ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ο Εφεσείων, Ανδρέας Ονουφρίου, εμφανίζεται προσωπικά. Ανδρέας Πλαστήρας, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3. Ορέστης Νικήτας, για Μιχάλη Πική, για τον Εφεσίβλητο 4. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-01-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ν. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΙΔΗ κ.α., Ποινική ΄Εφεση Αρ. 68/2014, 25/1/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:B30

(2016) 2 ΑΑΔ 29

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 68/2014)

 

25 Ιανουαρίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

1.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΙΔΗ,

2.  ΑΝΔΡΕΑ ΕΛΛΗΝΑ,

3.  ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ,

4.  ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

________________________

 

Ο Εφεσείων, Ανδρέας Ονουφρίου, εμφανίζεται προσωπικά.

Ανδρέας Πλαστήρας, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3.

Ορέστης Νικήτας, για Μιχάλη Πική, για τον Εφεσίβλητο 4.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων, κ. Ανδρέας Ονουφρίου, στις 30.1.2014, καταχώρισε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των τεσσάρων εφεσιβλήτων, Λειτουργών των Κεντρικών Φυλακών, που είναι το κύριο Σωφρονιστικό ΄Ιδρυμα της Κύπρου.  Τους κατηγορούσε για τη διάπραξη διαφόρων αδικημάτων, κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, με θύμα τον ίδιο.  Τα περισσότερα από αυτά αφορούσαν πρόκληση σωματικής βλάβης, που ασκήθηκε σε βάρος του, σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2010 και 2012, καθ' ον χρόνο αυτός τελούσε υπό περιορισμό στο εν λόγω ίδρυμα. 

 

Από το κατηγορητήριο, προκύπτει ότι η υπόθεση ορίστηκε, πρώτη φορά, για ακρόαση, στις 4.3.2014, δεν είναι, όμως, γνωστό τι συνέβη σε εκείνην την ημερομηνία.  Η επόμενη φορά που αυτή ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν στις 26.3.2014, προκειμένου οι εφεσίβλητοι να απαντούσαν στις κατηγορίες.  Κατ' εκείνην, όμως, την ημέρα, η διαδικασία έλαβε διαφορετική τροπή.  Συγκεκριμένα, αυτή τερματίστηκε και οι εφεσίβλητοι απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.  Η εν λόγω εξέλιξη σημειώθηκε, ως αποτέλεσμα καταχώρισης αναστολής της ποινικής τους δίωξης.

 

΄Οπως διαπιστώνεται από το σχετικό έγγραφο, το οποίο είχε κατατεθεί, εκ των προτέρων, στο σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου, για την άσκηση της πιο πάνω εξουσίας, ενήργησε ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, με τη δήλωση ότι «... η Δημοκρατία διακόπτει τη διαδικασία εναντίον των-» και αναφέρονται, στη συνέχεια, τα ονόματα των τεσσάρων εφεσιβλήτων.  Η ευπαίδευτη Δικαστής, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη του εν λόγω εγγράφου, πληροφόρησε, σχετικά, τον εφεσείοντα για τη δοθείσα αναστολή, οπότε ενήργησε και η ίδια, αναλόγως, απαλλάσσοντας τους εφεσίβλητους από τις εναντίον τους κατηγορίες. 

 

Της κατάληξης, ανωτέρω, προηγήθηκε αγόρευση του εφεσείοντος, ο οποίος, σημειωτέον, δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, στο πλαίσιο της οποίας αυτός αμφισβήτησε την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να παρεμβαίνουν με αναστολή σε ιδιωτική ποινική υπόθεση.  Συγχρόνως, ζήτησε από το εκδικάζον Δικαστήριο να επιφυλάξει, δυνάμει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, νομικό ζήτημα για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με την προαναφερθείσα εξουσία.  Το αίτημά του απορρίφθηκε και η υπόθεση πήρε την πορεία που αναφέρεται πιο πάνω.

 

Ο εφεσείων έχει καταστήσει και τα δύο πιο πάνω θέματα αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Κατά λογική δε συνέπεια, προέχει η εξέταση του πρώτου θέματος, ανωτέρω, που ήγειρε κατά την αγόρευσή του πρωτοδίκως.  Σε σχέση προς αυτό, επισημαίνεται, κατ' αρχάς, η πρόνοια του ΄Αρθρου 113.1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας, βοηθούμενος υπό του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας ..., ασκεί ... εξουσίαν και εκτελεί πάσαν ετέραν υπηρεσίαν ή καθήκον καθοριζόμενον ή ανατιθέμενον εις αυτόν διά του Συντάγματος ή διά νόμου».  Περαιτέρω, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του ιδίου ΄Αρθρου,  «Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι' οιονδήποτε αδίκημα»

 

Από τη διάταξη στο τελευταίο κείμενο, ανωτέρω, των εξουσιών τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας ασκεί δυνάμει του Συντάγματος, είναι πρόδηλο ότι κάθε μια από αυτές ασκείται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε από τις λοιπές εξουσίες και αυτοδικαίως.  Η άσκηση δε των εν λόγω εξουσιών καλύπτει όλο το πεδίο των δικαστικών διαδικασιών, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό, παρά μόνο ότι αυτή πρέπει να γίνεται προς το δημόσιο συμφέρον.  Ειδικά, δεν  υπάρχει οποιαδήποτε εξαίρεση ή επιφύλαξη στις πιο πάνω πρόνοιες και, έτσι, μπορεί εύλογα να θεωρηθεί, ως θέμα ερμηνείας, ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να «διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν» καλύπτει και τη διαδικασία ιδιωτικής ποινικής δίωξης.  Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 310, σελίδες 313 έως 314, κρίθηκε ότι, με την ίδια επίδραση, ως ανωτέρω, ερμηνεύεται, χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία, και η ανάλογη πρόνοια στο άρθρο 154(1) του Κεφ. 155.  Στην έκταση δε που ενδιαφέρει, αυτή προνοεί τα εξής:  «Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την απόφαση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να καταχωρήσει αναστολή δίωξης, ...».

 

Περαιτέρω, δεδομένων των πιο πάνω προνοιών, όταν ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργεί σε μια υπόθεση ασκώντας την εν λόγω εξουσία, ήτοι καταχωρώντας αναστολή ποινικής δίωξης, θεωρείται ότι η σχετική απόφασή του λαμβάνεται προς το σκοπό εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.  Η απόφασή του δε αυτή δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, σε οποιοδήποτε επίπεδο δικαιοδοσίας, (βλ. Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194).

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 114.1 του Συντάγματος[1], την πιο πάνω εξουσία, δηλαδή για αναστολή ποινικής δίωξης, δικαιούται να ασκεί και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, «υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας».  Στην προκειμένη περίπτωση, εγερθέντος του θέματος της αναστολής της συγκεκριμένης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, δεν υπήρξε υπό του εφεσείοντος οποιαδήποτε αντίδραση ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα ενεργούσε εκτός συνταγματικής τάξης.  

 

Στην πραγματικότητα, η κατάληξη, ανωτέρω, απαντά και στο δεύτερο λόγο που ήγειρε ο εφεσείων, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεφύλαξε, δυνάμει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155[2], το νομικό ζήτημα που έχει εξεταστεί προηγουμένως, για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Κατ' αρχάς, να σημειωθεί πως το εκδικάζον Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να αποδεχτεί ή όχι ένα τέτοιο αίτημα, η οποία εκπηγάζει από τις πρόνοιες του ιδίου άρθρου.  Περαιτέρω, όπως έχει νομολογηθεί, η εξουσία αυτή δεν ασκείται, κατά κανόνα, όταν το νομικό ζήτημα, το οποίο ζητείται να επιφυλαχθεί για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, καλύπτεται, ήδη, από τη νομολογία, (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33)· πόσο μάλλον, στην προκειμένη περίπτωση, όπου το ζήτημα σε σχέση με την άσκηση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα και, συνακόλουθα, και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να αποφασίζουν αναστολή ποινικής δίωξης έχει, επανειλημμένα, αποφασιστεί ότι δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, (βλ. Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, σελίδα 516).  Επομένως, ούτε και ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

                                                  Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                  Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

 

 

                                                  Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1]     «1.  Ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας έχει την εξουσίαν και ασκεί τας υπηρεσίας και τα καθήκοντα, άτινα κανονικώς εμπίπτουσιν εις την αρμοδιότητα του αξιώματός του.  Ούτος ωσαύτως δύναται να ασκή πάσαν εξουσίαν και να εκτελή πάσαν υπηρεσίαν ή καθήκον εμπεπιστευμένον εις τον γενικόν εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος ή των νόμων υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.»

[2] «148. - (1)  Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, και με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρέπει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης οποιουδήποτε προσώπου.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο