ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αλ.Σαουρής, για τον εφεσείοντα Κρ.Κυθραιώτου, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-06-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο MIKE JOHN ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.201/2013, 17/6/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D290

(2016) 2 ΑΑΔ 502

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                          oινική ΄Εφεση αρ.201/2013)

 

17 Ιουνίου, 2016

 

Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

MIKE JOHN

Εφεσείων

        ν.

 ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

        Εφεσίβλητης

        - - - - - - - - -

Αλ.Σαουρής,  για τον εφεσείοντα

Κρ.Κυθραιώτου, για την εφεσίβλητη.

  - - - - - - - - -

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων (κατηγορούμενος 3) προσβάλλει με 3 λόγους έφεσης την καταδίκη του στις κατηγορίες (α) της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των ΄Αρθρων 371 και 29 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή την προμήθεια ηρωίνης σε άλλα πρόσωπα, (1η κατηγορία), (β) της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 639,2297 γρ.ηρωίνης, (2η και 3η κατηγορία)  και (γ) της προμήθειας του πιο πάνω ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, στους κατηγορούμενους 1 και 2 (4η κατηγορία).  Να σημειωθεί επίσης ότι ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής στην κατηγορία της παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά τη λήξη της προσωρινής άδειας διαμονής αλλοδαπού (10η κατηγορία).

 

Στον εφεσείοντα επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 ετών για τα αδικήματα της 3ης και 4ης κατηγορίας, ενώ στη 1η  και 2η κατηγορία δεν επεβλήθησαν ποινές.  Στη 10η κατηγορία επεβλήθη ποινή φυλάκισης 6 μηνών, επίσης συντρέχουσα με τις υπόλοιπες. 

 

Η κατηγορούσα αρχή στήριξε την υπόθεση της κυρίως στη μαρτυρία της ΜΚ2 (πρώην κατηγορούμενης 1, Ioana Sorina Colceriu).  Τόσο στην ΜΚ2 όσο και στον άλλο συγκατηγορούμενο (Paul Rosa) επεβλήθη ποινή φυλάκισης κατόπιν της παραδοχής τους.  Η δε ΜΚ2 κατέθεσε ως μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής, ενώ ο έτερος συγκατηγορούμενος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης.  Η εκδοχή του τελευταίου δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, όπως επίσης δεν έγινε αποδεκτή η ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου τα ευρήματα του Δικαστηρίου στηρίχθησαν σχεδόν αποκλειστικά στην ΜΚ2 η οποία εκρίθη καθόλα αξιόπιστη και έχουν αυτούσια μεταφερόμενα από την εκκαλούμενη απόφαση, ως εξής: 

 

● Ο κατηγορούμενος ευρίσκετο στην Κύπρο από το 2007. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εδώ σε κάποιο χρονικό στάδιο γνώρισε τη Μ.Κ.2.

● Περί τα μέσα Ιανουαρίου του 2013 η Μ.Κ.2 έλαβε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο ο οποίος της ανέφερε ότι είχε μια δουλειά για εκείνη και τον συγκάτοικο της Paul Posa (Μ.Υ.2) χωρίς να της δώσει λεπτομέρειες.

● Κατόπιν μεταγενέστερης τηλεφωνικής επαφής μεταξύ του κατηγορούμενου και της Μ.Κ.2 που έλαβε χώρα στις 28.1.2013, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τη Μ.Κ.2 να έλθει μαζί με τον Paul Posa στο σπίτι του, στην οδό Αγνοουμένων 5, Παλλουριώτισσα, όπως και έγινε.

● Εκεί ο Κατηγορούμενος έδωσε και στους δύο ηρωίνη που ήταν συσκευασμένη εν μέρει σε κλειστά αεροστεγώς πακέτα και εν μέρει χύμα σε νάυλον σακούλι. Τους είχε ζητήσει να μεταφέρουν την ηρωίνη στην Κωνσταντινούπολη σε ένα ξενοδοχείο όπου θα ερχόταν ένας φίλος του για να του την παραδώσουν και να πληρωθούν. Οι οδηγίες του Κατηγορουμένου ήταν να αναχωρήσουν από την Κωνσταντινούπολη αυθημερόν για να επιστρέψουν την επόμενη στην Κύπρο. Ο Κατηγορούμενος έδωσε στον Paul Posa το ποσό των €300 λέγοντας του ότι ήταν για τα εισιτήρια τους για την Κωνσταντινούπολη.

● Στο σπίτι του Κατηγορουμένου ο ίδιος μαζί με τον Paul πακέταραν τα ναρκωτικά και η Μ.Κ.2 με τον Paul τα έβαλαν στη συνέχεια στα εσώρουχα τους.

● Ακολούθως ο Κατηγορούμενος πήρε και τους δύο στα MacDonalds στην Παλλουριώτισσα λέγοντας τους να πιάσουν ταξί για να πάνε στο αεροδρόμιο Ergan. Ο Κατηγορούμενος παρέμεινε στο μέρος μέχρι που και οι δύο μπήκαν στο ταξί και η Μ.Κ.2 ζήτησε από τον οδηγό του να τους πάρει στο αεροδρόμιο Ergan.

● Καθ' οδόν, όμως, η Μ.Κ.2 ζήτησε από τον οδηγό του ταξί να τους πάρει στο Στρόβολο. Από εκεί πήραν άλλο ταξί και πήγαν σπίτι. Αυτό έγινε γιατί η Μ.Κ.2 ήθελε εξαρχής να κλέψει την ηρωίνη.

● Στο σπίτι τους ο Paul Posa, αφού άνοιξε τα πακέτα με την ηρωίνη και τα έβαλε σε δύο σακκούλες κλείνοντας τα με τέλλα, τα φύλαξε εντός της ψευδοροφής του δωματίου της Μ.Κ.2.

● Η Μ.Κ.2 στα πλαίσια της προσπάθειας της να πωλήσει την ηρωίνη είχε τηλεφωνική και προσωπική επαφή με ενδιαφερόμενο αγοραστή στον οποίο έδωσε και λίγη ποσότητα για να διαπιστώσει εκείνος αν ήταν καλή. Όταν, τελικώς, συναντήθηκε εκ νέου μαζί του για να πωλήσει την ηρωίνη για το ποσό των €5000 ο ενδιαφερόμενος αγοραστής, όντας υπό κάλυψη Αστυνομικός, συνέλαβε την Μ.Κ.2 για αυτόφωρο αδίκημα.

● Η ποσότητα ηρωίνης που δόθηκε από τον Κατηγορούμενο στη Μ.Κ.2 και τον Paul Posa ήταν συνολικού βάρους 637,6 γρ. και αποτελείτο από διαμορφίνη, ακετυλοκωδεϊνη και μονοακετυλομορφίνη.

● Η ηρωίνη αποτελείται από ένα μείγμα διαφόρων ουσιών και προέρχεται από το όπιο. Παρασκευάζεται δε μέσω της διαδικασίας ακετυλίωσης του οπίου. Η ηρωίνη που κυκλοφορεί παράνομα στο εμπόριο περιέχει όλα αυτά τα συστατικά όπως ακετυλοκωδεϊνη και μονοακετυλομορφίνη πέραν από διαμορφίνη η οποία είναι η δραστική ουσία της ηρωίνης. Η μονοακετυλομορφίνη είναι εστέρας της μορφίνης, ενώ η ακετυλοκωδεϊνη είναι εστέρας της κωδεϊνης που είναι συστατικό του οπίου.

 

 

Όπως έχουμε αναφέρει ο εφεσείων παραπονείται για την ετυμηγορία του Δικαστηρίου με 3 λόγους έφεσης (2-4).  Ο 1ος έχει αποσυρθεί.

 

΄Εχουμε εξετάσει ένα προς ένα τους λόγους έφεσης και τη σχετική αιτιολογία τους, έχοντας κατά νου και τις αγορεύσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, αλλά και όσα η κα.Κυθραιώτου αντέτεινε.  Θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι εντελώς ατεκμηρίωτοι και θα εξηγήσουμε, στη συνέχεια, γιατί. 

Αναφορικά με το 2ο λόγο έφεσης μελετώντας μία προς μία τις λέξεις που τον συνιστούν, στην προσπάθεια μας να αντιληφθούμε καλύτερα τη σχετική εισήγηση του κ.Σαουρή, διαπιστώνουμε ότι το περιεχόμενο του λόγου αυτού εξαντλείται στην επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια και δεν συσχετίζεται η ενδεχόμενη παραβίαση με οποιανδήποτε εισήγηση για επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. 

 

Η δε κατάληξη του λόγου αυτού είναι ότι ως εκ της «παράλειψης» του Δικαστηρίου «να μεταφραστούν τα παραδεκτά γεγονότα που έγιναν αποδεκτά από τον τότε δικηγόρο του και (τα οποία το Δικαστήριο) δεν διερεύνησε αν τα αποδέχεται, η καταδίκη καθίσταται άκυρη».  Στη δε αιτιολογία του λόγου αυτού ο κ.Σαουρής προβάλλει και τα ακόλουθα:  «έγιναν πλήθος παραδεκτών γεγονότων .... χωρίς να ερωτηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείοντας αν τα αντιλαμβάνεται και κυρίως αν συμφωνεί με την αποδοχή τους από το δικηγόρο που τον εκπροσωπούσε.»  Δεν έχει σημασία, συνεχίζει, ότι τα λεχθέντα στη διαδικασία μεταφράζονταν σε καταληπτή γλώσσα και ούτε τίθεται θέμα επαρκούς μετάφρασης αλλά ούτε και θέμα ότι ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε (άλλος από τον κ.Σαουρή) έπραξε ή δήλωσε οτιδήποτε διαφορετικό από την εντολή του εφεσείοντα.  (βλ. σελ.2 του διαγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα).  Η μη εφαρμογή όμως κατά γράμμα της πρόνοιας του άρθρου 19 (1), (2)(δ) του Κεφ.9 αυτομάτως θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης λόγω πλημμελούς απόφασης επί  νομικού σημείου ή γιατί υπήρξε πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. 

 

Είναι ορθό να παραθέσουμε το άρθρο 19 όχι μόνο στην παράγραφο που επικαλείται ο κ.Σαουρής, αλλά ολόκληρο, υπογραμμίζοντας όμως το επίδικο σημείο που προβάλλεται ως σχετική παραβίαση.

 

«19.—(1) Τηρου΅ένων των διατάξεων του άρθρου αυτού κάποιο γεγονός για το οποίο δύναται να δοθεί προφορική ΅αρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και για τους σκοπούς αυτής, δύναται να γίνει αποδεκτό από ή εκ ΅έρους της κατηγορούσας αρχής ή του κατηγορου΅ένου και η αποδοχή από οποιοδήποτε ΅έρος οποιουδήποτε τέτοιου γεγονότος δυνά΅ει των διατάξεων του άρθρου αυτού, θα αποτελεί δεσ΅ευτική απόδειξη εναντίον του εν λόγω ΅έρους στη διαδικασία στην οποία αφορά το αποδεκτό γεγονός.

 

(2) Αποδοχή σύ΅φωνα ΅ε τις διατάζεις του άρθρου αυτού—

(α) δύναται να γίνει πριν ή κατά τη διαδικασία·

(β) σε καθε΅ιά περίπτωση πρέπει να γίνει ενώπιον του Δικαστηρίου·

(γ) εφόσον γίνεται εκ ΅έρους του κατηγορου΅ένου, πρέπει να γίνει από το δικηγόρό του και να εγκριθεί από το Δικαστήριο·

(δ) εφόσον έγινε εκ ΅έρους κάποιου κατηγορου΅ένου σε ΅η αντιληπτή για αυτόν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου γλώσσα, θα έπρεπε να εξηγηθεί ή ΅εταφραστεί σε κατανοητή για αυτόν γλώσσα και το Δικαστήριο και ο δικηγόρος του κατηγορου΅ένου έχουν ικανοποιηθεί ότι ο κατηγορού΅ενος αντιλα΅βάνεται πλήρως και συ΅φωνεί ΅ε την αποδοχή αυτή.

 

(3) Αποδοχή σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του άρθρου αυτού και για τους σκοπούς διαδικασίας σε σχέση ΅ε οποιοδήποτε θέ΅α, θα θεωρείται ως αποδοχή για τους σκοπούς οποιασδήποτε συνεπακόλουθης διαδικασίας σε σχέση ΅ε το εν λόγω θέ΅α (περιλα΅βανο΅ένης οποιασδήποτε έφεσης ή επανεκδίκασης).

 

(4) Αποδοχή που έγινε σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του άρθρου αυτού δύναται ΅ε άδεια του Δικαστηρίου, να αποσυρθεί από τη διαδικασία για τους σκοπούς της οποίας έγινε ή από οποιαδήποτε άλλη συνεπακόλουθη ποινική διαδικασία σε σχέση ΅ε το ίδιο θέ΅α».

 

 

Το πρώτο βεβαίως που πρέπει να εξεταστεί είναι αν υπήρξε όντως παραβίαση του άρθρου 19. Φυσικά για να κριθεί αν υπάρχει στοιχειοθέτηση ή μη παραβίασης δεν αρκούν in abstracto συλλογισμοί.  Πρέπει τα πράγματα να ελεγχθούν με συγκεκριμένο τρόπο που να αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση και τις περιστάσεις που την περιβάλλουν. 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία δήλωσης αποδεκτών γεγονότων συνιστά μια μορφή επιμέρους παραδοχών και χρειάζεται σαφής δήλωση από αμφότερους τους φορείς της δίκης περί αυτού αλλά και περαιτέρω έγκριση τους ως αποδεκτών γεγονότων από το Δικαστήριο, πράξη που εμπεριέχει μία δικανική διεργασία.    Στη Nanoka Ltd v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 322 εκρίθη ότι η απουσία ακριβώς της δικανικής αυτής διεργασίας στην έγκριση των παραδεκτών γεγονότων υπήρξε μοιραία ως προς τη μη στοιχειοθέτηση της συγκεκριμένης κατηγορίας (που δεν είχε άλλη στήριξη) και  οδήγησε σε ακύρωση της καταδίκης και επανεκδίκαση της υπόθεσης. 

 

Xρήσιμες επισημάνσεις σε σχέση με τη διαδικασία αποδεκτών γεγονότων γίνονται στην υπόθεση  Ihab Im Sbaih ν. Αστυνομίας, ποιν. εφ.188/14, ημερ. 17.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:B528 ως εξής στις σελ.8 και 9:

 

«Η σημασία των παραδεκτών γεγονότων είναι βεβαίως νομολογιακά, πέραν της νομοθετικής πρόνοιας, σαφής και έχει εξηγηθεί σε αριθμό υποθέσεων όπως την Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας(1999) 2 Α.Α.Δ. 498, όπου λέχθηκε ότι κατάθεση που γίνεται παραδεκτή δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αρ. 86/86, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο. Στη Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, αναφέρθηκε ότι η άρνηση παραδεκτών γεγονότων και η προβολή αντιφατικών εκδοχών σε σχέση με ουσιώδες μέρος των γεγονότων, μπορεί να θεωρηθεί ως προσφυγή στο ψεύδος. Στη Nikiforos Technologies Ltd v. Στυλιανού Γ. Χρήστου, Ποιν. Έφ. αρ. 18/2012, ημερ. 16.4.2014, λέχθηκε ότι, κατά περίπτωση, τα παραδεκτά γεγονότα από μόνα τους δυνατόν να μεταφέρουν ως επίπτωση την εκ μέρους του κατηγορούμενου αναμενόμενη εξήγηση».

 

(βλ. επίσης και Criminal Justice Act 1967 της Αγγλίας που απώλεσε το πρότυπο για το Ν.86/86 που τροποποίησε το Κεφ.9 και Blackstone's Criminal Practice 2015 σελ.2357).

 

΄Εχουμε εξετάσει εξονυχιστικά τα πρακτικά της επίδικης ημέρας κατάθεσης των παραδεκτών γεγονότων.  Εκτός του ότι τα τεκμήρια που αφορούσαν τα παραδεκτά γεγονότα κατατίθεντο ένα προς ένα με επεξήγηση αυτών, ο κατάλογος των παραδεκτών γεγονότων είχε διαβαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου με δεδομένη κατά πάντα χρόνο τη μετάφραση που συντελείτο από την αρμόδια διερμηνέα.  Η υποχρέωση που προκύπτει από το αρθ.19 ανωτέρω δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν από το γράμμα της σχετικής παραγράφου.  Δεν επιτάσσει η επίδικη παράγραφος ότι πρέπει το Δικαστήριο ή ο δικηγόρος να υποβάλουν ερώτηση ad hoc στον κατηγορούμενο εάν αντιλαμβάνεται τις επιμέρους παραδοχές.  ΄Ο,τι απαιτείται από την παράγραφο (δ) του σχετικού άρθρου είναι η ικανοποίηση του Δικαστηρίου (και του δικηγόρου του κατηγορουμένου) ότι ο κατηγορούμενος αντιλαμβάνεται πλήρως και συμφωνεί με την αποδοχή που γίνεται.  Αυτό συσχετίζεται άμεσα στην εν λόγω παράγραφο από την υποχρέωση ταυτόχρονης μετάφρασης ή και εξήγησης σε κατανοητή προς τον κατηγορούμενο γλώσσα.  Εν προκειμένω η άμεση μετάφραση - διερμηνεία έχει πλήρως συντελεστεί και καμία ένδειξη δεν υπήρχε ή προκύπτει οποιαδήποτε υποψία από τα πρακτικά ότι ο εφεσείων εκπροσωπούμενος από συνήγορο δεν αντιλήφθηκε οτιδήποτε από τα δρώμενα ή λεχθέντα στο Δικαστήριο τη συγκεκριμένη  δικάσιμο.  Ο τρόπος κατάθεσης των τεκμηρίων, οι επιμέρους αναφορές που εγίνοντο, οι εξηγήσεις που εδίδοντο, ως αυτά προκύπτουν από τα πρακτικά, δεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. 

 

Πέραν αυτού αισθανόμαστε την ανάγκη να επισημάνουμε ότι το παράπονο που εξεφράσθη δια του λόγου αυτού αποτελεί απόρροια, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, μιας τυπολατρικής αντίληψης για το ρόλο του Δικαστηρίου.  Αντίληψη που αφενός λειτουργεί μειωτικά ως προς το ρόλο του δικηγόρου υπεράσπισης και αφετέρου δεν συσχετίζει το θέμα με οποιονδήποτε  ενδεχόμενο ουσιαστικού επηρεασμού δικαιώματος ενός κατηγορούμενου.  Επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε εμφαντικά ότι η δικαιότητα της δίκης δεν κρίνεται αφηρημένα και το Εφετείο δεν έχει κανένα δισταγμό να επέμβει ακυρώνοντας καταδίκη εάν οποιονδήποτε λάθος - διαδικαστικό ή μη - οδηγεί σε ουσιαστική παραβίαση δικαιωμάτων αλλά στην προκείμενη περίπτωση κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά και ρητώς ο συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε το αντίθετο. 

 

Ο δεύτερος (3ος στην κατάταξη) λόγος έφεσης είναι ακόμα πιο ασθενικός από τον προηγούμενο.  Αποδίδεται μομφή στο Κακουργιοδικείο ότι η κατάληξη του σε σχέση με την 3η κατηγορία (κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα) και ο συσχετισμός της με την 1η έρχεται σε αντίθεση με τις λεπτομέρειες αδικήματος ως εκτίθενται στο κατηγορητήριο.  Ομολογουμένως η διατυπωθείσα σκέψη του ευπαιδεύτου δικηγόρου επί του 3ου λόγου έφεσης δεν έχει την απαραίτητη σαφήνεια.  Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί η θέση του εφεσείοντα είναι η ακόλουθη:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.36 της απόφασης του καταλήγει ότι στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα της 3ης κατηγορίας, ότι δηλαδή ο εφεσείων είχε στην κατοχή του τα επίδικα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθεια μέσω των πρώην συγκατηγορουμένων του 1 και 2 σε τρίτο πρόσωπο στην Κωνσταντινούπολη.  Η σχετική κατηγορία που αντιμετώπιζε και γνώριζε ο εφεσείων μέσω των λεπτομερειών του αδικήματος ήταν ότι «κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία είχαν στην κατοχή τους ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Α΄ με σκοπό την προμήθεια τούτου σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή είχαν στην κατοχή τους το ελεγχόμενο φάρμακο που αναφέρεται στη 2η κατηγορία».   Στην 1η κατηγορία αναφέρεται ως χρόνος «28.1.2013» και ως τόπος «Παλλουριώτισσα της επαρχίας Λευκωσίας».  Είναι η συνακόλουθη θέση του εφεσείοντα ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τις πιο πάνω λεπτομέρειες αφού «το Δικαστήριο διαφοροποίησε ουσιαστικά και τον αριθμό των προσώπων προς τα οποία απευθύνετο η προμήθεια, όσο και πρόσθεσε ως τόπο που θα λάμβανε χώραν την Κωνσταντινούπολη». 

 

Η θέση αυτή είναι εντελώς αβάσιμη.  Όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση δυνάμει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, ο εφεσείων κάλεσε τους δύο πρώην συγκατηγορούμενους του στο σπίτι του στην Παλλουριώτισσα και είναι εκεί που τους έδωσε τα επίδικα ναρκωτικά ζητώντας τους να τα μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη.  Σαφώς λοιπόν προκύπτει ότι ο εφεσείων στις 28.1.2013 στην Παλλουριώτισσα είχε στην κατοχή του τα επίδικα ναρκωτικά με σκοπό να τα προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα.  (3η κατηγορία).  Το κατά πόσο δε τα πρόσωπα  προς τα οποία είχε σκοπό να προμηθεύσει τα ναρκωτικά ευρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη ή αλλού είναι αδιάφορο εφόσον δυνάμει του νόμου δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος ο τόπος διαμονής των προσώπων προς τα οποία θα γινόταν η προμήθεια.   Τίποτε το αντινομικό δεν διαπιστώνουμε και θεωρούμε την επίκληση αυτού του λόγου εντελώς αβάσιμη. 

 

Ο 4ος (στην κατάταξη) λόγος αφορά «τον τρόπο χειρισμού» από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ως άνω αναφερόμενης ΜΚ2 η οποία βέβαια ήταν συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων όπως προέκυψε ευθύς εξαρχής από τη συμπερίληψη της στο κατηγορητήριο ως συγκατηγορούμενης, την παραδοχή και την επιβολή ποινής σ΄αυτή.   Παρά το ότι και αυτό το παράπονο του εφεσείοντα έχει διατυπωθεί με δυσνόητο τρόπο, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι συνίσταται σε δύο επίπεδα.  Ότι αφενός ο λόγος που η ΜΚ2 εκρίθη αξιόπιστη δεν είναι πειστικός και αφετέρου ότι οι αρχές που το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία της  ως συναυτουργού δεν εφαρμόστηκαν ορθά με αποτέλεσμα το τρωτό της καταδίκης του εφεσείοντα. 

 

Με όση δυνατή ευρύτητα και να εξετάσαμε τον λόγο αυτό σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση που έτυχε η μάρτυς από το Κακουργιοδικείο δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως έρεισμα στα προβαλλόμενα ως μεμπτά από τον εφεσείοντα.  Το Κακουργιοδικείο συνόψισε με μεγάλη επιμέλεια, δείχνοντας ταυτόχρονα επάρκεια και πλήρη αντίληψη της νομολογίας, τις σχετικές αρχές για αντιμετώπιση της μαρτυρίας συναυτουργού.  (βλ. R v. Baskerville (1916) 2 Κ.Β. 658,  Zacharia v. The Republic (1962) C.L.R. 52, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,  Ευαγγέλου v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24, σελίδα 34, Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, σελ. 658, Χατζημάρκου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482, Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ 512 και Γερμανός ν. Δημοκρατίας, Ποινικές εφέσεις 218/11 και 222/11, ημερ. 19.7.2013).  Όχι μόνο ανάφερε τις αρχές αλλά και τις εφάρμοσε στην πράξη με εξίσου επιμελή και αναλυτικό τρόπο.  Ακριβώς το συμπέρασμα περί της καλής εντύπωσης που άφησε η ΜΚ2 δεν έμεινε σχήμα λόγου, εξηγήθηκε και αναλύθηκε σε συνάρτηση με όλες τις πτυχές της υπόθεσης συσχετιζόμενο με τη λοιπή μαρτυρία, τα σχετικά τεκμήρια και τις θέσεις της υπεράσπισης.  Ως όφειλε το Κακουργιοδικείο αναζήτησε επιβεβαίωση των θέσεων που εξέφρασε η ΜΚ2 για να καταλήξει ως εξής:

 

«Επισημαίνουμε ότι πέραν του ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.2 παρέμεινε ακλόνητη και σταθερή χωρίς αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις, αυτή ενισχύεται σε καίρια σημεία της και από άλλη μαρτυρία στην οποία αναφερόμαστε πιο κάτω. Η ενίσχυση δεν πρέπει να εξετάζεται ως επόμενο της αξιοπιστίας της αλλά ωσάν να περιέχεται σ' αυτή κατά την εξέταση της υπόθεσης. Όπως ήδη επεσημάναμε ανωτέρω,στην Α.G Hong Kong vWong Makping (1987)2 All E.R 488 A.C 501 P.Cπροβλήθηκε ότι είναι λογικό η αξιολόγηση της μαρτυρίας να κρίνεται εξ υπαρχής με αναφορά και προς την ενισχυτική μαρτυρία ως ενιαίο σύνολο.

 

Από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία παρέμειναν αναντίλεκτα προέκυψε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που προηγήθηκε της σύλληψης τόσο της Μ.Κ.2 όσο και του Κατηγορούμενου από την Αστυνομία υπήρξε μεγάλος αριθμός τηλεφωνικών επαφών μεταξύ Μ.Κ.2 και Κατηγορούμενου. Οι τηλεφωνικές αυτές επαφές συμπεριλάμβαναν τόσον τηλεφωνικές συνδιαλέξεις όσο και γραπτά μηνύματα (sms) μεταξύ του αριθμού τηλεφώνου της Μ.Κ.2 και των αριθμών τηλεφώνου του Κατηγορούμενου όπως και αντίστροφα.

 

Έχοντας λοιπόν εξετάσει και αξιολογήσει όλα όσα ενώπιον μας έθεσε η Μ.Κ.2 σφαιρικά και σε συσχετισμό με την υπόλοιπη μαρτυρία θεωρούμε τη μαρτυρία της αξιόπιστη και είμαστε πεπεισμένοι ότι θα πρέπει να αποδώσουμε πίστη για τους λόγους που εξηγήσαμε.

 

Με πλήρη επίγνωση των κινδύνων που εμπεριέχονται στην αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργού και έχοντας προειδοποιήσει σχετικά τους εαυτούς μας, καταλήξαμε ότι το είδος, η ποιότητα και η πειστικότητα της μαρτυρίας της Μ.Κ.2 είναι τέτοια που μπορούμε και έτσι αισθανόμαστε με βεβαιότητα να βασιστούμε στη μαρτυρία της και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, χωρίς να αναιρούμε τα όσα αναφέραμε για το βάσιμο της μαρτυρίας της Μ.Κ.2 και αν ακόμη νιώθαμε ότι θα έπρεπε να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία, υπάρχει και άλλη ικανή μαρτυρία η οποία ενισχύει τη μαρτυρία της και τείνει να καταδείξει ότι στη διάπραξη των αδικημάτων ενέχεται και ο Κατηγορούμενος.

 

Πρόκειται για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω του Μ.Κ.3 και τα παραδεκτά γεγονότα που αφορούν τις επικοινωνίες μεταξύ του Κατηγορούμενου και της Μ.Κ.2 κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ήδη αναφερθήκαμε συγκεκριμένα στον αριθμό των επικοινωνιών αυτών και τη συχνότητα που παρουσιάζεται. Από τον αριθμό αυτό και τη συχνότητα των επικοινωνιών ενισχύεται η εκδοχή της Μ.Κ.2 αναφορικά με το θέμα των επαφών που είχε με τον Κατηγορούμενο σε σχέση με τη συνεργασία τους για την προμήθεια και διάθεση των επίδικων ναρκωτικών».

 

Επικροτούμε πλήρως την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και οφείλουμε δε να πούμε ότι πριν απ΄αυτό το σημείο προηγούνται πέντε πυκνογραμμένες σελίδες στις οποίες το Δικαστήριο ασχολείται με την αξιολόγηση της μάρτυρας με εξίσου λεπτομερή και πειστικό τρόπο.

 

Είναι η κατάληξη μας ότι και αυτός ο λόγος στερείται οποιουδήποτε υποβάθρου. 

 

Πριν τη διατύπωση της τελικής μας ετυμηγορίας ως προς την έκβαση της έφεσης, θεωρούμε υποχρέωση μας να προβούμε σε κάποιες επισημάνσεις, οι οποίες σχετίζονται με την αποστολή των συνηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης.  Τοσούτω μάλλον όταν ένας δικηγόρος εμφανίζεται κάτω από το καθεστώς νομικής αρωγής και πληρώνεται από τα δημόσια ταμεία, ως εν προκειμένω.  Πρωτοδίκως, ο εφεσείων, δια του τότε δικηγόρου του, κατά το στάδιο αγορεύσεων για επιβολή ποινής, εξέφρασε την πλήρη μεταμέλεια του πελάτη του ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων.   Είναι γνωστό ότι η έκφραση μεταμέλειας κατ΄αρχήν, εν τοις πράγμασι, ισοδυναμεί με έστω και εκ των υστέρων παραδοχή.[1]  Αυτή η μεταμέλεια αναιρέθηκε δια της έφεσης που εκρίθη για άλλους λόγους αναιτιολόγητη. Θα πρέπει οι συνήγοροι και ειδικά οι συνήγοροι που εμφανίζονται με νομική αρωγή να εξετάζουν προσεκτικά τα διαβήματα τους ώστε να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους ως υπερασπιστές ενός διάδικου, αλλά και να είναι συνεπείς στο καθήκον τους προς το Δικαστήριο.  Δραττόμεθα της ευκαιρίας να επισημάνουμε ότι στην προσπάθεια να αποφεύγεται αναίτια σπατάλη δημοσίου χρήματος, ίσως πρέπει πλέον να εξεταστεί η δυνατότητα σύστασης ανεξάρτητης αρχής που να οριοθετεί την έκταση της υπηρεσίας των δικηγόρων με νομική αρωγή.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.

 

                                                          ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

                                                          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325 όπου εκρίθη ότι η εκφρασθείσα, μετά την ακρόαση, μεταμέλεια του εφεσείοντα καθιστούσε την έφεση του, στην πραγματικότητα, άνευ αντικειμένου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο