ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B23
(2016) 2 ΑΑΔ 5
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 216/2013)
20 Ιανουαρίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣTAMATIOY, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗ
Εφεσείοντας,
- v -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________________
A. Mαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα
Α. Κωνσταντίνου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για την Εφεσίβλητη
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Εφεσείων-Κατηγορούμενος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες:
α. Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν.29/77), όπως τροποποιήθηκαν,
β. Εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, κατά παράβαση του άρθρου 4.1.(α) του Νόμου 29/77 και
γ. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 6(3) του Νόμου 29/77.
Ό,τι καταλογιζόταν στον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα ήταν ότι μεταξύ 20.3.2012 και 1.4.2012, στη Λευκωσία, συνωμότησε με τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου (ΜΚ2) να διαπράξει κακούργημα, δηλαδή να εισαγάγει κάνναβη βάρους 2.980 γραμμαρίων στη Δημοκρατία, κάτι που έπραξε την 4.4.2012 μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας, έχοντας την κάνναβη αυτή στην κατοχή του.
Η πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την καταδίκη του Εφεσείοντα στις τρεις κατηγορίες προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με πέντε λόγους:
1. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας,
2. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του και δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην ένορκη μαρτυρία του Εφεσείοντος,
3. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του, ως ευλόγως πιθανή, την εκδοχή του Εφεσείοντος σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο της εναπόθεσης του γενετικού υλικού στο σακούλι και στο cling film, εντός των οποίων βρίσκονταν τα ναρκωτικά,
4. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του κύριου Μάρτυρα Κατηγορίας ΜΚ2, ως αξιόπιστη και έκρινε ως αναξιόπιστο τον Εφεσείοντα, και
5. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του την παράλειψη των Αστυνομικών Αρχών να διενεργήσουν ορθή έρευνα και εξέταση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα το δυσμενή επηρεασμό του δικαιώματος υπεράσπισης του Κατηγορούμενου-Εφεσείοντα.
Οι λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 αφορούν, ουσιαστικά, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το Κακουργιοδικείο και, ιδιαίτερα, αφορούν στην πρωτόδικη κρίση ότι ο ΜΚ2 ήταν αξιόπιστος και η εκδοχή του ήταν αληθινή, ενώ ο Εφεσείων-Κατηγορούμενος ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας και η εκδοχή του ήταν ψευδής. Οι λόγοι έφεσης 1 και 5 βασίζονται σε νομικούς λόγους, ο πρώτος ότι δεν αποδείχθηκαν, στο βαθμό που έπρεπε, τα συστατικά στοιχεία των τριών αδικημάτων και ο πέμπτος ότι ο Εφεσείων-Κατηγορούμενος, ουσιαστικά, δεν έτυχε δίκαιης δίκης και δεν άσκησε επαρκώς το δικαίωμα της υπεράσπισής του επειδή οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές παρέλειψαν να εκτελέσουν το καθήκον τους και δεν έλαβαν υπόψιν τους, επαρκώς, τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα.
Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι η ανεύρεση μικτού γενετικού υλικού, στο οποίο περιλαμβανόταν και γενετικό υλικό του Εφεσείοντα, στο σακούλι, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα ναρκωτικά αλλά και στην πλαστική διαφανή μεμβράνη (cling film) με την οποία διαχωρίστηκαν τα ναρκωτικά, είχε ως αποτέλεσμα, στο μυαλό του Κακουργιοδικείου, να μετατοπισθεί το βάρος της απόδειξης στους ώμους του Εφεσείοντα. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ο κ.Μαππουρίδης ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα πως αυτός δεν βρισκόταν στην Ελλάδα κατά τον ουσιώδη χρόνο που ο ΜΚ2 παρέλαβε τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά (στην Ελλάδα) και τα μετέφερε στην Κύπρο, δεν ερευνήθηκε επαρκώς από τις αρμόδιες αρχές.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και καθόλα αιτιολογημένη.
Εξετάσαμε εξονυχιστικά όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και κρίνουμε ότι η παράθεση και η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο είναι, ουσιαστικά, άμεμπτη.
Το Κακουργιοδικείο σεβάστηκε πλήρως το δικαίωμα του Εφεσείοντα να τηρήσει σιωπή στο στάδιο της ανάκρισης και της λήψης καταθέσεων. Καθοδηγήθηκε στο σημείο αυτό από σχετική νομολογία και, συγκεκριμένα, τις αποφάσεις Mohammad κ.ά. v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 590, Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250 και Anastassi v. The Police (1975) 2 C.L.R. 143.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του κύριου Μάρτυρα Κατηγορίας, Παναγιώτη Τριανταφύλλου, ΜΚ2, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψιν του ότι αυτός ήταν συνεργός του Κατηγορούμενου και συναυτουργός στη διάπραξη των επίδικων εγκλημάτων. Αναφέρθηκε συναφώς στην υπόθεση Ευαγγέλου v. Αστυνομίας (αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24 και προειδοποίησε δεόντως τον εαυτό του ότι η προσέγγιση της αξιοπιστίας τέτοιων μαρτύρων θα πρέπει να γίνεται με την αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, επιφύλαξη, καχυποψία, περίσκεψη και προσοχή σε ύψιστο βαθμό. Αφού προειδοποίησε τον εαυτό του δεόντως, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον ΜΚ2 ως αξιόπιστο μάρτυρα και, μάλιστα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση και με απόλυτη ασφάλεια.
Εξετάζοντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και κρίνοντάς την ως αναξιόπιστη, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν του, μεταξύ άλλων, τη συνειδητή και σχεδιασμένη απόφασή του να φυγοδικήσει με σκοπό να αποφύγει τη σύλληψη στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Σημειώνεται ότι ο Εφεσείων για δεκατρείς περίπου μήνες, από τη σύλληψη του ΜΚ2, άλλαζε διευθύνσεις με προφανή σκοπό να αποφύγει τη σύλληψη και την υποβολή του σε ανακριτική διαδικασία. Ανέφερε ο Εφεσείων ότι ο λόγος της εξαφάνισης του ήταν «κρίση πανικού», την οποία υπέστη όταν πληροφορήθηκε για τις συντονισμένες προσπάθειες της Αστυνομίας να τον ανεύρει, στην οικία του, με σκοπό την εκτέλεση σχετικού εντάλματος σύλληψης που είχε εκδοθεί. Το Κακουργιοδικείο έκρινε την επιλογή του αυτή ως στερούμενη σοβαρότητας και λογικής συνέπειας. Θεώρησε, δηλαδή, ως αξιοπερίεργη τη στάση του Κατηγορούμενου, ο οποίος ήταν αθώος, κατά την αντίληψη του, αλλά εγκατέλειψε την οικογένεια του και τις ποικίλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες για περισσότερο από ένα χρόνο, κρυβόμενος δεξιά και αριστερά σε διάφορες επαρχίες της Κύπρου, «ως εκ του πανικού που υποτίθεται τον κυρίευσε χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει και οποιοδήποτε αντικειμενικό έρεισμα για τη δημιουργία αντίληψης στο μυαλό του περί οποιασδήποτε καταδιωκτικής στάσης ή διάθεσης από μέρους της Αστυνομίας εναντίον του προσώπου του.»
Αναφορικά με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ΜΚ5 κ. Μάριου Καριόλου και την εναπόθεση γενετικού υλικού επί επιφανειών, όπως τα επίδικα σακούλια και οι διαφανείς πλαστικές μεμβράνες, το Κακουργιοδικείο έκρινε τον μάρτυρα αυτό με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στην περίπτωση των εμπειρογνωμόνων και θεώρησε ότι η μαρτυρία του ήταν αξιόπιστη και δεόντως αιτιολογημένη. Βρέθηκε, δηλαδή, γενετικό υλικό του Εφεσείοντα επί των σακουλιών, τεκμηρίων 2α, 3α και 4α μέσα στα οποίο περιείχοντο τα ναρκωτικά, καθώς και στο εξωτερικό μέρος της πλαστικής διαφανούς μεμβράνης με την οποία διαχωρίζονταν τα ναρκωτικά σε μικρότερες ποσότητες. Ο Εφεσείων προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εντοπισμό γενετικού υλικού του επί των προαναφερόμενων σακουλιών, ισχυριζόμενος ότι είχε αφήσει κάποιο ρολό σακουλιών στην οικία του Παναγιώτη Τριανταφύλλου, ΜΚ2, όταν πριν από κάποιες ημέρες είχε επισκεφθεί την οικία με σκοπό να ξεχορτίσει τον κήπο. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι οι τοποθετήσεις της Υπεράσπισης περί φερόμενης μεταφοράς γενετικού υλικού του Κατηγορούμενου από το νάιλον σακούλι, στην πλαστική διαφανή μεμβράνη ή/και αντιστρόφως παρέμειναν σε επίπεδο «in abstracto θεώρησης και εικοτολογίας με σαφή και ικανοποιητική, έτσι κι αλλιώς, τη θέση του Μάριου Καριόλου (ΜΚ5), ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε λογικώς να είχε συμβεί στην πραγματικότητα .».
Με τα προαναφερόμενα δεδομένα, το Κακουργιοδικείο έκρινε, βασιζόμενο στη μαρτυρία Καριόλου, ότι τέτοιου είδους δευτερεύουσες μεταφορές (όπως από το σακούλι στην πλαστική διαφανή μεμβράνη) παρατηρούνται μόνο σε ερευνητικά προγράμματα, και υπό συνθήκες εργαστηρίου, που μεγιστοποιούν την πιθανότητα μεταφοράς τέτοιου γενετικού υλικού με τον τρόπο που εισηγήθηκε η Υπεράσπιση.
Ειδικά αναφορικά με την ανεύρεση γενετικού υλικού του Κατηγορούμενου επί των νάυλον σακουλιών συσκευασίας των επίδικων ναρκωτικών αλλά και της διαφανούς πλαστικής μεμβράνης με την οποία διαχωρίζονταν τα ναρκωτικά, το Κακουργιοδικείο ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό. Ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής:
«Το προσεγγίσαμε με τη δέουσα επιφύλαξη, γνωρίζοντας από νομολογία όπως η R v Ogden (2013) EWCA Crim 1294, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 485 και Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 487, ότι το στοιχείο, αυτό από μόνο του, δεν μπορεί με ασφάλεια (ή και καθόλου πολλές φορές), να οδηγήσει σε οποιοδήποτε απόλυτο συμπέρασμα, πόσω δε μάλλον ενοχής ενός Κατηγορούμενου σε αυτά που αντιμετωπίζει. Το ίδιο και εδώ.»
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε και με το ζήτημα της αυτουργίας και το άρθρο 20 του Κεφ. 154, το οποίο αποτελεί, μαζί με τα προαναφερόμενα άρθρα του Νόμου 29/77, τη νομική βάση των Κατηγοριών 2 και 3 που αφορούν, αντιστοίχως, στα αδικήματα της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 20, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις αποφάσεις Πουτζιουρής και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Binnington και άλλου (2008) 2 Α.Α.Δ 108 και Iacovou and Others v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 114. Το άρθρο 20, όπως παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, δε δημιουργεί από μόνο του αδίκημα, αλλά καθορίζει τους ποινικά υπεύθυνους, εκτός από τους φυσικούς αυτουργούς, για κάθε διαπραχθέν αδίκημα. Περιλαμβάνει τον συνεργό, ο οποίος συνδράμει ή ενθαρρύνει τη διάπραξη του αδικήματος ή συμβουλεύει και παροτρύνει άλλον να το διαπράξει (Δέστε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9 και Ηλία v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137).
Για το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας, το Κακουργιοδικείο είπε ότι υπήρξε ικανοποιητικό και καμία ενέργεια ή παράλειψη από εκείνες που εισηγήθηκε η Υπεράσπιση δεν επηρέασε την αξιοπιστία του ανακριτικού έργου και κατ΄επέκταση το συνταγματικό δικαίωμα του Κατηγορούμενου για διασφάλιση δίκαιης δίκης. Έκαμε αναφορά στη Νεοφύτου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και στην Ονουφρίου v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560. Παρατήρησε ότι εισηγήσεις περί ελλειπούς ανακριτικού έργου πρέπει να αξιολογούνται με πολύ μεγάλη προσοχή και έκρινε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης παρέμειναν στη σφαίρα του θεωρητικού, χωρίς επίρρωση από αξιόπιστα γεγονότα. Το γεγονός ότι δε ζητήθηκε από τον ΜΚ2 να υποδείξει προς τους ανακριτές κάποια τηλεφωνήματα που είχαν λάβει χώρα μεταξύ του και του Κατηγορούμενου «επ΄ ουδενί δε θα μπορούσε να οδηγήσει σε οποιοδήποτε θετικό για τον Κατηγορούμενο συμπέρασμα». Το κυριότερο, όμως, σημείο που προέβαλε ο κ. Μαππουρίδης ως παράλειψη των ανακριτικών αρχών ήταν ότι δε διερεύνησαν επαρκώς κατά πόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσείων είχε μεταβεί στην Αθήνα. Η Εφεσίβλητη παρουσίασε μαρτυρία ότι διερεύνησε το ζήτημα αλλά δεν βρήκε στοιχεία, προβάλλοντας και τη θέση ότι ο Εφεσείων είναι δυνατόν να μετέβη στην Αθήνα μέσω κατεχομένων. Ανατρέχοντας, όμως, στην αντεξέταση του ΜΚ2, βλέπουμε ότι αυτός ουδόλως αντεξετάστηκε αναφορικά με το ζήτημα της παρουσίας του Εφεσείοντα στην Αθήνα κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, το Κακουργιοδικείο προέβη σε ευρήματα. Βρήκε, συγκεκριμένα, ότι ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου, ΜΚ2, γνωρίστηκε με τον Κατηγορούμενο-Εφεσείοντα στις αρχές του 2012. Ο ΜΚ2 ήταν τότε ιερωμένος ενώ, κατά την έκδοση της απόφασης, είχε αποσχηματιστεί. Με την πάροδο του χρόνου, οι δύο γνωρίστηκαν αρκετά καλά και ο ΜΚ2 επισκεπτόταν τον Εφεσείοντα στην ταβέρνα που διατηρούσε ο δεύτερος. Περί τα τέλη Μαρτίου 2012, ο Εφεσείων πρότεινε στον ΜΚ2 να μεταφέρει ναρκωτικά από την Ελλάδα στην Κύπρο με αμοιβή, δεδομένου ότι ο ΜΚ2 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Τελικά, συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο η μεταφορά των ναρκωτικών με αμοιβή €1.000 για τον ΜΚ2. Ο Εφεσείων μετέβη στην Ελλάδα την Κυριακή, 1.4.2012, τηλεφώνησε από εκεί στον ΜΚ2 την Τρίτη, 3.4.2012, καλώντας τον να μεταβεί και αυτός στην Ελλάδα με σκοπό να συναντηθούν ώστε ο Εφεσείων να του παραδώσει τα ναρκωτικά για να τα μεταφέρει στην Κύπρο. Συμφωνήθηκε όπως η μεταφορά των ναρκωτικών από τον ΜΚ2 γίνει στις 4.4.2012 επειδή κατά την ώρα άφιξης του αεροπλάνου των Κυπριακών Αερογραμμών ήταν προγραμματισμένος ποδοσφαιρικός αγώνας και έτσι οι δύο έκριναν ότι δεν θα υπήρχε οποιοσδήποτε κίνδυνος στο αεροδρόμιο Λάρνακας, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο ΜΚ2 ήταν ιερέας που θα διακινείτο με τα ράσα του. Με αναφορά στην Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε, στην προκείμενη περίπτωση, ενότητα σχεδιασμού και στόχευσης αναφορικά με την εισαγωγή των επίδικων ναρκωτικών στην Κύπρο από την Ελλάδα, μεταξύ Εφεσείοντα και ΜΚ2. Υπήρχε, επίσης, αμοιβαία συμφωνία μεταξύ τους, όπως και ταύτιση και σύμπνοια για την κάθε λεπτομέρεια του σχεδιασμού της παράνομης πράξης. Παρόλο που ο ΜΚ2, σε αντίθεση με τον Εφεσείοντα, δεν γνώριζε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το ακριβές είδος και την ποσότητα των, προς μεταφορά και εισαγωγή, παράνομων ναρκωτικών, αυτό δεν επηρέαζε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την απόδοση ποινικής ευθύνης στον Εφεσείοντα σε σχέση με το επίδικο αδίκημα της συνομωσίας, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στις υποθέσεις R v Shivpuri (1986) 2 All EE 334, R v Taaffe (1984) 1 All ER 747, R v Courtie (1984) 1 All ER 740, R v Hussain (1981) 2 All ER 287. Στη βάση των προαναφερόμενων γεγονότων και καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες αυθεντίες, το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι Εφεσείων και ΜΚ2, με την απαιτούμενη πρόθεση, ο καθένας ξεχωριστά, συνωμότησαν μεταξύ τους μεταξύ του τέλους Μαρτίου 2012 και 1.4.2012 να εισαγάγουν τα επίδικα ναρκωτικά στην Κύπρο από την Ελλάδα, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Κεφ. 154.
Σε εφαρμογή του συνωμοτικού τους σχεδίου την Τετάρτη, 4.4.2012 το πρωί, ο ΜΚ2 εξασφάλισε εισιτήριο για Αθήνα με κράτηση θέσης για επιστροφή την ίδια μέρα το βράδυ, στις 19:00. Το πρωί της 4.4.2012 ο ΜΚ2 αναχώρησε για την Αθήνα και, αφού έκαμε κάποιες δικές του δουλειές, ο Εφεσείων του τηλεφώνησε και του είπε ότι δεν είχε βρει ναρκωτικά για να αγοράσει και τον ρώτησε αν μπορούσε να παραμείνει για άλλες 1-2 μέρες στην Αθήνα, ώστε να μπορέσει ο Εφεσείων να εξασφαλίσει τα ναρκωτικά. Ο ΜΚ2 δεν μπορούσε να παραμείνει στην Ελλάδα για περισσότερο χρόνο και τελικά ο Εφεσείων του τηλεφώνησε ξανά την ίδια μέρα, λίγο αργότερα, και τον πληροφόρησε ότι βρήκε τα ναρκωτικά και ήταν έτοιμος να προχωρήσει με την υλοποίηση του κοινού σχεδιασμού.
Ο Εφεσείων μετέβη στην οικία όπου βρισκόταν ο ΜΚ2 και τον παρέλαβε (τον ΜΚ2) για να μεταβούν μαζί στο αεροδρόμιο με σκοπό να αναχωρήσει ο ΜΚ2 για Λάρνακα με τα ναρκωτικά που θα του έδινε ο Εφεσείων. Όταν έφτασαν στο αεροδρόμιο της Αθήνας ο Εφεσείων του έδωσε τη βαλίτσα, τεκμήριο 1, εντός της οποίας περιείχοντο τα επίδικα ναρκωτικά, δεόντως συσκευασμένα, ως τα τεκμήρια 2(Β), 3(Β) και 4(Β), εντός πλαστικών σακουλιών και διαφανούς πλαστικής μεμβράνης, τεκμήρια 2(Α), 3(Α) και 4(Α). Επρόκειτο για κάνναβη συνολικού βάρους 2.980 γραμμαρίων. Η βαλίτσα, τεκμήριο 1, όταν παραδόθηκε από τον Εφεσείοντα στον ΜΚ2, ήταν κλειδωμένη και ο ΜΚ2 δεν είχε τα κλειδιά (τα οποία προφανώς κράτησε ο Εφεσείων). Ο Εφεσείων παρέδωσε στον ΜΚ2 και μια δεύτερη βαλίτσα, στην οποία ο ΜΚ2 θα τοποθετούσε και θα μετέφερε κάποιες εκκλησιαστικές εικόνες. Τελικά, ο ΜΚ2 έφτασε στη Λάρνακα το βράδυ της 4.4.2012 στις 21:53, με κάποια καθυστέρηση. Στον τελωνειακό έλεγχο ανεκόπη και, κατόπιν ερωτήσεως, είπε ότι στη μία βαλίτσα περιείχοντο εικόνες αγίων, αναφορικά, όμως, με τη βαλίτσα, τεκμήριο 1, δήλωσε «δεν είναι δική μου, ανήκει σε άλλον, δεν έχω τα κλειδιά». Με τη συγκατάθεση του ΜΚ2 ανοίχθηκε η βαλίτσα, τεκμήριο 1, οπότε διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν σ΄αυτήν τρεις συσκευασίες που περιείχαν φυτική ύλη κάνναβης μικτού βάρους 3.250 γραμμαρίων περίπου.
Ο ΜΚ2 συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών ενώ τα ναρκωτικά κατασχέθηκαν. Σε ερώτηση των ανακριτών, ο ΜΚ2 απάντησε ότι η βαλίτσα, τεκμήριο 1, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, ανήκε στον Εφεσείοντα Ανδρέα Παντελή, άλλως Παππού και ότι θα την παραλάμβανε έξω από το αεροδρόμιο κάποιος Γιώργος. Επειδή, όμως, ο ΜΚ2, λόγω του ελέγχου που του έγινε, καθυστέρησε, φαίνεται ότι το προαναφερόμενο πρόσωπο αποχώρησε με σκοπό τον μη εντοπισμό του. Ο «Γιώργος» ουδέποτε εντοπίστηκε.
Ο ΜΚ2 έδωσε κατάθεση στις Ανακριτικές Αρχές, όπου ανέφερε τα προαναφερόμενα και το Κακουργιοδικείο θεώρησε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη, εφόσον αυτός δεν είχε οποιονδήποτε λόγο να εχθρεύεται τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων, πληροφορούμενος για την εξέλιξη των πραγμάτων και έχοντας επιστρέψει στην Κύπρο από την Αθήνα, συνειδητά και λόγω της ενοχής του, όπως βρήκε το Κακουργιοδικείο, επέλεξε να διαφύγει από τις Ανακριτικές Αρχές, με σκοπό να αποφύγει τη σύλληψη και κατάφερε να μη συλληφθεί για ενάμιση σχεδόν χρόνο, κρυβόμενος σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι ο Εφεσείων διατηρούσε, σε κάθε κρίσιμο χρόνο, έλεγχο της βαλίτσας, τεκμήριο 1, και των παράνομων ναρκωτικών που, εν πλήρη γνώσει του, βρίσκονταν μέσα σ΄ αυτή. Ήταν ο Εφεσείων που προέβη σε όλα τα κατάλληλα διαβήματα για να εντοπίσει και να αγοράσει τα επίδικα ναρκωτικά και να τα παραδώσει, στη συνέχεια, στον ΜΚ2, συσκευασμένα μέσα στη βαλίτσα, τεκμήριο 1, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον τελευταίο να τα μεταφέρει και να τα εισαγάγει στην Κύπρο, κατ΄ εντολή και προς όφελος του Εφεσείοντα, ο οποίος παρακίνησε, ενθάρρυνε και συμβούλευσε τον ΜΚ2 αναφορικά με την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο, αλλά και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθειά της σε τρίτα πρόσωπα.
Όπως κατέληξε το Κακουργιοδικείο, «ήταν, με άλλα λόγια, ο Κατηγορούμενος ο φυσικός αυτουργός και ιθύνων νους πίσω από τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων. Το παράνομο περιεχόμενο της βαλίτσας - τεκμήριο 1 εξακολουθούσε να ελέγχεται από τον Κατηγορούμενο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο φυσικός έλεγχος της (με το περιεχόμενό της), μεταβιβάστηκε προσωρινώς προς τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου (ΜΚ2), κατά τη στιγμή παράδοσής της έξω από το αεροδρόμιο Αθηνών, με τον τρόπο που περιγράψαμε.»
Για το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι τον έλεγχο της βαλίτσας, τεκμήριο 1, με το παράνομο περιεχόμενό της, τον είχε ο Εφεσείων καθ΄ όλον τον κρίσιμο χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε απλά υπόψιν του τη δήλωση του ΜΚ2 ότι τα κλειδιά της βαλίτσας, τεκμήριο 1, τα κρατούσε ο Εφεσείων, αλλά και το γεγονός ότι, έστω και αν τον φυσικό έλεγχο της βαλίτσας και των επίδικων ναρκωτικών, από τη στιγμή της παραλαβής τους από τον ΜΚ2, τον είχε ο ΜΚ2, αυτό δεν αναιρούσε ή ακύρωνε το γεγονός του ελέγχου των αντικειμένων αυτών από τον Εφεσείοντα, κατ΄εντολή και προς όφελος του οποίου τα μετέφερε ο ΜΚ2. Σχετική αναφορά, το Κακουργιοδικείο, έκαμε στην υπόθεση Warner v. Metropolitan Police Commissioner (1968) 2 All ER 356.
Αναφορικά με το αδίκημα της κατοχής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι ο Εφεσείων είχε το βάρος της ανατροπής του μαχητού τεκμηρίου που δημιουργεί το άρθρο 30Α του Νόμου 29/77, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το μαχητό τεκμήριο, όπως τόνισε το Κακουργιοδικείο, δεν μετατόπιζε το βάρος απόδειξης της σχετικής κατηγορίας (κατηγορίας 3), το οποίο εξακολουθούσε, ασφαλώς, να βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής (Δέστε Hurbanek και Άλλης v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 524, 527). Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο, τονίζουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα. Θεώρησε τον Εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα για καλούς λόγους. Σημειώνουμε, συναφώς, ότι γενετικό υλικό του Εφεσείοντα βρέθηκε τόσο στα σακούλια, μέσα στα οποία βρίσκονταν τα ναρκωτικά, όσο και στη διαφανή πλαστική μεμβράνη, με την οποία τα ναρκωτικά χωρίζονταν σε μικρότερες ποσότητες. Για τα σακούλια έδωσε την εξήγηση ότι είχε αφήσει πλαστικά σακούλια στην οικία του ΜΚ2 όταν πήγε εκεί για να ξεχορτίσει τον κήπο. Δεν είπε όμως ότι τα συγκεκριμένα σακούλια, στα οποία περιείχοντο τα ναρκωτικά, τα είχε αφήσει στην οικία του ΜΚ2. Αναφορικά με το γενετικό υλικό πάνω στη μεμβράνη, ο Εφεσείων γενικά και αόριστα προέβαλε ισχυρισμό ότι μπορεί το γενετικό υλικό που βρισκόταν στα σακούλια να μεταφέρθηκε και πάνω στη μεμβράνη, ενώ αυτό το ενδεχόμενο χαρακτηρίστηκε ως πολύ απομακρυσμένο από τον εμπειρογνώμονα ΜΚ5, ο οποίος αναφέρθηκε σε τέτοιου είδους μεταφορά γενετικού υλικού υπό συγκεκριμένες συνθήκες εργαστηριακού πειράματος. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο αναφορικά με τον ΜΚ2, ο οποίος ήταν συνεργός του Εφεσείοντα, ήταν, επίσης, χωρίς σφάλμα. Το Κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγγενώς εμπεριέχει η μαρτυρία συνεργού. Παρά ταύτα, έκρινε ότι μπορούσε με ασφάλεια να βασιστεί στη μαρτυρία του ΜΚ2, έστω και χωρίς ενίσχυση.
Ως προς το γενετικό υλικό που ανευρέθηκε στα σακούλια και τις μεμβράνες, το Κακουργιοδικείο ορθά καθοδηγήθηκε από νομολογία, μεταξύ άλλων την υπόθεση Ogden (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία η ανεύρεση γενετικού υλικού του Κατηγορούμενου, από μόνη της, και χωρίς άλλη μαρτυρία που να τον εμπλέκει, είναι ανεπαρκές στοιχείο για να καταδικαστεί ένας Κατηγορούμενος. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν μόνο το γενετικό υλικό του Εφεσείοντα στα σακούλια και τη μεμβράνη, αλλά ήταν και η καταπελτική, γι΄αυτόν, μαρτυρία του ΜΚ2, η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη.
Σύμφωνα με την αγγλική Νομολογία (Δέστε Doheny and Adams (1997) 1 Cr. App. R. 369) η ανεύρεση γενετικού υλικού του Κατηγορούμενου πάνω ή γύρω από τα επίδικα αντικείμενα, σε κατάλληλες υποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει βάση καταδίκης, αν υπάρχει και πρόσθετη ενοχοποιητική και ανεξάρτητη μαρτυρία εναντίον του Κατηγορουμένου, η οποία θεμελιώνει σύνδεση (nexus) μεταξύ του Κατηγορούμενου και του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε αρκετή ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία ενέπλεκε τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των τριών εγκλημάτων, εκτός από την ανεύρεση γενετικού υλικού του, ως ανωτέρω αναφέρεται.
Για τα συστατικά στοιχεία των τριών αδικημάτων, είμαστε ικανοποιημένοι ότι το Κακουργιοδικείο τα ανέλυσε ορθά, καθοδηγούμενο από κατάλληλη νομολογία. Συναφώς, παρατηρούμε ότι στις κατηγορίες 2 και 3 ο Εφεσείων διώχθηκε και με βάση το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, ως συνεργός. Υπήρχε επαρκής και αξιόπιστη μαρτυρία, κυρίως του ΜΚ2, ότι ο Εφεσείων προέβη σε όλες τις προαναφερόμενες ενέργειες αγοράς των ναρκωτικών, συσκευασίας τους και παράδοσής τους στον ΜΚ2, με σκοπό τη μεταφορά και εισαγωγή τους στην Κύπρο, για λογαριασμό και προς όφελος του Εφεσείοντα. Καθ΄ όλον τον ουσιώδη χρόνο, ο Εφεσείων διατηρούσε έλεγχο πάνω στην κλειδωμένη βαλίτσα και τα ναρκωτικά που περιείχε.
Σύμφωνα με τη Warner (ανωτέρω):
«Ideally, a possessor of a thing has complete physical control over it, he has knowledge of its existence, its situation and its qualities: he has received it from a person who intends to confer possession of it and he has himself the intention to possess it exclusively of others. But these elements are seldom all present in situations with which the courts have to deal, and where one or more of them is lacking, or is incompletely present, it has to be decided whether the given approximation is such that possession may be held sufficiently established to satisfy the relevant rule of law. As it is put by Pollock and Wright, possession: is defined by modes of events in which it commences or ceases and by legal incidents attached to it.» (Από την απόφαση του Λόρδου Wilberforce)
Ως προς το αδίκημα της συνομωσίας, θεωρούμε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι υπήρχαν όλα τα απαραίτητα συστατικά του αδικήματος και ως προς το αδίκημα της τρίτης Κατηγορίας, επίσης συμφωνούμε με το Κακουργιοδικείο ότι, εν όψει της ποσότητας των ναρκωτικών, υπήρχε μαχητό τεκμήριο για πρόθεση προμήθειάς τους σε τρίτα πρόσωπα, το οποίο ο Εφεσείων δεν κατόρθωσε να αποσείσει. Δε δόθηκε οποιαδήποτε πειστική ή λογική εξήγηση προς απόσειση του βάρους που είχε ο Εφεσείων.
Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό μη επαρκή διερεύνηση των θέσεων του Εφεσείοντα, από την Αστυνομία και τις Ανακριτικές Αρχές, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση των θεμιτών δικαιωμάτων του και τη μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, και πάλι θεωρούμε ότι ο λόγος είναι αβάσιμος. Παρατηρήσαμε ήδη ότι για το σημαντικότατο στοιχείο της παρουσίας του Εφεσείοντα στην Αθήνα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο ΜΚ2 δεν αντεξετάστηκε. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έκαμε λόγο για τη μή επαρκή διερεύνηση των τηλεφωνικών επαφών που, σύμφωνα με τον ΜΚ2, είχε ο ΜΚ2 με τον Εφεσείοντα και αντίστροφα, κατά τον κρίσιμο χρόνο. Θεωρούμε ότι, από τη στιγμή που η μαρτυρία του ΜΚ2 κρίθηκε, και ορθά κρίθηκε, ως αξιόπιστη και από τη στιγμή που η παρουσία του Εφεσείοντα στην Αθήνα, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν αμφισβητήθηκε, το γεγονός, έστω και της μη επαρκούς διερεύνησης και επιβεβαίωσης των τηλεφωνημάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ Εφεσείοντα και ΜΚ2, δεν στέρησε από τον Εφεσείοντα οποιοδήποτε θεμιτό δικαίωμα, ούτε και κατέστησε τη δίκη του, μη δίκαιη, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σχετικές αυθεντίες.
Εν όψει των ανωτέρω, κρίνουμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και τους απορρίπτουμε. Η πρωτόδικη απόφαση είναι νομικά ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, η έφεση απορρίπτεται.
Π. Δ. Δ.
/ΜΣ