ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ε.Ευσταθίου, για τον εφεσείοντα Α.Αριστείδης - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πoινική ΄Εφεση αρ.73/2012, 13/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D672

(2015) 2 ΑΑΔ 680

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                           oινική ΄Εφεση αρ.73/2012)

 

13 Oκτωβρίου, 2015

 

Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εφεσείων

          ν.

           

          ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

          Εφεσίβλητη

          - - - - - - - - -

Ε.Ευσταθίου, για τον εφεσείοντα

Α.Αριστείδης - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

  - - - - - - - - -

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ:  Η ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

           Α Π Ο Φ Α Σ Η

      

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο εφεσείων γυναικολόγος ετών 57 κατά τον ουσιώδη χρόνο εκρίθη ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε αριθμό κατηγοριών σεξουαλικής φύσεως με θύματα 35 γυναίκες ασθενείς του.  Συγκεκριμένα πρόκειτο για 44 κατηγορίες: 

 

(α)  6 κατηγορίες για βιασμό, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (Κατηγορίες 1, 23, 63, 108, 132, 158).

 

(β)  8 Κατηγορίες για περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του ΄Αρθρου 227, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.  (Κατηγορίες 2, 22, 62, 75, 97, 107, 131, 157).

 

(γ)  20 Κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του ΄Αρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορίες 15, 30, 35, 39, 43, 54, 67, 72, 79, 86, 89, 98, 105, 113, 116, 119, 123, 140, 150, 163).

 

(δ) 10 Κατηγορίες για σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση των ΄Αρθρων 2 και 5(1)(α) του Περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και ΄Αλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου, 235/90 (Κατηγορίες 21, 28, 33, 74, 84, 96, 106, 127, 152, 165).

 

Προέκυψε από τα κοινώς τεθέντα γεγονότα ότι ο εφεσείων εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του ως ιατρός, φωτογράφιζε τις γυναίκες ασθενείς του γυμνές και είτε ασελγούσε σε βάρος τους είτε τις βίαζε αφού πρώτα τις νάρκωνε με την πρόφαση εγχείρησης που δεν την είχαν ανάγκη, αλλά ο ίδιος την πρόβαλλε ως ιατρικώς αναγκαία. 

 

Οι παράνομες ενέργειες του εφεσείοντα αποκαλύφθηκαν στις 25.10.11 όταν το τελευταίο θύμα του, παρόλο που ο εφεσείων είχε θέσει σε νάρκωση με το ίδιο σκοπό ως άνω, ξύπνησε και τον αντιλήφθηκε να είναι γυμνός και να απομακρύνεται από κοντά της.  Η καταγγελία της στην Αστυνομία ήταν ο μίτος της Αριάδνης που οδήγησε στο λαβύρινθο - αριθμητικά και ποιοτικά - της ασύλληπτης εγκληματικής δραστηριότητας του εφεσείοντα με την οποία τα θύματα του για περίοδο από τα έτη 2009 έως 2011 έφθασαν στον αριθμό 35 είτε στα αδικήματα βιασμού είτε ασελγών πράξεων είτε των λοιπών κατηγοριών.  Σε έρευνα που διεξήχθη, μετά την καταγγελία του τελευταίου θύματος, στις μνήμες ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής εντοπίστηκαν 563 φωτογραφίες που απεικόνιζαν τις σεξουαλικές διαστροφές του εφεσείοντα επί των θυμάτων του.

 

Στις 27.10.11 έγινε εκ νέου έρευνα στην κλινική του κατηγορουμένου όπου εντοπίστηκαν και λήφθηκαν ως τεκμήρια οι φάκελοι ασθενών και το ημερολόγιο επισκέψεων που ο κατηγορούμενος διατηρούσε. Αφού μελετήθηκαν τα πιο πάνω διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος έγραφε ιδιοχείρως στον φάκελο κάθε παραπονούμενης τις ασελγείς πράξεις στις οποίες προέβαινε ενώ αυτές ήταν σε κατάσταση νάρκωσης.

 

Ο εφεσείων σε κατάθεση του ημερ. 3.11.11 ανέφερε ότι ο πραγματικός λόγος που νάρκωνε τις ασθενείς του ήταν αποκλειστικά και μόνο για να προβεί στις ως άνω πράξεις και όχι επειδή έχρηζαν επέμβασης.

 

Επί των γεγονότων της απόφασης το Κακουργιοδικείο τόνισε τα ακόλουθα:

 

"Ο Κατηγορούμενος, πρόδωσε με πολλούς τρόπους την εμπιστοσύνη που τού είχαν επιδείξει οι ασθενείς του, προσχεδιάζοντας τα ανουσιουργήματα του και χρησιμοποιώντας δόλια μέσα για να επιτύχει το σκοπό του. Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ο μοναδικός λόγος που τις νάρκωνε, ήταν αποκλειστικά και μόνο για να προβαίνει στις εν λόγω πράξεις και όχι επειδή έχρηζαν επέμβασης. Σε κάποιες απ' αυτές είχε αναφέρει ότι θα τους έκανε επέμβαση με μηχάνημα λέϊζερ, ενώ τέτοιο μηχάνημα δεν βρέθηκε στην κλινική του.

 

 Συνολικά, στο διάστημα μεταξύ 21/12/2009 και 25/10/2011, δηλαδή σε περίοδο 22 περίπου μηνών, εκμεταλλεύθηκε με διάφορους τρόπους 35 γυναίκες-ασθενείς του. Συγκεκριμένα, 6 απ' αυτές τις βίασε, εναντίον 20 προέβη σε διάφορες άσεμνες πράξεις, ενώ 9 απ' αυτές τις φωτογράφιζε ενώ ήταν ναρκωμένες και γυμνές. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις ο Κατηγορούμενος φωτογράφιζε τις παράνομες ενέργειες του, ενώ κατέγραφε ιδιοχείρως στο φάκελο κάθε Παραπονουμένης τις ασελγείς πράξεις στις οποίες προέβαινε.

 

 Τονίζουμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι, δεν δίστασε να εκμεταλλευθεί σεξουαλικά ακόμη και ανήλικες κοπέλες. Υπενθυμίζουμε ότι ανάμεσα στις 6 γυναίκες που βίασε, περιλαμβάνεται μια ανήλικη, η Γ.Θ, τότε ηλικίας 17 ετών. Επίσης μεταξύ των 20 γυναικών εναντίον των οποίων προέβηκε σε άσεμνες πράξεις, ήταν και μια ανήλικη, η Ο.Δ. τότε ηλικίας 15 ετών στην οποία ενώ αυτή τελούσε υπό νάρκωση τοποθέτησε το πέος του στο στόμα και στην παλάμη της."

 

Επί των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του, την παραδοχή, το βεβαρημένο της κατάστασης της υγείας του, το οποίο σε συνδυασμό με φάρμακα που έπαιρνε «του δημιούργησαν κάποιες εμμονές», σε μια σωματική και πνευματική κατάσταση που συνέτεινε σε κάποιο βαθμό στη διάπραξη των αδικημάτων.  Σχολιάστηκαν επίσης οι λοιπές προσωπικές του καταστάσεις. 

 

Το Κακουργιοδικείο έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου επέβαλε στον εφεσείοντα στις 5 κατηγορίες που αφορούν βιασμό ενηλίκων ασθενών, φυλάκιση 9 ετών σε κάθε κατηγορία (κατηγορίες 1, 23, 108, 132 και 158) και στην κατηγορία 63, που αφορά βιασμό της ανήλικης, φυλάκιση 11 ετών.

 

Στις κατηγορίες 2, 22, 62, 107, 131, 157 (σύνολο 6 κατηγορίες) που αφορούν στην περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι βιασμού, ποινή φυλάκισης 4 ετών σε κάθε κατηγορία.

 

Στην κατηγορία 75, που αφορά στην περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι της ΄Ασεμνης Επίθεσης εναντίον της ενήλικης παραπονούμενης που αναφέρεται στην κατηγορία 79, ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.  Στην κατηγορία 97, που αφορά στην περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, ήτοι της άσεμνης Επίθεσης εναντίον ανήλικης 15 ετών, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Στις κατηγορίες 15, 30, 35, 39, 43, 54, 67, 72, 79, 86, 89, 105, 113, 116, 119, 123, 140, 150 και 163 (σύνολο 19 κατηγορίες) που αφορούν στις άσεμνες Επιθέσεις εναντίον ενηλίκων ασθενών, φυλάκιση 2 ½ ετών στην κάθε κατηγορία.

 

 

Στην κατηγορία 98 που αφορά στην άσεμνη Επίθεση εναντίον της ανήλικης, ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Στις κατηγορίες 21, 28, 33, 74, 84, 96, 106, 127, 152 και 165 (σύνολο 10 κατηγορίες) που αφορούν στη σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ήτοι τη φωτογράφηση των παραπονουμένων, ποινή φυλάκισης 6 μηνών στην κάθε κατηγορία.

 

Το Δικαστήριο στη συνέχεια σε ξεχωριστό κεφάλαιο προβληματίστηκε  αν θα έπρεπε οι ποινές να είναι συντρέχουσες ή διαδοχικές και κατέληξε ώστε στις 5 κατηγορίες βιασμού ενηλίκων γυναικών οι ποινές 9 ετών φυλάκισης να συντρέχουν μεταξύ τους, ενώ η ποινή σε σχέση με το βιασμό ανήλικης (κατηγορία 63) να είναι διαδοχική με τις πιο πάνω ποινές.

 

Ακόμη κατέληξε ότι οι ποινές της άσεμνης επίθεσης εναντίον ενηλίκων, των 2 ½ ετών φυλάκισης, δέον να συντρέχουν μεταξύ τους, όμως να είναι διαδοχικές με τις υπόλοιπες, καθώς και με την ποινή των 3 ετών που αφορά άσεμνη επίθεση εναντίον ανήλικης.

 

Οι ποινές στις 8 κατηγορίες  που αφορούν στην περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, να συντρέχουν μεταξύ τους καθώς και με τις αντίστοιχες ποινές των βιασμών και των άσεμνων επιθέσεων για το λόγο ότι τα γεγονότα τους συνδέονται με αυτές των κατηγοριών για τις οποίες έχουν επιβληθεί  οι πάνω.

 

Τέλος, οι ποινές των 6 μηνών φυλάκισης στις 10 κατηγορίες που αφορούν τη σκληρή και εξευτελιστική μεταχείριση δια της φωτογράφησης των παραπονουμένων, να είναι συντρέχουσες μεταξύ τους αλλά να είναι διαδοχικές με τις υπόλοιπες.

 

Η συνολικά, προκύπτουσα, ποινή από τα πιο πάνω ήταν αυτή της 26ετούς ποινής φυλάκισης, η οποία ποινή, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο αντανακλά αφενός τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ενώ αφετέρου δεν παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή με 8 λόγους έφεσης επί το ότι η επιβληθείσα σωρευτικά ποινή της 26ετούς φυλάκισης στον εφεσείοντα είναι έκδηλα και/ή καταφανώς υπερβολική και εσφαλμένη καθότι δεν ελήφθησαν υπόψη ή ορθά ελαφρυντικοί παράγοντες (1ος λόγος), επί το ότι η επιβληθείσα ποινή ακόμη και για ένα έκαστο των αδικημάτων είναι εσφαλμένη για λόγους αρχής διότι δεν ελήφθη υπόψη η βαρύτατης μορφή εξωδικαστική τιμωρία του, αφού διεγράφη από το ιατρικό μητρώο και η οικογένεια του τον εγκατέλειψε, ενώ αντιμετωπίζει την κοινωνική χλεύη, έχοντας περιπέσει και σε πλήρη ένδεια.  Αγνοήθηκε επίσης ή δεν ελήφθη δεόντως υπόψη, εισηγείται ο κ.Ευσταθίου, η συνεργασία του και ή παραδοχή του.  Σημειώνεται ότι ενώ το Κακουργιοδικείο στη σελ. 16 της απόφασης του φραστικά αποδέχεται τη μεταμέλεια του εφεσείοντα αναφέροντας ότι εάν δεν υπήρχε το στοιχείο αυτό η ποινή που θα επιβαλλόταν θα ήταν αυστηρότερη, στην πραγματικότητα και κατ΄ουσίαν δεν ελήφθη υπόψη η μεταμέλεια του. (2ος 3ος και 6ος λόγος).  Επίσης είναι η θέση του εφεσείοντα ότι δεν εδόθη σημασία στο στοιχείο της έλλειψης βίας στα θύματα τα οποία τελούντα υπό νάρκωση ουδέποτε αντελήφθησαν τη διάπραξη των αδικημάτων, αλλά απλώς πληροφορήθηκαν τη διάπραξη τους.  (4ος λόγος).  Στον  5ο λόγο αναφέρεται ότι λόγω της κατάστασης της υγείας του ο εφεσείων χρειάζεται συνεχή ιατρική περίθαλψη (ειδικά για τις ενέσεις ινσουλίνης) οπότε ο εγκλεισμός του στις φυλακές δημιουργεί περαιτέρω κίνδυνο θανάτου.  Στον 7ο λόγο αναφέρεται ότι ενώ η νομολογία προσδίδει σημασία στο ενδεχόμενο επανάληψης των αδικημάτων από τους δράστες σεξουαλικών αδικημάτων το Κακουργιοδικείο στις σελ.17 και 18 της απόφασης του κάνει αναφορά στο θέμα χωρίς όμως να λαμβάνει θέση.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο κίνδυνος αυτός δεν υπάρχει σε σχέση με τον ίδιο εφόσον έχει διαγραφεί από το Ιατρικό Μητρώο. 

 

Στον 8ο λόγο αναφέρεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην επιβολή αθροιστικών ποινών σε βάρος του εφεσείοντα και ή τις επέβαλε κατόπιν παρερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής των συναφών αρχών, ειδικά τονίζεται η σημασία της επιβολής ποινής φυλάκισης τόσων χρόνων σε ένα άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας.  Αναφέρει επ΄αυτού ο κ.Ευσταθίου ότι ενώ η θέση της νομολογίας είναι ότι και εκεί ακόμη που επιτρέπεται η επιβολή αθροιστικών ποινών, η συνολική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική, το Δικαστήριο παραβίασε δια της ποινής που επέβαλε την αρχή της συνολικότητας.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το παράπονο του εφεσείοντα αγγίζει σχεδόν κάθε πτυχή της απόφασης στα πλαίσια της εισήγησης μιας έκδηλα υπερβολικής ποινής.

 

Στην αντίπερα όχθη, ο κ.Αριστείδη υπεραμύνθηκε της ορθότητας και του ισόρροπου της απόφασης τονίζοντας ότι το Κακουργιοδικείο ορθά χαρακτήρισε την υπόθεση πρωτοφανή, αφού ο αριθμός των θυμάτων ήταν τέτοιος (35 θύματα σύνολο) ώστε σε συνδυασμό με την ιδιότητα του εφεσείοντα ως ιατρού και τις λοιπές περιστάσεις να προσδίδουν στην υπόθεση αυτή μια ιδιάζουσα σοβαρότητα.   Δεν είναι υπερβολική η ποινή, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ.Αριστείδη, είναι υπερβολικά τα θύματα.

 

΄Εχουμε εξετάσει τις επιμέρους εισηγήσεις με κάθε προσοχή έχοντας βέβαια συνεχώς κατά νου ότι το Eφετείο δεν υποκαθιστά το έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά επεμβαίνει μόνο αν διαπιστώσει σφάλμα αρχής και αν όντως θεωρήσει ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. (βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

Από τη θεώρηση της πρωτόδικης απόφασης, διαπιστώθηκε ότι το Κακουργιοδικείο έχει ενδιατρίψει σε όλους τους σχετικούς παράγοντες με κάθε δυνατή περίσκεψη και έχει προσπαθήσει να δώσει τη δέουσα σημασία τόσο στους επιβαρυντικούς όσο και στους ελαφρυντικούς παράγοντες πριν να επιβάλει τις σχετικές ποινές έχοντας κατά νου τις σχετικές νομολογιακές κατευθύνσεις. 

 

Δεν έχει έρεισμα το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του αριθμό ελαφρυντικών παραγόντων ως η εισήγηση, όπως την ιδιάζουσα κατάσταση υγείας του, η οποία τον οδήγησε σε ένα είδος εξάρτησης από ποικίλα φάρμακα και ψυχοφάρμακα που επηρέαζαν την κρίση του.  Ορθά όμως επεσήμανε ο κ.Αριστείδη δεν συνέτρεχαν προϋποθέσεις περιορισμένου καταλογισμού.  Το ότι δημιουργήθηκαν στον εφεσείοντα εμμονές με συνακόλουθο τον επηρεασμό του ψυχικού του κόσμου ή ότι είχε διάφορα προβλήματα υγείας και πρόβλημα στυτικής δυσλειτουργίας, ως περιγράφονται πρωτοδίκως, σαφώς και λήφθηκαν υπόψη (σελ.7 της εκκαλούμενης απόφασης).  Τίποτε από αυτά ωστόσο δεν κατατάσσει τον εφεσείοντα στην κατηγορία ατόμων περιορισμένου καταλογισμού, κατάσταση η οποία και σαφώς πρέπει να καταδεικνύεται.  (βλ. R. v. Dix (1982) 74 Cr.App.R.) 

 

Συνεπώς εν προκειμένω η ενέργεια του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη μεν τη ψυχική-σωματική του υγεία στα πλαίσια της επιμέτρησης χωρίς να τον εντάξει στην κατηγορία προσώπων με μειωμένο καταλογισμό ήταν η ενδεδειγμένη.

 

Ούτε τα λοιπά παράπονα του, επ΄αυτής της πτυχής ευσταθούν. Το Δικαστήριο - ως όφειλε - έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικά τόσο την παραδοχή όσο και τις συνέπειες στην προσωπική, επαγγελματική του ζωή, στο πλαίσιο που ήταν θεμιτό. 

 

Από την άλλη το Δικαστήριο - ως επίσης όφειλε - εξέτασε και τα επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία ήσαν και πολλά και σοβαρά. 

 

Το πρώτιστο ξεκινά από την ίδια την ιδιότητα του εφεσείοντα ως ιατρού, ιδιότητα που οι κοινωνικές δομές διαχρονικά αντιμετώπισαν όχι ως απλό επάγγελμα, αλλά λειτούργημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την υψηλή αποστολή των λειτουργών του, στη διάσωση της ζωής και στη διατήρηση της υγείας των ανθρώπων.  Ο εφεσείων, όχι μόνο δεν επιτέλεσε αυτό το ιερό καθήκον, αλλά παραβιάζοντας την άκρως ιδιάζουσα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενή, εκμεταλλεύθηκε σεξουαλικά αριθμό ασθενών του με τρόπο που μόνο αποστροφή μπορεί να προκαλέσει.

 

Τα Κυπριακά Δικαστήρια άντλησαν ιδιαίτερη βοήθεια και καθοδήγηση στον τρόπο αντιμετώπισης αναφορικά με το θέμα της ποινής σε αδικήματα βιασμού από την αγγλική νομολογία.   Ως προς τη συγκριτική τοποθέτηση του αδικήματος σε κλίμακα σοβαρότητας, καθοδήγηση παρέχει η απόφαση στην υπόθεση Κeith Billam & Others (1986)3 Crim. App. Rep. (S)48.  Ο Lord Chief Justice στις σελ. 50-51 αναφέρει τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Για βιασμό ο οποίος διαπράττεται χωρίς οποιονδήποτε επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό παράγοντα, σε μία υπόθεση μετά από ακρόαση πρέπει να λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας ποινής τα πέντε χρόνια φυλάκισης.  Όταν ο βιασμός διαπράττεται από δύο ή περισσότερα πρόσωπα από κοινού, ή όταν υπήρξε παραβίαση εισόδου στον τόπο διαμονής του θύματος ή από πρόσωπο που είχε ευθύνη απέναντι του θύματος ή από πρόσωπο που έχει απαγάγει το θύμα και το κρατά αιχμάλωτο, η αφετηρία ποινής πρέπει να είναι οκτώ χρόνια.

 

Στο ύψιστο σημείο της κλίμακος ποινής κατατάσσεται συμπεριφορά κατηγορουμένου η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολλαπλός βιασμός (campaign of rape) έναντι αριθμού γυναικών.  Αντιπροσωπεύει ασυνήθη κίνδυνο και ποινή 15 χρόνων είναι πιο  κατάλληλη.

 

Όταν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου παρουσιάζει ψυχοπαθητικές τάσεις ή σοβαρή διατάραξη προσωπικότητας και είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τις γυναίκες για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, η ποινή ισόβιας κάθειρξης δεν θα είναι ακατάλληλη.

 

Το έγκλημα, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρείται ότι ενέχει επιβαρυντικά στοιχεία, όταν συντρέχει ένας από τους πιο κάτω παράγοντες:

 

(1)           Η βία που χρησιμοποιήθηκε είναι υπερβολική

(2)           Όταν χρησιμοποιείται όπλο (weapon) για εκφοβισμό ή πρόκληση βλάβης στο θύμα

(3)           Όταν ο βιασμός επαναλαμβάνεται

(4)           Όταν έχει προσεκτικά σχεδιασθεί

(5)           Όταν ο κατηγορούμενος έχει προηγούμενες καταδίκες για βιασμό ή άλλα σεξουαλικά αδικήματα ή αδικήματα βίας

(6)           Όταν το θύμα έχει υποβληθεί σε σεξουαλικό εξευτελισμό

(7)           Το θύμα είναι  πολύ νεαρό είτε πολύ ηλικιωμένο

(8)           Οι επιπτώσεις στο θύμα (ψυχικές ή σωματικές) είναι ιδιαζούσης σοβαρότητας

 

Εφόσον, ένας ή περισσότεροι από τους πιο πάνω παράγοντες συντρέχουν, η ποινή πρέπει να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από το αφετηριακό σημείο.

 

Η περαιτέρω ταλαιπωρία (distress) του θύματος σε περίπτωση που δώσει μαρτυρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραδοχή, ίσως περισσότερο από άλλα αδικήματα, θα πρέπει υπό κανονικές συνθήκες να έχει ως αποτέλεσμα κάποια έκπτωση από την ποινή που θα επιβαλλόταν.  Το ύψος της έκπτωσης αυτής βεβαίως ερείζεται σ΄όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας καταδίκης σε περίπτωση ακρόασης.

 

Το γεγονός ότι το θύμα δύναται να θεωρηθεί ότι είχε εκθέσει τον εαυτό της στον κίνδυνο με το να συμπεριφερθεί ασύνετα (όπως να αποδεχθεί από άγνωστο πρόσωπο να την μεταφέρει με το αυτοκίνητο) δεν είναι ελαφρυντικό στοιχείο.  Οι προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες του θύματος επίσης δεν είναι σχετικός παράγοντας.  Αλλά εάν το θύμα έχει συμπεριφερθεί με τρόπο ο οποίος εύλογα θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι θα οδηγήσει τον κατηγορούμενο στο να πιστεύει ότι θα αποδεχόταν την συνουσία, τότε αυτό είναι ελαφρυντικό για την ποινή.  Προηγούμενος καλός χαρακτήρας δεν είναι παρά περιορισμένης σχετικότητας.»

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, εκτός του θέματος της παραβίασης της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και ασθενούς, η οποία από μόνη της είναι άκρως επιβαρυντικός παράγοντας (βλ. R v. Xavier Alexander Prokop (1995) 16 Cr.App.R. (S) 598), συντρέχουν ακόμη με βάση την υπόθεση Βillam (ανωτέρω) και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες, ιδιαίτερα η επαναληπτική δράση του εφεσείοντα σε μεγάλο αριθμό θυμάτων και για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.  Επιβαρυντικός παράγοντας είναι επίσης ο προσεκτικός σχεδιασμός των ενεργειών του, ο οποίος σχεδιασμός άπτεται και έχει πλήρη συνάφεια με σοβαρά ψεύδη και παραπλανήσεις με τις οποίες οδηγούσε τα θύματα του με το δόλιο τρόπο της νάρκωσης σε εγχειρήσεις που δεν χρειάζονταν.  Η αχρείαστη νάρκωση από μόνη της είναι σοβαρή επέμβαση επί του σώματος των θυμάτων.  Ακόμη, ως το σημείο 6 ανωτέρω της Billam, ο περαιτέρω σεξουαλικός εξευτελισμός συντρέχει ως επιβαρυντικός παράγοντας των θυμάτων, τα οποία είδαν τον εαυτό τους σε αναρίθμητες φωτογραφίες  αλλά και αρχειοθετημένες σε μητρώο που αντί να αποδίδει την ιατρική τους κατάσταση περιέγραφε και απεικόνιζε τις σεξουαλικές διαστροφές του εφεσείοντα στο γυμνό τους σώμα. 

 

Με όλα αυτά που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έσφαλε επί καμίας πτυχής που αφορούσε την επιμέτρηση της ποινής. 

 

Ως ξεχωριστό κεφάλαιο θα εξετάσουμε το θέμα της διαδοχικότητας των ποινών, όπως προκύπτει από τους σχετικούς λόγους έφεσης.  Ούτε και σ΄αυτό το θέμα βρίσκουμε βάσιμο το παράπονο του εφεσείοντα.  Δεν παρατηρούμε κανένα σφάλμα αρχής στην αντιμετώπιση της διαδοχικότητας των ποινών εφόσον το Κακουργιοδικείο ορθά καθοδηγήθηκε από τη σχετική νομολογία και ειδικά στο γεγονός ότι τα αδικήματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος του ιδίου επεισοδίου ακριβώς επειδή αφορούσαν αριθμό θυμάτων με διάπραξη αυτών σε εμβέλεια χρόνου που κάλυπτε 22 περίπου μήνες, ενώ δύο από τα θύματα  ήταν ανήλικες κοπέλες.  Γι΄αυτό το Κακουργιοδικείο, προσέγγισε το θέμα της διαδοχικότητας των ποινών αναλόγως, επιλέγοντας προσεκτικά ποιες ποινές θα διέταζε να συντρέχουν και ποιες να είναι διαδοχικές.  Στην υπόθεση Kέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433 επικυρώθηκε η επιβολή διαδοχικών ποινών για σεξουαλικά αδικήματα, παρά την ομοιότητα των συστατικών στοιχείων των κατηγοριών.  Ορθά το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι αυτά που αναφέρθηκαν στην Κέρκης ισχύουν και στην κρινόμενη περίπτωση, αφού τα γεγονότα των αδικημάτων δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μέρος του ιδίου επεισοδίου και στρέφονταν έναντι διαφορετικών προσώπων χωρίς οποιαδήποτε χρονική ή άλλη διασύνδεση μεταξύ τους.  Εν γένει η ποινή που εν τέλει επιβλήθηκε αντικατοπτρίζει ολόκληρη την αξιόποινη συμπεριφορά του εφεσείοντα η οποία μπορεί βάσιμα να χαρακτηριστεί ως «εκστρατεία βιασμών (ή σεξουαλικών επιθέσεων) - campaign of rapes" η οποία εγκυμονεί κινδύνους για τυχόν επανάληψη τους, άσχετα από το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είναι πλέον εγγεγραμμένος στο Ιατρικό Μητρώο, ως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του.  Δεν μπορεί οι παράγοντες που επικαλείται ο κ.Ευσταθίου (ούτε η ηλικία, ούτε η κατάσταση της υγείας του, ούτε η παραδοχή και οι συνέπειες στη ζωή του) να ιδωθούν πέραν της σημασίας που εδόθη ήδη πρωτοδίκως.  Εν τέλει σημασία έχει και το ότι ο συνολικός χρόνος θα πρέπει να συναρτάται με την εσωτερική ποινική ευθύνη του κατηγορούμενου και όχι μόνο με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των κατηγοριών.  Και εν προκειμένω η συνολική επιβληθείσα ποινή των 26 ετών, ήταν εκ της σοβαρότητας των αδικημάτων και εκ της ανάγκης για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές, ποινή που δεν παραβιάζει την αρχή της συνολικότητας (βλ. Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας, ποινική έφεση 140/14, ημερ. 14.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:B267, Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762, στην οποία επικυρώθηκε σωρευτική ποινή 25 ετών για αδικήματα βιασμού εναντίον 8 ανήλικων κοριτσιών, Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 331, και ακόμη την αγγλική υπόθεση R v. B Court of Appeal (Criminal Division) 30.7.2015 στην οποία επικυρώθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 24 χρόνων σε 21 αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης με 4 θύματα).

 

Ο κ.Ευσταθίου επέμενε ιδιαίτερα στο θέμα της ηλικίας του εφεσείοντα σε συνάρτηση με το πολύχρονο της φυλάκισης ότι εν τέλει η επιβληθείσα ποινή συνιστά εξοντωτική ποινή για τον εφεσείοντα.  Σε σοβαρά όμως εγκλήματα - όπως στην κρινόμενη περίπτωση - ατονεί το θέμα και της ηλικίας όπως έχει αναφερθεί στις υποθέσεις R v. Lucas R v. Walsh (2000) All E.R. Cr.D.183, Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189.

 

Αναφορικά δε με τα προβλήματα υγείας τα οποία αναλύθηκαν ενώπιον μας δεν έχουμε πεισθεί ότι δεν μπορούν να τύχουν της δέουσας αντιμετώπισης από τις Αρχές των φυλακών. 

 

Eν κατακλείδι στην άκρως ιδιάζουσα αυτή περίπτωση, ναι μεν η συνολική ποινή είναι αυστηρή, λαμβανομένου υπόψη και της παραδοχής, αλλά όχι σε βαθμό που επιτρέπει την επέμβαση του Εφετείου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι η έφεση πρέπει να αποτύχει.  Η έφεση απορρίπτεται. 

 

 

                                                                      ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                                      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                      ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο