ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B289
(2016) 2 ΑΑΔ 540
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Αίτηση Αρ. 2/2016
17 Ιουνίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΝΙΚΟΛΑ ΚΩΤΙΔΗ
Αιτητή
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ΄ ου η αίτηση
--------
Αίτηση ημερ. 1.6.16 για παράταση του
χρόνου καταχώρισης έφεσης
Β. Μπίσσας, για αιτητή
Ε. Παπαλοϊζου (κα) , για καθ΄ ου η αίτηση
.........
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Εχ-Tempore)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Kατόπιν παραδοχής, στις 27.4.2016, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου επέβαλε στον 35χρονο αιτητή συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 22 και 5 μηνών για τα αδικήματα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 20, 255, 262, 291 και 292(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ενώ για τους δύο νεαρούς συγκατηγορούμενους του ηλικίας 17 και 20 χρονών διαφοροποίησε την ποινή, επιβάλλοντας τους συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 και 6 μηνών με τριετή αναστολή. Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι η διαφοροποίηση στην ποινή δικαιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση του βαθμού συμμετοχής εκάστου των κατηγορουμένων στη διάπραξη των αδικημάτων και, περαιτέρω, ότι για τον αιτητή λήφθηκαν υπόψη ακόμα 4 υποθέσεις παρομοίας φύσεως. Δηλαδή οι υποθέσεις 4648/15 και 30/16 του Επαρχιακoύ Δικαστηρίου Αμμοχώστου, η 23688/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και η 10156/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Ένα και πλέον μήνα μετά την επιβολή της ποινής, στις 1.6.16, ο αιτητής καταχώρισε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αποβλέπει δυνάμει του άρθρου 134[1] του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, σε παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης με την οποία θα προσβάλλεται η ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αιτητή στην οποία διατείνεται πως δεν ήταν δική του ευθύνη η μη καταχώριση της έφεσης μέσα στην προθεσμία των 10 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 133(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και ως εκ τούτου θα πρέπει να του δοθεί η αιτούμενη παράταση, εφόσον σε αντίθετη περίπτωση θα αποστερηθεί των συνταγματικών του δικαιωμάτων.
Ισχυρίζεται συναφώς πως κατά την ημέρα επιβολής της ποινής δεν ήταν παρών ο δικηγόρος του, αλλά αυτόν τον εκπροσώπησε η δικηγόρος του 2ου κατηγορούμενου. Και αυτό παρόλο που στην απόφαση του Δικαστηρίου καταγράφεται εμφάνιση του δικηγόρου του. Θεωρώντας δε ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική επικοινώνησε τηλεφωνικώς αυθημερόν με το δικηγόρο του (τον κ. Π. Λοϊζου), η θέση του οποίου ήταν πως η ποινή δεν ήταν υπερβολική και δεν χρειαζόταν να υποβληθεί έφεση.
Παρά την πιο πάνω θέση του δικηγόρου του, ο ίδιος ήθελε να καταθέσει έφεση και τις επόμενες ημέρες τηλεφωνούσε καθημερινά στον (τότε) δικηγόρο του χωρίς όμως ανταπόκριση. Όταν δε τελικά κατόρθωσε να επικοινωνήσει μαζί του, στις 12 ή 13.5.16, ο (τότε) δικηγόρος του τον πληροφόρησε πως παρήλθε η προθεσμία για καταχώριση έφεσης και όταν του ζήτησε να προβεί σε διαβήματα για παράταση της προθεσμίας, ο δικηγόρος τού ανέφερε πως το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να απευθυνθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για χάρη και επειδή αυτός δεν συμφωνούσε επικοινώνησε στις 18.5.16 με το νυν δικηγόρο του ο οποίος και καταχώρισε την παρούσα αίτηση.
Ο καθ΄ ου η αίτηση, μέσω της κ. Παπαλοϊζου που τον εκπροσώπησε, ναι μεν δεν καταχώρισε γραπτή ένσταση, αλλά διατύπωσε τη θέση ότι με όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν καταδεικνύεται «καλός λόγος» για ικανοποίηση του αιτήματος του.
Εξετάσαμε το υπό συζήτηση αίτημα και όπως γίνεται αντιληπτό αυτό θα κριθεί στη βάση του άρθρου 134 της ποινικής Δικονομίας. Όπως συναφώς υπενθύμισε το παρόν Εφετείο στην Αριστείδου ν. Sisamos Refrigeration Ltd, Ποιν. Αιτ. 11/2015 ημερ. 23.12.15 - με αναφορά στις Naydenov v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/14 ημερ. 16.9.14, Eurohouse Finance Ltd κ.α. v. Aστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52, Φίλιππου ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 98 και Δημοκρατίας ν. Κυριάκου (2003) 2 Α.Α.Δ. 479 - η παράταση του χρόνου για την υποβολή έφεσης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο μπορεί να εγκριθεί κατ΄ άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου μόνο εφόσον καταδειχθεί «καλός λόγος». Τέτοιος που να αντισταθμίζει το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής εκπροσωπήθηκε πρωτοδίκως από δικηγόρο της επιλογής του και έστω και αν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ότι ο τότε δικηγόρος του δεν εμφανίστηκε κατά την απαγγελία της ποινής - ισχυρισμός που αντιστρατεύεται το τι σχετικά καταγράφεται στο κείμενο της απόφασης - εντούτοις επικοινώνησε αυθημερόν μαζί του και η θέση του δικηγόρου του ήταν ότι η ποινή που του επιβλήθηκε δεν ήταν υπερβολική και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να καταχωρηθεί έφεση. Είχε επομένως ευθύς εξαρχής τη (νομική) θέση του δικηγόρου του αναφορικά με την υποβολή έφεσης και εάν διαφωνούσε με αυτή τίποτε δεν τον εμπόδιζε να προχωρήσει από τότε στην κατάθεση έφεσης, είτε προσωπικώς μέσω της διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών είτε μέσω άλλου δικηγόρου και οι περαιτέρω ισχυρισμοί του ότι δεν κατόρθωσε να επικοινωνήσει τις επόμενες ημέρες με τον (τότε) δικηγόρο του για καταχώριση έφεσης στερούνται σημασίας εφόσον ήδη ο εν λόγω δικηγόρος τού είχε κοινοποιήσει ευθύς εξ αρχής τη θέση του για το ζήτημα. Υπ΄ αυτά τα δεδομένα κρίνουμε ότι οι αιτιάσεις του δεν καταδεικνύουν «καλό λόγο» που να αντισταθμίζουν το τελέσφορο των δικαστικών αποφάσεων που είναι συνυφασμένο με την τελεσιδικία και ως εκ τούτου δεν θα ασκήσουμε θετικά τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του αιτήματός του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] 134. Εξαιρούμενης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπι απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο.