ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα. Α. Γιάλλουρου (κα), για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-04-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 177/2015, 21/4/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B211

(2016) 2 ΑΑΔ 364

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Ποινική Έφεση Αρ. 177/2015

 

21 Απριλίου 2016  

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ,

Εφεσείων

-         ν.   -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

------------------------------------

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Γιάλλουρου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

-----------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα ο εφεσείων κατά τις πρωϊνές ώρες της 10.9.2014 αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας έχοντας ταξιδέψει από τις Βρυξέλλες μέσω Βαρσοβίας.  Λόγω του ότι υπήρχαν πληροφορίες ότι θα εισήγαγε ναρκωτικά στη Δημοκρατία, ο εφεσείων διερευνήθηκε από Τελωνειακό Λειτουργό, στο δε εσώρουχο του ανευρέθηκαν δύο κυλινδρικά σκευάσματα σε σακουλάκι.  Στο ένα από αυτά δεν ανιχνεύθηκαν  ναρκωτικές ουσίες, το άλλο όμως περιείχε σκεύασμα 31,8558 γραμμαρίων κοκαΐνης για την οποία ο εφεσείων ανέφερε ότι ήταν για προσωπική του χρήση.  Σε θεληματική κατάθεση αυτόβουλα έδωσε και την πληροφορία ότι τον Ιούλιο του 2014 είχε επίσης εισαγάγει μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας από την Ολλανδία κοκαΐνη βάρους 20 γραμμαρίων. 

 

        Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως επτά κατηγορίες για εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, κατοχή του φαρμάκου αυτού και κατοχή με σκοπό την προμήθεια του σε τρίτα πρόσωπα.  Οι τρεις κατηγορίες αφορούσαν την κοκαΐνη βάρους 20 γραμμαρίων και οι άλλες τρεις την κοκαΐνη βάρους 31,8558 γραμμαρίων.   Η έβδομη κατηγορία αφορούσε τη χρήση κοκαΐνης που, όπως ο ίδιος είχε θεληματικά αναφέρει, είχε χρησιμοποιήσει την ίδια μέρα προ της άφιξης του στη Δημοκρατία στις 10.9.2014.  Στην πορεία της υπόθεσης ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες της εισαγωγής και κατοχής των αντίστοιχων ποσοτήτων κοκαΐνης, καθώς και την κατηγορία της χρήσης, ενώ η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε σε προφορική αναστολή της ποινικής δίωξης στις κατηγορίες 3 και 6 που αφορούσαν την κατοχή της αντίστοιχης ποσότητας κοκαΐνης, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄, με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλα πρόσωπα. 

 

        Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, καθώς και τα όσα ο συνήγορος υπεράσπισης, άλλος από τον παρουσιασθέντα κατά την έφεση, ανέφερε, με ex-tempore απόφαση του επέβαλε στον εφεσείοντα φυλάκιση 19 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1, 2, 4, 5 και 7.  Οι ποινές φυλάκισης διατάχθηκαν να συντρέχουν και να αρχίζουν από την ημέρα κράτησης του, στις 11.5.2015.

 

        Οι πιο πάνω συντρέχουσες ποινές βάλλονται ως υπερβολικές.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος αναγνωρίζοντας στην αγόρευση του τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τόνισε παράλληλα ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε επαρκώς την προσπάθεια του να απεξαρτηθεί γεγονός που η νομολογία πάντοτε λαμβάνει σοβαρά υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ακόμη η προσπάθεια πρέπει να ενθαρρύνεται με μείωση της ποινής όταν αυτή είναι αυτόβουλη έστω και αν δεν ήταν καθόλα επιτυχής.  Το Δικαστήριο κατά το συνήγορο παραγνώρισε στην ουσία το γεγονός ότι ήταν εθισμένος χρήστης και το ότι απευθύνθη ο ίδιος στον ψυχολόγο-ψυχίατρο των Κεντρικών Φυλακών με αποτέλεσμα να έχει παύσει να χρησιμοποιεί πλέον ναρκωτικές ουσίες. 

 

        Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση του στο γεγονός ότι η ανώτατη ποινή για ναρκωτικά τάξεως Α΄ είναι η διά βίου φυλάκιση.  Αυτό όμως αποτέλεσε κατά την εισήγηση σφάλμα διότι η εν λόγω ποινή δεν αφορούσε όλα τα αδικήματα τα  οποία παραδέχθηκε ο εφεσείων, αλλά μόνο αυτά των κατηγοριών της εισαγωγής ενώ για τις υπόλοιπες κατηγορίες η ανώτατη ποινή είναι αυτή των 12 ετών φυλάκιση.  Αυτό, κατά το συνήγορο, θα πρέπει να συνδυασθεί και με το γεγονός ότι το Δικαστήριο επέβαλε την ίδια ακριβώς ποινή σε όλες τις κατηγορίες μεταχειριζόμενο τον εφεσείοντα ισοπεδωτικά ασχέτως των διαφορετικών ποινών που προβλέπονται για κάθε αδίκημα που παραδέχθηκε.

 

        Άλλο σφάλμα του Δικαστηρίου ήταν ότι παρά τη διακοπή των κατηγοριών της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να αναφερθεί στο τεκμήριο που προνοείται από το Νόμο ότι κατοχή ποσότητας πέραν των 10 γραμμαρίων παραπέμπει σε σκοπούς εμπορίας και όχι απλή προσωπική χρήση.  Δεν υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με το συνήγορο ότι ο εφεσείων κατείχε τις ναρκωτικές αυτές ουσίες με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο εξ ου και η Κατηγορούσα Αρχή αποδεχόμενη στην ουσία το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν χρήστης ναρκωτικών απέσυρε τις κατηγορίες περί προμήθειας σε τρίτο πρόσωπο. 

 

        Υπήρξε επίσης αντιφατικότητα στον τρόπο που το Δικαστήριο μεταχειρίστηκε τον εφεσείοντα διότι ενώ φαινομενικά αναγνώρισε τις προσπάθειες του για απεξάρτηση, εν τούτοις έδωσε μόνο περιθωριακή σημασία στο γεγονός εφόσον το Δικαστήριο προχώρησε να ταξινομήσει τα προβλήματα από την εξάρτηση ναρκωτικών ουσιών που καθίστανται δυσβάκτατο βάρος για την κοινωνία εξουδετερώνοντας έτσι την ειλικρινή προσπάθεια για απεξάρτηση και πριν και μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση.  Έχει δε και την επιθυμία να συνεχίσει να συνεργάζεται με θεραπευτικό κέντρο εκτός των φυλακών έγκλειστος σ΄ αυτό εάν είναι αναγκαίο. 

 

        Τέλος έγινε αναφορά σε προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για σκοπούς νομικής αρωγής κατ΄ έφεση, η οποία και περιλαμβάνει δεδομένα που δεν είχαν περιληφθεί στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας πρωτοδίκως.  Η ουσιώδης διαφοροποίηση είναι η αναφορά ότι ο εφεσείων είχε τελέσει γάμο και προηγουμένως από τον οποίο απέκτησε δύο άλλα τέκνα. 

 

        Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης Αστυνομίας είναι ότι δεν υπάρχει έκδηλα στοιχείο υπερβολής στις επιβληθείσες ποινές εφόσον όπως και ο ίδιος ο εφεσείων δέχεται τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε είναι ιδιαιτέρως σοβαρά όπως προβλέπεται και από τις ποινές που έχει καθορίσει ο νομοθέτης, ενώ τα ναρκωτικά έχουν κατ΄ επανάληψη νομολογιακά χαρακτηρισθεί ως κοινωνική μάστιγα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε την ποινή εκείνη που ήταν αποτρεπτική εφόσον το στοιχείο της αποτροπής έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σ΄ αυτού του είδους τις υποθέσεις χωρίς ταυτόχρονα να είχε παραγνωρίσει τις προσωπικές συνθήκες του δράστη στις οποίες αναφέρθηκε με πληρότητα.

 

        Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης προς μετριασμό της ποινής πολύ συνοπτικά να υπομνησθεί ότι η νομολογία όντως υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών.  Όπως έχει λεχθεί και στην Ελ Χαπίρ Ναζίπ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 6/2014, ημερ. 21.11.2014, η ενασχόληση με τα ναρκωτικά είτε για ιδία χρήση ή κατά μείζονα λόγο με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτους, αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση.  Η αντιμετώπιση κατά αυστηρό τρόπο των αδικοπραγούντων αποτελεί και τη συνδρομή των Δικαστηρίων, έστω κατασταλτικά, στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών.  Επίσης γνωστό είναι ότι η νομολογία αναγνωρίζει ότι το ποινικό μέτρο καθορίζεται πρωτίστως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο φέρει και την ανάλογη ευθύνη.

        Το Εφετείο δύναται βεβαίως να επέμβει όπου η ποινή είναι εκδήλως ανεπαρκής ή αντίθετα υπερβολική ή εμπεριέχει σφάλμα αρχής, (Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 42 και Bezanidis κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 785).  Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ανέδειξε πτυχές της υπόθεσης ως ιδιάζουσας σημασίας, ενώ δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία σε νομολογιακά αναγνωρισμένους μετριαστικούς παράγοντες τους οποίους ένα Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει κατ΄ ουσίαν υπόψη και όχι να δημιουργείται η εντύπωση μέσα από το σκεπτικό του ότι απλή και μόνο λεκτική αναφορά γίνεται χωρίς αντίκρυσμα στην επιβληθείσα ποινή, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 333 και Σταύρος Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513).  Η εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών και η νομολογία που θέλει τις προσωπικές συνθήγκες ενός κατηγορουμένου να έχουν πολύ περιορισμένο ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής σε  υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών, δεν είναι άκαμπτη, (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448).

 

        Το πρώτο και ουσιώδες σφάλμα του Δικαστηρίου είναι η αναφορά του στην ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών κατά τρόπο που τονίζετο το κατά το τεκμήριο του Νόμου κατοχής με σκοπό την εμπορία, την προμήθεια δηλαδή σε τρίτους, εφόσον η ποσότητα ήταν πέραν των 10 γραμμαρίων. Το Δικαστήριο κατ΄ επανάληψη στην απόφαση του αναφέρθηκε στην κατοχή των      31,8558 γραμμαρίων και των 20 γραμμαρίων, αντίστοιχα, κατά τρόπο που δεν έδειχνε αποστασιοποίηση από το γεγονός της απόσυρσης των κατηγοριών κατοχής με σκοπό την προμήθεια από την Κατηγορούσα Αρχή και βεβαίως τη συνακόλουθη απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντος από αυτές.  Το Δικαστήριο στην ex tempore απόφαση του, ενώ μνημονεύει τη διακοπή των κατηγοριών 3 και 6, παρά ταύτα προχωρεί να καταγράψει ότι, «.. δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι και στις δύο περιπτώσεις οι ποσότητες υπερβαίνουν τα 10 γραμμάρια, για τα οποία με βάση το νόμο τεκμαίρεται ότι εάν κάποιος κατέχει τέτοιες ποσότητες δεν είναι για δική του χρήση αλλά για σκοπούς εμπορίας.».  Στη συνέχεια το Δικαστήριο παρατηρεί πρόσθετα ότι οι ποσότητες ήταν τέτοιες που δύσκολα θα μπορούσε να τις καταναλώσει ο ίδιος, σχολιασμός που αντιφάσκει με το γεγονός ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την ευρύτερη θέση του εφεσείοντος ότι κατείχε τα ναρκωτικά ως χρήστης. 

 

        Ακόμη και αργότερα στο σκεπτικό του, το Δικαστήριο δεν αμελεί να παρατηρήσει και πάλι ότι ενώ δεν υπήρχαν γεγονότα ενώπιον του σε σχέση με εμπορία και προμήθεια αυτών των ναρκωτικών ουσιών, εν τούτοις επαναλαμβάνει το γεγονός της μεγάλης ποσότητας δείχνοντας ότι ο εφεσείων είναι άτομο που ήταν διατεθειμένο να διακινδυνεύσει πολύ για να εξασφαλίσει τα ναρκωτικά και πρόσωπο το οποίο, «... είναι μέρος του προβλήματος εξάπλωσης των ναρκωτικών στην κοινωνία μας ..» και ότι «.. είναι βέβαιο ότι αυτός και άλλοι σαν αυτό, επιτελούν σημαντικό ρόλο στην περίπλοκη αλυσίδα διανομής και προμήθειας ναρκωτικών στην κοινωνία.».  Παράλληλα το Δικαστήριο καταγράφει ότι, «αυτά τα πρόσωπα βοηθούν και συντηρούν τα πρόσωπα που σκορπούν το θάνατο στη νεολαία της Κύπρου.».

 

        Όλες οι πιο πάνω αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελούν ουσιώδες σφάλμα αρχής εφόσον αβίαστα δείχνουν ότι αντιμετώπισε κατ΄ ουσίαν ενδόμυχα τον εφεσείοντα ως έμπορα ναρκωτικών ή, τουλάχιστον, όχι ως άτομο που παραδέχθηκε μόνο τις κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής για ιδία χρήση, με τις κατηγορίες της κατοχής με σκοπό την προμήθεια να είχαν αποσυρθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, προφανώς ελλείψει οποιασδήποτε μαρτυρίας.  Προκύπτει από το σκεπτικό της ποινής ότι στο νου του Δικαστηρίου είχε σχηματισθεί η εικόνα ότι ο ενώπιον του κατηγορούμενος ήταν άτομο που πέραν της χρήσης, εμπορευόταν και ναρκωτικά.   Πολύ ορθά ο κ. Χειμώνας στο διάγραμμα του τόνισε το γεγονός ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αναφερθεί μόνο στην ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών και όχι να τις διασυνδέσει με οποιονδήποτε τρόπο με κατηγορίες που απεσύρθησαν.  Η αναφορά του Δικαστηρίου σε γεγονότα επιβαρυντικά παρά την αναστολή και των ανάλογων κατηγοριών αποτελεί στοιχείο που επιτρέπει την επέμβαση του
Εφετείου (
Sofrone v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 102).

 

Το δεύτερο σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εντοπίζεται στο γεγονός ότι περιθωριοποίησε τις προσπάθειες του εφεσείοντος για απεξάρτηση, προσπάθειες που η νομολογία αναγνωρίζει ως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα ή τουλάχιστον παράγοντα στον οποίο θα πρέπει να δίνεται επαρκής σημασία με την ανάλογη  μείωση της ποινής κατά τρόπο που να φαίνεται ότι τα Δικαστήρια επιβραβεύουν την απεξάρτηση ως μέρος του μηχανισμού αντιμετώπισης των προβλημάτων που επέρχονται από την ενασχόληση ατόμων με εξαρτησιογόνες  ουσίες.

 

Ενώ υπόψη του Δικαστηρίου ήταν οι συνεχείς προσπάθειες του εφεσείοντος για απεξάρτηση, όπως αυτές τέθηκαν μέσα από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, αλλά και όπως εξηγήθηκαν από το συνήγορο του, (ο εφεσείων παρέμεινε έγκλειστος σε θεραπευτική μονάδα στη Θήβα το 2007-2008, για 18 μήνες μέχρι την αποθεραπεία του), ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από το κύκλωμα ναρκωτικών, αντιληφθείς το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργούσε στον εαυτό του και στην οικογένεια του, στις δε φυλακές ζήτησε περαιτέρω βοήθεια απεξάρτησης από τον εκεί ψυχίατρο, εντασσόμενος στο οικείο πρόγραμμα βοήθειας, το μόνο που ουσιαστικά παρέμεινε στη σκέψη του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείων είναι «... πρόσωπο που έχει σοβαρό πρόβλημα εξάρτησης στα ναρκωτικά» και ότι παρά την προσπάθεια απεξάρτησης δεν τα κατάφερε, γεγονός που «δείχνει πόσο δύσκολο είναι να απεξαρτηθεί από την κοκαΐνη» και ότι «... έχει σοβαρό πρόβλημα εθισμού στην κοκαΐνη ...».

 

        Η νομολογία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έχει τονίσει την καταλυτική σημασία στην επιμέτρηση της ποινής του γεγονότος ότι ένας κατηγορούμενος με δική του θέληση ακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης.  Η ανάγκη απόδοσης ουσιαστικής σημασίας στην ένταξη εθισμένου ατόμου σε πρόγραμμα απεξάρτησης έγκειται στο ότι φυλάκιση πέραν του αναγκαίου βαθμού δυνατόν να ανακόψει τη θετική πορεία προς την ολοκληρωτική απεξάρτηση, (Καρακάννας ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463 και Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω). 

 

        Το έτερο λάθος, τρίτο στη σειρά, του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η αναφορά του στην ποινή των ισοβίων με δεδομένο ότι η κοκαΐνη θεωρείται σκληρό ναρκωτικό που κατατάσσεται στην τάξη Α΄, ενώ αυτή η ποινή ίσχυε μόνο για τις κατηγορίες της εισαγωγής και όχι για τις υπόλοιπες κατηγορίες που παρέμειναν, με ανώτατη ποινή της 12ετούς φυλάκισης.  Η αναφορά αυτή του Δικαστηρίου στην ισόβια φυλάκιση φαίνεται ότι παρείσφρυσε  στη σκέψη του, έχοντας κατά νου ότι για όλες τις κατηγορίες αυτή ήταν η ανώτατη ποινή επιβάλλοντας έτσι ισοπεδωτικά την ποινή των 19 μηνών φυλάκισης σε όλες.  Το ορθό θα ήταν να επέβαλλε την αυξημένη ποινή που έκρινε ορθή στις κατηγορίες εισαγωγής και την μικρότερη ποινή στις άλλες κατηγορίες ή και να μην επιβάλει ποινή στις κατηγορίες της κατοχής, αφού τα συστατικά στοιχεία αυτών εμπεριέχονται  στις άλλες κατηγορίες. 

 

        Εν τέλει το Δικαστήριο υπέπεσε σε λάθη αρχής και δεν προσμέτρησε με επάρκεια τη μεταμέλεια του εφεσείοντος, η οποία πέραν της παραδοχής είχε και το στοιχείο της αυτόβουλης αποκάλυψης στις αστυνομικές αρχές ότι σε προηγούμενο χρονικό σημείο είχε εισαγάγει και άλλη ποσότητα ναρκωτικών, αποκάλυψη που οδήγησε εν τέλει στην προσθήκη και των ανάλογων κατηγοριών και για τις οποίες ο εφεσείων έπρεπε να τύχει της ανάλογης επιείκειας.  Όπως έχει αναφερθεί στη νομολογία, ένα Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των μετριαστικών παραγόντων ώστε να αποδοθεί το ορθό μέτρο ποινής, η οποία να αντανακλά με επάρκεια  και στο πρόσωπο του δράστη και όχι μόνο να έχει αναφορά στον τύπο των αδικημάτων. 

 

        Τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε ο εφεσείων είναι βεβαίως αρκούντως σοβαρά, αλλά ενώ τα γεγονότα δεν συνέθεταν εικόνα προς αναστολή της επιβληθείσας ποινής, εν τούτοις δικαιολογούσαν επιεικέστερη μεταχείριση ενόψει του συνόλου των μετριαστικών παραγόντων που έχουν καταγραφεί ανωτέρω.  Είναι δε δεδομένο ότι και γεγονότα τα οποία ήταν υπαρκτά, αλλά δεν αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο προς ευμενέστερη μεταχείριση, δικαιολογούν μαζί με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες τη λήψη αυτών υπόψη για την ανεύρεση του ορθού ποινικού μέτρου.  Τέτοιο στοιχείο είναι στην περίπτωση το γεγονός ότι ο εφεσείων έχει δύο τέκνα από προηγούμενο γάμο, στοιχείο που ανήλθε στην επιφάνεια με την δεύτερη έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε για σκοπούς της κατ΄ έφεση νομικής αρωγής. 

 

        Υπό το φως των λαθών που διέπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και του συνόλου των μετριαστικών παραγόντων προς όφελος του εφεσείοντος, κρίνεται ότι η ποινή των 19 μηνών ήταν υπερβολική  υπό τις περιστάσεις.  Έχοντας υπόψη ότι η ποινή αυτή επιβλήθηκε στις 22.7.2015, με ημερομηνία έναρξης της από 11.5.2015, η περίοδος που ο εφεσείων έχει παραμείνει ήδη στις φυλακές θεωρείται αρκετή.

 

Κατά συνέπεια η ποινή μειώνεται αναλόγως ώστε ο εφεσείων να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο