της απώλειας που προκλήθηκε λόγω των διαπραχθέντων αδικημάτων.
Το Κακουργοδικείο εξέτασε και το θέμα της καθυστέρησης, δεδομένου του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και την επιβολή ποινής στον εφεσείοντα, στις 8.10.2014. ΄Ελαβε δε υπόψη του, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009, όμως, αποκαλύφθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2011, ενώ η καταγγελία τους στην Αστυνομία έγινε το Μάιο του έτους εκείνου. Ακολούθως, η διερεύνηση της υπόθεσης πήρε την πορεία της, η οποία, όπως διαπιστώνεται από τα γεγονότα, ήταν μακρά, δεδομένης της φύσης των αδικημάτων που διερευνώντο και των εξετάσεων που έπρεπε να γίνουν, σχετικά, περιλαμβανομένων γραφολογικών εξετάσεων. Στις 15.5.2013 και αφού συμπληρώθηκαν οι αστυνομικές εξετάσεις, ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς και η υπόθεση, υπό το φως της άρνησής του για οποιαδήποτε εμπλοκή του σε αυτή, οδηγήθηκε στο Δικαστήριο, με την κατάληξη που έχει, προηγουμένως, αναφερθεί∙ σημειώνεται πως διεξήχθη μερική ακρόαση επί των γεγονότων, προτού ο εφεσείων, τελικώς, παραδεχτεί ενοχή. Με αυτά τα δεδομένα, το Κακουργοδικείο προσέδωσε και στον παράγοντα αυτό, της καθυστέρησης, τη δέουσα σημασία, υπό το φως και της σχετικής, επί του θέματος, νομολογίας, ώστε να μη δικαιολογείται η οποιαδήποτε επέμβαση, σχετικά, του Εφετείου. Ως αποτέλεσμα, και ο δεύτερος λόγος έφεσης, που αφορά στο πιο πάνω θέμα, δεν μπορεί να επιτύχει.
Τέλος, εκ των πραγμάτων, ο τρίτος λόγος έφεσης για μη αναστολή από το Κακουργοδικείο των ποινών φυλάκισης που είχαν επιβληθεί, δε θα απασχολήσει. Αυτό, με δεδομένο ότι η ανώτατη επιβληθείσα ποινή φυλάκισης υπερέβαινε τα τρία χρόνια, που προβλέπει ο σχετικός νόμος[1] για άσκηση της συγκεκριμένης διακριτικής εξουσίας, και δεν πρόκειται να μειωθεί στο όριο αυτό, ακόμα και με την επέμβαση του Εφετείου, για το λόγο που έχει προηγουμένως εξηγηθεί.
Ως αποτέλεσμα, με δεδομένη την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης, αυτή επιτυγχάνει. Στα αδικήματα δε που επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης δύο και τριών χρόνων, αυτές μειώνονται κατά έξι μήνες, ενώ, στα πιο σοβαρά αδικήματα, στα οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι χρόνων, αυτή μειώνεται κατά δώδεκα μήνες. Κατά συνέπεια, η μέγιστη ποινή φυλάκισης, που ο εφεσείων πρέπει να εκτίσει, είναι πέντε χρόνια, δεδομένου ότι, όπως, ορθά, έχει πρωτοδίκως αποφασιστεί, όλες οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Αντ. Λιάτσος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Βλ. τον περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972, (Ν. 95/1972), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.